Το σύγχρονο μουσείο αποτελεί έναν πολυσύνθετο θεσμό με εκπαιδευτικό, κοινωνικό, ψυχαγωγικό και αναπτυξιακό ρόλο. Εστιάζει όχι μόνο στη διατήρηση και τη μελέτη των συλλογών, αλλά και στη σχέση του με την κοινωνία και στον τρόπο με τον οποίο μεταφέρονται, ερμηνεύονται και γίνονται αντιληπτά, μέσα από αυτές, διαφορετικά μηνύματα και αξίες από διαφορετικές κατηγορίες κοινού (σημ. 1).

Τις τελευταίες δεκαετίες τα μουσεία κάνουν συντονισμένες προσπάθειες για να έρθουν πιο κοντά στο ευρύτερο κοινό και να γίνουν προσιτά σε ομάδες που δυσκολεύονται να τα επισκεφθούν λόγω φυσικών και κοινωνικών περιορισμών, όπως ασθενείς, έφηβοι, ηλικιωμένοι, πρόσφυγες, φυλακισμένοι και ψυχικά ασθενείς (σημ. 2). Η μουσειακή εμπειρία μετατοπίζεται «εκτός των τειχών» και συνδέεται με το ευρύτερο κοινωνικό, πολιτισμικό και φυσικό περιβάλλον. Η επικοινωνία με διάφορους φορείς, όπως σχολεία, γηροκομεία, φυλακές (σημ. 3), βιβλιοθήκες και νοσοκομεία, συμβάλλει στο «άνοιγμα» του μουσείου στην κοινωνία (σημ. 4) και στην εκπλήρωση του κοινωνικού και εκπαιδευτικού του ρόλου. Επομένως, τα μουσεία λειτουργούν ως παράγοντες εξισορρόπησης στην προσπάθεια των ατόμων να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής, παρέχοντας εναλλακτικούς τρόπους υποστήριξης και αυτοέκφρασης (σημ. 5).

Οι μαθητές στο νοσοκομείο αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία ατόμων που, λόγω της ασθένειάς τους, δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στις κοινωνικές δραστηριότητες και, επομένως, αποκλείονται από τα αγαθά και τις υπηρεσίες που είναι κοινά για όλους τους πολίτες. Προκειμένου οι μαθητές να αντιμετωπίσουν την ασθένειά τους και να διατηρήσουν την επαφή τους με την κοινωνία μπορούν να συνεχίσουν να παρακολουθούν τα μαθήματά τους και να συμμετέχουν στα προγράμματα και στις εκδηλώσεις που οργανώνει το σχολείο του νοσοκομείου.

Αλλά και το μουσείο από την πλευρά του, ως χώρος πολιτισμού, μάθησης και ψυχαγωγίας, προσφέρει τη δυνατότητα στους μαθητές του νοσοκομείου να έχουν επαφή με το πολιτιστικό γίγνεσθαι του τόπου. Σχεδιάζει και οργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα εντός του νοσοκομείου, που απευθύνονται στις ανάγκες, τις προσδοκίες, τις γνώσεις και τα χαρακτηριστικά της κάθε ομάδας. Οι δράσεις αυτές καλλιεργούν τις αισθήσεις, προσφέρουν εναλλακτικές μορφές επικοινωνίας και συμβάλλουν στην καλή σωματική και ψυχική υγεία των μαθητών.

Στο πλαίσιο αυτό, εργάστηκε το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο πραγματοποιώντας μια σειρά από εκπαιδευτικά προγράμματα, ύστερα από πρόσκληση της Διεύθυνσης του σχολείου που λειτουργεί στο Νοσοκομείο  Παίδων «Αγ. Σοφία». Βασικός στόχος αυτής της συνεργασίας υπήρξε η επαφή των μαθητών με το μουσείο, ως μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας, ώστε να συμβάλει στη μόρφωση, αλλά και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των μαθητών-ασθενών μέσα στο νοσοκομείο.

Το Γυμνάσιο στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία»

Στην Ελλάδα, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού τέθηκε σε ισχύ το 1992 (Ν.2101/92). Βασική θέση αποτελεί το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση εκείνη που αντιστοιχεί στις ανάγκες και τις ικανότητές τους (σημ. 6). Προκειμένου να διασφαλιστεί το παραπάνω δικαίωμα και για τα νοσηλευόμενα παιδιά και να αποφευχθούν οι αρνητικές συνέπειες της αποκοπής τους από το σχολικό περιβάλλον, το Υπουργείο Παιδείας θέσπισε τη λειτουργία σχολείου στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία».

Το Γυμνάσιο στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία» είναι μια αυτόνομη σχολική μονάδα που ιδρύθηκε το έτος 2001 (Υπ. Απ. Δ4/419 ΦΕΚ 1131/30-8-2001) (σημ. 7). Στόχος της σχολικής μονάδας είναι η εκπαίδευση των μαθητών που νοσηλεύονται στο νοσοκομείο και δεν μπορούν, για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, να παρακολουθήσουν το κανονικό πρόγραμμα μαθημάτων στο σχολείο τους. Επιπλέον στοχεύει στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων του κάθε μαθητή και στην ενεργό συμμετοχή στις δραστηριότητες του σχολείου, μέσα από τις οποίες αποκτά γνώση, ψυχαγωγείται και στηρίζεται ψυχολογικά κατά το διάστημα της νοσηλείας του.

Το σχολείο βρίσκεται στην οδό Θηβών και Λεβαδείας 8,  στο Γουδί, και στεγάζεται στη νέα πτέρυγα του ογκολογικού νοσοκομείου «Ελπίδα – Μ. Βαρδινογιάννη» του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία». Οι εγκαταστάσειςτου σχολείου είναι σύγχρονες και επαρκείς.

Μαθητές του σχολείου αυτού είναι όσοι εισέρχονται για νοσηλεία στο νοσοκομείο, αλλά και παιδιά που φιλοξενούνται εκεί, με εισαγγελική παραγγελία, είναι δηλαδή υγιή, αλλά έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους ή προέρχονται από χώρες που είναι σε εμπόλεμη κατάσταση ή από χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Οι περισσότεροι είναι κυρίως ελληνικής καταγωγής, ενώ ένα ποσοστό 30% των μαθητών προέρχεται από τις βαλκανικές χώρες.

Οι παραπομπές των νοσηλευόμενων παιδιών στο σχολείο γίνονται από τις προϊσταμένες των τμημάτων του νοσοκομείου, ενώ για την εγγραφή των μαθητών αποφασίζει το ίδιο το σχολείο σε συνεργασία με τις ανάλογες κλινικές και τον αριθμό των παιδιών που ήδη φοιτούν σε αυτό. Στο τέλος της θεραπείας τους χορηγούνται βεβαιώσεις σπουδών (σημ. 8).

Οι νοσηλευόμενοι μαθητές βιώνουν καθημερινά πολλές δυσκολίες, εξαιτίας της ασθένειας και των θεραπειών τους. Οι παιδοψυχολόγοι και οι γονείς επισημαίνουν ότι τα παιδιά δυσκολεύονται περισσότερο επειδή βρίσκονται μακριά από το οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον, τους φίλους και τις δραστηριότητές τους, παρά από την ίδια την ασθένεια και τις επίπονες ιατρικές διαδικασίες (σημ. 9) που αποτελούν την καθημερινότητά τους. Η αλλαγή αυτή στον τρόπο ζωής μπορεί να τους προκαλέσει άγχος και φόβο, θυμό και οργή, απάθεια και κατάθλιψη. Πολύ εύκολα τα παιδιά μπορεί να βρεθούν σε συνθήκες συναισθηματικού και κοινωνικού αποκλεισμού (σημ. 10).

Στόχος της θεραπευτικής ομάδας είναι η ολιστική φροντίδα, η θεραπεία δηλαδή σώματος, πνεύματος και ψυχής των ασθενών, ώστε να διασφαλιστεί ένα ασφαλές περιβάλλον με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες διαβίωσης. Για το σκοπό αυτό, κρίνεται απαραίτητη από τους αρμόδιους φορείς του νοσοκομείου, η συνεργασία και με άλλους πολιτιστικούς, κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς φορείς που προσφέρουν διαφορετικούς τρόπους υποστήριξης στους μαθητές.

Με αυτό το σκεπτικό, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο ήρθε σε επικοινωνία με τους εκπαιδευτικούς του σχολείου στο νοσοκομείο, καθώς και με τους υπεύθυνους της Παιδοψυχιατρικής Μονάδας Ενδονοσοκομειακής Νοσηλείας (ΜΕΝ). Στη ΜΕΝ νοσηλεύονται παιδιά από 7 έως 18 ετών με σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές και καταστάσεις απειλητικές για τη ζωή τους, όπως απόπειρες αυτοκτονίας, νευρογενής ανορεξία με σημαντική απώλεια βάρους, διαταραχές του συναισθήματος και της συμπεριφοράς της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Επίσης, παιδιά με ψυχοκοινωνικά προβλήματα, όπως περιπτώσεις  κακοποίησης, παραμέλησης, διαζυγίου, θανάτου κ.ά. (σημ. 11). Η νοσηλεία κατά γενικό κανόνα δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Κατά την παραμονή τους στο νοσοκομείο τα παιδιά παρακολουθούν τα μαθήματα στο σχολείο, ενώ, όταν συντρέχουν σοβαροί κλινικοί λόγοι, τα μαθήματα γίνονται στο χώρο νοσηλείας τους. Τα μαθήματα που διδάσκονται είναι λιγότερα από αυτά στα κανονικά Γυμνάσια. Καλύπτουν το 45% των σχολικών ωρών του κανονικού σχολείου, γίνονται τις απογευματινές ώρες και διαρκούν έως 35 λεπτά. Το γνωστικό επίπεδο των νοσηλευόμενων ποικίλλει, το ίδιο και τα κοινωνικοοικονομικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, καθώς προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα.

Οι εκπαιδευτικοί σχεδιάζουν και οργανώνουν τη διδασκαλία τους έχοντας υπόψη τις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και το χρόνο νοσηλείας των μαθητών. Τροποποιήσεις, προσαρμογές και απλοποιήσεις γίνονται στο αναλυτικό πρόγραμμα, χωρίς όμως να απομακρύνονται από τους αρχικούς εκπαιδευτικούς στόχους. Η πολύχρονη εμπειρία των εκπαιδευτικών, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα και η προώθηση διαφορετικών τρόπων μάθησης συμβάλλουν στην επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν αυτοί οι μαθητές.

Η βιωματική μάθηση, ο διάλογος, η ανάθεση εργασιών και η αξιοποίηση του υλικοτεχνικού εξοπλισμού που διαθέτει το σχολείο αποτελούν τις μεθόδους και τα μέσα που εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οι τρόποι διδασκαλίας προσφέρουν τη δυνατότητα στο μαθητή να εκπαιδευτεί, όταν μπορεί, και όσο αντέχει, να αναλάβει πρωτοβουλία, να τονώσει την αυτοπεποίθησή του, να αξιοποιήσει τις δυνάμεις του και να καταπολεμήσει το αίσθημα της απομόνωσης από το κοινωνικό σύνολο.

Οι εκπαιδευτικοί προσεγγίζουν με διακριτικότητα, κατανόηση και σεβασμό τα προβλήματα των μαθητών-ασθενών και συμβάλλουν με την παρουσία τους στην αντιμετώπισή τους. Έτσι οι διδάσκοντες πετυχαίνουν τη δημιουργία ενός φιλικού και ασφαλούς περιβάλλοντος που υποστηρίζει τα παιδιά ψυχολογικά και εξασφαλίζουν τη συνέχεια στην εκπαιδευτική διαδικασία, ώστε να είναι ομαλή η επιστροφή τους στο κανονικό σχολείο.

Εκπαιδευτικά προγράμματα σε νοσοκομεία στο διεθνές περιβάλλον

Εκπαιδευτικά προγράμματα εφαρμόζουν τα μουσεία διαφόρων χωρών στα νοσοκομεία με μεγάλη ανταπόκριση. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, το Μουσείο του Λούβρου σε συνεργασία με το Assistance Publique-Hôpitaux de Paris, το μεγαλύτερο πανεπιστημιακό νοσοκομειακό σύστημα στην Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια πραγματοποιεί μια σειρά από καλλιτεχνικές δράσεις που απευθύνονται στους ασθενείς, αλλά και στο προσωπικό του νοσοκομείου. Αντίγραφα πινάκων και γλυπτών μεταφέρονται στα δωμάτια των ασθενών ή σε εξωτερικούς χώρους του νοσοκομείου. Η τέχνη λειτουργεί θεραπευτικά στους ασθενείς, τους ενθαρρύνει να εκφραστούν ελεύθερα, να ανακαλύψουν «κρυμμένες» ιδέες και νοήματα και να αισθανθούν ότι ο πολιτισμός δεν είναι ξένος προς αυτούς. Οι ασθενείς είναι οι πρωταγωνιστές του προγράμματος.

Για το προσωπικό του νοσοκομείου οργανώνονται διαλέξεις, συζητήσεις και επισκέψεις στο μουσείο, που συμβάλλουν στην ατομική αλλά και στην επαγγελματική του εξέλιξη. Το προσωπικό εκπαιδεύεται σε πολιτιστικά θέματα και συμμετέχει σε προγράμματα ωφέλιμα για τη θεραπεία των ασθενών.

Όπως αναφέρει ο Didier Frandji, διευθυντής των πανεπιστημιακών νοσοκομείων Paris Seine-Saint Denis: «Είναι το Μουσείο του Λούβρου έξω από τα τείχη, αλλά και το νοσοκομείο έξω από τα τείχη» (σημ. 12).

Αντιστοίχως και τα μουσεία στην Αμερική συνεχίζουν να ανανεώνουν το κοινό τους, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε άτομα που δυσκολεύονται να τα επισκεφθούν. Ο οργανισμός American Alliance of Museums στηρίζει έναν πολύ μεγάλο αριθμό μουσείων, που σχεδιάζουν δράσεις στα νοσοκομεία για τους ασθενείς και το προσωπικό, ανταποκρινόμενα στον κοινωνικό τους προορισμό.

Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά η Michelle Lopez, υπεύθυνη του προγράμματος Τέχνη και αυτισμός στο Queens Museum of Art στη Νέα Υόρκη, το νοσοκομείο φροντίζει κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, θρησκεύματος, κοινωνικού επιπέδου, και τα μουσεία με τα προγράμματά τους ενδυναμώνουν τη σχέση τους με τους ασθενείς και τους υπεύθυνους στα ζητήματα υγείας ως φορείς εκπαίδευσης,μόρφωσης και πολιτισμού (σημ. 13).

Τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου

Τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου σε συνεργασία με το σχολείο στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγ. Σοφία» αποτελούν μέρος των παροχών του φορέα στα νοσηλευόμενα παιδιά.

Ως πρώτο βήμα για το σχεδιασμό των προγραμμάτων υπήρξε η συνάντηση με τους υπεύθυνους του σχολείου και του νοσοκομείου (εκπαιδευτικούς, παιδοψυχιάτρους, παιδοψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, νοσηλευτές). Στη συζήτηση μαζί τους εντοπίστηκαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ομάδας, το κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο, η φυσική και η ψυχολογική κατάσταση των νοσηλευόμενων μαθητών.

Το μουσείο ανταποκρίθηκε θετικά στην πρόσκληση και σχεδίασε μια σειρά από εκπαιδευτικές δράσεις, προσαρμοσμένες στις δυνατότητες και στα ενδιαφέροντα των μαθητών. Ειδικότερα, οι παράγοντες που καθόρισαν το σχεδιασμό των προγραμμάτων υπήρξαν η προηγούμενη εμπειρία των παιδιών από επισκέψεις σε μουσεία, το γνωστικό και πολιτιστικό τους επίπεδο, η γλώσσα, το θρήσκευμα, η σύνδεση με το σχολικό πρόγραμμα. Επίσης, εκτιμήθηκαν σοβαρά θέματα, όπως η έλλειψη κοινωνικότητας, λόγω της παραμονής των παιδιών στο νοσοκομείο, η ανασφάλεια και η αμηχανία που νιώθουν μπροστά σε νέες εμπειρίες και σε νέα πρόσωπα, αλλά και πρακτικά ζητήματα, όπως ο χρόνος και ο διαθέσιμος χώρος για την υλοποίηση των προγραμμάτων.

Τα στοιχεία αυτά καθόρισαν τους στόχους των προγραμμάτων, τις θεματικές, τις μεθόδους, τη μορφή και το περιεχόμενό τους.  Οι στόχοι που τέθηκαν ήταν:

-Να υπάρξει επικοινωνία του μουσείου με τους ασθενείς μαθητές, ώστε να γνωρίσουν το μουσείο, τις συλλογές, τις δράσεις του και να προσεγγίσουν τα εκθέματα με τρόπο ευχάριστο και δημιουργικό.

-Να συμμετέχουν οι μαθητές ενεργητικά, να αναπτύξουν την κριτική τους ικανότητα, τη φαντασία, να θέσουν ερωτήματα και απορίες και να εκφραστούν δημιουργικά.

-Να ενισχύσουν οι μαθητές την αυτοεκτίμησή τους βιώνοντας θετικά συναισθήματα και να καταπολεμήσουν το άγχος, το φόβο και την ανασφάλεια που τους δημιουργεί η παραμονή τους στο νοσοκομείο.

-Να μπορέσουν να επισκεφθούν το μουσείο μετά τη νοσηλεία και να ανακαλύψουν καινούργιους χώρους μόρφωσης και ψυχαγωγίας.

Με αυτό το σκεπτικό, υλοποιήθηκαν εκπαιδευτικά προγράμματα με θέμα τη διατροφή των Βυζαντινών. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος αναφέρθηκαν οι διατροφικές συνήθειες των Βυζαντινών και έγινε σύγκριση με τη διατροφή του σήμερα. Μέσα από την ιστοσελίδα του μουσείου, οι μαθητές γνώρισαν αντικείμενα που σχετίζονται με την παρασκευή του φαγητού και τη χρήση τους στο τραπέζι των Βυζαντινών, ενώ στο τέλος εξέφρασαν την επιθυμία να παρασκευάσουν μια απλή συνταγή (αγιοζούμι ή σφουγγάτο) στην κουζίνα του νοσοκομείου.

Στις επόμενες συναντήσεις παρουσιάστηκαν τα στάδια κατασκευής μίας εικόνας. Μέσα από διαφορετικά εικονίδια, οι μαθητές έμαθαν τον τρόπο κατασκευής των εικόνων, τα υλικά, τα εργαλεία, τα σχέδια (ανθίβολα) των Βυζαντινών αγιογράφων, τα χρώματα και τα βερνίκια. Στο τέλος της παρουσίασης έφτιαξαν τη δική τους εικόνα σε μικρούς καμβάδες.

Σε άλλη συνάντηση παρουσιάστηκαν οι επιδράσεις της βυζαντινής ζωγραφικής σε σύγχρονους καλλιτέχνες. Με αφορμή τις εικόνες του μουσείου, όπως παρουσιάζονται μέσω του διαδικτύου, αλλά και έργα σύγχρονων καλλιτεχνών με τη μορφή εποπτικού υλικού (όπως Κόντογλου, Παρθένης, Εγγονόπουλος, Φίκος, Climt, Nolde) οι μαθητές εντόπισαν τις ομοιότητες της βυζαντινής με τη σύγχρονη τέχνη, μίλησαν για τα θέματα, την τεχνική και τη μορφολογία των έργων, εξέφρασαν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και στο τέλος φιλοτέχνησαν τα δικά τους έργα. Η ενασχόληση με την τέχνη τούς πρόσφερε αισθητική απόλαυση, καλλιέργεια της ευαισθησίας και συνέβαλε στην καλλιτεχνική αγωγή των παιδιών.

Οι ερωταποκρίσεις, η μαιευτική μέθοδος, ο διάλογος, η παρατήρηση, οι εικαστικές δραστηριότητες, υπήρξαν οι βασικές μέθοδοι προσέγγισης των διαφόρων θεμάτων. Οι σύγχρονες θεωρίες μάθησης που μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από το περιεχόμενο της διδασκαλίας στην ίδια τη μαθησιακή διαδικασία, και από το αντικείμενο της γνώσης στο υποκείμενο  (σημ. 14), στη δόμηση νοημάτων μέσα από μία ολιστική θεώρηση της πραγματικότητας και τη διασύνδεση διαφόρων επιστημονικών κωδίκων και γνώσεων (σημ. 15) και όχι στην πρόσθετη συσσώρευσή τους, αποτέλεσαν κύριο μέσο για τη διερεύνηση εναλλακτικών μορφών προσέγγισης και αξιοποίησης των ερεθισμάτων που παρέχει το μουσείο.

Οι μαθητές, λοιπόν, είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, να ξεφύγουν από το περιβάλλον του νοσοκομείου, να εκφράσουν τις ανησυχίες και τα συναισθήματά τους. Χρησιμοποίησαν το μουσείο ως πηγή έμπνευσης για να κινητοποιήσουν όλες τις αισθήσεις τους μαζί με τις άλλες μαθησιακές δεξιότητες (σημ. 16) και κατάφεραν να προσεγγίσουν την πολιτιστική μας κληρονομιά. Κατανόησαν τις πολλαπλές ερμηνείες που έχουν τα αντικείμενα και τη σύνδεση με διαφορετικά μεταξύ τους νοήματα (σημ. 17). Τα εκθέματα συνέβαλαν στην καλλιέργεια της παρατηρητικότητας, της φαντασίας, καθώς και στην ανακάλυψη, τη σύγκριση και την αξιολόγηση στοιχείων του παρελθόντος με το παρόν. Μέσα από τα μουσειακά αντικείμενα πέτυχαν την επανασύνδεση των παιδιών με την ιστορική διάσταση των πραγμάτων, διατηρώντας την ισορροπία με τη σημερινή όψη της ηλεκτρονικής πραγματικότητας.

Οι μαθητές ήρθαν σε επαφή και με άλλους ανθρώπους, εκτός από το νοσηλευτικό και το εκπαιδευτικό προσωπικό, και ενισχύθηκε η κοινωνικότητά τους. Δημιουργήθηκε έτσι ένα πολύ καλό κλίμα εμπιστοσύνης, αποδοχής και σεβασμού. Το αποτέλεσμα ήταν οι νοσηλευόμενοι να εκφράσουν την επιθυμία να επισκεφθούν το Μουσείο, να ξεναγηθούν στους χώρους του και να συμμετέχουν και σε άλλες δράσεις που τους δίνουν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με την τέχνη, την ιστορία και τον πολιτισμό.

Τα εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν στο νοσοκομείο είχαν ενδιαφέρον και για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς σε προσωπικό, αλλά και σε επαγγελματικό επίπεδο. Συνέβαλαν στην κατάρτισή τους σε διαφορετικά θέματα και μεθόδους, αξιοποιώντας τη μουσειακή εμπειρία στη σχολική τους ομάδα. Οι εκπαιδευτικοί εκτίμησαν το συνδυασμό θεωρίας και πράξης, τη βιωματική διάσταση της μάθησης μέσω των εικαστικών δραστηριοτήτων, την ομαδικότητα, την ψυχαγωγία, την απόλαυση.

Προκειμένου να συνεχιστεί και να βελτιωθεί η σχέση μουσείου-νοσοκομείου απαιτείται οργανωμένη και συστηματική συνεργασία των δύο φορέων. Αυτό σημαίνει: έγκαιρη ενημέρωση για τα χαρακτηριστικά της κάθε ομάδας, ώστε τα εκπαιδευτικά προγράμματα να προσαρμόζονται στις ανάγκες της. Αρκετός χρόνος στη διάθεση των συμμετεχόντων για την υλοποίηση των δράσεων, ώστε να εκφραστούν δημιουργικά και να αλληλεπιδράσουν αποτελεσματικά μεταξύ τους. Συστηματική και συνεχής επιμόρφωση όλων των ατόμων (σημ. 18) που σχετίζονται με τους ασθενείς-μαθητές, προκειμένου να καλυφθούν τα ποικίλα επιστημονικά ενδιαφέροντα και να εφαρμοστούν νέες διδακτικές μέθοδοι, για την καλύτερη οργάνωση της διδασκαλίας και των δράσεων για τους ασθενείς. Συνεχής διάλογος με τους εκπαιδευτικούς του νοσοκομείου για ανταλλαγή ιδεών, απόψεων και προβληματισμών. Συστηματική αξιολόγηση των προγραμμάτων σε σχέση με τους αρχικούς στόχους, που θα συμβάλει στην εξέλιξή τους και στο σχεδιασμό νέων δράσεων. Χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας, μέσω υπολογιστών (σημ. 19), που θα διευκολύνει την επικοινωνία των μαθητών με τα μουσεία μέσω της εικόνας. Δυνατότητα επίσκεψης στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και συμμετοχής σε δράσεις στο χώρο του μουσείου.

Συμπεράσματα

Μέσα από αυτή την επιτυχή συνεργασία των τριών χρόνων που ανέπτυξε το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο με το Νοσοκομείο Παίδων «Αγ. Σοφία», είναι βέβαιο ότι τα μουσεία μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες κοινωνικής και ψυχολογικής υποστήριξης στους ασθενείς, με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης εντός του νοσοκομείου. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα εξελίσσονται σε σημαντικό μέσο αποκατάστασης της υγείας των παιδιών και προσφέρουν νέα διάσταση στη θεραπεία και στην κάλυψη των συναισθηματικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών τους.

Το μουσείο ενεργοποιεί τις διανοητικές δυνάμεις, τις κινητικές και καλλιτεχνικές δεξιότητες των μαθητών και αναπτύσσει την πολιτισμική συνείδηση. Δημιουργεί ένα γόνιμο παιδευτικό περιβάλλον για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του κάθε παιδιού, ευνοεί τη συνεργασία με την ομάδα και τη δημιουργία καλών διαπροσωπικών σχέσεων.

Οι εμπλεκόμενοι στα προγράμματα συνειδητοποίησαν την αξία της μουσειακής εμπειρίας που συνδέεται με βιώματα και όχι μόνο με γνώσεις, συμμετείχαν ενεργά, αντάλλαξαν ιδέες και απόψεις, παρουσίασαν τα δικά τους έργα.

Η επαφή με τα μουσεία βοήθησε τους μαθητές του νοσοκομείου να ενισχύσουν την κοινωνικότητά τους, να έρθουν σε επαφή με την πολιτιστική κληρονομιά, να ερμηνεύσουν το παρελθόν, να κατανοήσουν το παρόν και να θέσουν στόχους για το μέλλον.

 

Ράνια Φατώλα

Αρχαιολόγος στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

 

Ευχαριστίες

Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στη Βασιλική Τζαμαλή, φιλόλογο στο Γυμνάσιο στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», για τις γόνιμες συζητήσεις και τις όποιες διευκολύνσεις στην οργάνωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, καθώς και στη φίλη και αρχαιολόγο Φωτεινή Μπαλλά, για τις σημαντικές υποδείξεις κατά τη συγγραφή του κειμένου.