Pierre Herrmann, Itinéraires des voies romaines. De l’antiquité au Moyen Age, εκδόσεις Errance, Paris 2007
Μονογραφία
«Οδοιπορικά των ρωμαϊκών οδών. Από την Αρχαιότητα ως τον Μεσαίωνα», είναι ο τίτλος του πολύ ενδιαφέροντος αυτού βιβλίου στο οποίο ο συγγραφέας επιχειρεί, με έναυσμα δύο κύπελλα –του Vicarello– που έφεραν χαραγμένες διαδρομές, των ρωμαϊκών περιγραφών και των μετρήσεων των «μιλίων» να καταγράψει τα οδοιπορικά και να υπολογίσει τις αποστάσεις στις ρωμαϊκές οδούς. Η απόσταση μεταξύ των διαφόρων σταθμών οι οποίοι σημειώνονται δεν φαίνεται να έχει κάποια λογική ή κάποιο λόγο, όπως και πολλές μεγάλες πόλεις δεν αναφέρονται καθόλου. Επιπλέον, όταν μιλάμε για ρωμαϊκές οδούς σκεφτόμαστε έναν φαρδύ πλακόστρωτο δρόμο επάνω στον οποίο κινούνταν άμαξες. Τον 19ο αιώνα έγιναν μελέτες που υπολόγισαν ότι στα σιδερένια στεφάνια της ρόδας μιας άμαξας, η φθορά ήταν 30 κιλά για δρόμο 1.000 χιλιομέτρων, ενώ το ίδιο το οδόστρωμα θα έχανε 2 μέτρα πάχος κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής. Έτσι, αυτό που σήμερα αποκαλύπτουμε με ενθουσιασμό, δεν αποτελεί παρά την πιο πρόσφατη μορφή της συντήρησης μιας οδού.
Η σύγκριση περιγραφών, τοπωνυμίων και σπαραγμάτων οδών δείχνουν μάλλον ότι στη ρωμαϊκή εποχή, η απόσταση μεταξύ δύο σημείων μιας διαδρομής υπολογιζόταν σε ευθεία γραμμή και όχι σύμφωνα με την πορεία που έκανε ο οδοιπόρος. Αν θα θέλαμε να εφαρμόσουμε τις ίδιες αυτές μετρήσεις στην Ελλάδα, θα βρίσκαμε δυσκολίες διότι το ανάγλυφο του τοπίου είναι πολύ έντονο, οι δρόμοι ήσαν στενοί και δύσβατοι και οι ρωμαϊκές οδοί δεν ήταν το καθιερωμένο μέσο μετακίνησης. Επιπλέον, τα όποια ίχνη των δρόμων βρέθηκαν, δεν είναι παρά σπαράγματα, καθώς η επανάχρηση των λίθων για οικοδομικούς σκοπούς ήταν σύνηθες φαινόμενο από τα πολύ παλιά χρόνια.
A.Λ.
(δημοσιεύθηκε στο περιοδικό, τ. 107, Ιούνιος 2008, Αρχαιολογικά Νέα)