Ν. Καλτσάς, Γ. Δεσπίνης (επιμ.), Πραξιτέλης, Κατάλογος της έκθεσης, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, 25 Ιουλίου – 31 Οκτωβρίου 2007, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2007, 227 σελ.
ISBN: 960-7037-88-Χ, Τιμή: περ. 40 ευρώ
Κατάλογος έκθεσης

Βιβλιοκρισία
Πρόκειται για τον κατάλογο της αθηναϊκής έκθεσης για τον Πραξιτέλη, η οποία ήταν το δεύτερο εκθεσιακό γεγονός που επικεντρώθηκε στον συγκεκριμένο γλύπτη της ύστερης κλασικής περιόδου, μετά από την έκθεση του Παρισιού, που εγκαινιάστηκε στις αρχές του 2007. Ο κατάλογος αποτελείται από μία εισαγωγή (σσ. 14-21), από μια σειρά άρθρων γύρω από το βίο του καλλιτέχνη (σσ. 22-30), το έργο του (σσ. 31-61), τα νέα ευρήματα σχετικά με την τέχνη του (σσ. 62-67) και από εικονογραφημένο και σχολιασμένο κατάλογο των 75 εκθεμάτων που παρουσιάστηκαν στην έκθεση (σσ. 68-219). Στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνεται κατάλογος συντομογραφιών (σ. 220), βιβλιογραφία (σσ. 221-226) και κατάλογος φωτογραφικών παραπομπών (σ. 227).

Η εισαγωγή, γραμμένη από τον Ν. Καλτσά, επικεντρώνεται στην πολιτική και καλλιτεχνική ιστορία της ύστερης κλασικής περιόδου, η οποία αποτελεί το γενικότερο πλαίσιο της τέχνης του Πραξιτέλη. Ο Διευθυντής του Εθνικού και Αρχαιολογικού Μουσείου παρέχει επίσης ορισμένες προκαταρκτικές βασικές έννοιες της πραξιτέλειας τέχνης, και εξηγεί τα κριτήρια με τα οποία οργανώθηκε η έκθεση.

Ο Α. Pasquier, στο άρθρο του για το βίο του γλύπτη, αναλύει τις πρωτογενείς πηγές οι οποίες θα μπορούσαν να διαφωτίσουν την προσωπική και επαγγελματική ζωή του Πραξιτέλη: απορρίπτει τις αρχαίες πληροφορίες σχετικά με την συνεργασία του Πραξιτέλη στην κατασκευή του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού και του βωμού του Αρτεμισίου της Εφέσου, αλλά αποδέχεται ότι ο μεγάλος καλλιτέχνης ήταν ένας από τους 300 περίπου πλούσιους Αθηναίους που όφειλαν να πληρώνουν ετήσιο δημόσιο φόρο (χορηγία;). Επίσης, θεωρεί ότι η χρονολόγηση του θανάτου του Πραξιτέλη γύρω στα 326 π.Χ. από τον Lauter είναι πειστική. Αντίθετα, ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την ιστορικότητα της ανεκδοτολογίας σχετικά με τον έρωτα του Πραξιτέλη για τη Φρύνη και την πιθανότητα να ενταχθεί μια τέτοια ερωτική σχέση στα συμφραζόμενα της ζωής του. Υπάρχει μια ανακρίβεια στον ισχυρισμό του Pasquier (σ. 26) ότι η Φρύνη προσφέρθηκε να χρηματοδοτήσει την ανακατασκευή του τείχους των Θεσπιών με δικά της χρήματα το 312 π.Χ. Το επεισόδιο αυτό αναφέρεται στα τείχη των Θηβών, και χρονολογείται στο 315 π.Χ. σύμφωνα με τον Καλλίστρατο, Περὶ ἑταιρῶν, στον Αθήναιο 13. 591d and τον Προπέρτιο 2. 6. 5-6. Ο Pasquier είναι επιφυλακτικός απέναντι στις πληροφορίες σχετικά με τη μύηση του Πραξιτέλη στα Ελευσίνεια μυστήρια καθώς και με την σύνδεσή του με το πλατωνικό περιβάλλον της Ακαδημίας. Επίσης, απορρίπτει τα συμπεράσματά μου ότι ο γλύπτης με το άγαλμα της Κνιδίας επεδίωκε να απεικονίσει την απόλυτη ομορφιά της Αφροδίτης, αν και η άποψη αυτή εκφράζεται στην επιγραμματική παράδοση (Παλατινή Ανθολογία 16.159-163• 166• 168-170). Πιστεύω ότι ο γάλλος ειδικός είναι υπερβολικά επικριτικός απέναντι στην αρχαία παράδοση. Για παράδειγμα, η σχέση της Φρύνης με τον Πραξιτέλη μαρτυρείται ήδη από ένα επίγραμμα του ίδιου του γλύπτη (Αθήναιος 13.591a = Παλατινή Ανθολογία 16.204) και δεν μπορεί εύκολα να απορριφθεί. Επίσης, η συμμετοχή του γλύπτη στην κατασκευή του Μαυσωλείου, όπως παραδίδεται από τον Βιτρούβιο (7. praefatio 13) βρίσκει ορθή επιστημονική στήριξη από τον I. Jenkins, Greek Architecture and its Sculpture in the British Museum, London (2006).

Ο J. –L. Martinez προσφέρει μια επισκόπηση των έργων που αποδίδονται στον Πραξιτέλη. Κάνει ένα διαχωρισμό ανάμεσα στα έργα τα οποία έχουν ταυτισθεί με υψηλό βαθμό πιθανότητας, στα έργα των οποίων η ταύτιση είναι πιθανή αλλά σε καμία περίπτωση ασφαλής, στα αταύτιστα έργα, και στα έργα με αμφίβολη ή εσφαλμένη απόδοση στον Πραξιτέλη. Ο συγγραφέας δυστυχώς φαίνεται ότι κατέχει το θέμα του ανεπαρκώς, καθώς το άρθρο αυτό περιέχει σημαντικά λάθη. Για παράδειγμα, ο συγγραφέας εσφαλμένα ισχυρίζεται ότι η «φιλολογική αρχαιολογία» ονομάζεται έτσι επειδή στηρίζεται πρωταρχικά σε λογοτεχνικές πηγές. Αντίθετα, η ονομασία αυτή οφείλεται στη μεθοδολογία της επιστήμης αυτής, η οποία συνίσταται στην εξέταση ρωμαϊκών αντιγράφων με στόχο την ανακάλυψη χαμένων ελληνικών πρωτοτύπων: η μεθοδολογία αυτή έχει παραλληλισθεί με την χρήση μεταγενέστερων χειρογράφων με στόχο την αποκατάσταση του χαμένου αρχετύπου ενός λογοτεχνικού έργου, και αυτός είναι ο λόγος που έχει ονομασθεί «φιλολογική» (γύρω από την έννοια αυτή, βλ. R. Bianchi Bandinelli, Klassische Archaeologie, Munich (1978) 49-71). Επιπλέον, ο συγγραφέας εσφαλμένα υποστηρίζει ότι ο Έρωτας στο Πάριον ήταν από ορείχαλκο, ενώ ο Πλίνιος (36.22-23) το συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στα μαρμάρινα αγάλματα του καλλιτέχνη. Επίσης, ο Martinez ξεχνά να συμπεριλάβει στους καταλόγους του την ορειχάλκινη Αφροδίτη που κατασκεύασε ο Πραξιτέλης για τους Σπαρτιάτες, η οποία περιγράφεται από τον Χορίκιο (Declamationes 8), την Λητώ που είχε στηθεί στα Μύρα, η οποία είναι γνωστή χάρη στον Codex Vaticanus Graecus 989. 110 Spiro, και τον Κοιμώμενο Έρωτα (Σχόλια R στον Παυσανία 144 Spiro). Tέλος, ισχυρίζεται ότι η υπογραφή του Πραξιτέλη στη βάση του κίονα της Ακάνθου στους Δελφούς δεν υπάρχει, εφόσον έχει αναγνωσθεί μόνο από τον Vatin και από εμένα. Αυτό δεν ευσταθεί: η ανάγνωση υποστηρίζεται επίσης και από τον De Waele (RA (1993) 123-127) και από τον J. Curbera (forthcoming). Συγκεκριμένα, ο Martinez σε πολλά σημεία επικρίνει την δική μου επανασύνθεση του έργου του Πραξιτέλη, η οποία κατ’αυτόν στηρίζεται περισσότερο στη φαντασία παρά σε απτά στοιχεία. Κάτι τέτοιο σαφώς δεν ισχύει• αντίθετα, για να σκιαγραφήσω το βίο του Πραξιτέλη χρησιμοποίησα όλα τα διαθέσιμα λογοτεχνικά και επιγραφικά δεδομένα, λαμβάνοντας επίσης υπόψη και το πολιτισμικό περιβάλλον (φιλόσοφοι, συγγραφείς κλπ) στο οποίο εκείνος ζούσε. Η αναγνώριση εκ μέρους μου αποήχων και αντιγράφων προερχόμενων από έργα του Πραξιτέλη στηρίζεται σε πολύ λεπτομερείς αξιολογήσεις της ανατομίας και της πτυχολογίας των εξεταζομένων μορφών, και σε συγκρίσεις με άλλα δημιουργήματα των οποίων η απόδοση στον Πραξιτέλη είναι ασφαλής. Μόνο όταν το σύνολο αυτής της πολύπλευρης εξέτασης ενισχύει κάποια ταύτιση τολμώ να την προτείνω. Αναγνωρίζω ότι αρκετές από αυτές τις απόπειρες παραμένουν στη σφαίρα των υποθέσεων, πρόκειται όμως για αποτελέσματα σοβαρής έρευνας που δεν θα όφειλαν να παραγνωρισθούν.

Στο άρθρο σχετικά με τα νέα ευρήματα που συνδέονται με την τέχνη του Πραξιτέλη, ο Γ. Δεσπίνης υπερασπίζεται την ταύτιση εκ μέρους του μιας κολοσσιαίας μαρμάρινης κεφαλής με την Βραυρώνια Αρτέμιδα του Πραξιτέλη, ταύτιση που απορρίπτεται από ορισμένους ειδικούς. Ο συλλογισμός του έχει ως εξής: ο Παυσανίας (1.23.7) είδε στην Ακρόπολη των Αθηνών το ιερό της Βραυρώνιας Αρτέμιδος και παραδίδει την πληροφορία ότι το άγαλμα της θεάς ήταν δημιούργημα του Πραξιτέλη. Ο Δεσπίνης ισχυρίζεται ότι η χρήση της λέξης ἄγαλμα από τον Παυσανία υπονοεί ότι το έργο του Πραξιτέλη ήταν το λατρευτικό άγαλμα του ιερού. Σύμφωνα με τον συγγρ., η κολοσσιαία θηλυκή κεφαλή, η οποία βρέθηκε στο παρακείμενο ιερό της Αθηνάς Υγείας είναι ό,τι έχει απομείνει από το λατρευτικό αυτό άγαλμα. Κατά τον ίδιο ειδικό, η κεφαλή αυτή δεν μπορεί να ανήκει στο άγαλμα της Υγείας, το οποίο σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν στημένο ακριβώς στο σημείο όπου βρέθηκε η κεφαλή, γιατί εφόσον πρόκειται για ιερό ανοικτού χώρου, η καλή κατάσταση διατήρησης της συγκεκριμένης κεφαλής υποδεικνύει ότι το άγαλμα στο οποίο ανήκε βρισκόταν προστατευμένο στο εσωτερικό ενός κτηρίου. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι απόλυτα πειστικοί. Κατ’αρχήν, ο Παυσανίας χρησιμοποιεί τον όρο ἄγαλμα τόσο για αναθηματικά όσο και για λατρευτικά αγάλματα (π.χ. στο 9.27.3 χαρακτηρίζει ως ἄγαλμα το αναθηματικό άγαλμα του Έρωτα του Πραξιτέλη, το οποίο αφιέρωσε η ερωμένη του Φρύνη στις Θεσπιές (Αθήναιος 13.591a)). Είναι αλήθεια ότι το ιερό της Αθηνάς Υγείας δεν συμπεριελάμβανε ναό: αυτό όμως δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ότι δεν υπήρχε ούτε ένα ξύλινο στέγαστρο που θα προστάτευε τα αγάλματα που φυλάσσονταν εκεί. Τα μαρμάρινα αγάλματα προστατεύονταν επίσης με χρώμα και με κερί. Υπάρχουν κεφαλές που ήταν τοποθετημένες σε ανοικτούς χώρους και παραταύτα παρουσιάζουν καλοδιατηρημένες επιφάνειες (π.χ. η κεφαλή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, αρ. 1762, η οποία παρουσιάζεται στην ίδια έκθεση).

Τα ειδικά για το κάθε έκθεμα άρθρα συμπεριλαμβάνουν λήμματα για νομίσματα που φέρουν αναπαραστάσεις γλυπτών έργων που αποδίδονται στον Πραξιτέλη (αρ. 1-7). Ακολούθως, παρουσιάζονται βάσεις πάνω στις οποίες κάποτε ήταν τοποθετημένα Πραξιτέλεια αγάλματα (αρ. 8-11). Για την βάση των Θεσπιών (αρ. 10) πιστεύεται γενικά ότι υποστήριζε ένα ορειχάλκινο άγαλμα, αλλά η υποδοχή στην άνω επιφάνεια της πέτρας, κατά την άποψή μου, δείχνει ότι μάλλον είχε φτιαχτεί για να δέχεται την πλίνθο ενός μαρμάρινου αγάλματος. Το λήμμα για τη βάση της Μαντινείας (αρ. 12) ολοκληρώνει τη σειρά λημμάτων για βάσεις Πραξιτέλειων έργων. Στο λήμμα αυτό κακώς συμπεριλαμβάνεται το όνομά μου στον κατάλογο των ειδικών που προτείνουν μια χρονολόγηση της βάσης αυτής γύρω στο 360 π.Χ., ενώ η δική μου άποψη είναι μια χρονολόγηση του μνημείου γύρω στο 350 π.Χ. Κατόπιν, παρουσιάζονται η Βραυρώνια Αρτέμιδα του Δεσπίνη (αρ. 13) και ο Ερμής της Ολυμπίας. Ο Ν. Σταμπολίδης, που συνέταξε το τελευταίο αυτό λήμμα, τάσσεται υπέρ της θεώρησης του Ερμή ως ενός πρωτοτύπου του Πραξιτέλη, και δημοσιεύει μια φωτογραφία που ενισχύει την ανάγνωση ΠΡΑΞΙΤΕΛΕΣ ΕΠΟΕΙ στην παραλλαγή της Βερόνας, η οποία στηρίζεται σε κορμό και φέρει χλαμύδα. Τα λήμματα για την κεφαλή του Aberdeen (αρ. 15) και τον παίδα του Μαραθώνα (αρ. 16) κλείνουν το τμήμα που είναι αφιερωμένο σε πρωτότυπα έργα της ύστερης κλασικής περιόδου.

Το μέρος του καταλόγου που είναι αφιερωμένο σε ρωμαϊκά αντίγραφα αρχίζει με λήμματα για αντίγραφα της Κνιδίας Αφροδίτης (αρ. 17-21). Η χρονολόγηση στην Ιουλιο-Κλαυδιανή περίοδο που δίδεται για τον κατασκευαστή κεραμοπλαστικών αντιγράφων Δίφιλο στο λήμμα αρ. 21 είναι πιθανότατα υπερβολικά όψιμη, διότι ο χλωροπλάστης αυτός άνθισε κατά την Αυγούστεια περίοδο (βλ. Künstlerlexikon der Antike 1, Munich (2001), s. v. Diphilos (iii)). Τα αντίγραφα των τύπων Arles και Aspremont/Lynden-Arles εξετάζονται στα λήμματα αρ. 22-26 (η εξαίρετη, αδημοσίευτη κεφαλή αρ. 23 είναι ιδιαίτερης σημασίας). Τα αντίγραφα του Απόλλωνος Σαυροκτόνου αποτελούν το αντικείμενο των λημμάτων αρ. 27-32 (είναι πραγματικά κρίμα που δεν εκτίθεται και ο φυσικού μεγέθους ορειχάλκινος Απόλλων Σαυροκτόνος από το Cleveland• η εξαιρετική ποιότητα του αγάλματος αυτού υποδηλώνει ότι πρόκειται για το πρωτότυπο του Πραξιτέλη). Ο Έρωτας τύπου Centocelle παρουσιάζεται στα λήμματα 33-34, ακολουθούμενος από τον Έρωτα Farnese-Steinhäuser (αρ. 35), τον Έρωτα του Παρίου (αρ. 36), την Αρτέμιδα τύπου Δρέσδης (αρ. 37 και 38), τον Απόλλωνα Λύκειου τύπου (αρ. 39-41), τον Σάτυρο κεραστή (αρ. 42-46) και τον Αναπαυόμενο Σάτυρο (αρ. 47-49).
Ο Διόνυσος τύπου Σαρδανάπαλου εξετάζεται στα λήμματα αρ. 50-52: ο λόγος για τον οποίο το ένα τέταρτο των ειδικών εντάσσει ακόμα το άγαλμα αυτό στο περιβάλλον του Κηφισόδοτου του Πρεσβύτερου διατυπώνεται εσφαλμένα: η σημαντικότερη αιτία για αυτή τη χρονολόγηση και απόδοση είναι η μεγαλύτερη έμφαση στην πτυχολογία παρά στην αίσθηση του σώματος, η οποία είναι παρόμοια με αυτή της Ειρήνης του Κηφισοδότου, σε αντίθεση με τις ώριμες δημιουργίες του Πραξιτέλους, οι οποίες παρουσιάζουν μια ισορροπία μεταξύ της αντίληψης του σώματος και της πτυχολογίας. Το χορηγικό μνημείο με τον Διόνυσο και τις δύο Νίκες αντιστοιχεί στο λήμμα αρ. 53: στο άρθρο αυτό απορρίπτεται η πιθανότητα ότι ότι στην κορυφή του μνημείου ήταν τοποθετημένοι δύο τρίποδες, ο ένας πάνω από τον άλλο. Όμως, η επιγραφή IG 2.3089, στην οποία ο Διόνυσος και η Νίκη περιγράφονται ως τοποθετημένοι «κάτω από δύο τρίποδες» αποτελεί ένδειξη ότι αυτός ο τύπος μνημείου όντως υπήρχε. Αυτή η τοποθέτηση ενός τρίποδα πάνω σε άλλον ίσως αντιγράφεται σε ρωμαϊκές τοιχογραφίες (βλ. π.χ. G. Cerulli Irelli et alii, Pompejanische Wandmalerei, Stuttgart (1990) pl. 129). Οι τύποι των γυναικών του Herculanum (αρ. 54-56), της Αφροδίτης Richelieu (αρ. 57), και του Ευβουλέως (αρ. 58-59) ολοκληρώνουν το τμήμα του καταλόγου που είναι αφιερωμένο στον Πραξιτέλη.

Το τελευταίο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στον Κηφισόδοτο τον Πρεσβύτερο, ο οποίος ήταν πιθανότατα ο πατέρας του Πραξιτέλη (αρ. 60-64), και στους δύο γιους του γλύπτη αυτού, τον Κηφισόδοτο το Νεότερο και τον Τίμαρχο (αρ. 65-75).

Συμπερασματικά, το βιβλίο αυτό είναι εξαίρετο, και αποδεικνύει περίτρανα ότι η Ελλάδα δικαιούται να υπερηφανεύεται ότι διαθέτει μια από τις καλύτερες ομάδες ειδικών στο χώρο της ‘Meisterfoschung’, δηλαδή της μελέτης των αρχαίων καλλιτεχνών.

Antonio Corso
Μέλος της Numismatica e Antichità Classiche.
Επιμελητής έκδοσης του περιοδικού Quaderni Ticinesi

(δημοσιεύθηκε στο περιοδικό, τ. 105, Δεκέμβριος 2007, σ. 118-120)