Είναι γνωστό ότι στον παραδοσιακό πολιτισμό τα βότανα αποτελούσαν την πλέον κρίσιμη μάζα –ποσοτικώς και ποιοτικώς– των θεραπευτικών φαρμάκων κατά την μακρά περίοδο, την όχι τόσο παλαιά, που προηγήθηκε των χημικών φαρμάκων (σημ. 1). Στο σύγχρονο περιβάλλον, είτε στο πλαίσιο της επιβίωσης της παραδοσιακής θεραπευτικής, είτε σε εκείνο της νέας εναλλακτικής ιατρικής, η σημασία τους είναι αξιοσημείωτη, εξ ου και οι πολλές σχετικές εκδόσεις, επιστημονικές και εκλαϊκευτικές, διεθνώς, τα ανάλογα site στο διαδίκτυο κ.ο.κ. Σε έγκριτες διεθνείς δημοσιεύσεις διαβάζουμε ότι σε αναπτυσσόμενες χώρες, στην Αφρική για παράδειγμα, το 80% του πληθυσμού χρησιμοποιεί την παραδοσιακή ιατρική, που στηρίζεται κυρίως στη χρήση των βοτάνων. Αλλά και στις ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, στο πλαίσιο της «συμπληρωματικής» (complementary) ή της «εναλλακτικής» (alternative) ιατρικής, τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας αποκαλύπτουν ότι πάνω από το 50% του πληθυσμού είχε κάνει χρήση τέτοιων φαρμάκων τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια του βίου του (Dopico, Fabian, Garcia-Vazquez 2008, World Health Organisation 2003). Σημείο αναφοράς στην ιστορία των επιστημονικών γνώσεων για τα φαρμακευτικά φυτά είναι το βιβλίο του Διοσκουρίδη Περί ύλης ιατρικής, που γράφτηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ., χάρη στον όγκο των πληροφορίων του και την τεράστια επίδραση που άσκησε στους αιώνες που ακολούθησαν (σημ. 2). Την ίδια εποχή γράφεται η Naturalis historia του Πλίνιου (23-79 μ.Χ.), που επιχειρεί μια πλήρη περιγραφή του τότε γνωστού φυσικού κόσμου και στην οποία περιλαμβάνονται πολλά στοιχεία για τη θεραπευτική χρήση των βοτάνων. O Γαληνός (129-199 μ.Χ.), ο οποίος γεννήθηκε στην Πέργαμο της Μ. Ασίας και υπήρξε προσωπικός ιατρός των αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρήλιου και Κόμμοδου, συστηματοποίησε τις συνολικές γνώσεις της αρχαίας ελληνικής ιατρικής (σημ. 3) και ειδικότερα τις σχετικές με τα φάρμακα πληροφορίες στις οποίες ενσωματώνει πολλά στοιχεία από τον Διοσκουρίδη (Παπαδόπουλος 2007).
Η συμμετοχή μου στο Συνέδριο για τη λαϊκή ιατρική με το παρόν κείμενο* οφείλεται στη διαπίστωση στο πλαίσιο της οργανωτικής επιτροπής ότι δεν υπήρχε κάποια ανακοίνωση σχετική με τα βότανα. Κρίθηκε ότι μία έστω σύντομη αναφορά στα λαογραφικά δεδομένα για τα βότανα της λαϊκής θεραπευτικής (θεματική που έχει απασχολήσει αρκετούς ερευνητές διαφορετικών ειδικοτήτων αλλά και αποτέλεσε αντικείμενο ειδικών επιστημονικών συνεδρίων, σημ. 4), και ειδικότερα στο ζήτημα της τεκμηρίωσης της πολιτισμικής τους διάστασης, που έχει απασχολήσει διαχρονικά το Κέντρο Λαογραφίας, θα μετρίαζε το έλλειμμα. Στόχος μου στο παρόν κείμενο είναι να περιγράψω αδρομερώς την κατάσταση της έρευνας όσον αφορά τα βότανα στη λαϊκή θεραπευτική από την πλευρά του επιστημονικού πεδίου που διακονώ, ιδιαιτέρως με βάση την ταξινομική εμπειρία μου στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Επ’ ουδενί αποτελεί στόχο του κειμένου μου κάποιου είδους γενική τοποθέτηση υπέρ ή κατά της χρήσης των θεραπευτικών βοτάνων ή ακόμη περισσότερο οιοσδήποτε συσχετισμός ή «σύγκριση» των ιδιοτήτων και των χρήσεών τους με τα χημικά φάρμακα. Σε κάθε περίπτωση τα φυτά και τα βότανα αποτελούν, σε αρκετές περιπτώσεις, μέρος των σύγχρονων συστημάτων πρόληψης και θεραπείας (σημ. 5).
Η ενασχόληση της Εθνολογίας και της Ανθρωπολογίας και με τα θέματα του φυσικού περιβάλλοντος έχει τις ρίζες της στη μελέτη της γνώσης των ιθαγενών εξωτικών κοινωνιών για τη φύση. Σημαντικοί ιστορικοί σταθμοί στην εξέλιξη της εθνολογικής έρευνας για τα ζητήματα της ταξινόμησης των στοιχείων του φυτικού κόσμου αποτέλεσαν η ίδρυση, στη Γαλλία (σημ. 6), έδρας Φυσικής Ανθρωπολογίας στο Museum Nationale d’Histoire Naturelle του Παρισιού το 1855 και στη συνέχεια η ίδρυση το 1875 από τον P. Broca (1824-1880) της Ecole d’Anthropologie de Paris και του Μusée d’Ethnographie du Trocadero το 1878. Στο πλαίσιο των φορέων αυτών η εθνολογική έρευνα περιοριζόταν κυρίως σε μια φυσιοδιφικού τύπου αντίληψη της πραγματικότητας, που δεν διέκρινε τη μελέτη του φυσικού περιβάλλοντος από εκείνη των έργων του ανθρώπινου πολιτισμού και εστίαζε το ενδιαφέρον της στην περιγραφή των υλικών στοιχείων του πολιτισμού (αντικείμενα, εργαλεία, όπλα, ενδυμασίες, κατοικία, κ.λπ.). Παρά τη συγκεκριμένη (και περιορισμένη) κατεύθυνση των ερευνών αυτών, στο πλαίσιο της καλλιέργειας μιας «φυσικής ιστορίας του ανθρώπου», κατά την έκφραση των επιστημόνων της εποχής εκείνης, δημιουργήθηκε ένας πνευματικός χώρος μελέτης του πολιτισμού και ιδιαίτερα των αλληλεπιδράσεων της πολιτισμικής με τη φυσική πραγματικότητα, που οδήγησε, πολύ αργότερα, στην ανανέωση της μουσειολογικής πρακτικής με την ίδρυση του Μusée de l’Homme το 1937, αλλά και στη δημιουργία επιμέρους επιστημονικών πεδίων με τη συνεργασία πολλών επιστημών, φυσικών, πολιτισμικών και γλωσσολογικών. Οι σπουδές αυτές καθιερώθηκαν με την ανάπτυξη από τον André G. Haudricourt (1911-1996) της Εθνοβοτανικής (Haudricourt 1956, 1964, 1962), μίας δυναμικής επιστημονικής σχολής με αρκετούς συνεχιστές στη Γαλλία, κυρίως στο Muséum National d’Ηistoire Νaturelle του Παρισιού αλλά και σε άλλες πανεπιστημιακές σχολές και ερευνητικά κέντρα. Η συνέργεια της Εθνοβοτανικής από ένα χρονικό σημείο και μετά με την παράδοση του δομισμού του Claude Levi-Strauss, στο πλαίσιο του οποίου αναπτύχθηκε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα παραδοσιακά συστήματα πολιτισμικής ταξινόμησης αλλά και της Συγκριτικής Τεχνολογίας του André Leroi-Gourhan (1911-1986) και της Εθνομουσικολογίας του André Schaeffner (1895-1980), απέδωσε πλούσιους επιστημονικούς καρπούς. Ειδικότερα στη Γαλλία αναπτύχθηκε η εθνοβοτανική (Barrau, 1971, 1990) –όπως και η εθνοβιολογία (σημ. 7) και η εθνοζωολογία (σημ. 8)–, χωρίς όμως να αποκτήσει, ως επιστημονικό πεδίο, την έκταση που έλαβε στη Β. Αμερική ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα (Anderson, Pearsall, Hunn, Turner 2011, σ. 189-212). Ουσιαστική συμβολή στην προσέγγιση των συστημάτων πολιτισμικής ταξινόμησης του φυσικού κόσμου στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο αποτέλεσε το έργο του αιρετικού Γάλλου φιλοσόφου Μισέλ Φουκώ (1926-1984) (σημ. 9).
Στο πλαίσιο της αμερικανικής πολιτισμικής ανθρωπολογίας η συστηματική ενασχόληση με την ιθαγενή γνώση, ειδικά όσον αφορά τις ταξινομίες του φυτικού κόσμου και του φυσικού περιβάλλοντος εν γένει, χαρακτήρισε τους εκπροσώπους της σχολής που έγινε γνωστή ως ethnoscience, δηλ. τους H. Conclin (σημ. 10) και W.H. Goodenough (σημ. 11) στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και έφτασε στο απόγειό της τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 με τις εργασίες των Βrent Berlin, Eugene Hunn, Scott Atran (1985), Roy Ellen (σημ. 12). Βασισμένοι πρωτίστως σε γνωστικές/γλωσσολογικές αρχές οι ανθρωπολόγοι συστηματοποίησαν τη συλλογή και την ανάλυση του εθνογραφικού υλικού μεταφέροντας και μεταφράζοντας τις ιθαγενείς κατηγοριοποιήσεις στις ταξινομήσεις της επιστήμης του δυτικού πολιτισμού. Δεν έλειψε βεβαίως και η σκληρή κριτική για την μέθοδο της ethnoscience από τους επικριτές της (σημ. 13). Ακόμη και σήμερα, ζητήματα που αφορούν την αντιστοίχιση ανάμεσα στις εθνοβιολογικές κατηγορίες και την ταξινόμηση του Λινναίου εξακολουθούν να βρίσκονται υπό συζήτηση. Δίνοντας έμφαση στην προσαρμοστική φύση των ταξινομικών συστημάτων η ethnoscience προκάλεσε έναν ριζικό αναπροσανατολισμό στον τρόπο μελέτης της σχέσης των ανθρώπων με το φυσικό περιβάλλον όπου διαβιούν. Από την ανάλυση του «πώς σκέφτονται οι ιθαγενείς» ο προβληματισμός μεταφέρθηκε στην εφαρμογή των ερευνητικών πορισμάτων στην αγροτική ανάπτυξη και στον αγώνα για την προστασία και τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Η γνώση των ιθαγενών βρισκόταν, από πολλές απόψεις, πάντα στον πυρήνα των αναζητήσεων της ανθρωπολογίας αλλά το ειδικό βάρος της αυξήθηκε σημαντικά για τις ανθρωπολογικές σπουδές και ειδικότερα για εκείνες που ασχολούνταν με θέματα ανάπτυξης των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (Nazarea 2006). Η εθνοβιολογία και η εθνοοικολογία παρείχαν ένα πλαίσιο για να συνδεθεί η έρευνα για τις παραδοσιακές κατηγοριοποιήσεις των φυτών με την εκπόνηση σχεδίων αναπτυξιακών δράσεων (Nazarea 2006) (σημ. 14).
Η κατανόηση της εξέλιξης της γνώσης των παραδοσιακών κοινωνιών για το φυσικό περιβάλλον και ειδικότερα για τη χλωρίδα και τα βότανα είναι ιδιαιτέρως σημαντική στον σημερινό κόσμο, όπου οι τοπικές κοινωνίες δεν είναι πλέον κλειστά και απομονωμένα σύνολα, αλλά δέχονται ποικίλες επιρροές και λειτουργούν υπό την πίεση πολλών εξωτερικών καταναγκασμών αλλά και δικών τους διαφορετικών επιλογών σχετικά με το παρόν και το μέλλον τους. Σε γενικές γραμμές το γνωστικό απόθεμα των παραδοσιακών κοινωνιών είναι πλέον αξιοσέβαστο σχεδόν απ’ όλους. Φαίνεται επίσης ότι είναι κοινή παραδοχή πως η ταξινόμηση, τεκμηρίωση και διατήρηση της ακαδημαϊκής αυτής γνώσης θα επιτρέψει τη χρήση της για να ικανοποιηθούν ανάγκες των σύγχρονων κοινωνιών. Έτσι ενώ στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, οι τοπικές φυτικές ποικιλίες όπως και η χρήση βοτάνων, είτε αυτοφυών είτε καλλιεργημένων, χάνονται από τον γνωστικό ορίζοντα των τοπικών κοινωνιών, το αίτημα που τίθεται πλέον είναι η χρήση των γνώσεων που έχουν συσσωρευτεί στις επιστημονικές ανθρωπολογικές και λαογραφικές δημοσιεύσεις και τα λαογραφικά και εθνολογικά αρχεία (σημ. 15). Βεβαίως, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος η συσσωρευμένη αυτή γνώση να γίνει ένα απλό εργαλείο για την «ανάπτυξη» στα χέρια των οικονομολόγων και των πάσης φύσεως τεχνοκρατών «ειδικών» περί την οικονομική ανάπτυξη, τον σχεδιασμό πολιτικών κ.λπ. Μια τέτοια εξέλιξη απέχει πολύ από τη θέληση της μεγάλης πλειονότητας των επιστημόνων, που διακόνησαν αυτό το επιστημονικό πεδίο, όπως και από τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και την προσπάθεια για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Η οικονομική κρίση την οποία διέρχεται η χώρα μας σήμερα και η γενικότερη κατάσταση στασιμότητας στην οποία έχουμε περιέλθει έδωσαν τροφή στη συζήτηση για ενδεχόμενη επιστροφή στην ύπαιθρο ανθρώπων που έχουν μεγαλώσει στις πόλεις και στην ανάληψη προσπαθειών για την εισαγωγή νέων ή και παλαιών, ξεχασμένων σήμερα, γεωργικών καλλιεργειών όπως, εν προκειμένω, εκείνες των φαρμακευτικών βοτάνων και των αρωματικών φυτών. Πέρα από τις επιφανειακές προσεγγίσεις του ζητήματος της ενδεχόμενης αναβίωσης των δεδομένων της οικολογικής και καλλιεργητικής μνήμης, εκτιμώ ότι θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να μπορέσουμε με ασφάλεια να προσεγγίσουμε τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία θα διαχειριστεί το τραύμα της οικονομικής κρίσης και με ποιο τρόπο κάποιες παλαιές καλλιεργητικές επιλογές θα ενταχθούν, ενδεχομένως, στο σύγχρονο καλλιεργητικό –ήδη αρκούντως ιδιότυπο και εξαιρετικά προβληματικό και πριν από την κρίση– πλαίσιο (Δαμιανάκος 2002, Παπαδόπουλος 2005, Καμπέρης 2013). Ο ρόλος της μνήμης είναι εξαιρετικά σημαντικός με δεδομένη την εγκατάλειψη της υπαίθρου (πληθυσμιακή και θεσμική) επί δεκαετίες και συνακολούθως των τοπικών καλλιεργειών και πολλών γηγενών φυτικών ποικιλιών. Η θεσμική ακηδεία και η συλλογική αδιαφορία για την οργάνωση στοιχειώδους εθνικού σχεδιασμού για την αγροτική παραγωγή (δεν μπορεί να φέρουν βεβαίως όλοι οι εμπλεκόμενοι τον ίδιο βαθμό ευθύνης), την επισήμανση, μελέτη και ενδεχομένως προαγωγή τοπικών καλλιεργειών και τοπικών προϊόντων αποτέλεσαν έγκλημα σε βάρος της πατρίδας μας (Καραμανές 2016). Οι συνέπειες είναι σήμερα ορατές στην αγροτική οικονομία, τις τοπικές κοινωνίες και την οικολογία επιμέρους περιοχών.
Oι εμπειρικοί ιατροί οι οποίοι έδρασαν στον ελληνικό χώρο κατά τον 19ο και 20ό αιώνα έτυχαν προστασίας από τις τοπικές κοινότητες αλλά και δεν υπέστησαν διωγμό από το ιατρικό σώμα, όπως συνέβη σε άλλες χώρες όπως επισημαίνει η ιστορικός Βιολέττα Χιονίδου σε πρόσφατο κείμενό της (Hionidou 2016). Οι θεραπείες που πρότειναν οι παραδοσιακοί θεραπευτές (γνωστοί ως «εμπειρικοί» ή «πρακτικοί», «γιάτρισσες» ή «γιατρίνες» για τις γυναίκες, «μάγοι», «αγύρτες» ή «κομπογιαννίτες» ανάλογα και με τα συνδηλούμενα) στο πλαίσιο της λαϊκής ιατρικής (σημ. 16) στηρίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στη χρήση βοτάνων (σημ. 17).
Μεταξύ των παραδοσιακών θεραπευτών υπήρχαν ιερείς και μοναχοί. Το πνευματικό, συμβολικό μέρος της πρακτικής τους περιελάβανε επωδές, ξόρκια, ευχές και προσευχές. Πολλοί είχαν στην κατοχή τους χειρόγραφα με γιατροσόφια. Από την άποψη αυτή οι πρακτικές τους συνδέονταν με την παράδοση της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής ιατρικής. Οι περισσότεροι «πρακτικοί» ήταν ενταγμένοι στην τοπική κοινότητα, όπου κατοικούσαν και μοιράζονταν τις ίδιες πολιτισμικές αναφορές και κώδικες επικοινωνίας με τους κατοίκους, σε αντίθεση με τους επιστήμονες ιατρούς, οι οποίοι, συνήθως, είχαν αστική καταγωγή και, το σημαντικότερο, εκφράζονταν στην καθαρεύουσα όσον αφορά την περιγραφή των ασθενειών και τη θεραπεία τους (σημ. 18). Επίσης οι εμπειρικοί γιατροί συνήθως δεν πληρώνονταν σε χρήμα για τις υπηρεσίες τους, αλλά σε είδος, σε αντίθεση με τους επιστήμονες ιατρούς.
Οι εκδόσεις ιατροσοφίων (σημ. 19), ενός «περιφρονημένου είδους χειρογράφων» όπως τα έχει χαρακτηρίσει ο Α. Τσελίκας (σημ. 20), και η σωστότερη αποτίμηση της σημασίας τους (σημ. 21) έχουν συμβάλει τα μέγιστα στην επιστημονική γνώση για τη χρήση των βοτάνων στον ελληνικό χώρο και μάλιστα στη μακρά χρονική διάρκεια. Τα χειρόγραφα αυτά περιέχουν «πρακτικώς χρήσιμη ιατρική ύλη, περιγραφή νοσημάτων και θεραπευτικών μεθόδων, φαρμακευτικών συνταγών και οδηγιών. Αποτελούν στην ουσία την κύρια πηγή πληροφοριών για την λαϊκή ιατρική, την κτηνιατρική και τη φαρμακολογία και γενικώς παρέχουν εικόνα των ιατρικών γνώσεων των απλών και απαίδευτων ανθρώπων» (σημ. 22). Οι σύγχρονες εκδόσεις καθίστανται περισσότερο χρηστικές και χρήσιμες, όταν διαθέτουν αναλυτικά ευρετήρια με τις λαϊκές και επιστημονικές ονομασίες των βοτάνων, όπως η πρόσφατη έκδοση του ιατροσοφίου της ιεράς μονής Μαχαιρά Κύπρου (Κώδικας Μαχαιρά Α.18), που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2016 (σημ. 23). Άξια προσοχής είναι η εισαγωγή της ευρωπαϊκής επιστημονικής γνώσης στον τομέα της φαρμακοποιίας στον ελληνικό χώρο και ειδικότερα η χρήση φαρμακευτικών φυτών (σημ. 24).
Η σημερινή συγκυρία σηματοδοτείται από τη δραστηριοποίηση, και στη χώρα μας, φαρμακευτικών και άλλων εταιρειών και επιστημονικών ομάδων στον τομέα της έρευνας και εκμετάλλευσης των βοτάνων. Πραγματοποιούνται ειδικά ερευνητικά προγράμματα, εκδόσεις και συνέδρια. Το ενδιαφέρον του κοινού για τις θεραπευτικές χρήσεις των βοτάνων φαίνεται πως είναι μεγάλο αν κρίνουμε από τις πολλές εκλαϊκευτικές εκδόσεις που κυκλοφορούν για το θέμα και τον χείμαρρο (κατά κανόνα ανεπεξέργαστων) πληροφοριών που συναντάμε στο διαδίκτυο (σημ. 25). Η συστηματική τεκμηρίωση του μεγάλου όγκου του λαογραφικού και εθνογραφικού υλικού, όσον αφορά τα θεραπευτικά βότανα, είναι ένα ζητούμενο. Η λαογραφική τεκμηρίωση των βοτάνων καταγράφει εκτός από τις παραδοσιακές κατά τόπους ονομασίες τους, τις χρήσεις τους, πραγματικές και συμβολικές, καθώς και στοιχεία της λαϊκής κοσμολογίας που αναφέρονται σε αυτά και σταχυολογούνται στα τραγούδια, τα παραμύθια, τις παραδόσεις, τις παροιμίες και άλλες μορφές και εκδηλώσεις του λαϊκού λόγου. Η ελληνική Λαογραφία και οι όμορες επιστήμες της Εθνολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, παρά την εξαιρετική πρόοδο των τελευταίων δεκαετιών, δεν έφτασαν σε εκείνο το επίπεδο θεσμικής συγκρότησης, ώστε να έχουν τη δυνατότητα δημιουργίας συστηματικών corpus δεδομένων για επιμέρους θέματα – τα βότανα είναι ένα από αυτά. Οι λαογράφοι, ιδίως στο πλαίσιο του Λαογραφικού Αρχείου/Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, έχουν εργαστεί συστηματικά στην ταξινόμηση του πάσης φύσεως λαογραφικού υλικού και έχουν καταρτίσει σχετικά ερωτηματολόγια / θεματικούς καταλόγους ταξινόμησης του υλικού (Μέγας 1975, Σπυριδάκης 1962, Ήμελλος – Πολυμέρου-Καμηλάκη 1983). Ειδικότερα στο θέμα των χρήσεων των βοτάνων η ειλικρινής διεπιστημονική συνεργασία είναι απαραίτητη για να γίνει αυτό το επόμενο βήμα.
Το ζήτημα της διεπιστημονικότητας για τη μελέτη των θεμάτων της λαϊκής ιατρικής είχε επισημάνει ο Στίλπων Κυριακίδης σε άρθρο του στο ιατρικό περιοδικό Κλινική το 1925, όταν υπηρετούσε ως πρώτος διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου. Η σειρά των δημοσιευμάτων του στο εν λόγω περιοδικό, που αναφέρθηκε ήδη παραπάνω, είναι όχι ιδιαιτέρως γνωστή σήμερα, ακόμη και στους ειδικούς. Ο οξυδερκής Κυριακίδης, με το πρακτικό του πνεύμα είδε την ανάγκη δημιουργικής συνεργασίας της λαογραφίας με άλλες επιστήμες, όπως έχουμε επισημάνει και σε παλαιότερη μελέτη μας αναφερόμενοι στην πρόσκλησή του για τη μελέτη των λαϊκών οικήσεων από τους αρχιτέκτονες και στις αναφορές του στον Αριστ. Ζάχο αλλά και στη γνωριμία του με τον Δ. Πικιώνη (σημ. 26).
Γράφει: «Είναι αξία συγχαρητηρίων η διεύθυνσις της “Κλινικής” διά την αγαθήν έμπνευσιν, την οποίαν είχε, να αφιερώση μέρος του πολυτίμου αυτής χώρου διά την σπουδήν της δημώδους ιατρικής. Ήτο καιρός πλέον οι επιστήμονες ιατροί της Ελλάδος να στρέψουν τα βλέμματά των και προς τον ελληνικόν λαόν και να μελετήσουν τον τρόπο, κατά τον οποίον αντιλαμβάνεται ούτος τας ασθενείας, ως και τα μέσα, τα οποία μεταχειρίζεται προς αποτροπήν ή ίασιν αυτών, συνήθως πολύ πριν προστρέξη εις τας συμβουλάς του επιστήμονος ιατρού. Είναι δε άξιαι μελέτης αι λαϊκαί αυταί αντιλήψεις και γνώσεις και διά καθαρώς επιστημονικούς, αλλά και διά πρακτικούς λόγους.
Η δημώδης ιατρική αποτελεί πολυμειγές και πολύχρωμον κράμα ποικίλων περί των ασθενειών ιδεών και έτι ποικιλωτέρων θεραπευτικών μεθόδων. Ο λαός, και μάλιστα ο λαός των χωρίων, μέχρι του οποίου ελάχιστες εκ των ανακαλύψεων της νεωτέρας ιατρικής επιστήμης κατορθώνουν να φθάσουν, και αυταί διαφοροτρόπως παρηλλαγμέναι και συχνάκις παραδόξως παραμεμορφωμέναι, εξακολουθεί να διατηρεί διά την αρχήν και την φύσιν των ασθενειών τας ιδικάς του ιδέας. Είναι δε αι ιδέες αύται ποικιλώταται και ποικίλην έχουσι την προέλευσιν. Μέρος αυτών είναι εντελώς αρχέγονοι, και δύναται κανείς να είπη παγκόσμιοι, έχουσαι την αρχήν των εις την παρ’ άπασι τοις ανθρώποις ομοιόμορφον λειτουργίαν της ανθρωπίνης ψυχής. (…)
Καθ’ όμοιον τρόπον ποικίλα είναι και ποικίλην έχουν αρχήν τα υπό του λαού χρησιμοποιούμενα θεραπευτικά μέσα. Άλλα, τα και πολυπληθέστερα, οία είναι οι εξορκισμοί και αι επωδαί και αι συνοδεύουσαι ταύτας ή και ανεξάρτητοι απ’ αυτών ποικίλαι μαγικαί πράξεις, έχουσι την αρχή των εις αρχεγόνους και παγκοσμίους μαγικάς αντιλήψεις, αι οποίαι έχουν βαθείας τας ρίζας αυτών εις την ψυχήν του ανθρώπου, και εξακολουθούν και σήμερον ακόμη να ζουν παρά τω λαώ· άλλα είναι λείψανα παλαιότερων θεραπευτικών μεθόδων, αι οποίαι ανάμεικτοι, μυστικαί μετά ιπποκρατείων, φέρονται εις τα χειρόγραφα λαϊκά ιατρικά εγχειρίδια, τα γνωστά γιατροσόφια· άλλα τέλος είναι προϊόν καθαράς εμπειρίας, τυχαίας ίσως κατ’ αρχάς, ήτις όμως πολλάκις παρουσιάζει σημαντικήν και αξίαν λόγου και προσοχής πρόοδον. Και οι ιατροί δε οι λαϊκοί είναι ανάλογοι προς τας λαϊκάς δοξασίας και θεραπευτικάς μεθόδους, άλλοι μάγοι και νεραϊδιάρηδες και ξορκισταί και ξορκίστρες, άλλοι καλογιατροί ή κομπογιαννίτες, από των ιατροσοφίων αντλούντες τας γνώσεις των, και άλλοι διάφοροι και ποικίλοι, ποιμένες, χαλκείς, σιδηρουργοί κ.λπ., ων έκαστος ιδίαν εμπειρίαν έχει και ιδίαν νόσον ή τραύματα και κατάγματα θεραπεύει.
Ούτως εν τη σημερινή δημώδη ιατρική ευρίσκομεν ζωντανά τα λείψανα ποικίλων χρόνων και δοξασιών, των οποίων η γνώσις και η θεωρητική έρευνα προάγει ημάς εις την βαθυτέραν κατανόησιν ου μόνον της ιστορίας του ανθρωπίνου πολιτισμού, αλλά και αυτής της ανθρωπίνης καθόλου διανοήσεως. Αλλά και πρακτικώς η μελέτη της δημώδους ιατρικής δεν είναι ευκαταφρόνητος. Διότι, διά να μεταχειρισθώ τας λέξεις του Βιενναίου καθηγητού της ιστορίας της ιατρικής Neuburger, “εάν προσέξη τις καλύτερον, εντός του χάους των φαντασιοπληξιών θα εύρη πολλά χρυσά ψήγματα ορθής παρατηρήσεως και επιτυχούς πείρας, πολλά επιτυχή θεραπευτικά μέσα, τα οποία η εξ επαγγέλματος ιατρική χρησιμοποιεί, υπό άλλην βέβαια έννοιαν και υπό άλλην μορφήν, και διά τα οποία τη αληθεία δεν έχει να εντραπεί. Και αληθώς είναι πολλά τα θεραπευτικά μέσα, τα οποία η επιστημονική ιατρική έλαβε παρά της δημώδους, και χρήσεις φαρμάκων λησμονηθείσας, μόνον δ’ υπό των λαϊκών ιατρών διασωθείσας, ακολουθούσα το παράδειγμα τούτων, ανενέωσε, ουκ ολίγα δ’ είναι τα λαϊκά φάρμακα, όσα επί μακρόν καταγελασθέντα, ευρίσκονται σήμερον, χημικώς τελειοποιηθέντα εις τα χείρας των επιστημόνων ιατρών…”» (σημ. 27).
Ειδικά για τη μελέτη των βοτάνων (και από τον λαογράφο) βασικά εγχειρίδια αποτελούν τα παλαιά φυτολογικά λεξικά των αρχών του 20ού αιώνα των Θ. Χελντράιχ (1822-1902) – Σπ. Μηλιαράκη (1852-1919) (Χελντράιχ 1980) και του Παναγιώτη Γεννάδιου (1848-1917) (Γεννάδιος 1914), τα οποία περιέχουν και λαογραφικού χαρακτήρα πληροφορίες, όπως και τις τοπικές ονομασίες των φυτών. Οι πρωτεργάτες των φυτολογικών-βοτανοτολογικών ερευνών στη σύγχρονη Ελλάδα εργάστηκαν σε μια εποχή που οι χρήσεις των φυτών από το λαό ήταν πολλές και γνωστές και είχαν τη δυνατότητα να τις καταγράψουν από πρώτο χέρι κατά τις περιηγήσεις τους (σημ. 28). Οι λαογράφοι κατέγραψαν σε πρωτογενείς συλλογές υλικού (κατατεθειμένες στο Λαογραφικό Αρχείο του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (σημ. 29), το λαογραφικό αρχείο του Σπουδαστηρίου Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (σημ. 30), κ.α.) αλλά και σε δημοσιευμένες συλλογές πολλές παραδοσιακές-λαϊκές κατά τόπους ονομασίες των βοτάνων, χρήσεις και συμβολισμούς τους (σημ. 31). Πολλές πληροφορίες μάς παρέχουν και τα λογοτεχνικά κείμενα (σημ. 32). Ιδιαιτέρως χρήσιμο στον τομέα αυτό της πρωτογενούς καταγραφής ονομασιών των διαφόρων ειδών της χλωρίδας και ειδικότερα των βοτάνων είναι το ευρετήριο των τόμων Α’ έως Κ’ του περιοδικού Λαογραφία που εκπονήθηκε από τη Μαρία Ιωαννίδου-Μπαρμπαρίγου (σημ. 33). Πριν λίγα έτη, η αείμνηστη πλέον καθηγήτρια της λαογραφίας Μαρία Μηλίγκου-Μαρκαντώνη, μας έδοσε το βιβλίο της Δένδρα – φυτά – άνθη στον λαϊκό πολιτισμό των νεωτέρων Ελλήνων (σημ. 34). Σ’ αυτό το συστηματικό έργο, με επιμέλεια του ερευνητή Παναγιώτη Καμηλάκη, κατέγραψε πληροφορίες για τα δέντρα, τα φυτά και τα άνθη στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό και ειδικότερα στους μύθους, την λαϊκή λατρεία, το λαϊκό εορτολόγιο, στη γεωργική παραγωγή, τη λαϊκή μετεωρολογία, την αστρολογία, τα δρώμενα για την αντιμετώπιση της ανομβρίας, τη συγκομιδή, την προστασία της φυτικής παραγωγής από πάσης φύσεως τρωκτικά, ζωύφια κ.λπ., την οικολογία της καθημερινής παραδοσιακής ζωής, δηλαδή τον οικισμό, τις δεντροστοιχίες ως ηχοπετάσματα και αντιανεμική προστασία, τις οικίες με τις αυλές, τους κήπους, τα περιβόλια, τη διατροφή (αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο), τη λαϊκή ιατρική, την περιποίηση του σώματος, τη βαφική κ.ά.
Την τελευταία εικοσαετία έχουν δει το φως αξιόλογα ειδικά δημοσιεύματα για τα ελληνικά θεραπευτικά βότανα σε διεθνή περιοδικά όπως το Journal of Ethnopharmacology (με αναφορά στα Πράμαντα και το Ζαγόρι Ιωαννίνων, τη Θεσσαλονίκη, την Κύπρο και άλλες περιοχές της Ελλάδας και άλλων χωρών) (σημ. 35) προερχόμενα από ερευνητικές ομάδες φαρμακολόγων, βιολόγων και βοτανολόγων που καταγράφουν τις παραδοσιακές θεραπευτικές χρήσεις των βοτάνων, τις παραδοσιακές τους ονομασίες και αναλύουν τις δραστικές ουσίες που περιέχουν. Τα πορίσματα των ερευνών αυτών ήλθαν να προστεθούν σε αξιόλογα παλαιότερα και νεότερα ειδικά ξενόγλωσσα λεξικά του ελληνικού και του ευρύτερου μεσογειακού χώρου (σημ. 36). Επίσης, ερευνητικές ομάδες σε πανεπιστημιακές σχολές έχουν οργανώσει ειδικά μαθήματα καθώς και ειδικές βάσεις δεδομένων, που είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο για τους φοιτητές τους ή για την ενημέρωση του γενικού κοινού και των καλλιεργητών/παραγωγών αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών (σημ. 37).
Ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις για τις χρήσεις και δυνατότητες αξιοποίησης των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών έχουν γίνει στο πλαίσιο ειδικών συνεδρίων, όπως εκείνο που οργάνωσε το Πολιτιστικό Ίδρυμα της ΕΤΒΑ στο Παραλίμνι Κύπρου το 1997 και εκείνο για τη Λαϊκή Ιατρική που οργάνωσε η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης στο Ρέθυμνο το 2000, τα πρακτικά των οποίων έχουν δημοσιευθεί (σημ. 38).
Συνήθως, η επιτόπια «εθνογραφική» έρευνα σε αρκετές από τις σχετικές έρευνες είναι ελλιπής διότι πραγματοποιείται χωρίς τη συνεργασία ειδικών λαογράφων ή εθνολόγων, ενώ και η έρευνα των λαογραφικών πηγών (δημοσιευμένων ή αδημοσίευτων) είναι στοιχειώδης ή και ανύπαρκτη. Ειδικά ερευνητικά προγράμματα εξετάζουν τη σχέση του ανθρώπου με τη χλωρίδα και την πανίδα σε έναν συγκεκριμένο τόπο από πολιτισμικής άποψης, ενίοτε στη μακρά ιστορική διάρκεια, ενώ προσφάτως χρησιμοποιείται και η έννοια της «άυλης κληρονομιάς» που εισήχθη από την UNESCO (σημ. 39) και περιλαμβάνει γνώσεις, πρακτικές, τεχνικές και εκφράσεις των τοπικών κοινοτήτων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με τη φύση, δηλαδή γνώσεις που αποτελούν κτήμα του παραδοσιακού προφορικού πολιτισμού των τοπικών κοινοτήτων και εκφράζονται συλλογικά μέσω διαφόρων πρακτικών. Τα στοιχεία αυτά μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά και προσφέρουν στην κοινότητα αίσθηση τοπικής ταυτότητας και συνέχειας στο χρόνο (σημ. 40). Τα τελευταία χρόνια η μεγάλη αύξηση της κατανάλωσης φυτικών φαρμακευτικών προϊόντων (herbal medicinal products) έθεσε το ζήτημα της χρήσης τους στο πλαίσιο του σύγχρονου τρόπου ζωής καθώς και τα όριά τους σε σχέση με ποικίλα προϊόντα διατροφής, όπως συμπληρώματα διατροφής, διαιτητικές τροφές, ειδικές τροφές ιατρικής χρήσης (food supplements, novel foods, dietary foods, foods for special medical purposes) και απαιτήθηκε ενημέρωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και εφαρμογή σχετικών οδηγιών (σημ. 41).
Στην ελληνική λαογραφική βιβλιογραφία αλλά και στο αδημοσίευτο πρωτογενές υλικό που φυλάσσεται στα λαογραφικά αρχεία υπάρχει πλούτος πληροφοριών για το θέμα των θεραπευτικών βοτάνων. Το ζητούμενο σήμερα είναι ο εντοπισμός του και η συστηματοποίησή του και γι’ αυτό ακριβώς εργαζόμαστε στο Κέντρο Λαογραφίας. Με τη διευκόλυνση που μας παρέχει η ψηφιοποίηση του υλικού αναπτύσσουμε ειδική βάση δεδομένων για τα βότανα, προκειμένου να συστηματοποιήσουμε τα δεδομένα του αρχειακού αλλά και του δημοσιευμένου υλικού. Παραλλήλως, συντάσσουμε ειδική βιβλιογραφία, η οποία περιλαμβάνει και την αποδελτίωση του υλικού που δημοσιεύτηκε στα κυριότερα λαογραφικά περιοδικά (Λαογραφία, Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου / Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών κ.ά.), τοπικά, κ.ά. Το σχέδιο περιλαμβάνει την κατάρτιση θησαυρού όρων-ονομασιών βοτάνων και συνακόλουθη τεκμηρίωση του υλικού που προέρχεται από πολλές λαογραφικές κατηγορίες και καλύπτει γεωγραφικά το σύνολο του ελληνικού χώρου. Δηλαδή εκτός από τα βότανα καθαυτά, που εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία του υλικού βίου, του υλικού πολιτισμού, ταξινομείται υλικό από τις δοξασίες, τη μαντεία, ειδικότερα τη φυλλοανθομαντεία ή τη μαντεία με τη χρήση φυτών εν γένει, τη λαϊκή λατρεία (π.χ. συλλογή βοτάνων κατά την εορτή της Αναλήψεως ή κατά τον κλήδονα, την παραμονή του Άη-Γιάννη στις 23 Ιουνίου κ.λπ.), τη λαϊκή ιατρική, τη μαγεία και ειδικότερα την παρασκευή φίλτρων και τη χρήση βοτάνων, τα τραγούδια, τα παραμύθια, τις παραδόσεις, τις παροιμίες και τις άλλες εκδηλώσεις του λαϊκού λόγου. Στόχος ενός τέτοιου φιλόδοξου σχεδίου είναι, εκτός από την ανάπτυξη της σχετικής υποδομής του Κέντρο Λαογραφίας, και η καλύτερη πρόσβαση των ειδικών επιστημόνων στις λαογραφικές πηγές –αυτό αποτελεί πάγιο στόχο–, η ενημέρωση των καλλιεργητών και η καλύτερη κατάρτιση των στελεχών της γεωργικής ανάπτυξης. Ποτέ δεν πρέπει να χάνουμε τις ελπίδες μας για την ανάκαμψη της πρωτογενούς παραγωγής (Καραμανές 2016) ακόμα και στους χαλεπούς καιρούς μας… Η αγορά των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών γνωρίζει αξιόλογη ανάπτυξη διεθνώς και η εγχώρια παραγωγή φαίνεται πως εμφανίζει σημαντικές προοπτικές αύξησης των καλλιεργειών και διεύρυνσης των εξαγωγών (σημ. 42). Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και το «Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης για την καλλιέργεια, επεξεργασία και εμπορία Αρωματικών και Φαρμακευτικών Φυτών (ΑΦΦ)» που εκπονήθηκε από ειδική επιστημονική ομάδα εργασίας και παρουσιάστηκε από τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων τον Μάιο του 2017 (σημ. 43).
Τελειώνοντας θα ήθελα να τονίσω τον διεπιστημονικό χαρακτήρα που πρέπει να έχουν τέτοιες προσπάθειες, διότι είναι πλέον προαπαιτούμενο για την επιτυχία τους. Βρισκόμαστε σήμερα σε ένα σημείο όπου η σύνδεση της έρευνας με τις ανάγκες της κοινωνίας, και εν μέρει και της αγοράς, είναι μια επιβεβλημένη πραγματικότητα και πρέπει να μεριμνήσουμε γι’ αυτό με σοβαρότητα μέσα από τις καθημερινές επιλογές μας, όπως πρέπει να υπερασπιστούμε με σθένος και τη βασική έρευνα η οποία δεν έχει από τη φύση της τη δυνατότητα να συνδεθεί άμεσα με την αγορά. Η έρευνα πρέπει όμως να χαρακτηρίζεται από τη συνεργασία και τη διεπιστημονικότητα προκείμενου να έχει αποτελέσματα. Συνεργασία όμως με όρους ισοτιμίας ανάμεσα στους διαφόρους φορείς. Ο κανόνας μέχρι τώρα είναι να καλούνται οι ειδικοί των κοινωνικών και των ανθρωπιστικών επιστημών στο «παρά πέντε». Έχουμε γίνει μάρτυρες παραπάνω από μία φορά, λίγο πριν κατατεθεί ο φάκελος για την πιστοποίηση ενός προϊόντος, σε εθνικό ή και ευρωπαϊκό επίπεδο οι εκάστοτε υπεύθυνοι να «θυμούνται» την έρευνα και τεκμηρίωση της πολιτισμικής διάστασης του θέματος… Η απαίτηση στις περιπτώσεις αυτές είναι η τεκμηριωτική εργασία να γίνει και γρήγορα και σωστά και χωρίς κόστος. Νομίζω ότι δεν είναι ορθό να συνεχίσουμε πλέον να πράττουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ας ευχηθούμε λοιπόν από το βήμα αυτού του διεπιστημονικού συνεδρίου το καλύτερο για την έρευνα αλλά και την προστασία (σημ. 44) των βοτάνων, των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών, όσον αφορά τη φυτολογική και την πολιτισμική διάστασή της.
Ευάγγελος Καραμανές
Διευθυντής Ερευνών, Διευθύνων το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
* Το κείμενο πρόκειται να δημοσιευθεί σε έντυπη μορφή από το ΚΕΕΛ: Ευάγγελος Καραμανές, «Βότανα στην λαϊκή θεραπευτική: λαογραφική έρευνα και τεκμηρίωση της πολιτισμικής διάστασης των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών», κείμενο ανακοίνωσης στο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο «Λαϊκή ιατρική και Ιατρική επιστήμη. Σχέσεις αμφίδρομες», Αθήνα, 7-11 Μαρτίου 2012. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών και Ιστορικό Παλαιογραφικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης. Πρακτικά υπό έκδοση στα Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Ενδεικτικά αναφέρω, J. Scarborough (1984), «Symposium on Byzantine Medicine: Introduction», Symposium on Byzantine Medicine, Dumbarton Oaks Papers, Vol. 38, Dumbarton Oaks, Trustees for Harvard University Stable, σ. ix-xvi. http://www.jstor.org/stable/1291488.
2.
Max Wellman (1906-1914), Pedanii Dioscoridis Anazarbei De materia medica libri quinque, Berlin: Weidmann, ανατύπ.: (1958), Berlin: Weidmann. Πεδάνιου Διοσκουρίδου Αναζάρβεως (2006), Περί ύλης ιατρικής λόγοι πέντε (αποσπάσματα), εισαγωγή – ταξινόμηση – σχολιασμός Ευαγγελία Α. Βαρέλλα, μετάφραση – φιλολογικά σχόλια Θεόδωρος Μαυρόπουλος (από την έκδοση Max Wellmann), Αθήνα: Εκδόσεις Ζήτρος. Διοσκουρίδης περί ύλης ιατρικής / Dioscurides de Materia Medica, Ο ελληνικός κώδικας 1 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Νεαπόλεως, (επιμ. Αγ. Τσελίκας, Εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα, χ.χ., σ. 250. Αγ. Τσελίκας (επιμ.), Ημερολόγιο 2012: Διοσκουρίδης. Calendar 2012: Dioscurides: De Materia Medica: Περί ύλης ιατρικής, Μίλητος, Αθήνα 2011 (1η έκδ.), σ. 350.
3.
A. Krug (1997), Αρχαία ιατρική: Επιστημονική και θρησκευτική ιατρική στην αρχαιότητα, εκδ. Παπαδήμα. Κ. Γεωργακόπουλος (1998), Αρχαίοι Έλληνες ιατροί, Ιασώ: Αθήνα. G.E.R. Lloyd, (1991), Αρχαία ελληνική επιστήμη. Μέθοδοι και προβλήματα, Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Πρωτότυπη έκδοση (1991), Methods and Problems in Greek Science, Cambridge: Cambridge University Press.
4.
R. Blum – E. Blum (1970), The Dangerous Hour: the Lore of Crisis and Mystery in Rural Greece, London: Chatto & Windus, ελλην. μτφρ. (2005), Η κακιά ώρα. Μαγεία, τελετουργίες και προλήψεις της ελληνικής υπαίθρου, μτφρ. Αργυρώ Πατσού-Βελούδου, Αθήνα: εκδ. Αρχέτυπο.
Χαρακτηριστικά τα κείμενα για την ιατρική στον ελληνικό χώρο από την αρχαιότητα ώς την σύγχρονη εποχή, που φιλοξενήθηκαν στο περιοδ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τεύχ. 102-105, 2011.
Επίσης V. Hionidou (2016), «Popular Medicine and Empirics in Greece, 1900-1950: An Oral History Approach», Medical History, vol. 60 (4), σ. 492-513. http://dx.doi.org/10.1017/mdh.2016.57
Συνέδρια: Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά: Παραδοσιακές χρήσεις και δυνατότητες αξιοποίησής τους. Ζ΄ τριήμερο εργασίας, Κύπρος, Παραλίμνι, 21-25 Μαρτίου 1997, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 2001. Λαϊκή Ιατρική. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο. Ρέθυμνο, 8-10 Δεκεμβρίου 2000. Πρακτικά, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2003.
5.
Οι προβληματισμοί για τη χρήση βοτάνων στη σύγχρονη ιατρική έχουν αποτελέσει αντικείμενο παλαιότερων και νεότερων ειδικών μελετών σε πολλές χώρες. Σε αρκετές περιπτώσεις αποτελούν μέρος των σύγχρονων συστημάτων πρόληψης και θεραπείας: L. F. Newman, (1948), «Some Notes on the Pharmacology and Therapeutic Value of Folk-Medicines», Folklore, 59/3, σ. 118-135.
http://www.jstor.org/stable/1257284. J. W. Fairbairn, (1980), «Perspectives in research on the active principles of traditional herbal medicine. A botanical approach: Identification and supply of herbs», Journal of Ethnopharmacology, 2, σ. 99-104. L. Farkas (1980), «Active Principles of Plants of Traditional Medicine as Models of New Drugs», Journal of Ethnopharmacology, 2 (1980), σ. 145-148. E. M. Ritch-Krc, S. Thomas, N. J. Turner, G. H. N. Towers (1996), «Carrier herbal medicine: traditional and contemporary plant use», Journal of Ethnopharmacology, 52, σ. 85-94. B. L. Hart, (2005), «The evolution of herbal medicine: behavioural perspectives», Animal Behavour, 70, σ. 975-989. S. Saikat, Ch. Raja, D. Biplab, «Challenges and opportunities in the advancement of herbal medicine: India’s position and role in a global context», Journal of Herbal Medicine (in press). R. A. Halberstein, (2005), «Medicinal Plants:Historical and Cross-Cultural Usage Patterns», Annals of epidemiology, 15, σ. 686-699. P. Newton (1991), «The Use of Medicinal Plants by Primates. A Missing Link», Tree, 6/9, σ. 297-299.
6.
Για θέματα γαλλικής εθνολογίας βλ. προχείρως, P. Bonte, M. Izard (sous la dir.) (2001), Dictionnaire de l’ethnologie et de l’anthropologie, Quadrige/PUF: Paris (1η έκδ. 1991, PUF). G. Gaillard (1997), Dictionnaire des ethnologues et des anthropologues, Armand Colin/Mason: Paris.
7.
Εισαγωγή στις τάσεις και την ιστορία της εθνοβιολογίας, βλ. E. N. Anderson, D. Pearsall, E. Hunn, N. Turner (2011), Ethnobiology, New Jersey: Wiley-Blackwell, και ειδικότερα τα κεφάλαια «Ethnobiology: Overview of a Growing Field» του E. N. Anderson (σ. 1-15) και «History of Ethnobiology» του R. I. Ford (σ. 16-26).
8.
C. Ferret (2012), «Vers une anthropologie de l’action. André-Georges Haudricourt et l’efficacité technique», L’Homme, 202, σ. 113-139. http://lhomme.revues.org/23041
Ενδεικτικά βλ. S. Laligant (2002), «“L’orge et l’avoine sont des légumes, le froment n’est pas un blé” Damgan, Bretagne sud», Ruralia, [En ligne], 10/11, http://ruralia.revues.org/295. D. Cardon et Α. Pinto, (2009), «Le redoul, herbe des tanneurs et des teinturiers. Collecte, commercialisation et utilisations d’une plante sauvage dans l’espace méridional (XIIIe-XVe siècles)», Médiévales [En ligne], 53, automne 2007, σ. 51-64, http://medievales.revues.org/3443. J. Blondel, (2006), «The ‘Design’ of Mediterranean Landscapes: A Millennial Story of Humans and Ecological Systems during the Historic Period», Human Ecology, 34/5, σ. 713-729. http://www.jstor.org/stable/27654149. P. Rasse, (1991), «La cité aromatique. Culture, techniques et savoir-faire dans les industries de la parfumerie grassoise», Terrain, 16, σ. 12-26. http://terrain.revues.org/2993, DOI: 10.4000/terrain.2993. R. Garreta, (1998), «Ces plantes qui purifient. De l’herboristerie à l’aromathérapie», Terrain, 31, σ. 77-88, http://terrain.revues.org/3140, DOI: 10.4000/terrain.3140. Για την εθνοζωολογία στο πλαίσιο της γαλλικής εθνολογίας: D. Chevallier, C. Langlois & R. Pujol, (1988), «A propos d’ethnozoologie : entretien avec R. Pujol», Terrain, 10, σ. 108-112, http://terrain.revues.org/2935 ; DOI : 10.4000/terrain.2935, L. Bodson, (1978), ΙΕΡΑ ΖΩΙΑ. Contribution à l’étude de la place de l’animal dans la religion grecque ancienne, Bruxelles: Académie Royale de Belgique. Mémoires de la classe des Lettres. Εξαιρετικά χρήσιμα για την κατανόηση της εξέλιξης της εθνοβοτανικής και της εθνοζωολογίας στην Γαλλία είναι τα αντίστοιχα μαθήματα των J. Barrau, R. Pujol κ.ά. ειδικών στο Museum National d’Histoire Naturelle του Παρισιού κατά τα έτη 1969-1970, https://cel.archives-ouvertes.fr/
9.
Μ. Φουκώ (1993), Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση (1η έκδ. 1986). (Μετάφραση από τα γαλλικά Κωστής Παπαγιώργης). Βλ. κυρίως το κεφάλαιο V, «Ταξινόμηση», σ. 185-236.Τίτλος πρωτοτύπου: M. Foucault (1966), Les mots et les choses. Une archéologie des sciences humaines, Paris: Éditions Gallimard.
10.
H. Conclin (1954), The Relation of Hanunuo Culture to the Plant World, PhD diss. Yale Univ., και του ιδίου, (1961), «Τhe Study of the Shifting Cultivation», Current Anthropology 2, σ. 27-61.
11.
W.H. Goodenough, «Cultural anthropology and linguistics», στο Report of the Seventh Annual Table Meeting on Linguistics and Language Study, ed. PL Garvin, Washington, DC: Georgetown Univ. Monogr. Ser. Lang. Ling.
12.
B. Berlin et al. (1974), Principles of Tzeltal Plant Classification, New York/London: Academic. B. Berlin, (1992), Ethnobiological Classification: Principles of categorization of plants and animal in traditional societies, Princeton, NJ: Princeton University Press. E. Hunn, (1977), Tzeltal Folk Zoology: The Classification of Discontinuities in Nature, New York: Academic. S. Atran, (1985), «The nature of folk-biological life forms», Am. Anthropol. 87/2, σ. 289-315. R. Ellen, (1993), The Cultural Relations of Classification: An Analysis of Nuaulu Animal Categories from Central Seram, Cambridge, UK: Cambridge Univ. Press.
13.
Οι οπαδοί της χαρακτήριζαν την προσέγγιση της ethnoscience ως «new ethnography», χάρη στη δέσμευσή της για μεθοδολογική αυστηρότητα. Οι αντίπαλοί της, αντιθέτως, αμφέβαλλαν για την αντίληψή της σχετικά με τη γνωστικώς βασισμένη και προσδιορισμένη συμπεριφορά και μάλιστα της αποδόθηκε ο υποτιμητικός όρος «επιστήμη των ασήμαντων πραγμάτων» (science of trivia). Τις θεωρητικές αυτές διαμάχες (τους δηκτικούς –και αρκούντως χιουμοριστικούς– χαρακτηρισμούς του Marvin Harris σχετικά με κανόνες περί το «anemic» και το «emetic» [M. Harris (1974), «Why a perfect knowledge of all the rules one must know to act like a native cannot lead to a knowledge of how natives act», Anthropol. Res. 30, σ. 242-51], και τη διαμάχη μεταξύ των οπαδών της ethnoscience και συγκεκριμένα της πλευράς των δομιστών/intellectualist (Brent Berlin και Scott Atran), και του ρεύματος που χαρακτηρίστηκε ως utilitarian/adaptationist (Eugene Hunn και Roy Ellen) εκθέτει με πολύ γλαφυρό τρόπο η Virginia Nazarea (Nazarea 2006). Επίσης S. Atran, (1985), «The Nature of Folk-Botanical Life Forms», American Anthropologist, New Series, 87/2, σ. 298-315. http://www.jstor.org/stable/678563.
14.
Σημειωτέον ότι εκπονήθηκε ένας εντυπωσιακός όγκος εργασιών που δημοσιεύτηκαν σε διεθνή περιοδικά, όπως Journal of Economic Botany, Journal of Ethnobiology, Human Ecology, Human Organization, Agriculture and Human Values.
Όπως επισημαίνει η Nazarea, κατά τη δεκαετία του 1990 αναπτύχθηκε ένα μεταμοντέρνο πνευματικό ρεύμα κριτικής για τις παλαιότερες έρευνες, που κατηγορήθηκαν ότι παρουσίαζαν μια στατική και ρομαντική εικόνα της παραδοσιακής γνώσης. Η ιθαγενής γνώση παρουσιάστηκε ως πρακτική και μερική και οι απόπειρες για την τεκμηρίωσή της χαρακτηρίστηκαν ως παροδηγητικές στην καλύτερη περίπτωση και ως ύποπτες στη χειρότερη. Κατά τη συγγραφέα, οι παλαιότερες έρευνες, παρά την εγκυρότητά τους, στόχευαν σε μία αφαιρετική καταγραφή της ιθαγενούς γνώσης εκτός του πολιτισμικού της πλαισίου και επιζητούσαν τη λειτουργική ένταξή της στο πλαίσιο της δυτικής επιστήμης, έχοντας ως ευγενή στόχο τη διατήρηση των τοπικών φυτικών ειδών κυρίως των σχετιζομένων με τη διατροφή, χωρίς όμως να το πετυχαίνουν. Σε κάθε περίπτωση η τεκμηρίωση της ιθαγενούς παραδοσιακής γνώσης και της τοπικής οικολογίας, κυρίως όσον αφορά την πολιτισμική της διάσταση, με βάση τη συμμετοχική επιτόπια έρευνα είναι εξαιρετικά σημαντική. Η αξία της αυξάνει, δεδομένου ότι οι άλλοι ειδικοί επιστήμονες που εργάζονται στον τομέα της γεωργικής ανάπτυξης και της διατήρησης των τοπικών ποικιλιών συνήθως παραβλέπουν αυτά τα ζητήματα (Nazarea 2006).
15.
Εισαγωγή στην αμερικανική εθνοβιολογία βλ. Anderson, Pearsall, Turner (επιμ.) 2011, ό.π.
16.
Κύπρος Χρυσάνθης (1988), Δημώδης ιατρική της Κύπρου: σύμμεικτα, Ιατρικός Σύλλογος Ιπποκράτης. Π. Παπαχριστοδούλου (1951), «Η γιατρική στη Θράκη τον ΙΘ΄ αιώνα: μελέτη λαογραφική», Αρχείο του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, 16, σ. 165-180. Χρ. Σ. Σολομωνίδης (1955), Η ιατρική στη Σμύρνη: Ασκληπιεία-σχολές-το Γραικικό νοσοκομείο-επιδημίες-γητειές-γιατροσόφια-γιατροί-φαρμακεία, Αθήνα. Δ. Β. Οικονομίδης (1983), «Δημώδης ιατρική εν Νάξω», Παρνασσός, τόμ. ΚΕ΄, Αθήναι, σ. 372-400. Π. Κοντομίχης (1985), Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, Αθήνα: Γρηγόρης. Α. Μπίμπη-Παπασπυροπούλου (1985), Παραδοσιακή ιατρική στην Πελοπόννησο, Αθήνα: Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών. Λαϊκή Ιατρική. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο. Ρέθυμνο, 8-10 Δεκεμβρίου 2000. Πρακτικά, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2003.
17.
Ιδιαιτέρως θετικός στη χρήση των βοτάνων για θεραπευτικούς σκοπούς και στη δημώδη ιατρική εν γένει εμφανίζεται στην αρθρογραφία του ο διαπρεπής λαογράφος Στίλπων Κυριακίδης, ως πρώτος διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου (είχε ιδρυθεί το 1918), σε σειρά άρθρων του στο ιατρικό περιοδικό «Κλινική» το 1925 κ.ε., συμβάλλοντας στη θετική τους πρόσληψη από τους ιατρούς και το γενικό κοινό της εποχής του. Στ. Π. Κυριακίδης, (1925), «Δημώδης ιατρική», Κλινική, 1, σ. 35-37. Στ. Π. Κυριακίδης, (1925), «Δημώδης ιατρική. Αι ασθένειαι εις τας παραδόσεις. Α΄. Στοιχειά», Κλινική, 1, σ. 69-70. Στ. Π. Κυριακίδης, (1925), «Δημώδης ιατρική. Αι ασθένειαι εις τας παραδόσεις. Καλικάντζαροι», Κλινική, 1, 6, σ. 199-201. Στ. Π. Κυριακίδης, (1926), «Δημώδης ιατρική. Αι ασθένειαι εις τας παραδόσεις. Δ.΄ Βρυκόλακες», Κλινική, 1, 10, σ. 273-274. Ακολούθησαν και άλλα άρθρα του για επιμέρους θέματα της λαϊκής ιατρικής. Για τις πρωτοβουλίες και το έργο του Κυριακίδη ως διευθυντή του Λαογραφικού Αρχείου βλ. Ευάγγ. Καραμανές (2012), «Προσεγγίσεις του υλικού βίου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου: το Λαογραφικό Αρχείο», στο Αικ. Πολυμέρου-Καμηλάκη (γεν. επιμ.), Π. Ποτηρόπουλος (επιμ. ύλης), Π. Καμηλάκης (επιστ.-φιλολογ. επιμ.), Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης και το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας. Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου. Μέγαρον Ακαδημίας Αθηνών (4-7 Δεκεμβρίου 2003), Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών: Αθήνα, τόμ. Α΄, σ. 403-445.
18.
Εξαίρεση αποτελούν περιπτώσεις όπως ο μοναχός Γυμνάσιος Λαυριώτης τα γεγονότα του βίου του οποίου, κατά τον Μεσοπόλεμο, τον έφεραν να περιοδεύει ασκώντας την τέχνη του, αποκτώντας μεγάλη φήμη αλλά και προκαλώντας διώξεις εκ μέρους του επίσημου κράτους. Το 1932 αναγκάστηκε να σταματήσει να εξασκεί τη θεραπευτική δημοσιεύοντας μάλιστα τις συνταγές του, παραβαίνοντας έτσι την συνήθεια των «πρακτικών», οι οποίοι κρατούσαν μυστικές τις γνώσεις τους μεταβιβάζοντάς τις μόνο σε νεότερα μέλη της οικογένειας τους ή σε κάποιο μαθητή τους, όταν πια οι ίδιοι είχαν φτάσει σε πολύ μεγάλη ηλικία. Φρειδερίκος Σ. Ροχοντζής, (2003), Δοκίμιον περί βοτάνων πατρός Γυμνασίου: Λόγος διδακτικός, Σπανός - Βιβλιοφιλία: Αθήνα, Γυμνάσιος Λαυριώτης, 407 συνταγές με βότανα: Εκατοντάδες θεραπευτικά βότανα για εκατοντάδες ασθένειες, Σπανός - Βιβλιοφιλία, Αθήνα 1977. 407 συνταγές του καλόγερου. Πάτερ Γυμνάσιος και άλλοι Αγιορείτες. Θεραπεία με βότανα, (1977), Αθήνα: Λέων. Γυμνάσιος Λαυριώτης, 452 θεραπευτικά βότανα: Ο καλόγερος και οι συνταγές του. Εκατοντάδες θεραπευτικά βότανα, Δαμιανός: Αθήνα 1999 (1η έκδ.). Γυμνάσιος, Λαυριώτης, 100 ιατρικαί συνταγαί του καλογήρου, χ.χ., Αθήνα: Αριστοφ. Δ. Παπαδημητρίου.
19.
Ενδεικτικά: Στ. Π. Κυριακίδης, «Επωδαί και δημώδη ιατρικά: εκ χειρογράφου του ΙΗ΄ αιώνος», Λαογραφία, τόμ. Δ, τεύχη Γ΄ και Δ΄ (1914), σ. 377-386. Ém. Legrand (1881), «Το ιατροσόφιον του Ιωάννου του Σταφιδά (1384)», Bibliothèque Grecque Vulgaire II, Paris, 1-27. Σπ. Λάμπρος, «Το μετά Σολωμονικής ιατροσόφιον της Βονωνίας», Νέος Ελληνομνήμων,15 (1921), σ. 30-40. Κ. Άμαντος, «Ιατροσοφικός κώδιξ», Αθηνά, 43 (1931), σ. 148-170. Ντ. Κονόμος, «Ζακυνθινά γιατροσόφια (από το ανέκδοτο αρχείο του Λ. Χ. Ζώη)», Επτανησιακά Φύλλα, 4 (1963), 73. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, «Ένα γορτυνιακό γιατροσόφι», Πελοποννησιακά, 17 (1987-1988), τεύχ. 24-26. Αγάπιος Μοναχός (κατά κόσμον Αθανάσιος Λάνδος ο Κρής) [1643], Γεωπονικόν. Βιβλίο καλούμενον Γεωπονικόν εις το οποίον περιέχονται ερμηνείαις θαυμασιώτατες. Πώς να σπέρνουν τους καρπούς να επιτυχένουσι. Πώς να κεντρώνουν τα δένδρη. Και να φυτεύουσι. και έτερα όμοια κτλ., Βόλος 1991. (Αναφέρονται εκδόσεις του 1779, 1850 και πολλές ανατυπώσεις τους. Με τον τίτλο Γεωπονικόν. Γιατροσόφια και παλιές συνταγές, Αθήνα 2008 και επανεκδόσεις).
Μ. Ι. Μανούσακας, «Νέο χειρόγραφο της Ακαδημίας Αθηνών», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 59 (1984), σ. 464-466. Σ. Γ. Μουσελίμης, «Λαϊκό γιατροσόφι (συνταγολόγιο)», Ηπειρωτική Εστία 10 (1961), σ. 1007. Δ. Β. Οικονομίδης, «Εξορκισμοί και ιατροσόφια εξ ηπειρωτικού χειρογράφου», Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, 8 (1953-1954), σ. 14-40,
http://editions.academyofathens.gr/epetirides/xmlui/handle/20.500.11855/25
Κ. Οικονόμου, «Δυο ηπειρωτικά γιατροσόφια», Δωδώνη, 7 (1978), σ. 250-251. Ε. Σκουβαράς, (1967), «Μαγικά και ιατροσοφικά ερανίσματα εκ θεσσαλικού κώδικος», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. ΙΗ΄/ΙΘ΄ (1965/1966), σ. 71-115, http://editions.academyofathens.gr/epetirides/xmlui/handle/20.500.11855/332
Θ. Δετοράκης (2003), «Παρατηρήσεις σε αγιορείτικα ιατροσόφια», Λαϊκή Ιατρική. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο, ό.π., σ. 149-155. Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης (2001), «Κρητικόν Ιατροσόφιον του 19ου αι.», Ρέθυμνο: Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης. Ο ίδιος, (2003), «Νέο χειρόγραφο ιατροσοφίου», Λαϊκή Ιατρική. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο, ό.π., σ. 429-438. Βερναδάκειος μαγικός κώδικας. Εισάγωγον της μαγείας της πάλαι ποτέ, Μ. Παπαθωμόπουλος (επιμ.), Ακαδημία Αθηνών: Αθήναι, 2006. Ι. Ιωνάς (2007), Γητειές. Σώμα Κυπριακών επωδών, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου: Λευκωσία τόμ. Α΄-B΄. Δ. Ζ. Σοφιανός, Μ. Γ. Βαρβούνης (2011), Λαογραφικά του Κώδικα 666 της Μονής Μεταμορφώσεως Μεγάλου Μετεώρου, Αθήνα: Γραφείο Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών. Barbara Zipser, (2009), John the Physician’s Therapeutics. A Medical Handbook in Vernacular Greek, Leiden: Brill). Patricia Ann Clark, (2011), A Cretan Healer’s Handbook in the Byzantine Tradition: Text, Translation, and Commentary, Farnham: Ashgate.
Επίσης, Στ. Δ. Ήμελλος (1972), Το περί ζώων ιδιότητος έργον του Αιλιανού ως πηγή ειδήσεων περί μαγικών και δεισιδαιμόνων δοξασιών και συνηθειών, Διατριβή επί υφηγεσία, Αθήνα: Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών. Φιλοσοφική Σχολή.
20.
Α. Τσελίκας, «Τα ελληνικά γιατροσόφια: μια περιφρονημένη κατηγορία χειρογράφων», στο Θ. Διαμαντόπουλος (επιμ.), Ιατρικά βυζαντινά χειρόγραφα, Αθήνα 1995, σ. 57-69.
21.
Christos Papadopoulos, (2009), «Post-Byzantine Medical Manuscripts: New Insights into the Greek Medical Tradition, it’s Intellectual and Practical Interconnections, and our Understanding of Greek Culture», Journal of Modern Greek Studies, 27, σ. 107-130.
22.
Θ. Δετοράκης (2003), «Παρατηρήσεις σε αγιορείτικα ιατροσόφια», Λαϊκή Ιατρική. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο, ό.π., σ. 149.
23.
A.K. Demetriades (επιμ.), K. Demetriades, G. N. Hadjikiriakou, G. Hatzikostis (2015), Iatrosophikón. Folklore Remedies from a Cyprus Monastery. Original text and Parallel Translation of Codex Machairas A. 18, Nicosia: Foundation Anastasios G. Leventis.
24.
Για τη μελέτη της χρήσης φαρμακευτικών φυτών στις συνταγές των ιατρών κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και τις δύο προεπαναστατικές δεκαετίες μέσω της μετάφρασης και κυκλοφορίας αρκετών σχετικών βιβλίων στην ελληνική βλ. Δ. Καραμπερόπουλος (2000), Φαρμακευτικά φυτά στα έντυπα ελληνικά βιβλία (δεύτερο μισό 18ου αι. – αρχές 19ου αι.), Αθήνα: Εκδόσεις Αθ. Σταμούλης. Μέρος της μελέτης ανακοινώθηκε στο συνέδριο Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά: Παραδοσιακές χρήσεις και δυνατότητες αξιοποίησής τους, που οργάνωσε στο Παραλίμνι Κύπρου στις 21-25 Μαρτίου 1997 το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Δ. Καραμπερόπουλος (2001), «Φαρμακευτικά φυτά στα έντυπα ελληνικά βιβλία της εποχής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (1745-1821)», στα Πρακτικά του προαναφερθέντος Συνεδρίου σ. 237-261. Επίσης, Χαρισίου Μεγδάνου (2015), Ακεσώ ή Ενωμένη Φαρμακολογία και Φαρμακοποιΐα. Ο υπ’ αριθμόν 30 χειρόγραφος κώδικας της Κοβενταρείου Βιβλιοθήκης της Κοζάνης, εισαγωγή, επιστημονική και εκδοτική επιμέλεια Αγαμέμνων Τσελίκας, Κοζάνη: Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης. Το πρωτοποριακό αυτό έργο γράφτηκε από τον Κοζανίτη λόγιο Χαρίσιο Μεγδάνη στις αρχές του 19ου αιώνα με τη συμβολή του γαμπρού του Γεωργίου Σακελλάριου. Περιέχει τις φαρμακευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες 229 βοτάνων και άλλων φυσικών ουσιών.
25.
Πριν λίγα χρόνια, προετοιμάζοντας τη συμμετοχή του Κέντρου Λαογραφίας (που δεν πραγματοποιήθηκε τελικώς) σε ειδικό ερευνητικό πρόγραμμα με θέμα την τεκμηρίωση φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών, πραγματοποιήσαμε με την τότε διευθύντρια του Κέντρου Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη (η οποία έχει ασχοληθεί επισταμένως με την επιτόπια συλλογή και ταξινόμηση σχετικού υλικού) και με την συνεργασία φοιτητών προκαταρκτική βιβλιογραφική έρευνα σε σχετικές βάσεις δεδομένων, καταλόγους βιβλιοθηκών κ.α. Η εικόνα που αποκομίσαμε από τα (οπωσδήποτε μερικά) δεδομένα που συλλέξαμε είναι ότι η ποσότητα των «εκλαϊκευτικών» εκδόσεων ήταν αρκετά εντυπωσιακή όπως και η αναντιστοιχία τους, αριθμητική και ποιοτική, με τις επιστημονικές ή εν πάση περιπτώσει επαρκώς τεκμηριωμένες εκδόσεις.
26.
Ευάγγ. Καραμανές (2012), «Προσεγγίσεις του υλικού βίου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου: το Λαογραφικό Αρχείο» στο Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης και το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 423-425.
27.
Στ. Π. Κυριακίδης, «Δημώδης ιατρική», Κλινική, 1 (1925), σ. 35-36. Στο εισαγωγικό σημείωμα του πρώτου άρθρου της σειράς σημειώνεται εκ μέρους της σύνταξης του περιοδικού: «Ο διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου κ. Στίλπων Κυριακίδης είχε την ευγενή προθυμίαν να αναλάβη την στήλη αυτήν της “Κλινικής” προωρισμένην να γνωρίση εις τους ιατρούς τας λαϊκάς δοξασίας περί των νόσων και τας μεθόδους της θεραπείας αυτών. Το δημοσιευόμενον κατωτέρω γενικότερον άρθρον του, θα ακολουθήσουν άλλα μερικώτερα, εις διάφορα της δημώδους ιατρικής θέματα αναφερόμενα, καθώς και πληροφορίαι περί της δημώδους ιατρικής του ελληνικού λαού κατά το πλείστον εκ του υλικού του Λαογραφικού Αρχείου, των οποίων το ενδιαφέρον περιττόν νομίζομεν να εξάρωμεν. Απευθύνομεν μόνον θερμήν παράκλησιν προς τους συναδέλφους ιδία των επαρχιών, οι οποίοι έρχονται εις αμεσωτέραν συνάφειαν προς τα λαϊκά στρώματα, να θελήσουν να υποβοήθησουν το έργον τούτο, σημειούντες και αποστέλλοντες προς ημάς ομοίας φύσεως υλικόν, το οποίον θα περιέπιπτεν εις την αντίληψιν και παρατήρησίν των». Επισημαίνουμε την έκκληση προς τους ιατρούς να ενδιαφερθούν να καταγράψουν στοιχεία της δημώδους ιατρικής.
28.
Ειδικά για τα φαρμακευτικά φυτά, Δημ. Ν. Ζαγανιάρης, «Τα φαρμακευτικά φυτά της Ελλάδος. Ποια είναι, που απαντώνται εν Ελλάδι, πως συλλέγονται και καλλιεργούνται, πως παρασκευάζονται, πως χρησιμοποιούνται κ.τ.λ.», Παράρτημα του Γεωργικού Δελτίου Δεκεμβρίου 1935, σ. 76. Μιχ. Δ. Καλλιφρονά, «Θεραπευτικά φυτά. Περιγραφή 40 θεραπευτικών φυτών (μετά εικόνων)», Παράρτημα του Γεωργικού Δελτίου Ιουλίου 1936, σ. 112 + α΄-β΄ Πίναξ περιεχομένων. Γ. Σφήκας, (1979), Φαρμακευτικά φυτά της Ελλάδος, Αθήνα: Π. Ευσταθιάδης και Υιοί. Επίσης Δ. Καββαδάς, Εικονογραφημένον Βοτανικόν-Φυτολογικόν Λεξικόν, τόμοι 1-9, Αθήναι 1956. Μικρή Εγκυκλοπαίδεια Βοτάνων. Τα κυριότερα βότανα και οι θεραπευτικές τους ιδιότητες, (2012), εφημ. Το Βήμα – Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη (1η έκδ. Μαλλιάρης Παιδεία).
29.
Βλ. κατάλογο χειρογράφων στο www.kentrolaografias.gr
30.
http://phil.lib.uoa.gr/bibliothikes-spoydastiria/spoydastirio-laografias/plirofories.html
31.
Μ. Στεφανίδης, «Δημώδη φυσιογνωστικά», Λαογραφία, 9 (1927), σ. 441-459, και συνέχεια, Λαογραφία, 10 (1929), σ. 197-208. Ελ. Σταμούλη-Σαραντή, «Aπό τα φυτά της Θράκης», Θρακικά, τ. 20 (1944), σ. 9-72. Ευαγγ. Κ. Φραγκάκι (1969), Συμβολή εις την δημώδη ορολογία των φυτών (φυτά της Κρήτης αυτοφυή, εγκλιματισμένα, φαρμακευτικά, βαφικά, καλλωπιστικά, εδώδιμα), Αθήνα. Ε. Πλατάκης, «Τα φυτά της Κρήτης από τη μινωική εποχή μέχρι των χρόνων της Αναγέννησης», Αρχεία Φαρμακευτικής, 1-2, 3-4 (1966), σ. 1-38. Anna Papamichael (1975), Birth and Plant Symbolism, Symbolic and Μagical Uses of Plants in Connection with Βirth in Modern Greece, Athens. Ι. Ε. Χαβάκης (1979), Φυτά και βοτάνια της Κρήτης, Αθήνα: Ζήτα. Α. Ρηγάτος (2001), Τα βότανα στον πολιτισμό των Ελλήνων, Αθήνα: Διαχρονικές Εκδόσεις. Γ. Γαϊτανάκης, « “Πολλά ’ναι τα φελούμενα, μα λίγοι τα κατέχουν…”. Λαϊκές ονομασίες ασθενειών και φαρμακευτικών βοτάνων», στο Λαϊκή Ιατρική. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο. Ρέθυμνο, 8-10 Δεκεμβρίου 2000. Πρακτικά, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2003, σ. 85-95. Ελευθ. Πλατάκης, «Δημώδη ονόματα φυτών και ζώων της Κρήτης στα μέσα του δεκάτου έκτου αιώνα», Κρητολογία, τεύχ. IV (1977), σ. 123-132 (ανακοίνωση στο Δ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, Ηράκλειο 2 Σεπτ. 1976). Χρ. Χατζητάκη-Καψωμένου (2001), «Γυναικείες χρήσεις βοτάνων: στο μεταίχμιο της θεραπευτικής και της μαγείας», Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά…, ό.π., σ. 164-178 και Χαρ. Πασσαλής (2001), «Χρήσεις των φυτών στη λαϊκή μαγική θεραπευτική του ελληνικού παραδοσιακού πολιτισμού», Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά…, ό.π., σ. 179-195.
32.
Θεοδ. Πυλαρινός, «Η λαϊκή ιατρική στη νεοελληνική λογοτεχνία», Λαϊκή Ιατρική. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο, ό.π., σ. 501-510. H. Baumann (1999), Η Ελληνική Χλωρίδα στο μύθο στην τέχνη στην Λογοτεχνία, Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης.
33.
Περ. Λαογραφία, (1970), Γενικόν Ευρετήριον των τόμων Α΄-Κ΄: 1909-1962, συνταχθέν υπό Μαρίας Ιωαννίδου-Μπαρμπαρίγου, τόμ. ΚΓ΄ (1964), Εν Αθήναις: Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία.
34.
Μ. Μηλίγκου-Μαρκαντώνη, (2006), Δένδρα - φυτά - άνθη στον λαϊκό πολιτισμό των νεωτέρων Ελλήνων, Αθήνα, σ. 664. Η έκδοση συνοδεύεται από ευρετήρια κατά κατηγορία (υπάρχει ειδικό για την χλωρίδα), βιβλιογραφία και αναλυτικά περιεχόμενα. Πρόκειται για μια αντιπροσωπευτική παρουσίαση του θέματος, χρήσιμη και για τους φοιτητές της Λαογραφίας και των ομόρων επιστημών.
35.
Αρκετές αξιόλογες επιμέρους μελέτες, παραπέμποντας και στην παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία, έχουν γίνει από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων: F. Tammaro and G. Xepapadakis, (1986), «Plants used in Phytotherapy, Cosmetics and Dyeind in the Pramanda District (Epirus, North-West Greece)», Journal of Ethnopharmacology, 16, σ. 167-174. M. Malamas and M. Marselos, (1992), «The tradition of medicinal plants in Zagori, Epirus (northwestern Greece)», Journal of Ethnopharmacology, 31, σ. 197-203. D. Vokoua, K. Katradi, St. Kokkini, (1993), «Ethnobotanical survey of Zagori (Epirus, Greece), a renowned centre of folk medicine in the past», Journal of Ethnopharmacology, 39, σ. 187-196. E. Hanlidou, R. Karousou, V. Kleftoyanni, S. Kokkini (2004), «The herbal market of Thessaloniki (N. Greece) and its relation to the ethnobotanical tradition», Journal of Ethnopharmacology, 91, σ. 281-299. R. Karousou, St. Deirmentzoglou (2011), «The herbal market of Cyprus: Traditional links and cultural exchanges», Journal of Ethnopharmacology, 133, σ. 191-203.
A. Karkanis, D. Bilalis, A. Efthimiadou (2011), «Cultivation of milk thistle (Silybum marianum L. Gaertn.), a medicinal weed», Industrial Crops and Products, 34, σ. 825-830. R.B. Bhat, T.V. Jacobs (1995), «Traditional herbal medicine in Transkei [South Africa]», Journal of Ethnopharmacology, 48, σ. 7-12. I.I. Hamdan, F.U. Afifi (2004), «Studies on the in vitro and in vivo hypoglycemic activities of some medicinal plants used in treatment of diabetes in Jordanian traditional medicine», Journal of Ethnopharmacology, 93, σ. 117-121. E. Lipman (ed.) (2009), Report of a Working Group on Medicinal and Aromatic Plants. Second Meeting, 16‑18 December 2004, Strumica, Macedonia FYR / Third Meeting, 26–28 June 2007, Olomouc, Czech Republic. Rome, Italy: Bioversity International. Για την αστική εθνοβοτανική, με ειδική αναφορά σε ένα παράδειγμα από την Αργεντινή βλ., J. A. Hurrell and M. L. Pochettino (2014), «Urban Ethnobotany: Theoretical and Methodological Contributions», στο U. P. Albuquerque et al. (eds.) (2014), Methods and Techniques in Ethnobiology and Ethnoecology, New York: Springer Protocols Handbooks, σ. 293-309. DOI 10.1007/978-1-4614-8636-7_18.
36.
Flora Europaea (Tutin et al.) (1964-1980), Vol. 1-5, Cambridge: Cambridge University Press. A. Strid, (ed.) (1986), Mountain flora of Greece, Vol 1, Cambridge: Cambridge University Press, A. Strid, and K. Tan (eds.), (1991), Mountain flora of Greece, Vol 2, Edinburgh: Edinburgh University Press.
Επίσης Botanica’s Pocket. Annuals and Perennials, (2006), Könemann.
37.
Στη Γεωπονική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης διδάσκεται σχετικό ειδικό μάθημα από τo 2003 με στόχο την ενημέρωση του κοινού και των ειδικών για την καλλιέργεια αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, http://www.aromaticplants.web.auth.gr/. Βλ. επίσης σχετικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Πατρών για την έρευνα και προαγωγή των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών. G. Iatrou, F. Lamari, G. Dimitrellos, M. Tsakiri, (2013), Catalogue of & Aromatic and Medicinal Plants, Project Re-herb. The project is co-funded by the European Union (ERDF) and National Funds of Greece & Italy through the European Territorial Cooperation Programme, 2007-2013, Πανεπιστήμιο Πατρών, Eptalofos: Athens. http://reherb.eu. Για την καταγραφή πληροφοριών λαϊκής παραδοσιακής θεραπευτικής και αξιολόγησή τους, από το Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, http://www.pharm.uoa.gr/an8ropino-dynamiko/didaktiko-kai-ereynthtiko-proswpiko-dep/didaktiko-kai-ereynthtiko-proswpiko-dep-toy-tomea-farmakognwsias-kai-xhmeias-fysikon-proiontwn/alhgiannhs.html, http://www.ethnopharmacology.gr/images/omilies/2012_05/kos_aligiannis.pdf. Επίσης για την δράση της Ελληνικής Εταιρείας Φαρμακολογίας, http://www.ethnopharmacology.gr.
38.
Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά: Παραδοσιακές χρήσεις και δυνατότητες αξιοποίησής τους: Ζ΄ τριήμερο εργασίας, Κύπρος, Παραλίμνι, 21-25 Μαρτίου 1997, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 2001, σ. 602. Λαϊκή Ιατρική. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο. Ρέθυμνο, 8-10 Δεκεμβρίου 2000. Πρακτικά, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2003.
39.
Η άυλη κληρονομιά (Intangible Cultural Heritage, http://unesdoc.unesco.org/), σύμφωνα με τη σύμβαση περιλαμβάνει «πρακτικές, αναπαραστάσεις, εκφράσεις, γνώσεις και τεχνικές, καθώς και εργαλεία, αντικείμενα, χειροτεχνήματα και πολιτιστικούς χώρους, που συνδέονται με τα παραπάνω, και τα οποία οι κοινότητες, οι ομάδες και σε κάποιες περιπτώσεις τα άτομα αναγνωρίζουν ότι αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς τους» και μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, αναδημιουργείται συνεχώς από τις κοινότητες και τις ομάδες σε συνάρτηση με το περιβάλλον, την αλληλεπίδρασή τους με τη φύση και την ιστορία τους, παρέχει την αίσθηση ταυτότητας και συνέχειας συνεχώς από τις κοινότητες και τις ομάδες σε συνάρτηση με το περιβάλλον, την αλληλεπίδρασή τους με τη φύση και την ιστορία τους, παρέχει την αίσθηση ταυτότητας και συνέχειας, συμβάλλοντας έτσι στην προώθηση του σεβασμού της πολιτιστικής πολυμορφίας και της ανθρώπινης δημιουργικότητας». Για την εφαρμογή της σύμβασης κύρια σημεία αποτελούν η διαφύλαξη των στοιχείων της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, η σύνδεσή τους με τη ζωή της κάθε κοινότητας και μέσω αυτών η ανάδειξη της διαχρονικής διάστασής τους σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο, με έμφαση στις εκπαιδευτικές δράσεις, προκειμένου οι νέοι να ενδιαφερθούν για τις εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού της εποχής τους και να συνειδητοποιήσουν ότι οι ίδιοι είναι κληρονόμοι-φορείς και ταυτόχρονα διαχειριστές των εκφάνσεων αυτών. Εξ άλλου ο όρος κληρονομιά εμπεριέχει την έννοια της συμμετοχικής κυριότητας, η οποία μεταφέρεται από το παρελθόν στο παρόν, από τους γονείς στα παιδιά, ως κληρονόμους, αλλά και της συλλογικής διαφύλαξης, του εμπλουτισμού ενδεχομένως με νέα πολιτισμικά στοιχεία και της παράδοσης στις επόμενες γενιές. Για την άυλη πολιτισμική κληρονομιά βλ. στο συλλογικό έργο Αικ. Πολυμέρου-Καμηλάκη, Ε. Καραμανές, Ζ. Ν. Μάργαρη, Π. Ποτηρόπουλος, Ι. Καραχρήστος (2017), Λαϊκός πολιτισμός και τοπική ανάπτυξη, Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης, Αθήνα 2017 [ηλεκτρονική έκδοση υπό δημοσίευση στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.] και κυρίως τα κεφάλαια «Εισαγωγή στο περιεχόμενο του λαϊκού πολιτισμού και σύνδεσή του με την σύγχρονη τοπική ανάπτυξη» της Αικ. Πολυμέρου-Καμηλάκη (σ. 9-77) και «Λαϊκά δρώμενα, τελεστικές τέχνες και αειφόρος ανάπτυξη» (σ. 177-227) της Ζωής Μάργαρη όπου και σχετική βιβλιογραφία.
Στην έννοια της «άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς» ασκείται κριτική κυρίως για τον φερόμενο ως τεχνοκρατικό/θεσμικό χαρακτήρα της και ενίοτε για ελλείψεις στην εθνογραφική τεκμηρίωση ορισμένων εκδηλώσεων. Οι ανακοινώσεις και οι συζητήσεις σε πρόσφατα διεθνή συνέδρια, όπως για παράδειγμα εκείνα της International Society for Ethnology and Folklore / Société Internationale d’Ethnologie et de Folklore (SIEF), (Ζάγκρεμπ 2015, Γκέτινγκεν 2017) στα οποία συμμετείχε το Κέντρο Λαογραφίας είναι αποκαλυπτικές (https://www.siefhome.org/). Επί του παρόντος εκπονούνται πολλές εργασίες για το περιεχόμενο, τη χρήση της, τη σκοπιμότητά της, την εφαρμογή της κ.λπ. Ενδεικτικά, για την πρόσληψή της από τους φορείς και το ευρύτερο κοινό στην Ιταλία και την Τσεχία βλ. το ενδιαφέρον άρθρο του Allesandro Testa ο οποίος πραγματοποίησε σχετική εθνογραφική έρευνα, Al. Testa (2016), «From folklore to intangible cultural heritage. Observations about a problematic filiation», Österreichische Zeitschrift für Volkskunde, Neue Serie, Band LXX, Gesamtserie, Band 119, Heft 3+4, σ. 221-243.
40.
Ch. Staddon, (2009), Towards a critical political ecology of human–forest interactions: collecting herbs and mushrooms in a Bulgarian locality, Transactions of the Institute of British Geographers, NS 34, σ. 161-176. K. Stara, R. Tsiakiris, V. Nitsiakos and J. M. Halley (2016), Religion and the Management of the Commons. The Sacred Forests of Epirus, στο Mauro Agnoletti, Francesca Emanueli (επιμ.), Biocultural Diversity in Europe, Springer. Ενδεικτικά, Ε. Κυριακίδης, Ν. Γαλανίδου, Β. Ισαακίδου, Α. Σαρπάκη, Α. Καπετάνιος, Ν. Ψιλάκης, Ζ. Κυπριωτάκης, (2001), Η πολιτισμική αξία των φυτών και των ζώων στην Κρήτη, από τη Νεολιθική εποχή μέχρι σήμερα, Ηράκλειο: Περιφέρεια Κρήτης – Περιφερειακό Ταμείο, Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, Μ. Σκουλά, Α. Σαρπάκη, Π. Γεωργιακάκης, Π. Λυμπεράκης, (2011), Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά και Βιοποικιλότητα: Εθνοβιολογική μελέτη στην περιοχή του Κίσσαμου στην Κρήτη, Πάρκο Διάσωσης Χλωρίδας και Πανίδας. Πολυτεχνείο Κρήτης.
41.
Για μια σύνοψη της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και των σχετικών οδηγιών, βλ. Ch. Quintus, H.G. Schweim, (2012), «European regulation of herbal medicinal products on the border area to the food sector», Phytomedicine 19/3-4), σ. 378-381. Doi: 10.1016/j.phymed.2011.10.002.
42.
Εφημ. Ναυτεμπορική, Πέμπτη 1η Ιουνίου 2017, http://www.naftemporiki.gr/finance/story/1242147/aromatika-futa-murizei-anaptuksi
43.
Βλ. στην δικτυακή πύλη του Υπουργείου, www.minagric.gr/images/stories/docs/ypoyrgeio/simperasmata_aromatika310517.doc
Επίσης στην ιστοσελίδα της Ένωσης Αρωματικών Φαρμακευτικών Φυτών Ελλάδος http://www.eaffe.org/ Κρίνοντας από τις ειδικότητες των επιστημόνων που συμμετέχουν στην (άμισθη) ομάδα εργασίας αλλά και από το περιεχόμενο του Σχεδίου, η πολιτισμική διάσταση του ζητήματος είναι υποβαθμισμένη, παρά τις αναφορές για τη «Σύνδεση με την παραδοσιακή θεραπευτική παράδοση και τις ιστορικές-παραδοσιακές ελληνικές ρίζες της» (σελ. 13) την επισήμανση για την ανάγκη ενίσχυσης της «θετικής στάσης των καταναλωτών έναντι της ελληνικής παραδοσιακής θεραπευτικής πρακτικής» (σελ. 71), αλλά και την πρόταση για «Δημιουργία ειδικού σήματος για τα προϊόντα που θα διαθέτουν ελληνικά Φ&Α φυτά και θα βασίζονται στην τοπική παραδοσιακή θεραπευτική και να αντανακλά τη σύνδεση με την αρχαία ελληνική θεραπευτική παράδοση» (σελ. 72).
44.
Για το φλέγον θέμα της αποψίλωσης των ορεινών όγκων της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και των νησιών από τα φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά βλ. σχετικά δημοσιεύματα του τύπου: «Αλβανοί αλωνίζουν τα ελληνικά βουνά & αφανίζουν τα αρωματικά φυτά», εφημ. Έθνος, 30 Μαΐου 2017, http://www.ethnos.gr/koinonia/arthro/albanoi_alonizoun_ta_ellinika_bouna_afanizoun_ta_aromatika_fyta-65148098/. Με το θέμα ασχολήθηκε και ο διεθνής τύπος: «Looters Strip Greek Mountains of Wild Tea, Rare Plants», δικτ. πύλη του The Associated Press, 2 Ιουλ. 2017, https://apnews.com/3b923a4ad87641f2b51ab7ff94b40a85. Αναδημοσιεύτηκε στην δικτυακή πύλη της εφημ. New York Times, 2 Ιουλίου 2017, https://mobile.nytimes.com/aponline/2017/07/02/world/europe/ap-eu-greece-herb-looters.html?referer=http://www.google.gr/.
Επίσης «Καλαρρύτες: Οπλισμένοι οι αλβανοί που ξερίζωναν τσάι - Πάνω από 56 κιλά», δικτυακή πύλη PamePrevezaNews, 5 Ιουλ. 2017, http://www.pamepreveza.gr/AllArticles/kalarrytes-oplismenoi-oi-alvanoi-poy-kserizonan-tsai-pano-apo-56-kila . Σχετικές ειδήσεις αναδημοσιεύονται συχνά σε πολλές ιστοσελίδες και στα κοινωνικά δίκτυα συνοδευμένες από αρνητικές κρίσεις για τους Αλβανούς (πρόκειται συνήθως για στερεότυπα που προβάλλουν ξενοφοβικές και εθνικιστικές απόψεις) χωρίς να επιχειρούν περαιτέρω ανάλυση του θέματος.