Η μεταμόρφωση των ερειπίων. Μια διημερίδα στη Ρώμη (23-24 Φεβρουαρίου 2007)
Το Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης διοργάνωσε στις 23 και 24 Φεβρουαρίου 2007 διημερίδα με θέμα “Ξαναδιαβάζοντας τα κατάλοιπα. Μεταμόρφωση των ερειπίων και πολιτιστική ταυτότητα”. Η θεματική του συνεδρίου περιλάμβανε οκτώ ενότητες (Ερείπια, Τοπία, Χώροι, Αλλαγή, Προοπτικές, Δύναμη, Μεταμόρφωση, Εικόνες), σε κάθε μία από τις οποίες εξετάστηκαν διάφορες όψεις της ιστορίας και της επίδρασης των ερειπιώνων.
Ερείπια
Η πρώτη ενότητα επικεντρώθηκε στην εξέλιξη των ερειπίων από τη ρομαντική θεώρησή τους μέχρι την ένταξή τους στον σύγχρονο, πραγματικό, συνολικό περίγυρό τους (A. Carandini). Στα ερείπια αποδόθηκε μια αθέλητη ομορφιά, και από αυτά περάσαμε στη λατρεία του αποσπασματικού μεταξύ του 18ου και του 19ου αιώνα (Ο. Rossi Pinelli). Παρατηρείται όμως ότι η αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος βαίνει παραλλήλως προς μια εκτεταμένη καταστροφή των αρχαιολογικών καταλοίπων, που οδηγεί στο ερώτημα του ποιο είναι το μέλλον των ερειπίων σήμερα (M. Dezzi Bardeschi).
Τοπία
Στη δεύτερη ενότητα έγινε μια επισκόπηση της θεώρησης των ερειπίων σε διαφόρους πολιτισμούς και παρατηρήθηκε ότι αυτό οδήγησε αναπόφευκτα σε μία συνείδηση της ιστορίας και από το “ερείπιο σ’ ένα τοπίο” στο “τοπίο των ερειπίων” (A. Schnapp), όπως εξάλλου φαίνεται στην τέχνη, όταν παρατηρούμε τη σχέση βλάστησης και ερειπίων (“Sta natura ognor verde”), φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (G. Morganti), ή μέσα στις πόλεις, όπως π.χ. στις μεταμορφώσεις της περιοχής του Κίονα του Τραϊανού στη Ρώμη, δηλαδή από μια απλή οπή στο έδαφος γύρω από τη βάση του σε ένα ευρύτερο διαμορφωμένο σύνολο (Τ. Κirk).
Χώροι
Στην τρίτη ενότητα παρουσιάστηκαν τρία παραδείγματα χώρων. Πρώτον, της Ακρόπολης των Αθηνών στη βρετανική συνείδηση (και φαντασία …) του 19ου αιώνα, μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδος, με ιδιαίτερη μνεία του γεγονότος της κατεδάφισης του φράγκικου πύργου των Προπυλαίων και των διαμετρικά αντίθετων απόψεων που διατυπώθηκαν για το γεγονός αυτό στη Μεγάλη Βρετανία (Μ. Βeard) [σημείωση 1]. Δεύτερον, της Πομπηΐας και των διαφόρων “κατηγοριών”, τύπων, μεταμορφώσεων του αρχαιολογικού χώρου σε σχέση με την αρχαία πόλη από το 1748 μέχρι σήμερα, με διαχρονικό πολιτικό ενδιαφέρον, το οποίο τώρα κυρίως εστιάζεται στην τουριστική εκμετάλλευση (P.G. Guzzo). Τρίτον, μια συστηματική αρχαιολογική ανάγνωση των μεταβολών των μνημείων του Forum Romanum από την ύστερη αρχαιότητα έως τον 11ο/12ο αι. μ.Χ. (M. Serlorenzi).
Αλλαγή
Στην τέταρτη ενότητα ο M. Maischberger αναρωτήθηκε αν μπορούμε να μιλήσουμε για «αμοιβαία μεταμόρφωση» στην περίπτωση των “μουσειοποιημένων ερειπίων” από τις μεγάλες γερμανικές ανασκαφές στην Οθωμανική αυτοκρατορία (βωμός Περγάμου, αγορά Μιλήτου, είσοδος Αθηνάς Νικηφόρου, πύλη της Ishtar κ.λπ.) στο Μουσείο της Περγάμου (Βερολίνο). Η A.L. D’Agata παρουσίασε τις “πολλές ζωές” ενός ερειπίου, του ανακτόρου της Κνωσού. Τα ερείπιά του ήδη στην ιστορική εποχή είχαν συνδεθεί με τον Δαίδαλο –και ο λαβύρινθος εμφανίζεται εκεί–, μαρτυρημένα μέχρι τον Φιλόστρατο (στον βίο Απολλωνίου του Τυανέως) [σημείωση 2], αργότερα όμως μετακινείται σε σπήλαιο κοντά στο νέο κέντρο του νησιού, τη Γόρτυνα, και η θέση του στην πρώιμη χαρτογραφία δεν είναι σταθερή, φαίνεται δε ότι ξαναγυρίζει στα ερείπια του ανακτόρου πολύ αργότερα, στην ενετοκρητική αναγέννηση. Οι “αναστηλώσεις” του Α.Εvans, τέλος, δίνουν στον ερειπιώνα μία μορφή που ποτέ δεν είχε.
Προοπτικές
Στην πέμπτη ενότητα παρουσιάστηκαν οι προοπτικές που θέτει η τοπική αρχαιολογική εφορεία για τα ερείπια της Ρώμης (A. Bottini), όπως π.χ. μία μελέτη επεμβάσεων λόγω σεισμικού κινδύνου στην περιοχή του Παλατίνου, που θα επιτρέψει να ανοίξει για το κοινό η οικία του Αυγούστου και της Λιβίας, ενώ ενδιαφέρουσα είναι η ψηφιακή αποτύπωση των αρχαιολογικών δεδομένων της Ρώμης με χρήση GIS. Η Ε.Cohen έκανε μια αναδρομή σε έργα της σύγχρονης τέχνης (G. Paolini, Γ. Koυνέλλης, N. Pistoletto, G. Zorio κ.ά.), και στη σχέση συγχρόνων και αρχαίων έργων παρατήρησε αφενός «ανακτήσεις», καθώς οι καλλιτέχνες τείνουν να δουν μέσω θραυσμάτων το παρελθόν, και «αμνησία», λόγω της απώλειας του αισθήματος του παρελθόντος στη σύγχρονη τέχνη. Ο Μ. Pappini αντίθετα εξέτασε την αντιμετώπιση των ερειπίων κατά την αρχαία εποχή (“Etiam periere ruinae”), πώς έβλεπαν δηλαδή οι αρχαίοι τα ερείπια της Καρχηδόνας, της Κορίνθου (μετά τον Μόμμιο), της Τροίας, πώς περιγράφει ο Παυσανίας τα ερείπια του Θερσιλίου στην Μεγαλόπολη, τη Σπάρτη, το πεδίο της μάχης των Πλαταιών, τον οίκο του Οινομάου, κ.λπ. Στην Ακρόπολη των Αθηνών ο οπισθόδομος του αρχαίου ναού δίπλα στο Ερέχθειο διατηρείται ως σεβάσμιο ερείπιο των Περσικών πολέμων, ενώ τα εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη στο βόρειο τείχος της Ακρόπολης είναι, κατά τον Κικέρωνα (rep. III, 9,15), “documentum Persarum sceleris sempiternum”. Στην αρχαιότητα δεν υπάρχει λατρεία των ερειπίων, αλλά επί των ερειπίων, π.χ. στους θολωτούς μυκηναϊκούς τάφους.
Δύναμη
Στην έκτη ενότητα ο P. Matthiae ασχολήθηκε με τις πολυπληθείς υποθέσεις αναπαράστασης του ναού της Ιερουσαλήμ, με βάση τις αρχαίες πηγές (Α΄ Βασιλέων 6, Φλαβίου Ιωσήπου, Περί του Ιουδαϊκού πολέμου ΧV, 430). Το βέβαιο είναι ότι διαφορετική ήταν η όψη ύστερα από κάθε καταστροφή, αρχής γενομένης το 586 π.Χ. επί Ναβουχοδονόσορα Β΄ και μέχρι της οριστικής ανέγερσης στο χώρο του τεμένους Al-Aqsa από τον Ομμεϋάδη χαλίφη Abd-el-Malik (692 μ.Χ.). Η καταστροφή περιγράφεται στην ισλαμική παράδοση και εικονίζεται σε ιστορημένα μεσαιωνικά χειρόγραφα. Από αυτόν θεωρούνται ότι προέρχονται οι κολόνες με τις επιγραφές Yakin και Boaz στον καθεδρικό ναό του Würzburg. H M.G. Micale έδειξε πώς γινόταν χρήση του παρελθόντος στις μεσοποταμιακές αυλές, με βάση τις σχετικές πηγές, όπου αρχαία μνημεία συντηρούνται ή επισκευάζονται ως σημεία νομιμοποίησης νεότερων δυναστειών. Ο P. Pinon περιέγραψε τις προσπάθειες για τη δημιουργία αρχαιολογικού πάρκου στη θέση του βυζαντινού αυτοκρατορικού παλατιού και του ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης. Σε σύγκριση με τη Ρώμη, η δεύτερη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη, είναι φτωχή σε αρχαία κατάλοιπα. Ένα υδραγωγείο, μερικοί τιμητικοί κίονες, ο ιππόδρομος. Μαζί με την Αγία Σοφία και τα βυζαντινά αυτοκρατορικά παλάτια, ο Ιππόδρομος, του οποίου στοιχεία της άκανθας (spina) και το γενικό σχέδιο διατηρούνται, αποτελούν το πιο συνεκτικό σύνολο κοντά στη μεγαλοπρεπή θέση του σεραγιού. Αυτά είναι τα ερείπια που εικονίζονται στα παλιότερα σωζόμενα σχέδια του 15ου έως 18ου αι. (Βuοndelmonti 1420, Vavassore τέλη 15ου αι., Matratçi 16ος αι., O. Panvinio 1600, L.-Fr.Cassas, κ.λπ.). Οι ανασκαφές που έγιναν εδώ στο πρώτο μισό του 20ού αι. μάς έδωσαν το σχέδιο των σημαντικότερων μνημείων. Ο αρχιτέκτων πολεοδόμος Henri Prost, o oποίος είχε ενδιαφερθεί για τα μνημεία αυτά ήδη από το 1905 και ανέλαβε να επεξεργασθεί ένα γενικό σχέδιο της Istanbul το 1936, συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας ενός τεράστιου «Αρχαιολογικού Πάρκου» μεταξύ του Τοπ καπί και του Ιπποδρόμου. Η ιδέα διατυπώθηκε ως πρόταση το 1938, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το 1947 ο Albert Gabriel, αρχιτέκτων και αρχαιολόγος, διευθυντής του Γαλλικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Κωνσταντινούπολη, προσπάθησε να υλοποιήσει αυτό το έργο στο πλαίσιο ενός προγράμματος αρχαιολογικών ερευνών της θέσης του Ιπποδρόμου και των αυτοκρατορικών παλατιών, όπως προκύπτει από τα κατάλοιπά του που σώζονται στα Αρχεία Γαλλικής Αρχιτεκτονικής στο Παρίσι. Έστειλε σχετική επιστολή στον πρωθυπουργό Ι. Ιnönü το 1948, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Ο Α. Gabriel ήλθε σε επαφή με την UNESCO (1949), η οποία οργάνωσε το 1950 μία ομάδα εργασίας, στην οποία μετείχαν εξέχοντες βυζαντινολόγοι. ΄Ενας από αυτούς, ο P. Lemerle, έστειλε επιστολή προς την τουρκική κυβέρνηση. Ούτε αυτή η προσπάθεια όμως είχε αποτέλεσμα. Η Τουρκία παρέμεινε αδιάφορη για το σχέδιο και στην περιοχή έχουν ήδη κτιστεί κατοικίες. Πρόσφατα μόλις η ιδέα αξιοποίησης της περιοχής αυτής προωθείται εκ νέου από το σύλλογο “Palatina-Istanbul” (Eugenia Bolognesi) [σημείωση 3]. Μερικές από τις παλιές οικίες που η πίσω πλευρά τους εφάπτεται στη σφενδόνη του ιπποδρόμου έχουν κατεδαφισθεί.
Μεταμόρφωση
Στην έβδομη ενότητα η D. Fiorani [Aρχιτεκτονική, ερείπια, αναστήλωση: θέματα και συμβάντα μιας πορείας στο χρόνο, το χώρο και τη διανόηση] παρατήρησε ότι “το ερείπιο είναι αρχιτεκτόνημα χωρίς λειτουργία και παράδοξο ως προς αυτό: δεν προσφέρει κάτι και συγχρόνως χρειάζεται προσοχή. Το ερείπιο έχει μια δυναμική υπόσταση και η διαρκής αλλαγή του δημιουργεί την πραγματικότητά του, σε μια διαλεκτική του “γίγνεσθαι” και “είναι”. Ο τρόπος θεώρησης του ερειπίου άλλαζε στο χρόνο και το χώρο: κατ’ αρχάς είχαμε το κλασικό ερείπιο που μιλούσε με μια μεγαλοπρέπεια μέσα σε θλίψη, μετά ανακαλύψαμε το μεσαιωνικό θραύσμα που βρισκόταν σε ένα φανταστικό και σκοτεινό τοπίο, και πάλι είδαμε σε αυτό την προειδοποίηση της συμφοράς, ιδιαιτέρως από τον πόλεμο, και τέλος αντιληφθήκαμε την ύπαρξη των βιομηχανικών λειψάνων. (…) Ο αρχιτέκτων θεωρεί τα ερείπια ως αντικείμενο προσοχής και ότι η ανθρώπινη επέμβαση σε αυτά δεν είναι μόνον αποδεκτή αλλά και αναγκαία”. Δεδομένης της διαφορετικής αξιολόγησης των ερειπίων μπορούμε να διακρίνουμε και διαφορετικά είδη ανθρώπινης επέμβασης σε αυτά. Η P. Fortini είδε τη μνήμη μιας μεταμόρφωσης ερειπίου στο παράδειγμα της μετατροπής του carcer Tullianum στο Forum Romanum σε εκκλησία των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, διότι θεωρήθηκε ως ο τόπος φυλάκισής τους. Η I. Calloud προέβη σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επισκόπηση των κριτηρίων και της μεθοδολογίας των ιταλικών αναστηλώσεων σε αρχαιολογικά μνημεία της Λιβύης κατά τον 20ό αιώνα. Παρατήρησε ότι η ιστορία των ιταλικών αναστηλώσεων στη Λιβύη “είναι πλήρης ποικίλων και διαφορετικών περιπτώσεων κριτηρίων επεμβάσεων, που σχετίζονται με τις πολιτικές και ιστορικές διασυνδέσεις τους”, γι’ αυτό εξάλλου διέκρινε τα έργα αυτά σε δύο φάσεις, εκείνα της περιόδου από τη δεκαετία του 1920 έως το 1942 και εκείνα από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα. Στην πρώτη περίοδο [σημείωση 4] ανήκουν οι εργασίες στα ρωμαϊκά θέατρα της Σάβραθας (Sabratha) και της Λέπτεως της Μεγάλης (Leptis Magna), στην Βasilica Severiana στην Leptis Magna, στην παλαιοχριστιανική βασιλική της Πτολεμαΐδας (Κυρηναϊκή), στο Καισαρείον της Κυρήνης, στην αψίδα του Μ. Αυρηλίου στην Τρίπολη κ.λπ. Στη δεύτερη περίοδο, έχουμε τη στοά του Ερμή, τον ναό του Δία και το αμφιθέατρο στην Κυρήνη, το μαυσωλείο στη Σάβραθα, την αψίδα του Σεπτιμίου Σεβήρου στη Λέπτι την Μεγάλη. Πολύ αρχειακό υλικό για τις αναστηλώσεις στη Λιβύη διασώζεται στο ιδιωτικό αρχείο του Giacomo Caputo στη Φλωρεντία, ενός εκ των πρωταγωνιστών των αναστηλώσεων στην Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή, καθώς και στο “Centro per la documentazione dell`Africa Settentrionale” στη Matera που διευθύνεται από τον καθηγητή Antonino di Vita.
Εικόνες
Στην όγδοη, και τελευταία, ενότητα οι Α. Pessina και N. Vella παρουσίασαν τις κυμαινόμενες ερμηνείες των μεγαλιθικών ναών της Μάλτας, αρχικά ως δημιουργημάτων “Γιγάντων”, στη συνέχεια σχετιζομένων με τους Φοίνικες, κατόπιν ανήκοντων σε ένα νεολιθικό μεσογειακό κύκλο και φυλή. Οι μεταπτώσεις δεν είναι άσχετες με τις ιταλικές (κυρίως επί φασιστικού καθεστώτος) [σημείωση 5] και βρετανικές επιδιώξεις στο νησί. Ο Ι. Χαμηλάκης θεώρησε ότι η σημερινή εικόνα της Ακρόπολης είναι δημιούργημα του 19ου αι., δείχνοντας μια σειρά εικόνων και φωτογραφιών που σώζονται, από τη δαγγεροτυπία του 1839 μέχρι τα τέλη του 19ου αι. Κατ’ αυτόν, η Ελλάδα, που αποτελούσε μία “κρυφή αποικία” των προστάτιδων δυνάμεων, δημιουργεί μια “εθνοκεντρική” αρχαιολογία που χρησιμοποιεί “στρατηγικές” κατεδαφίσεων, οριοθετήσεων (δηλαδή διαχωρισμού από την καθημερινή ζωή) και έκθεσης [σημείωση 6]. Στις σωζόμενες φωτογραφίες του 19ου αιώνα, απεικονίζονται στερεότυπα μόνο τα μνημεία, χωρίς καμία ένδειξη της καθημερινής ζωής και πραγματικότητας: και οι φωτογράφοι, όπως και οι αρχαιολόγοι, συμμετέχουν στην “μνημειακοποίηση” του χώρου.
Σημειώσεις
[1] J.P. Mahaffy, Rambles and Studies in Greece (ά έκδ. 1876) (υπέρ της κατεδάφισης) • Ε.Α. Freeman, Saturday Review 21 July 1877: “…the wanton barbarism of classical exclusiveness..”. Murray, Handbook to Greece (1872): “Most Englishmen will share the deep regret expressed by Mr Freeman at the needless destruction of so interesting a landmark of history, of so picturesque an object in the landscape…”
[2] Φιλοστράτου, Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον 4.34: “προσπλεύσας δὲ Κυδωνίᾳ καὶ παραπλεύσας ἐς Κνωσσὸν τὸν μὲν Λαβύρινθον, ὃς ἐκεῖ δείκνυται, ξυνεῖχε δέ, οἶμαί, ποτε τὸν Μινώταυρον, βουλομένων ἰδεῖν τῶν ἑταίρων, ἐκείνοις μὲν ξυνεχώρει τοῦτο, αὐτὸς δὲ οὐκ ἂν ἔφη θεατὴς γενέσθαι τῆς ἀδικίας τοῦ Μίνω. προῄει δὲ ἐπὶ Γόρτυναν πόθῳ τῆς Ἴδης.”
[3] Eugenia Bolognesi, “Il Gran Palazzo degli Imperatori di Bisanzio. Proposta di Parco Archeologico”, στο I Beni Culturali. Tutela e Valorizzazione X/3 (2002) [Βeta Gamma Editrice]
[4] Η περίοδος αυτή είναι και για την Ελλάδα σημαντική, λόγω των ίδιων μεθόδων που εφαρμόστηκαν στα Δωδεκάνησα.
[5] Το αρχείο των ερευνών στη Μάλτα του L. Ugolini, γνωστού και από την Αλβανία (Φοινίκη, Βουθρωτό), διασώζεται στο Μουσείο Pigorini της Ρώμης.
[6] Σχόλιο: Ελπίζω ότι η κριτική, και μάλιστα μετά δύο σχεδόν αιώνες, του κ. Χαμηλάκη δεν υπονοεί ότι η Ακρόπολη των Αθηνών θα έπρεπε να παραμείνει όπως είχε διαμορφωθεί η κατάστασή της στην ύστερη Τουρκοκρατία και παρελήφθη μετά την Ανεξαρτησία, όταν αποχώρησε η τουρκική φρουρά.
Πάντος Α. Πάντος