Μετά την καταστροφική πυρκαγιά στην Παναγία των Παρισίων και τις αποφασιστικές υποσχέσεις της γαλλικής κυβέρνησης να την αποκαταστήσει το ταχύτερο δυνατόν, ο λόγος αναπόφευκτα περνά στους ειδικούς, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, διαχειριστές των πολιτιστικών έργων, για να αποφασίσουν τον τρόπο, τη μέθοδο, ακόμη και τη μορφή που θα πρέπει να έχει μετά τις σχετικές εργασίες η Νοτρ Νταμ.
Και τούτο γιατί και τα αρχιτεκτονικά μνημεία δεν μένουν στατικά μέσα στην πορεία τους στην ιστορία και στις διακυμάνσεις στην αντίληψη των εκάστοτε γενεών για το κάλλος και το υψηλόν. Πράγματι, ο αρχιτέκτονας Βιολέ-λε-Ντυκ που είχε αναλάβει στα μέσα του 19ου αιώνα τη ριζική ανακαίνιση της Παναγίας, είχε προσθέσει τους αποτροπαϊκούς δαίμονες (τα γνωστά gargoyle), που προφανώς δεν είχε οραματιστεί ο επίσκοπος Μορίς ντε Σουλί στον 12ο αιώνα. Όπως επίσης της πρόσθεσε και τον πυργίσκο του «Βέλους», ο οποίος κατάρρευσε από τις φλόγες και στον οποίο ουδέποτε μπόρεσε να σκαρφαλώσει ο καμπούρης κωδωνοκρούστης Κουασιμόδος, καθώς το λογοτεχνικό έργο του Βικτόρ Ουγκό κυκλοφόρησε το 1831. Ο ίδιος ο Ουγκό μέσα στις σελίδες του περιέγραφε «τη μεγάλη φωτιά ανάμεσα στους δύο πύργους», όπως ακριβώς φαίνεται στη φωτογραφία που κυκλοφορεί σε όλα τα μέσα ενημέρωσης και το διαδίκτυο.
Πλέον έχει ξεκινήσει μία μεγάλη συζήτηση για το εάν η Παναγία θα πρέπει να επιστρέψει στην ακριβώς προηγούμενη μορφή της ή είναι πρέπον να προστεθούν και σε αυτή στοιχεία σημερινά, που όμως θα διασφαλίζουν την καλύτερη θωράκισή της από καταστροφές. Και σε αυτό το σημείο καταγράφονται οι πρώτες διαμάχες.
Ο πασίγνωστος αρχιτέκτονας Ρέντσο Πιάνο για παράδειγμα, σε σχόλιά του στην εφημερίδα «Corriere della Sera», τάσσεται υπέρ της ανακατασκευής των ξύλινων αντηρίδων της στέγης, το γνωστό «forêt» (δάσος), λόγω του πλήθους των δρύινων μαδεριών σε περίπλοκες συνθέσεις τριαρθωτών τόξων που χρησιμοποιήθηκαν για να στηρίξουν το βάρος της.
Από την πλευρά του, ο επίσης διάσημος Ιταλός αρχιτέκτονας Μασιμιλιάνο Φούκσας, που διατηρεί και γραφείο στο Παρίσι, τάσσεται υπέρ μίας μέσης οδού: «Θεωρώ πως θα πρέπει να σκεφθούμε μία μέση λύση με τα σημεία εκείνα που έχουν χαθεί στη φωτιά, και ευελπιστώ πως θα είναι λιγότερα από εκείνα που είδαμε στις εικόνες και τα οποία θα μπορούν να αναστηλωθούν. Πιστεύω στη μέση οδό ανάμεσα στο ακραία σύγχρονο και στην αναστήλωση των παλαιών στοιχείων».
Ερωτηθείς εάν θα έβλεπε στη στέγη της Παναγίας έναν κρυστάλλινο θόλο σαν τον «Φάρο», που σχεδίασε ο ίδιος για ένα παλαιό μέγαρο της Ρώμης, ο Φούκσας απάντησε: «δεν βλέπω τόσο έναν Φάρο, αλλά η πρώτη ιδέα που μου ήλθε στο μυαλό ήταν αυτή ενός πανύψηλου πύργου φτιαγμένου από κρύσταλλο Μπακαρά, που είναι γαλλικό, και θα φωτίζεται τη νύχτα και θα γεμίζει φως». Αναφερόμενος στην πιθανότητα να του ανατεθεί η αποκατάσταση της Νοτρ Νταμ δήλωσε: «Δεν διεκδικώ την υποψηφιότητα και δεν έχω έτοιμο κάποιο σχέδιο, γιατί επαναλαμβάνω τούτη τη στιγμή προέχει να αγκαλιάσουμε αυτό το διεθνές σύμβολο που χάθηκε στις φλόγες. Όμως γνωρίζω ένα πράγμα: θα ήθελα τούτη τη φορά να σκεφθούμε ένα έργο όπως εκείνα του Μεσαίωνα, ένα συλλογικό έργο. Η πλειονότητα των Καθεδρικών κτίστηκαν από πλήθος μαστόρων, όλοι τους ισάξιοι, από τους λαξευτές της πέτρας, τους μαρμαρογλύφους έως τους αρχιτέκτονες».
Άγνοια για το τι πρέπει να γίνει τελικά, δηλώνει από την πλευρά της η Κάρμελ Λορένθο, διευθύντρια της Ανωτάτης Σχολής Συντήρησης και Αποκατάστασης των Πολιτιστικών Μνημείων της Γαλικίας (που έχει υπό τη μέριμνά της τον διάσημο Καθεδρικό Ναό του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, το μεγαλύτερο δείγμα ρωμανικού ρυθμού). Η ίδια τονίζει πως εκείνο που θα πρέπει να γίνει εν πρώτοις είναι η διαδικασία που οι ειδικοί ονομάζουν «αναστήλωση», δηλαδή η αποκατάσταση της αρχικής μορφής του κτίσματος με τα ακριβή υλικά του που διασώθηκαν από τις φλόγες. «Όμως θα πρέπει να αφήσουμε ορατές τις νέες τεχνικές και τα καινούργια υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, επιλέγοντας χρώματα και τονικότητες διαφορετικές. Το μόνο που δεν πρέπει να γίνει είναι να προσποιηθούμε πως δεν συνέβη τίποτα», τονίζει.
Ο υποδιευθυντής του Ινστιτούτου Εθνικής Κληρονομιάς της Ισπανίας Χαβιέρ Ριβέρα Μπλάνκο τονίζει πως προσωπικά θα επέλεγε «υλικά ανθεκτικά στην πυρκαγιά, όπως σίδηρο, όμως εκείνο που δεν έχει νόημα είναι να δημιουργηθούν ακριβή αντίγραφα των αγαλμάτων που καταστράφηκαν. Τα νέα που θα πάρουν τη θέση τους θα πρέπει να έχουν ένα σύγχρονο ύφος, δεν θα πρέπει να είναι η “ξεπατικωτούρα” των παλιών».
Δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή ο Φρανθίσκο Νταρόκα, του Ιδρύματος Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής, σημειώνοντας πως «η εικονογραφία της Νοτρ Νταμ είναι τόσο δυνατή», που το πιο αρμόζον είναι να την αποκαταστήσουμε «με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πιστότητα», αφήνοντάς την ακριβώς όπως ήταν μία ημέρα πριν από την καταστροφή. «Ο καθεδρικός των Παρισίων προσδίδει ένα ειδικό βάρος στην προσωπικότητα της πόλης. Είναι η δύναμη της συλλογικής μνήμης που ακυρώνει κάθε πιθανή μετατροπή του. Ο τόσο άδοξος τρόπος θανάτου του καθιστά απαράδεκτη κάθε προσπάθεια να φτιάξουμε μία παραλλαγή του: θα πρέπει να είναι ο ίδιος, όπως πριν από την καταστροφή». Προς επίρρωση του επιχειρήματός του, ο Νταρόκα παραθέτει το παράδειγμα του Καμπαναριού του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, το οποίο είχε καταρρεύσει το 1902. «Κανείς δεν θα αποδεχόταν κάτι διαφορετικό».
Από την πλευρά του, ο Τζουζέπ Φεράντο, του Αρχιτεκτονικού Συλλόγου της Καταλονίας, υποστηρίζει πως δεν χρειάζεται να αποκατασταθεί η μορφή του Καθεδρικού, αλλά μάλλον «να διατηρηθεί το πνεύμα της ίδιας καινοτόμου διάθεσης του Βιολέ-λε-Ντυκ», όταν διαμόρφωσε το κτίσμα. «Εισήγαγε στον ναό τεχνικές και πρότυπα της εποχής του. Φυσικά, εκείνη που επλήγη περισσότερο από τη φωτιά ήταν η δική του ανακαινιστική πτυχή, όμως αυτό που πρέπει να κάνουμε τώρα είναι εκείνο που έπραξε τότε».
Την ίδια άποψη υποστηρίζει και η Κριστίνα Αρανσάι της Υπηρεσίας Αναστηλώσεων της Άλαβα (όπου υπάρχει ένα από τα καλύτερα δείγματα καθεδρικών, χαρακτηρισμένου ως μνημείο της ανθρωπότητας από την UNESCO), η οποία δηλώνει πως ούτε κι αυτή θα αποκαθιστούσε τη Νοτρ Νταμ στην «πρωτότυπη μορφή της». Τον ηθικό παράγοντα επιστρατεύει και η Καρλότα Σανταμπάρμπαρα της Επαγγελματικής Ένωσης Συντηρητών και Αναστηλωτών της Ισπανίας (ACRE) για να εκφράσει την αντίθεσή της στις «ιστορικές πλαστογραφήσεις».
Αλλά ήταν ο Βικτόρ Ουγκό εκείνος που για πρώτη φορά είχε επισημάνει στο έργο του «Η Παναγία των Παρισίων» το 1831 τη μεγάλη φθορά που παρουσίαζε ο μεγαλοπρεπής ναός στην εποχή του. Σήμερα δεν χρειάζεται κάποιο άλλο μεγάλο έργο που να καταγγέλλει την παρακμή του ναού, που αποτελεί το «σύμπαν» του Κουασιμόδου, τον οποίο ο μεγαλοφυής συγγραφέας με την πένα του έχει εξακτινώσει σημασιολογικά για όλους τους ανθρώπους στον κόσμο. Το μόνο που θα πρέπει να αποφασιστεί είναι εάν ο Κουασιμόδος μέσα στο ανακαινισμένο σύμπαν του θα συνεχίσει να σκαρφαλώνει στα παλιά δομικά στοιχεία του 12ου αιώνα ή σε κάποια υπερσύγχρονη κατασκευή του 21ου αιώνα.