Πριν από 100 περίπου χρόνια, όταν οι λαοί της Ευρώπης συναγωνίζονταν στον τομέα των εξερευνήσεων, στέλνοντας πιονιέρους στο Νότιο Πόλο και άλλους να αναζητούν την Τροία και τη Βαβυλώνα, φέρνοντας στο φως μούμιες, οβελίσκους και θησαυρούς, εισβάλλοντας στις πυραμίδες με τη βοήθεια του δυναμίτη, οι ΗΠΑ επέλεγαν να απέχουν από το σαφάρι των επίγειων ανακαλύψεων και στράφηκαν σε μια εντελώς διαφορετική terra incognita. Εφόσον ήθελαν να ξεχωρίσουν, δεν είχαν άλλη επιλογή: έπρεπε να κατακτήσουν το διάστημα με μια αποστολή στη Σελήνη…

Υπήρξε ένας Αμερικανός, ωστόσο, που προτίμησε τον ήλιο των υψίπεδων του Περού από το χλομό φως του φεγγαριού: ο Χίραμ Μπίνγκχαμ, σύζυγος της ζάπλουτης εγγονής του Charles L. Tiffany και καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Γέιλ, απέκτησε φήμη και δόξα ανακαλύπτοντας το 1911 την «ακρόπολη των Ίνκα», την περίφημη Μάτσου Πίτσου (από το 1983, μνημείο της UNESCO). Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το οχυρό αυτό εξυπηρετούσε ως χειμερινή κατοικία των βασιλιάδων των Ίνκας. Τη σημασία των μεγαλόπρεπων ερειπίων που βρίσκονται σκαρφαλωμένα στην Κορδιλιέρα των  Άνδεων ο Μπίνγκχαμ δεν φαίνεται να τη συνέλαβε ποτέ. Στην επιστημονική κοινότητα, το πρότυπο του Indiana Jones δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε να πιλοτάρει καταδιωκτικά αεροσκάφη και να προσγειώνεται μέσα σε ένα ζέπελιν μπροστά από τον Λευκό Οίκο…

Την εντυπωσιακή βιογραφία του συμπληρώνει ένα μπεστ-σέλερ (“Lost City of the Incas”), όπου ο Μπίνγκχαμ μιλάει για τους θαυμαστούς τάφους, τους χρυσούς ναούς και τα παράξενα τελετουργικά των Ίνκας. Έτσι, όταν τον Μάιο του 1977, ο George Lucas και ο Steven Spielberg κάθισαν να σχεδιάσουν τον νέο κινηματογραφικό ήρωα που ήθελαν να είναι κάτι μεταξύ Cary Grant, James Bond και Albert Einstein, δεν είναι τυχαίο ότι εμπνεύστηκαν τον “Indy” από τον Αμερικανό εξερευνητή που, σημειωτέον, επιστρέφοντας στην πατρίδα πήρε μαζί του και μερικά σουβενίρ: 5.000 πολύτιμα τεχνουργήματα, τα οποία σήμερα ακόμη η κυβέρνηση του Περού διεκδικεί από το Yale Peabody Museum κοντά στη Βοστόνη.

Ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που ο κινηματογραφικός ήρωας δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους αρχαιολόγους. Αλλά και πέραν αυτού, πώς να συμπαθήσουν κάποιον που αντί να αποκαλύπτει προσεκτικά με το πινέλο και το μαχαιράκι εύθραυστα ευρήματα, εμφανίζεται ως άνθρωπος της δράσης, κάποιος που δεν τον απασχολούν ερωτήματα για την προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς, που χειρίζεται καλύτερα το περίστροφό του παρά τη σκαπάνη. Παρ’ όλα αυτά, η τριλογία έχει αποφέρει 1,2 δις δολάρια στους δημιουργούς της. Αναμενόμενο, λοιπόν, που ο διασημότερος αρχαιολόγος Henry “Indiana” Jones εμφανίζεται ξανά στη μεγάλη οθόνη ύστερα από 19 χρόνια, αυτή τη φορά σε μια περιπέτεια με τίτλο «Ο Indiana Jones και το βασίλειο του κρυστάλλινου κρανίου».

Η πλοκή τοποθετείται στο Περού. Βρισκόμαστε στο έτος 1957, κι ο Indy πρέπει να πάρει στα χέρια του ένα κρυστάλλινο κρανίο. Εμπόδιο στο δρόμο του στέκουν αδίστακτοι Ρώσοι και ιθαγενείς σε πρωτόγονο στάδιο πολιτισμού, που οι σκεπασμένοι με ιστούς αράχνης ναοί τους θυμίζουν παιδικό παιχνίδι. Ένας αρχαίος πολιτισμός παρουσιάζεται και σε αυτή την ταινία σαν το σκηνικό μιας διαδρομής με το τρενάκι του τρόμου. Ωστόσο, οι ταινίες του Indiana Jones περιέχουν όλες σπέρματα αλήθειας. Για παράδειγμα, στους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού», στην αρχή της ταινίας, ο ήρωας μπαίνει σε έναν ναό, όπου κινδυνεύει να παγιδευτεί μέσω ενός θανατηφόρου αυτοματισμού. Βγαίνοντας κρατάει στο χέρι του ένα χρυσό αγαλματίδιο: μια καθιστή γυναίκα μορφή που γεννάει (βλ. εικόνα 3). Πρόκειται για αντίγραφο ενός αγαλματίδιου της Συλλογής Dumbarton Oaks που αναπαριστά τη θεότητα των Αζτέκων Τλασολτεότλ, θεά της «ακαθαρσίας», του τοκετού, του σαρκικού έρωτα και των καθαρτηρίων λουτρών. Η διαφορά ανάμεσα στην ταινία και στην πραγματικότητα είναι πως το πρωτότυπο δεν είναι από χρυσό αλλά από ιάδη. Μέχρι την τελευταία εβδομάδα, το μικρό αυτό έργο τέχνης θεωρούνταν ένα από τα εντυπωσιακότερα τελετουργικά αντικείμενα του αρχαίου πολιτισμού στην Αμερική. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του Archaeology πρόκειται για αντίγραφο του 19ου αιώνα.
 
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το «κρυστάλλινο κρανίο», ή μάλλον τα κρυστάλλινα κρανία που κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί σε διάφορες συλλογές ανά τον κόσμο. Το Βρετανικό Μουσείο απέκτησε το δικό του κρυστάλλινο κρανίο το 1897, που ως τότε ανήκε στο Μεξικό. Το πιο πολύτιμο από αυτά βρίσκεται στο Smithsonian Institute και ζυγίζει 14 κιλά. Το Διαδίκτυο βρίθει από απίθανες ιστορίες και μύθους γύρω από τα κρυστάλλινα κρανία: από το ότι προέρχονται από εξωγήινους, έχουν ηλικία 100.000 ετών, διαθέτουν δαιμονικές δυνάμεις, μέχρι ότι συνδέονται με τη χαμένη «Ατλαντίδα». Στο πλαίσιο της προώθησης του νέου “Indiana Jones”, προβάλλεται εξάλλου και η εκδοχή για το ωραιότερο κρυστάλλινο κρανίο (βλ. εικόνα 4): ανήκει, υποτίθεται, στην ιδιοκτησία ενός άλλου λάτρη της περιπέτειας, του Βρετανού Frederick Mitchell-Hedges, που το 1924 ανέσκαψε στη Βρετανική Ονδούρα ένα ναό των Μάγιας. Και η ιστορία συνεχίζεται ως εξής: η κόρη του Mitchell-Hedges ανακάλυψε το τέχνεργο από ορεία κρύσταλλο και ισχυρίστηκε πως είχε υπερφυσικές θεραπευτικές ιδιότητες. Η οικογένεια έδωσε το κρανίο στα εργαστήρια της Hewlett Packard, όπου χρονολόγησαν το έτος κατασκευής του περίπου 300 χρόνια πριν. Ούτε λέξη από αυτά δεν αληθεύει. Στην πραγματικότητα, ο Mitchell-Hedges αγόρασε το κρανίο το 1943 σε μια δημοπρασία στο Λονδίνο. Όσο για τα κρυστάλλινα κρανία, σύμφωνα με έρευνα του Smithsonian Institute, είναι και αυτά μια επινόηση του 19ου αιώνα…

Π.Τ.

Πηγή: Der Spiegel, 20, 10/5/2008 (M. Schulz)