Το αποκλειστικά συνδρομητικό πλέον περιοδικό «Αρχαιολογία και Τέχνες» μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 127).
Το τεύχος του Αυγούστου ανοίγει με τη συνέντευξη που έδωσε η ομότιμη καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Χρυσούλα Παλιαδέλη στην Αγγελική Ροβάτσου, μιλώντας, μεταξύ άλλων, για τους άρρηκτους δεσμούς που τη συνδέουν με τη Βεργίνα αλλά και για την ενασχόλησή της με τα κοινά.
Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος» η αρχαιολόγος Tatiana Samoilova παρουσιάζει την πόλη Οφιούσσα-Τύρας, μια από τις ισχυρές αρχαίες πόλεις της βορειοδυτικής περιοχής του Εύξεινου Πόντου, που σήμερα ανήκει στην Ουκρανία.
Όπως αναφέρει η δρ Samoilova: «Οι σχετικές με την πόλη αρχαιολογικές έρευνες ξεκίνησαν στα τέλη του 19ου–αρχές του 20ού αιώνα και συνδέονται με το όνομα του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Νοβοροσίσκ, Ερνστ Ρομάνοβιτς φον Στερν (1859–1924), ο οποίος απέδειξε ότι η πόλη που βρίσκεται δίπλα και κάτω από τα οχυρωματικά έργα του φρουρίου Άκκερμαν είναι η Οφιούσσα–Τύρας. Εν συνεχεία, την περιοχή που καταλάμβανε η πόλη ανέσκαψαν αρχαιολογικές αποστολές, οι οποίες αποκάλυψαν σημαντικό μέρος των οικοδομημάτων της και του συστήματος των αμυντικών της οχυρώσεων».
Η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας, αρχαιολόγος Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου, στο άρθρο της με τίτλο «Αμβρακία, πόλις Ελληνίς», παρουσιάζει σημαντικά ευρήματα από τις ανασκαφές στην Άρτα, που ξεκίνησαν στις αρχές του περασμένου αιώνα και συνεχίστηκαν εντατικά τις τελευταίες δεκαετίες με αφορμή την αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα.
«Περιπλάνηση. Από τον Baudelaire στη σύγχρονη μουσειακή εμπειρία» είναι ο τίτλος του άρθρου της δρος ιστορίας της τέχνης και επιμελήτριας, Ελεάνας Μαργαρίτη, στο οποίο εξετάζεται η έννοια της περιπλάνησης και γίνεται αναφορά σε αντισυμβατικές εκθεσιακές πρακτικές που προϋπέθεταν την περιπλάνηση του θεατή.
Το εγγλέζικο κοιμητήριο που βρίσκεται στην πόλη της Ζακύνθου παρουσιάζουν η αρχαιολόγος και προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Χριστίνα Μερκούρη, και ο μαρμαροτεχνίτης Βασίλης Σαρρής σε άρθρο τους με τίτλο «Απόντες ετερόδοξοι». Το κοιμητήριο ιδρύθηκε στις 10 Μαρτίου 1675 στον προαύλιο χώρο του Ι.Ν. Αγίου Ιωάννη του Τράφου και χρησιμοποιήθηκε για την ταφή Άγγλων πολιτών, μελών της βρετανικής παροικίας, προξένων, εμπόρων, ανώτερων αξιωματικών της φρουράς και μελών της οικογένειάς τους, όλων προτεσταντών στο δόγμα.
«Σήμερα, το εγγλέζικο κοιμητήριο είναι ένας ξεχασμένος και εγκαταλελειμμένος χώρος που δεν μετέχει στην πολιτιστική πραγματικότητα του τόπου. Τα ταφικά μνημεία, ωστόσο, επιμένουν να δηλώνουν σιωπηρά την παρουσία τους ως μια ζωντανή ιστορική μαρτυρία, ενώ αναμένουν τη συντήρηση, την αποκατάσταση και την ανάδειξή τους προκειμένου να μη χαθούν για πάντα στη λήθη», επισημαίνουν οι συγγραφείς.
«Η τρίτη διάσταση στη ζωγραφική του Θεόφιλου» είναι ο τίτλος άρθρου που υπογράφουν οι: Α. Κουτσουρής, Α. Καμινάρη, Ε. Μελίδη, Ν. Δάφνη, Κ. Στουπάθης, Ε. Ζμπόγκο, Δ. Φασούλη, Α. Αλεξοπούλου, μέλη της ομάδας του Ερευνητικού Εργαστηρίου ARTICON του ΤΕΙ Αθήνας, που μελέτησε πέντε έργα του λαϊκού ζωγράφου από τη συλλογή του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, εφαρμόζοντας σύγχρονες, μη καταστρεπτικές μεθόδους.
«Μέσα από τις συνθέσεις του διαφαίνεται η ανάγκη να κατανοήσει το παρελθόν και το παρόν, να βιώσει την ιστορία, τους μύθους, τη φαντασία και την πραγματικότητα. Και αυτή την εμπειρία του επιδιώκει να μοιραστεί με μια αυθόρμητη και ειλικρινή αφήγηση. Βασισμένη στην υπερβολή και την απλότητα, στις λεπτομέρειες και τα κενά, με τις επιγραφές και τις παραπληρωματικές σημειώσεις, η αφήγησή του λειτουργεί όχι ως στιγμιότυπο, αλλά σαν θεατρική σκηνή σε εξέλιξη, προσφέροντας στο θεατή τον απαραίτητο χώρο να κινηθεί και αυτός με τη δική του φαντασία, όπως συμβαίνει στα παιδιά, όταν οι μεγάλοι τούς διηγούνται παραμύθια, και στους μεγάλους, όταν αφήνονται στην τέχνη ή βιώνουν τα απίστευτα απρόοπτα που επιφυλάσσει η ζωή» αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Για την εισαγωγή εκλεκτικιστικών στοιχείων σε έναν από τους σημαντικότερους χριστιανικούς ναούς της Μέσης Ανατολής, το ναό του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο, τη δεκαετία του 1940 από τον αρχιτέκτονα Ι. Νικολαΐδη, γράφει ο αρχιτέκτονας Γεώργιος Μιχαήλ. Στο κείμενό του με τίτλο «Εκλεκτικισμός στον Πύργο της Βαβυλώνας» παρουσιάζει ορισμένα μοναδικά για την περιοχή ανάγλυφα στοιχεία και παραστάσεις, που συμπληρώνουν την αρχιτεκτονική.
Η «Μελισσοκομία στον ελληνορωμαϊκό κόσμο» είναι το θέμα του άρθρου του αρχαιολόγου Γιώργου Μαυροφρύδη.
«Η αρχαία ελληνική γραμματεία δεν παρέχει παρά ελάχιστα στοιχεία για την άσκηση της μελισσοκομίας στην αρχαία Ελλάδα, ενώ σε ό,τι αφορά τους τύπους των χρησιμοποιούμενων κυψελών δεν έχει διασωθεί καμία σχετική πληροφορία. Στη λατινική γραμματεία από την άλλη, απαντούν λεπτομερείς όσο και πολύτιμες πληροφορίες, οι οποίες μας επιτρέπουν να διαμορφώσουμε σαφή άποψη για τη μελισσοκομία της εποχής και τις χρησιμοποιούμενες κυψέλες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ιβηρική και την Ιταλική χερσόνησο» αναφέρει ο συγγραφέας.
Η αρχαιολόγος, δρ Μαρία Γιαννοπούλου υπογράφει τον αρχαιολογικό–περιηγητικό Οδηγό για τα σημαντικότερα μνημεία της Αρχαίας Τροιζήνας, με έμφαση στο Ιερό του Ιππολύτου. «Το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας Τροιζήνας είναι θαμμένο κάτω από πυκνοφυτεμένα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα, αλλά όσα από τα μνημεία της έχουν αποκαλυφθεί ή παρέμειναν ορατά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς και η διεξοδική περιγραφή του Παυσανία, μαρτυρούν ότι ήταν μια πολύ σπουδαία πόλη» γράφει χαρακτηριστικά.