Tristan Carter, Βασίλης Κυλίκογλου, «From Reactor to Royalty? Aegean and Anatolian Obsidians from Quartier Mu, Malia (Crete)», Journal of Mediterranean Archaeology 20/1 (2007), σ. 115-143
Άρθρο σε περιοδικό
Οι Carter και Κυλίκογλου εξετάζουν στο άρθρο τους «Από τον αντιδραστήρα στη βασιλεία; Αιγαιακοί και ανατολιακοί οψιδιανοί από τη συνοικία Μ στα Μάλια (Κρήτη)» την προέλευση 60 αντικειμένων οψιδιανού από τη συνοικία Μ στο ανάκτορο των Μαλίων στην Κρήτη τη Μέση Εποχή του Χαλκού χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της νετρονικής ενεργοποίησης. Στόχος του άρθρου είναι να ταυτίσει τον τόπο προέλευσης των αντικειμένων, να διακρίνει αν ο τόπος προέλευσης σχετίζεται με τον τρόπο χρήσης των αντικειμένων και να εξηγήσει τη σημασία που προσδίδουν σε αυτά οι χρήστες τους. Τέλος, γίνεται προσπάθεια να ερμηνευτεί η παρουσία των οψιδιανών στη συνοικία Μ στο πλαίσιο των εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ Κρήτης και Ανατολικής Μεσογείου διότι οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, αν οι αναλυτικές μέθοδοι χαρακτηρισμών των αρχαίων υλικών εξεταστούν σε σχέση με την «παραγωγή-κατανάλωση» των τελικών προϊόντων, τότε μπορούν να βοηθήσουν στη μελέτη των οικονομικο-κοινωνικών σχέσεων δύο περιοχών.
Η συνοικία Μ ανήκει σε ένα κτηριακό σύμπλεγμα βορειοδυτικά του ανάκτορου των Μαλίων και χρονολογείται κυρίως στην παλαιοανακτορική περίοδο, γύρω στο 1800-1700 π.Χ. Παρόλο που η σχέση της με το ανάκτορο είναι ακόμα υπό συζήτηση, είναι σαφές ότι η συνοικία αποτελούσε σημαντικό τμήμα ενός μεγαλύτερου οικισμού, στο οποίο βρέθηκαν αποθηκευτικοί χώροι, ένα ιερό, μαρτυρίες για διοικητικές δραστηριότητες (πήλινα αρχεία με κρητικά ιερογλυφικά) και αρκετά αρχιτεκτονικά στοιχεία που έχουν χαρακτηριστεί ως ανακτορικά. Η συνοικία Μ καταστράφηκε από φωτιά στο τέλος παλαιοανακτορικής περιόδου χωρίς να κατοικηθεί ξανά, με αποτέλεσμα τα περισσότερα από τα ευρήματα να βρέθηκαν in situ. Αυτό είχε ως συνέπεια τον σχετικά ασφαλή προσδιορισμό της πρωτογενούς εναπόθεσης των αντικειμένων και κατά συνέπεια της «χρήσης» τους.
Στο δείγμα από τα Μάλια αναγνωρίστηκαν τέσσερις τόποι προέλευσης των οψιδιανών: τα Νύχια και το Δεμενεγάκι από τη Μήλο, το Γυαλί στα Δωδεκάνησα και το ανατολικό Göllü Dağ στην κεντρική Ανατολία. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχική τυπολογική εξέταση των οψιδιανών από τη συνοικία Μ δεν ταυτίστηκε απόλυτα με τα αποτέλεσμα της νετρονικής ενεργοποίησης, γεγονός που ενισχύει την αναγκαιότητα των αναλυτικών μελετών για τον προσδιορισμό προέλευσης ενός αρχαίου υλικού. Η ανάλυση των Carter και Κυλίκογλου έδειξε ότι το 99% του δείγματος αποτελείται από μηλιακό οψιδιανό που χρησιμοποιούνταν σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, από την προετοιμασία φαγητού μέχρι την κατασκευή σφραγιδόλιθων. Ο οψιδιανός από τα Νύχια αποτελούσε το κύριο υλικό για πυριτολιθικά εργαλεία και εισαγόταν σε μορφή πρώτης ύλης, ενώ ο οψιδιανός από το Δεμενεγάκι αποτελούσε μόνο το 3-5% του συνόλου και εισαγόταν είτε ως πυρήνες λεπίδων είτε ως τελικά προϊόντα. Μόνο δύο δείγματα χαρακτηρίστηκαν με προέλευση από το Γυαλί γεγονός που ενισχύει την περιορισμένη χρήση του συγκεκριμένου οψιδιανού πιθανώς από την ελίτ της Μεσομινωικής Κρήτης είτε για την κατασκευή αγγείων είτε ακόμα και σφραγιδολίθων. Το υλικό από το ανατολικό Göllü Dağ χαρακτηρίζεται ως «σπανιότατο» διότι αποτελεί το ένα από τα δύο δείγματα μεσοχαλκού οψιδιανού που βρέθηκε στο Αιγαίο μέχρι σήμερα. Αυτό προέρχεται από πόλεις της κεντρικής Ανατολίας των οποίων τα εμπορικά ασσυριακά κέντρα ήταν υπεύθυνα για τη διακίνηση των μετάλλων στην Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι οι μικρές ποσότητες οψιδιανού από το ανατολικό Göllü Dağ σχετίζονται με το εμπόριο μετάλλων μεταξύ Κρήτης και κεντρικής Ανατολίας. Το υλικό αυτό προέρχεται από τα ανακτορικά εργαστήρια και αποθήκες κοινοτήτων, όπως το Acemhöyük και το Kültepe-Kaneš, και εισαγόταν στην Κρήτη ως βασιλικό δώρο. Το κίνητρο για την εισαγωγή του οψιδιανού σε πόλεις, όπως τα Μάλια, και την ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων μεταξύ της κεντρικής Ανατολίας και της Κρήτης κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού αποτελούσε η επιθυμία της άρχουσας στο Αιγαίο για απόκτηση των μετάλλων.
Σοφία Αντωνιάδου
Αρχαιολόγος, επιμελήτρια Μουσείου Πιερίδη – Αρχαίας Κυπριακής Τέχνης
(δημοσιεύθηκε στο περιοδικό, τ.105, Δεκέμβριος 2007, σ. 115)