Τα αποτελέσματα της φετινής, πέμπτης, ερευνητικής περιόδου στο αρχαίο λιμάνι του Λεχαίου, από το Lechaion Harbour Project, ανακοίνωσε το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Κατά την περίοδο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2017 πραγματοποιήθηκαν ανασκαφικές εργασίες και ψηφιακές αποτυπώσεις στα κατάλοιπα των δύο μόλων του εξωτερικού λιμένα (L-M1 και L-M2). Διεξήχθη επίσης για πρώτη φορά λεπτομερής επιφανειακός καθαρισμός και ανασκαφή στα κατάλοιπα του κτιρίου που δεσπόζει στο κέντρο της Λιμενολεκάνης 3 (Harbour Basin 3).
Τα σημαντικότερα αποτελέσματα της φετινής ερευνητικής περιόδου είναι τα ακόλουθα:
Εσωτερικός λιμένας: Διεξήχθη ανασκαφική τομή ανατολικά της μνημειακής κατασκευής που βρίσκεται στο μέσον της Λιμενολεκάνης 3. Το κτίριο έχει διαστάσεις 9×9 μ., αποτελείται από ορθογώνιους δόμους που φέρουν ίχνη τόρμων και σώζεται σε ύψος τεσσάρων δόμων. Κατά την ανασκαφή εντοπίστηκαν κεραμικά και άλλα ευρήματα που χρονολογούνται από τον 1ο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. Βρέθηκαν επίσης οργανικά κατάλοιπα και τμήματα ειργασμένου ξύλου τα οποία διατηρούνται σε εξαιρετική κατάσταση, γεγονός που οφείλεται στις ανοξικές συνθήκες του πυθμένα της λιμενολεκάνης. Μέσω της ανάλυσης του περιβαλλοντικού DNA των οργανικών καταλοίπων θα είναι εφικτή η ανασύσταση της χλωρίδας και της πανίδας της περιοχής του Λεχαίου κατά τις διάφορες φάσεις της αρχαιότητας. Αντίστοιχα ευρήματα αναμένονται και στο μέλλον στην περιοχή της Λιμενολεκάνης 3.
Αν και η χρήση του κτιρίου παραμένει προς το παρόν αδιευκρίνιστη, οι αποσπασμένοι δόμοι που εντοπίστηκαν στην τομή σε συνδυασμό με τα ευρήματα υποδεικνύουν πως πιθανώς καταστράφηκε από σεισμό μεταξύ του 50-125 μ.Χ. και υπέστη επιπλέον φθορές κατά τον σεισμό του 6ου αιώνα μ.Χ.
Εξωτερικός λιμένας: Διεξήχθησαν ανασκαφικές τομές ανατολικά του Μόλου 1 (L-M1) και δυτικά του Μόλου 2 (L-M2). Σκοπός των ανασκαφών ήταν να αποκαλυφθούν οι θεμελιώσεις των μόλων και να αποτυπωθούν λεπτομερώς τα κατάλοιπά τους. Οι μόλοι σώζονται σε ύψος 4 δόμων και είναι κατασκευασμένοι βαθμιδωτά. Συγκεκριμένα, ο Μόλος 2 φαίνεται να εδράζεται σε στρώμα από βότσαλα τα οποία έχουν τοποθετηθεί πάνω στον αμμώδη πυθμένα σε βάθος περίπου 3,5 μ. από τη σημερινή επιφάνεια της θάλασσας. Ο Μόλος 1 έχει αποκαλυφθεί σε μήκος 45 μ. και πλάτος περίπου 18 μ. Σώζεται σε ύψος 4 μ. και είναι κατασκευασμένος από μεγάλους δόμους διαστάσεων 2,5×0,9×0,8 μ. Επί του Μόλου 1 εντοπίστηκαν και αποτυπώθηκαν κατάλοιπα κτίσματος τετράγωνης κάτοψης διαστάσεων περίπου 12×12 μ., που πιθανώς αποτελούν κατάλοιπα θεμελίωσης άλλου κτιρίου (πιθανώς οχυρωματικός πύργος ή φάρος).
Παράλληλα, διεξήχθησαν εκτεταμένες δειγματοληψίες πυρήνων ιζημάτων και τρισδιάστατες απεικονίσεις από αέρος, εστιάζοντας κυρίως στις λιμενολεκάνες του εσωτερικού λιμένα. Σκοπός των ερευνών ήταν να μελετηθεί η στρωματογραφία και η γεωμορφολογία των λιμενολεκάνων και των καναλιών που τις συνέδεαν, ώστε να ανασυντεθεί η παλαιογεωγραφία της περιοχής. Η προκαταρκτική μελέτη των αποτελεσμάτων των γεωτρήσεων υποδεικνύει την ύπαρξη μίας ακόμα λιμενολεκάνης (Λιμενολεκάνη 4 – Harbour Basin 4) έκτασης περίπου 40.000 τετραγωνικών μέτρων μεταξύ των Μόλων 1 και 2, και παρέχει στοιχεία μέσω της χρονολόγησης των ιζημάτων για την επιβεβαίωση της χρήσης της Λιμενολεκάνης 1 στους Ρωμαϊκούς χρόνους (μέσα του 1ου αι. μ.Χ.).
Το Lechaion Harbour Project αποτελεί μια συνεργασία της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων και του Ινστιτούτου της Δανίας στην Αθήνα με σκοπό τη μελέτη και ανάδειξη του αρχαίου λιμένα της Κορίνθου στο Λέχαιο. Το λιμάνι διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στη μακρά ιστορική εξέλιξη της πόλης της αρχαίας Κορίνθου. Τοποθετημένο σε απόσταση περίπου 3 χιλιομέτρων από την αρχαία πόλη αλλά και στραμμένο προς τη Δύση, αποτέλεσε αναμφισβήτητα το σημαντικότερο μέσο ανάπτυξης κατά τις διαφορετικές περιόδους ακμής της Κορίνθου. Το 146 π.Χ. υπέστη σοβαρές καταστροφές από τον Ρωμαίο στρατηγό Μόμμιο, σύντομα όμως επανέκαμψε και από το 44 π.Χ. στο πλαίσιο της επανίδρυσης της Κορίνθου ως Colonia Laus Iulia Corinthiensis χρησιμοποιήθηκε και πάλι ως λιμάνι.
Οι έρευνες διεξάγονται υπό τη διεύθυνση της ΕΕΑ διά του δρος Δ. Κουρκουμέλη (Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων) και του δρος B. Lovén (SΑΧΟ-Institute, University of Copenhagen) και χρηματοδοτούνται από το Augustinus Foundation και το Ίδρυμα Carlsberg.