Έγραφα πριν λίγο καιρό: «Περπατώ βράδυ στην Πατησίων· καταστήματα κλειστά, ρολά κατεβασμένα, δρόμος σκοτεινός, σκοτεινοί άνθρωποι. Ελάχιστα φώτα αντιστέκονται στο σκοτάδι και επιμένουν να είναι αναμμένα. Η μαρκίζα του «Τριανόν» εκπέμπει ένα παρήγορο φως».
Προχθές το σκοτάδι των δρόμων ακόμη σκοτεινότερο και το «Τριανόν» φωτεινότερο. Η έκθεση της Λουκίας Ρίτσαρντς «Βερολίνο: Τέλος εποχής (1989-2016)» έμοιαζε να μεταλλάσσει το σκότος σε φως ή τουλάχιστον να επιχειρεί να εκβιάσει το σκοτάδι ώστε να αποδεσμεύσει λίγο φως.
Τα υλικά του έργου της έρχονται από μια μακρά παράδοση. Κάθε φορά που βλέπω την επιμέλεια –κι ας καλλιεργείται η εντύπωση της τυχαιότητας– των συνθέσεών της ανακαλώ τα κουβάρια με τα κάθε είδους κουρελάκια που στοιβάζονταν στο πλεκτό καλάθι για να βρουν τη θέση τους στον αργαλειό. Και έως την ώρα εκείνη ήταν τα «τόπια» που μας επιτρεπόταν να τα παίζουμε μέσα στο σπίτι της γιαγιάς, μιας και τα σπίτια ήταν τότε λιτά με τα απαραίτητα χρειαζούμενα και οι υφασμάτινες μπάλες δεν συνήθιζαν τις μεγάλες δρασκελιές. Ακόμα επιβιώνουν, φωτεινές και πανέμορφες, οι κουρελούδες της γιαγιάς στο πατρικό μας σπίτι.
Ανατρέχω επίσης σε μια ποδιά που μου έχει χαρίσει η Άννα Σικελιανού. Στολισμένη κλωστίτσα κλωστίτσα με κάθε είδους χρώμα. Ό,τι απομεινάρι δεν μπορούσε να βρει άλλη χρήση, μεταμορφώθηκε σε μια γεωμετρική σύνθεση που παίρνοντας μιαν άκρη της την ακολουθώ, όπως ο Θησέας τον μίτο της Αριάδνης. Το ίδιο κι αυτή οδηγεί από το σκοτεινό λαβύρινθο στο φως.
Την ίδια ακριβώς αίσθηση μού δημιουργούν τα έργα της Λουκίας Ρίτσαρντς. Πολύχρωμες κλωστίτσες διαφορετικών ποιοτήτων, κουρελάκια ριγέ, τετράγωνα, ποικίλα, «πειραγμένα» παλιά φθαρμένα εργόχειρα, καλύπτουν ασφυκτικά την επιφάνεια υποδοχής όλων αυτών των υλικών που είναι πάλι το ύφασμα.
Η Λουκία Ρίτσαρντς είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου των Τεχνών του Βερολίνου, υπότροφος Ιδρυμάτων όπως το Κοινωφελές Ίδρυμα Α.Σ. Ωνάσης και το Ίδρυμα Fulbright. Ζει και εργάζεται στο Αμβούργο και την Αθήνα. Είναι εικαστικός και επιμελήτρια εκθέσεων. Με τη δεύτερη ιδιότητά της μας προσφέρει τη σειρά «Η τέχνη στο Cine Trianon» με έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών. Είναι υποψήφια για το βραβείο Herbert Hoffmann, το αποκαλούμενο «Όσκαρ του σύγχρονου κοσμήματος», ενώ εκπροσώπησε την Ελλάδα στην έκθεση υποψηφίων «Schmuck 2017» στο Μόναχο (Μάρτιος 2017).
Για το έργο της δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς, γιατί η Λουκία Ρίτσαρντς διαθέτει ένα εξαιρετικά πλατύ και βαθύ θεωρητικό υπόβαθρο για τον χώρο της τέχνης και όχι μόνο. Συνηθίζει η ίδια να παρουσιάζει με κείμενά της τη δουλειά της. Τα κείμενά της, μαζί με τις εικαστικές της προτάσεις, έχουν μια επάρκεια, ώστε δύσκολα κανείς μπορεί κάτι να προσθέσει.
Θα ήθελα μόνο να επισημάνω την πολιτική διάσταση του έργου της με την έννοια που δίδει στον όρο αυτό ο Αριστοτέλης. Η καλλιτέχνις από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 διατρέχει πεζοπορώντας το Βερολίνο και καταγράφει τις αλλαγές μιας πραγματικότητας που είναι εξαιρετικά ρευστή. Αυτό το ρευστό περιβάλλον ακινητοποιείται βελονιά βελονιά όχι μόνο από το δικό της χέρι. Η Λουκία Ρίτσαρντς καλεί τους θεατές, που καθίστανται ομοτράπεζοι, να «κεντήσουν» και τις δικές τους σκέψεις στις ταπισερί της που αποκτούν έτσι μεγάλες διαστάσεις.
Η τέχνη της ανοίγει την πόρτα –την καρδιά καλύτερα και τον νου– στον άλλον και όλοι μαζί, ο καθένας με τις ξεχωριστές και ιδιαίτερες απόψεις του, συνθέτουν σε μια ενιαία επιφάνεια όλα αυτά που τους διαφοροποιούν αλλά που με βελόνα και κλωστή επιτυγχάνουν τη συνύπαρξή τους.
Το άλλο ιδιαίτερό της χαρακτηριστικό είναι ότι η πολιτική της στάση απέναντι στην τέχνη ορίζει όλες τις εκφάνσεις της ζωής της. Δεν είναι ένα η τέχνη της κι ένα η ζωή της. Τέχνη και ζωή αγωνιούν και αγωνίζονται να κατανοήσουν την πραγματικότητα και να στοιχίσουν προς την ευδαιμονία του ανθρώπου ολόκληρο τον βίο.
Δρ Γεωργία Κακούρου – Χρόνη