Στα τέλη του καλοκαιριού, ένα Διεθνές Συνέδριο που προλόγισε μια ελληνική Ημερίδα έφεραν την ψηφιακή τεκμηρίωση στο επίκεντρο του αναστοχασμού μας. Το ετήσιο συνέδριο της Διεθνούς Επιτροπής για την Τεκμηρίωση (CIDOC) του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM) , με θέμα “The Digital Curation of Cultural Heritage” (“Ψηφιακή επιμέλεια των πολιτισμικών αγαθών”) έγινε φέτος στην Αθήνα, 15-18 Σεπτεμβρίου, στους φιλόξενους χώρους του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Προηγήθηκε, στις 13 Σεπτεμβρίου και στον ίδιο χώρο, η Ημερίδα με τίτλο “Τεκμηρίωση και Επιμέλεια Πολιτισμικών Πληροφοριών: από τη Θεωρία στην Πράξη”. Συνέδριο και Ημερίδα γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και, καθώς πίσω από τις επιτυχίες, κρύβεται η σωστή οργάνωση, θερμά συγχαρητήρια αξίζουν στους άψογους συνδιοργανωτές, το Μουσείο Μπενάκη και το Ελληνικό Τμήμα του ICOM.

Το γεγονός ότι τα Πρακτικά μιας διεθνούς συνάντησης διανέμονται υπό μορφήν CD στους συμμετέχοντες, ήδη κατά την άφιξή τους, προδίδει ολοφάνερα πια το μυστικό στόχο όλων των συνεδρίων: την αναντικατάστατη εκ του σύνεγγυς ανθρώπινη επαφή, την σύσφιξη των φιλικών δεσμών. Στην προθέρμανση συνέβαλαν αποφασιστικά τα πεντανόστιμα μεσημεριανά στην Πειραιώς και το Βυζαντινό Μουσείο, οι βραδινές δεξιώσεις στην οδό Κουμπάρη, στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων και στο Νομισματικό, καθώς και το αποχαιρετιστήριο ξεφάντωμα στην Πειραιώς. Όσα μέλη του ελληνικού CIDOC δεν ακολουθούν τα διεθνή του συνέδρια είχαν τη χαρά να ξανασυναντήσουν φίλους που είχαν να δουν από το προηγούμενο συνέδριο στην Ελλάδα, το 1990 στο Ναύπλιο. Η αναλλοίωτη μορφή του Andrew Roberts, πρoέδρου του CIDOC από το 1989 έως το 1995, πρόσφερε την ψευδαίσθηση μιας άμεσης συνέχειας!

Ωστόσο, ο προβληματισμός έχει ενδιαμέσως κάνει άλματα. Προ πολλού ξεπερασμένοι είναι οι κανόνες της τεκμηρίωσης που απασχολούσαν το CIDOC πριν είκοσι περίπου χρόνια, και που μόλις τώρα ταλανίζουν τη χώρα μας. Οι σύνεδροι του CIDOC το 2008 ανέδειξαν σε μείζονα προβλήματα δύο θέματα:
α) το πέρασμα από παλαιότερα ψηφιακά συστήματα τεκμηρίωσης σε νεότερα χωρίς απώλεια δεδομένων.
β) την επικοινωνία των διαφόρων ψηφιακών συστημάτων μεταξύ τους, με σύνθημα “Τώρα, ας χτίσουμε γέφυρες!”

Θα ήταν όμως άδικη η σύγκριση του Διεθνούς Συνεδρίου του CIDOC με την ελληνική Ημερίδα με θέμα: “Τεκμηρίωση και Επιμέλεια Πολιτισμικών Πληροφοριών: από τη Θεωρία στην Πράξη”, που φιλοξενήθηκε δυο μέρες νωρίτερα και πάλι στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς.
Εδώ ο αναστοχασμός αφορούσε ελληνικούς φορείς που χρηματοδοτήθηκαν από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Την Ημερίδα πλαισίωνε, εικονογραφώντας τα έργα, μεγάλη έκθεση με περισσότερες από σαράντα αφίσες. Εντύπωση προκάλεσε η γνωριμία, μέσα απ’αυτές, με το έργο αφανών μουσείων, όπως το Εγκληματολογικό του Πανεπιστημίου Αθηνών, και με μικρούς, άγνωστους φορείς. Έκπληκτος ο θεατής, έβλεπε, πλάι στα αναμενόμενα, μεγάλα προγράμματα του ΥΠΠΟ, των Εφορειών Αρχαιοτήτων και των Μουσείων, πλάι σε γνωστούς φορείς όπως η Μουσική Βιβλιοθήκη του Μεγάρου Μουσικής, αίφνης το σχετικά άγνωστο ακόμα Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Χάρβαρντ, την πανέμορφη αφίσα του Κέντρου Σπουδών Λαϊκού Θεάτρου για το κοστούμι και τον χρόνο (1830-1960) ή την, ακόμη ωραιότερη, από τη “Θάλασσα των Παραμυθιών” του θεάτρου Αερόπλοιο, που χώρεσε 150 παραμύθια σ’ένα CD. Η έκθεση έμοιαζε κάπως άνιση.

Στη Συζήτηση στρογγυλής τράπεζας, έγινε εμφανές το πρόβλημα. Όλοι ήμασταν ευτυχείς που τα κονδύλια και οι απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης μας επέτρεψαν (ή, καλύτερα, μας εξανάγκασαν) να τεκμηριώσουμε επιτέλους κάποια τμήματα έστω της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Κανείς δεν υποβάθμισε τή σπουδαιότητα του γεγονότος. Έγινε όμως σαφής και μια παρανόηση, μια έλλειψη επικοινωνίας. Τόσο οι διαχειριστές των κονδυλίων όσο και οι εκπρόσωποι του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, δεν συναντήθηκαν με τα μέλη του CIDOC στην Ελλάδα, προκειμένου να ορίσουν την απαιτούμενη από το έργο “τεκμηρίωση”. Αποτέλεσμα, μια άνιση τεκμηρίωση καθενός φορέα κατά το δοκούν. Αποτέλεσμα, η απογοήτευση των επίσημων φορέων.

Ορισμένες φορές η τεκμηρίωση είναι απλή, άλλες όχι. Θα πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε εάν εννοούμε την διατιθέμενη πληροφορία ή την ψηφιακή μέθοδο διαχείρισής της. Στην πρώτη περίπτωση, να ορίσουμε ποιο είναι το αναμενόμενο ποσοστό πληροφορίας (όταν αυτό υπάρχει) σε προγράμματα πρωτοβάθμιας τεκμηρίωσης, όπως αναπόφευκτα είναι τα “ευρωπαϊκά”, στα οποία όλοι φιλοδοξούν να χωρέσουν τον μέγιστο αριθμό αντικειμένων (ή άλλου είδους τεκμηρίων) στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Οι απαιτήσεις μας μειώνονται και από το γεγονός της πρόσληψης ανειδίκευτου, ως προς την τεκμηρίωση, προσωπικού, το οποίο σχεδόν ουδείς σκέφτεται να επιμορφώσει. Που χρόνος, που συναίσθηση! Άρα, η απογοήτευση των επίσημων φορέων είναι πιθανόν δικαιολογημένη αλλά είναι και απροβλημάτιστη.

Και όμως, η διάθεση επικοινωνίας ήταν παρούσα. Η Ιφιγένεια Διονυσιάδου, Υπεύθυνη του Τμήματος Πληροφορικής του Μουσείου Μπενάκη – το οποίο, από την ίδρυσή του από τον Κωστή Δάλλα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εκτοξεύθηκε στην ελληνική πρωτοπορία των μουσειακών συστημάτων τεκμηρίωσης-, πρότεινε να παίξει συμβουλευτικό ρόλο προς όποιον ενδιαφερόμενο. Δεδομένης της απόστασης που χωρίζει το Μουσείο Μπενάκη από όποιον άλλο οργανισμό ενδιαφέρεται για την τεκμηρίωση, η ανοιχτή και γοητευτική πρόσκληση της Ιφιγένειας Διονυσιάδου είναι, ας μου συγχωρεθεί ο στόμφος, εθνικής σημασίας.

Αν ίσως, οι ελληνικοί φορείς δεν συζήτησαν τα προβλήματα της διατήρησης των παλαιότερων ψηφιακών συστημάτων πολιτισμικής τεκμηρίωσης και της αξιοποίησης της ψηφιακής τους πληροφορίας, έθεσαν όμως σαφώς το ζήτημα της επικοινωνίας. Ας ελπίσουμε ότι τα γεφύρια που θέλουμε να χτίσουμε δεν θα έχουν τη μοίρα του γιοφυριού της Άρτας.

Αγγελική Ροβάτσου
ar606@columbia.edu