Τις πύλες της στο κοινό άνοιξε και πάλι η Κινστέρνα του Θεοδοσίου, μετά από εργασίες αποκατάστασης που διήρκεσαν οκτώ χρόνια. H τελική φάση των εργασιών φέρει την υπογραφή του αρχιτεκτονικού γραφείου Cafer Bozkurt Architects.

Η εν λόγω δεξαμενή νερού στην Κωνσταντινούπολη –Serefiye Sarnıcı για τους Τούρκους– κατασκευάστηκε επί βασιλείας του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ (428-443). Οι διαστάσεις της είναι περίπου 45×25 μέτρα και η οροφή της στηρίζεται σε 32 κολόνες από μάρμαρο που μεταφέρθηκε ειδικά για την κατασκευή της από τη νήσο του Μαρμαρά (την Προκόννησο ή Προικόννησο).

Κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης, το κτίσμα καθαρίστηκε από τη λάσπη και τη στάχτη και απαντλήθηκε η υπερβάλλουσα ποσότητα νερού από το εσωτερικό. Χαλύβδινοι δακτύλιοι ενίσχυσαν και τις 32 κολόνες για να αποφευχθούν μελλοντικές φθορές, και τοποθετήθηκαν χαλύβδινες ράβδοι σύνδεσης για περαιτέρω δομική στήριξη της κινστέρνας. Δεν κρίθηκε αναγκαία περαιτέρω ενίσχυση των τοίχων και του δαπέδου.

Τμήματα των θόλων που είχαν καταρρεύσει αντικαταστάθηκαν με παρόμοια αλλά διακριτά υλικά. Τούβλα στους τοίχους που έλειπαν αντικαταστάθηκαν με παρόμοια, τα οποία όμως τοποθετήθηκαν 5 εκατοστά βαθύτερα για να δηλώνεται ότι πρόκειται για προσθήκες. Οι ρωγμές στους τοίχους καλύφθηκαν με ειδικό ασβεστοκονίαμα και οι τριχοειδείς ρωγμές στις κολόνες με έγχυση εποξικής ουσίας.

Όλες οι επεμβάσεις είναι απολύτως ορατές στον επισκέπτη, για να του δίνουν τη δυνατότητα να ανακαλύψει τα διάφορα επίπεδα κατασκευαστικής παρέμβασης στο κτίσμα.

Η κύρια πρόσοψη της κινστέρνας έχει πλέον μια επιπρόσθετη δομή από χάλυβα και γυαλί ώστε να προσφέρεται χώρος για δύο φουαγιέ και γραφεία. Η Κινστέρνα του Θεοδοσίου λειτουργεί ως μουσείο και μπορεί και πάλι να δεχτεί επισκέπτες.