Η «ενεργητικότητα» και η «πειθαρχία» που επέδειξαν οι Βρετανοί στρατιώτες στην προσπάθειά τους να συμβάλουν στην κατάσβεση της πυρκαγιάς του 1917 στη Θεσσαλονίκη, αλλά και η «συμπόνια και ο σεβασμός προς τον τοπικό πληθυσμό», φαίνεται πως είχαν ισχυρή επίπτωση στην ελληνική κοινή γνώμη της εποχής, τόνισε ο ιστορικός του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Ρόντερικ Μπέιλι, σε εκδήλωση του μορφωτικού ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ), στην έκθεση με θέμα «Το τέλος της παλιάς μας πόλης: Θεσσαλονίκη 1870-1917», στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ.

Ο κ. Μπέιλυ ανέφερε ότι οι Βρετανοί, μαζί με τους άλλους συμμαχικούς στρατούς, βοήθησαν στην κατάσβεση της μεγάλης πυρκαγιάς και στη σίτιση και περίθαλψη των πυρόπληκτων, αναγνωρίζοντας μάλιστα ότι οι Γάλλοι είχαν τον επιτελικό ρόλο του συντονισμού της προσπάθειας. «Αλλά είναι επίσης δίκαιο να πούμε πως, από όλους τους στρατούς, η βρετανική ανταπόκριση ήταν εκείνη που εκτιμήθηκε περισσότερο από τον πληθυσμό και φαίνεται πως παρείχε τη μεγαλύτερη βοήθεια», συμπλήρωσε ο κ. Μπέιλυ. Πρόσθεσε ότι οι Βρετανοί, εστίασαν την προσπάθειά τους στο να πολεμήσουν την ίδια τη φωτιά, στήνοντας δύο υπερσύγχρονες για την εποχή πυροσβεστικές αντλίες τύπου «Ντένις» –τη μια στο ύψος του Λευκού Πύργου– οι οποίες είχαν φτάσει λίγες μέρες πριν στην πόλη, διασώζοντας ένα σημαντικό τμήμα του κέντρου.

Ο κ. Μπέιλυ παρουσίασε στοιχεία και μαρτυρίες για τη βοήθεια που προσέφεραν και μετά την πυρκαγιά οι Βρετανοί στρατιώτες, στήνοντας καταυλισμούς και παρέχοντας είδη πρώτης ανάγκης και ιατρικό προσωπικό στον τοπικό πληθυσμό. Σημείωσε ότι έξι χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά, βρήκαν προσωρινά καταφύγιο σε αυτούς τους καταυλισμούς. Ταυτόχρονα, πρόσθεσε ότι οι βρετανικοί φούρνοι παρασκεύαζαν και διένειμαν ψωμί, Βρετανοί ναύτες αφαλάτωναν θαλασσινό νερό για να διανεμηθεί στη στεριά, ενώ αρκετοί Βρετανοί στρατιώτες «θυμούνταν ότι το συσσίτιό τους είχε μειωθεί για να μπορέσουν να τραφούν άστεγες οικογένειες».

Την ικανοποίησή της που παρευρίσκεται στην Θεσσαλονίκη για τη συγκεκριμένη έκθεση, εξέφρασε η πρέσβης της Βρετανίας στην Αθήνα, Κέιτ Σμιθ, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι «προσωπικοί και ιστορικοί δεσμοί ενισχύουν ο ένας τον άλλον και εμπλουτίζονται με κάθε νέα επίσκεψη».

«Έρχομαι για παράδειγμα σήμερα, από την κατοικία μου, το παλαιό σπίτι του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Αθήνα, σε αυτό το υπέροχο κτήριο, όπου πριν από εκατό χρόνια περίπου ο Βενιζέλος εγκατέστησε στη Θεσσαλονίκη την προσωρινή κυβέρνησή του», είπε η κα Σμιθ, προσθέτοντας πως αναμένεται με ενδιαφέρον και το ιστορικό συνέδριο που θα φιλοξενηθεί στο ΑΠΘ, για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Μακεδονικό Μέτωπο, τον ερχόμενο Μάιο, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου. Εξέφρασε δε την ελπίδα και τη στόχευσή της, «η παρουσία μας εδώ να είναι πυκνή και να καλύπτει, εκτός από την πλούσια κοινή μας ιστορία, όλους τους τομείς των ενδιαφερόντων μας, τον πολιτισμό την παιδεία και την εκπαίδευση, το εμπόριο, τις επιχειρήσεις, την πολιτική και την οικονομία».

Στην αλλαγή της φυσιογνωμίας της πόλης μετά την πυρκαγιά του 1917, αναφέρθηκε ο ιστορικός του ΑΠΘ, Βασίλης Γούναρης, υπογραμμίζοντας ότι η πυρκαγιά επιτάχυνε εξελίξεις, που ωστόσο σε μεγάλο βαθμό είχαν ήδη δρομολογηθεί από τα προηγούμενα χρόνια. Επεσήμανε ότι, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, η πόλη ήταν μέρος του «εκσυγχρονιστικού πειράματος» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς τα παραθαλάσσια τείχη είχαν κατεδαφιστεί, η πόλη είχε ανοίξει στη θάλασσα, σιδηρόδρομοι είχαν στρωθεί, νέοι δρόμοι είχαν χαραχθεί, περιοχές άρχισαν να ανοικοδομούνται.

«Η πυρκαγιά του 1917 άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της πόλης μας, από άποψη κοινωνική, δημογραφική, οικονομική» τόνισε ο κ. Γούναρης, σημειώνοντας ότι ήταν μια «τομή» αναμφίβολα, όπως και πολλές άλλες, τέτοιου μεγέθους, καταστροφές.

Στη μικροϊστορία του κέντρου της πόλης, μέσα από ιστορίες ιδιοκτησιών οικογενειών του κέντρου, αναφέρθηκε ο διδάκτορας οικονομίας Βαγγέλης Χεκίμογλου, παρουσιάζοντας στοιχεία κυρίως εβραϊκών ιδιοκτησιών κοντά στην Παναγία Χαλκέων. Σημείωσε ότι μετά την πυρκαγιά του 1917 τα «εμπράγματα δικαιώματα» ιδιοκτησιών μετατράπηκαν σε «ενοχικά», δηλαδή «σε ομόλογο, διαπραγματεύσιμο υπό όρους». Πολλοί αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα κτηματόγραφά τους, καθώς ο μέσος όρος έκτασης των οικοπέδων δεν ξεπερνούσε τα 175 τ.μ., ενώ τα νέα οικόπεδα που χαράχθηκαν μετά την πυρκαγιά ήταν της τάξης των 240 τ.μ. Σημείωσε, επίσης, ότι ένα μεγάλο μέρος των ιδιοκτησιών είχαν αλλάξει χέρια την προηγούμενη δεκαετία και βαρύνονταν με δάνεια και υποθήκες, ενώ υπήρχαν πολλοί δικαιούχοι.

Τέλος, σχετικά με τη βρετανική περιουσία, ο κ. Χεκίμογλου ανέφερε ότι τις χρηματαποστολές της Εθνικής Τράπεζας από την Αθήνα, που έρχονταν στη Θεσσαλονίκη προκειμένου οι Βρετανοί στρατιώτες να έχουν δραχμές και να συναλλάσσονται τοπικά, ακολουθούσε ένας εθελοντής υπάλληλος της τράπεζας, ο πολύ γνωστός μετέπειτα, σκιτσογράφος, Φωκίων Δημητριάδης.

Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου 2018.