Σε κάθε αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου υπάρχουν εκθέματα που μπορεί να διαφύγουν την προσοχή του επισκέπτη, «κρυμμένα» στο πλήθος των αντικειμένων της έκθεσης. Μερικές φορές χρειάζεται να κοιτάξουμε από κοντά κάτι για να μας αποκαλυφθεί η ομορφιά, η γοητεία του, αλλά και η σημασία που είχε για την κοινωνία και τον πολιτισμό της εποχής του. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, θέλοντας να εμπλουτίσει την επικοινωνία με το κοινό, φέρνει στο προσκήνιο μη προβεβλημένα εκθέματα των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων.
Στο κείμενο που ακολουθεί η δρ Χριστίνα Αβρονιδάκη, Αρχαιολόγος, Επιμελήτρια του Τμήματος Συλλογών Αγγείων και Έργων Μικροτεχνίας και Μεταλλοτεχνίας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, παρουσιάζει ένα δαχτυλίδι αρραβώνα υστεροβυζαντινών χρόνων, άγνωστης προέλευσης, που εκτίθεται στην Αίθουσα 42.
Ένα δαχτυλίδι αρραβώνα των υστεροβυζαντινών χρόνων
Στην Αίθουσα 42 του ισογείου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπου εκτίθεται η Συλλογή Σταθάτου, απαρατήρητο σχεδόν ανάμεσα στα αντικείμενα της Προθήκης 32, παρουσιάζεται ένα δαχτυλίδι, άγνωστης προέλευσης, που χρονολογείται στα τέλη του 12ου ή στον 13ο αιώνα. Είναι χρυσό, χυτό, και διακοσμείται εντυπωσιακά με ένθετο πράσινο, μπλε, κόκκινο και λευκό σμάλτο.
Η στεφάνη του δαχτυλιδιού, επίπεδη εσωτερικά και ελαφρά κυρτή εξωτερικά, φέρει στις πλάγιες πλευρές της σχηματοποιημένη φυτική διακόσμηση από διασταυρούμενες έλικες μπλε χρώματος με πράσινα, κόκκινα και λευκά άνθη. Στην επίπεδη, σχεδόν, κυκλική σφενδόνη, μέσα σε πράσινο πλαίσιο, βρίσκεται η τετράστιχη επιγραφή MNHCTΡΟΝ │ ΔΙΔΟΜΗ ΓΟΥ │ ΔΕΛΗC M │ AΡHA, η οποία αποδίδεται με μπλε σμάλτο. Αυτή είναι που μαρτυρεί ότι το δαχτυλίδι δόθηκε ως μνῆστρον (δαχτυλίδι αρραβώνα) από τον Γουδέλη στη Μαρία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του σπάνιου είδους των βυζαντινών ενεπίγραφων δαχτυλιδιών αρραβώνα, το παράδειγμα της Συλλογής Σταθάτου πρέπει να ανήκε σε εύπορο κάτοχο της ανώτερης τάξης, όπως μαρτυρούν το υλικό, το βάρος και η επιμελημένη του διακόσμηση. Το όνομα Γουδέλης, εξάλλου, είναι γνωστό επώνυμο, που μαρτυρείται ήδη από τον 12ο αιώνα και ανήκει σε επιφανή Βυζαντινό οίκο.
Όπως και τα δαχτυλίδια του γάμου, έτσι και αυτά του αρραβώνα (annuli pronubi) φοριούνταν στον παράμεσο του αριστερού χεριού (digitus anularius), καθώς ιδιαίτερα διαδεδομένη ήταν η πεποίθηση ότι το δάχτυλο αυτό συνδεόταν με την καρδιά (βλ. σχετικά Aullus Gellius, Noctes Atticae Χ.10), συμβολίζοντας το αιώνιο δέσιμο του ζευγαριού.