Η διαχρονική ανθεκτικότητα του Παρθενώνα στους σεισμούς κεντρίζει το ενδιαφέρον της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Ιάπωνες επιστήμονες, σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, εγκατέστησαν, για τρία χρόνια, δύο δικούς τους επιταχυνσιογράφους. Τα συμπεράσματα και οι ανακοινώσεις των μετρήσεων θα γίνουν σε συνεργασία με την ΥΣΜΑ.
Ο επιταχυνσιογράφος δεν είναι σεισμογράφος. Καταγράφει την εδαφική επιτάχυνση, την κίνηση του εδάφους στο συγκεκριμένο σημείο όπου είναι εγκατεστημένος. Στην Ακρόπολη, με άλλα λόγια, μετρά πώς οι δονήσεις ενός σεισμού, που έγινε για παράδειγμα στην Αχαΐα, έφτασαν μέχρι τον Ιερό Βράχο.
Η ΥΣΜΑ πρόκειται να εγκαταστήσει έξι σύγχρονους επιταχυνσιογράφους σε περιοχές της Ακρόπολης οι οποίοι έχουν ήδη παραγγελθεί. Πρόκειται για τετράγωνο κουτί, έναν κύβο, που πατά πάνω σε τσιμεντένια βάση. Μετά το σχετικό διαγωνισμό που προκηρύχθηκε, το έργο ανέλαβε το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο. Δύο θα τοποθετηθούν πάνω στον Παρθενώνα, δύο σε σημεία της Ακρόπολης (που έχουν επιλεγεί με κριτήριο ότι είναι μπαζωμένες περιοχές) και δύο κάτω από τον Ιερό Βράχο γιατί, σύμφωνα με τη διευθύντρια της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης (ΥΣΜΑ), Μαρία Ιωαννίδου, το ενδιαφέρον εστιάζεται στα αποτελέσματα για την κατάσταση των τειχών. Πριν από χρόνια είχε τοποθετηθεί ένα δίκτυο επιταχυνσιογράφων στον Παρθενώνα. Δεν έδωσε όμως καμιά καταγραφή, ούτε ένα σεισμό. Ήταν παλιάς τεχνολογίας, με πολλές καλωδιώσεις. Οι σύγχρονοι επιταχυνσιογράφοι είναι ασύρματοι. Ένας τέτοιος βρίσκεται σήμερα στο Βράχο και έδωσε για πρώτη φορά καταγραφή τον περασμένο Φεβρουάριο, στο σεισμό της Ανδραβίδας.
Γνωρίζουμε από τον Θουκυδίδη για το σεισμό του 427 π.Χ. που έγινε αισθητός στην Αθήνα και πιθανολογείται ότι είχε επίκεντρο την Αταλάντη. Ήταν το πρώτο «σοκ» των ρίχτερ για τον Παρθενώνα. Έπειτα από αιώνες και αφού έχει υποστεί καταστροφές που προκάλεσαν οι άνθρωποι (βομβαρδισμοί, εκρήξεις κ.ά.), ο Παρθενώνας ταρακουνήθηκε για τα καλά το 1894.
«Μετά το σεισμό του Aπριλίου του 1894, συγκροτήθηκε επιτροπή το 1895 για να αποφανθεί για το ενδεχόμενο καταστροφής του μνημείου από μεγάλο σεισμό. Στην επιτροπή συμμετείχαν οι Iωσήφ Durm, L. Magne και F.C. Penrose. Ο Penrose μελέτησε το ναό με τα ίδια εργαλεία που είχε χρησιμοποιήσει την πρώτη φορά που ανέβηκε στον Παρθενώνα το 1847. Το συμπέρασμά του ήταν ότι δεν υπήρξε καμιά μεταβολή στο μνημείο», επισημαίνει ο Μανώλης Κορρές, αναπληρωτής καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ και ένας από τους αναστηλωτές του ναού.
Μεγάλες ζημιές, σύμφωνα με τον Μ. Κορρέ, υπέστη ο Παρθενώνας στο σεισμό των 6,7 ρίχτερ του Φεβρουαρίου του 1981 που είχε ως επίκεντρο τα νησιά Αλκυονίδες του Κορινθιακού Κόλπου. «Μετά το σεισμό εκείνο, οι παραμορφώσεις στο άνω μέρος του ναού ήταν τεράστιες. Κίονες και δοκοί μετακινήθηκαν μέχρι και 4 εκατοστά και έσπασαν σπόνδυλοι. Από τότε, η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης έθεσε στο πρόγραμμά της και την παρακολούθηση της σεισμικής απόκρισης των μνημείων σε πρώτη προτεραιότητα»…
Ο Μ. Κορρές προσθέτει ότι «μέσα σε δύο δεκαετίες, του ’80 και του ’90, συντελέστηκε τεράστια πρόοδος στην κατανόηση της σεισμικής διέγερσης κτιρίων αποτελούμενων από λίθινους κίονες και επιστήλια. Οι καλύτεροι πολιτικοί μηχανικοί, γεωλόγοι και σεισμολόγοι, με εμπειρία και καλή γνώση, αφιέρωσαν στο θέμα αυτό πολλές μελέτες. Ερευνητικά προγράμματα πραγματοποιούν ακόμα και συνάδελφοι σε πανεπιστήμια του εξωτερικού».
Ο ίδιος τονίζει ότι οι ζημιές που προκάλεσε ο σεισμός της Πάρνηθας το 1999 δεν ήταν σοβαρές. Και εξηγεί το λόγο: «Εκείνη τη χρονιά είχαν προχωρήσει τα έργα αναστήλωσης του Παρθενώνα, ειδικά σε ευαίσθητα σημεία του ναού που κινδύνευαν».
«Οι αρχαίες κατασκευές αποδείχτηκε ότι έχουν μεγάλη σεισμική αντοχή», λέει η Μ. Ιωαννίδου: «Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν αντισεισμικούς κανονισμούς. Ήξεραν όμως τις μηχανικές ιδιότητες, την αντοχή των υλικών που χρησιμοποιούσαν. Τα δομικά στοιχεία του ναού έχουν τέλειες εδράσεις μεταξύ τους, δεν είχαν κονιάματα. Η δομή των μνημείων βασίζεται στην τέλεια επαφή των αρμών».
Ο Παρθενώνας σε ένα μικρό σεισμό δεν κινείται καθόλου, σε σχέση με τα σημερινά κτίρια που κουνιούνται ακόμα και με 3 ή 4 ρίχτερ.
Τη διαφορά εξηγεί ο Μ. Κορρές: «Η ουσιώδης διαφορά από τις συνήθεις οικοδομές με φέροντα οργανισμό από σκελετό και πλαίσιο μπετόν αρμέ ή σιδηρών στοιχείων είναι ότι τα τελευταία παραμορφώνονται την ώρα του σεισμού κατά ελαστικό τρόπο. Στήλες και δοκοί κάμπτονται και ταλαντώνονται, όπως τα δέντρα. Ενώ, στην περίπτωση των λίθινων κιόνων και επιστηλίων, όπως στον Παρθενώνα, οι επιμέρους λίθοι πρακτικώς δεν παραμορφώνονται, απλώς μετακινούνται, ολισθαίνουν. Εάν η επιτάχυνση είναι μεγαλύτερη, ανασηκώνονται στη μία ή την άλλη πλευρά τους και όσο περισσότερο διαρκεί η εδαφική κίνηση τόσο περισσότερο και αυτά «λικνίζονται», με μικρές αναπηδήσεις πότε στη μία άκρη και πότε στην άλλη. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να θραύονται κομματάκια κατά μήκος των ακμών, εκεί όπου άλλα εδράζονται σε εκείνα».
Αν δεν γνωρίζουμε τη συμπεριφορά των υλικών στο ενδεχόμενο σεισμών, μπορούμε να τη μάθουμε. Αυτός είναι ο ρόλος των σεισμικών προσομοιώσεων που συμβάλλουν σημαντικά στην πορεία των αναστηλωτικών εργασιών στον Παρθενώνα.
«Εμείς δεν έχουμε το ίδιο κτίριο που είχαν οι αρχαίοι. Δεν έχουμε στέγη, ούτε τοίχους που είχαν σημαντική προσφορά στην αντισεισμικότητα του ναού. Η μελέτη των κατασκευών έχει προχωρήσει. Είναι δύσκολο εγχείρημα καθώς καθορίζεται από τη λειτουργία πολλών λίθων που σχετίζονται μεταξύ τους», σημειώνει η Μ. Ιωαννίδου. Τονίζει μάλιστα ότι η ΥΣΜΑ βρίσκεται σε συνεργασία με το ΕΜΠ για το ζήτημα της αναστήλωσης των τοίχων του σηκού του Παρθενώνα. «Δεν έχουμε βρει ακόμα τη στατική λύση για τους τοίχους του σηκού», παραδέχεται η ίδια καθώς τα αποτελέσματα στο ενδεχόμενο σεισμού που έδειξε ο προσομοιωτής, με βάση την υπάρχουσα μελέτη, δεν είναι καθόλου ικανοποιητικά, γι’ αυτό άλλωστε εξετάζονται εναλλακτικές δυνατότητες.
Α.Μ.
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος, Π. Παναγιωτάκος (26/10/08)