Σχεδόν οκτώ ώρες διήρκεσε την περασμένη Τρίτη η συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου για την έγκριση του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης και της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της επένδυσης στο Ελληνικό, με το κύριο θέμα που τέθηκε προς συζήτηση να είναι το κατά πόσο μπορούν να προστατευτούν τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής χωρίς να προηγηθεί κήρυξη ή προσωρινή οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου. Ωστόσο, η συνεδρίαση διακόπηκε μετά τις δύο τα ξημερώματα λόγω του περασμένου της ώρας.
Η κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου ήταν εξάλλου αίτημα της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων από το 2012, που ωστόσο δεν προχώρησε. Το ίδιο αίτημα είχαν την Τρίτη και οι συλλογικότητες που έδωσαν το «παρών» στη συνεδρίαση, δηλαδή ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, η Επιτροπή Αγώνα για το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού και η Επιτροπή Αγώνα του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Αττικής. Εκπρόσωποί τους, καθώς και μέλη της ΛΑΕ, προχώρησαν την ίδια μέρα εξάλλου και σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το υπουργείο Πολιτισμού για το θέμα αυτό. Ζήτησαν δε την αναβολή της συνεδρίασης για να προηγηθεί η εισαγωγή της κήρυξης του αρχαιολογικού χώρου, όπως προβλέπεται από τον αρχαιολογικό νόμο, κάτι που ωστόσο δεν έγινε δεκτό. Όπως εξήγησε η νομική σύμβουλος του Κράτους στο ΥΠΠΟΑ, Ελένη Σβολοπούλου, η κήρυξη είναι αρμοδιότητα του εκάστοτε υπουργού Πολιτισμού και δεν μπορεί να τη ζητήσει το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Ξεκινώντας τη συνεδρίαση, η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, επισήμανε ότι πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό θέμα και «εμείς ως Συμβούλιο και ως Υπηρεσία το εξετάζουμε από την πλευρά της προστασίας των αρχαιοτήτων και ταυτόχρονα σε σχέση με τη βιώσιμη ανάπτυξη. Την ίδια ώρα είναι ένα έργο, όπου έχουν στηριχθεί οι ελπίδες για την ανάπτυξη της Αττικής». Η κα Βλαζάκη υπενθύμισε, εξάλλου, ότι η υπόθεση του Ελληνικού δεν ξεκίνησε τώρα, «τη βρήκαμε και βρεθήκαμε το 2015 να πρέπει να την αντιμετωπίσουμε» και πρόσθεσε ότι «είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις που βρήκαμε με μία προεργασία που θα μπορούσε να είχε γίνει με άλλο τρόπο».
Στο θέμα της κήρυξης του αρχαιολογικού χώρου, η γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟ, Έλενα Κόρκα, άφησε αιχμές ότι «το 2016 έγινε σύσκεψη, όπου παρουσιάστηκαν οι απόψεις της Εφορείας, προσδιορίστηκαν τα όρια και η Γενική Διεύθυνση έστειλε στους δήμους και τις υπηρεσίες το θέμα για να τοποθετηθούν. Τα πράγματα ήταν ώριμα για να συζητηθεί το θέμα. Από τότε ακούμε ότι το ζήτημα θα εισαχθεί». Απαντώντας, η κα Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη παραδέχτηκε ότι «η κήρυξη μπήκε στην ημερήσια διάταξη και μετά αποσύρθηκε», αλλά απευθυνόμενη στην κα Κόρκα τόνισε ότι «αν κρίνατε ότι έπρεπε να γίνει προσωρινή οριοθέτηση, θα έπρεπε να την είχατε προχωρήσει».
Σημειώνεται ότι η πρόταση της Εφορείας για κήρυξη αρχαιολογικού χώρου δεν αφορούσε όλη την επένδυση, αλλά περίπου το ήμισυ της έκτασης και τμήμα περιοχής έξω από την επένδυση, προκειμένου ο αρχαιολογικός χώρος να ακολουθεί τα όρια των αρχαίων δήμων Ευωνύμου και Αλιμούντος.
Όπως παρουσιάστηκε την περασμένη Τρίτη, ο χώρος είχε μια διαρκή και πυκνή κατοίκηση, με διαφορετικών ειδών χρήσεις, όπως προκύπτει από τις ανασκαφικές έρευνες που έγιναν κατά το παρελθόν κατά την κατασκευή των ολυμπιακών ακινήτων, του μετρό και του αμαξοστασίου του τραμ.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι λίγα μέτρα νότια του ρέματος των Τραχώνων, που η πορεία του διευθετήθηκε κατά τις εργασίες κατασκευής του αεροδρομίου, αποκαλύφθηκε τμήμα αρχαίου λατομείου, ενώ βρέθηκε και θησαυρός 57 αττικών νομισμάτων Ελευσίνιας σειράς και νομισμάτων Σαλαμίνας, που χρονολογούνται τον 4ο αιώνα π.Χ. Το ρέμα των Τραχώνων, όπως και το ρέμα του Αεροδρομίου ήταν πολύ κοντά σε περιοχές όπου έχουμε χρήση πλούτου (λατομεία και εργαστήρια).
Ο λόφος Χασάνι κατοικήθηκε από την Προϊστορική ως τη Μεταβυζαντινή περίοδο. Επίσης, μεταξύ της λεωφόρου Βουλιαγμένης και του λόφου Χασανίου υπήρχε οργανωμένο νεκροταφείο του αρχαίου δήμου Ευωνύμου, ενώ δυτικά του λόφου και ως την παράκτια ζώνη υπάρχουν ενδείξεις χρήσης από τη Γεωμετρική ως και την Ελληνιστική περίοδο. Οι αποθέσεις κεραμικής και το είδος της πιθανώς σχετίζονται με την ύπαρξη σε κοντινή θέση σημαντικών δημόσιων κτιρίων. Μάλιστα, κατά τη διάνοιξη της παραλιακής οδού το 1921 αποκαλύφθηκε ένα δημοτικό ψήφισμα Αλιμουσίων, ενώ οι γραπτές πηγές αναφέρουν στην περιοχή την ύπαρξη ναού της Δήμητρας, ιερού της Αφροδίτης και ναού του Ποσειδώνα.
Κοντά στο Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Νεότητας του Αγίου Κοσμά βρέθηκε αρχαίο οικοδόμημα κλασικών χρόνων που παραπέμπει σε δημόσιο κτίριο. Εκεί οδηγούσε αρχαίος δρόμος που πιθανώς συνέδεε τον λόφο Αγίας Άννας με την Κωλιάδα Άκρα, θρησκευτικό και διοικητικό κέντρο του αρχαίου δήμου.
Στη χερσόνησο του Αγίου Κοσμά ερευνήθηκε σημαντική πρωτοελλαδική εγκατάσταση και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Υστεροελλαδικής περιόδου. Βόρεια και δυτικά από το λόφο Χασάνι και ως την παραλία εκτεινόταν ο αρχαίος δήμος Αλιμούς και στη χερσόνησο του Αγίου Κοσμά, που έχει ήδη κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος, εντοπίζεται το δεύτερο κέντρο της δημόσιας και θρησκευτικής ζωής του δήμου, όπως αναφέρουν οι γραπτές πηγές και φανερώνουν οι αρχαιολογικές ενδείξεις.
Τέλος, στην περιοχή του αμαξοστασίου του τραμ έχουν εντοπιστεί νεκροταφεία που χρονολογούνται από το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. ως την αρχή των ελληνιστικών χρόνων. Σημαντικό εύρημα είναι η αποκάλυψη πιόσχημου ταφικού περιβόλου του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ φαίνεται ότι τα ταφικά ευρήματα συνδέονται με μεγάλες οικογένειες Αθηναίων που κατοικούσαν στην περιοχή και οι οποίοι έχτιζαν επιτόπου τους οικογενειακούς τάφους τους.
Για την προστασία των αποκαλυφθέντων αρχαιοτήτων οι αρμόδιες διευθύνσεις Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων πρότειναν στην εισήγησή τους την έγκριση της ΣΟΑ και της ΣΜΠΕ, αλλά με την προϋπόθεση γύρω από τα ορατά αρχαία κατάλοιπα να προβλεφθούν κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου ως ζώνες προστασίας και να αποκλειστούν μη συμβατές χρήσεις. Συγκεκριμένα οι θύλακες πρασίνου να αφορούν στο λόφο Χασάνι, το αμαξοστάσιο του τραμ, την περιοχή Ακρωτηρίου Αγίου Κοσμά, τον σημαντικό ταφικό περίβολο και το αρχαίο λατομείο στο ρέμα Τραχώνων. Σύμφωνα εξάλλου με την κα Βλαζάκη το θέμα της οριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου διασφαλίζεται με τους όρους που θα τεθούν.
Επίσης, οι Διευθύνσεις ζητούν να εκπονηθούν μελέτες συντήρησης, αποκατάστασης και ανάδειξης δύο μεταβυζαντινών ναών στα όρια της επένδυσης, της Αγίας Παρασκευής και των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού. Πάντως, από την πλευρά της η προϊσταμένη της Εφορείας Δυτικής Αττικής, Στέλλα Χρυσουλάκη, παρατήρησε ότι η κήρυξη δεν αφορά στις υπάρχουσες αρχαιότητες, αλλά τις τυπικές και νόμιμες διαδικασίες για να διεξαχθεί η αρχαιολογική έρευνα, ενώ με τον καθορισμό των κοινόχρηστων χώρων «υπάρχει ο κίνδυνος να μη γίνουν οι διαδικασίες με το σωστό και νόμιμο τρόπο».
Ωστόσο, τελικά το ΚΑΣ δεν πήρε απόφαση και το θέμα θα συνεχίσει να συζητείται σε επόμενη συνεδρίαση, χωρίς ωστόσο να καθοριστεί η ημερομηνία.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης, η επένδυση του Ελληνικού, έκτασης 6.200 στρεμμάτων, αποτελείται σε επίπεδο πολεοδομικής οργάνωσης από το χώρο του πρώην αεροδρομίου με το Μητροπολιτικό Πάρκο στο κέντρο της έκτασης και τον χώρο του παράκτιου μετώπου, με κύριο στοιχείο την παραλία. Γύρω από αυτά θα αναπτυχθούν επτά ζώνες πολεοδόμησης με χρήσεις αμιγούς κατοικίας, γενικής κατοικίας και εμπορικού κέντρου και τρεις ζώνες ανάπτυξης. Το χρονοδιάγραμμα κατασκευής ανέρχεται σε 25 χρόνια από την έναρξη των κατασκευών.