Η σύνταξη του Αρχαιολογικού-Περιηγητικού Οδηγού για την «Ονιθέ Γουλεδιανών» ισοδυναμεί με μια απόπειρα συγγραφής της βιογραφίας της. Η βιογραφία αυτή –σύντομη στην αφήγησή της– αν και σταματά με προσοχή στα αρχαία μνημεία, επιχειρήθηκε να αποδεσμευτεί από τα παραδοσιακά όρια του αρχαιολογικού χώρου και να συμπεριλάβει το συνολικό πολιτισμικό τοπίο.
Στην Ονιθέ, το πρώτο στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας που φαίνεται να καλύπτουν διάστημα μεγαλύτερο των 6.000 χρόνων (τα πρώτα στοιχεία ανάγονται στη Nεολιθική εποχή, κατά την 4η χιλιετία π.Χ.). Τα υλικά κατάλοιπα των ανθρώπινων έργων που μαρτυρούν αυτή τη μακρά διαδρομή διαμορφώνουν το σημερινό παλίμψηστο μνημείων.
Στη διατύπωση της ιστορικής αφήγησης, σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζει το φυσικό τοπίο, στο οποίο τα μνημεία εντάσσονται και με το οποίο συνομιλούν. Φυσικό τοπίο, αρχαία μνημεία και σύγχρονες κατασκευές συμμετέχουν στην ουσία σε έναν πολιτισμό που ενώνει το παρελθόν και το παρόν σε μια ενιαία τροχιά. Η κορυφογραμμή του όρους Βρύσινα στα βόρεια, ο ορεινός όγκος των Λευκών Ορέων και του Ψηλορείτη στα δυτικά και ανατολικά αντίστοιχα, στοιχειοθετούν το φυσικό σκηνικό και συμμετέχουν στην πολιτισμική αφήγηση του τόπου.
Στη διαμόρφωση του κοινωνικού και μνημειακού τοπίου συνεισφέρουν και οι άνθρωποι που δρουν εντός και στις παρυφές του αρχαιολογικού χώρου. Η αφήγησή τους για το πολιτιστικό τοπίο δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με την επίσημη, την επιστημονική. Ωστόσο, συμπυκνώνει την προφορική παράδοση ζωοποιώντας και συμπληρώνοντας τη σιωπηλή υλικότητα.
Επιθυμία του συντάκτη του παρόντος Οδηγού είναι αυτός να αποτελέσει χρήσιμο βοήθημα (κυρίως) όσων θελήσουν να επισκεφθούν το χώρο και να βιώσουν, με το νου και τις αισθήσεις, τη μοναδικότητά του. Η αφήγηση του Οδηγού δεν ακολουθεί τη χρονολογική ταυτότητα των μνημείων, αλλά τη σειρά με την οποία ο επισκέπτης τα συναντά στο χώρο. Κάτι τέτοιο δεν συνιστά εκτροπή από τη συμβατική πορεία της ιστορικής διαδρομής, καθώς η ανάμειξη χρονικών περιόδων –μέσα από τη συνύπαρξη στον παρόντα χρόνο των αντιπροσωπευτικών τους μνημείων– αποτελεί ένα από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της Ονιθές.
Το τοπωνύμιο
Νοηματικά αινιγματικό ηχεί το τοπωνύμιο «Ονιθέ». Αυτή η εννοιολογική ασάφεια λίγο έλειψε, παλαιότερα, να οδηγήσει στην απάλειψη του τοπωνυμίου όταν κρατική υπηρεσία ζήτησε από την τότε κοινότητα Γουλεδιανών τη διαγραφή του ως ξενικής λέξης!
Η ονομασία θεωρείται πιθανό ότι έχει προελληνική καταγωγή (όπως τα Κίσσαμος, Σίλαμος, Νίμπρος κ.λπ.). Η ετυμολογία της θα μπορούσε να προέρχεται από την αρχαία λέξη όνθος (=κoπριά ζώων). Η συγκεκριμένη έννοια, παρά την ιδιάζουσα σημασία της, δεν είναι άγνωστη για κρητικά τοπωνύμια (πρβλ. Κοπράνα Χανίων), ενώ ταιριάζει σε μια πόλη, η οικονομία της οποίας φαίνεται ότι στηριζόταν στην κτηνοτροφία. Άλλωστε, η απόδοση και μεταφορά μιας αρχαίας λέξης στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα συχνά χαρακτηρίζεται από κενά, καθώς μας διαφεύγουν το φάσμα των εννοιολογικών αποχρώσεων και τα πολλαπλά σημασιολογικά επίπεδα της λέξης στο πέρασμα των αιώνων.
Η πιθανότητα το τοπωνύμιο Ονιθέ να αποτελεί παραφθορά άλλης λέξης είναι μάλλον μικρή, αν και οι πρώτες καταγραφές, για παράδειγμα, από τον Άγγλο αρχαιολόγο Pendlebury, την αναφέρουν ως Ornithe. Η ύπαρξη αρχαίας πόλης με την ονομασία Ορνιθέ (όρνις, -θος;) ή νεότερου τοπωνυμίου δεν μαρτυρούνται ούτε φιλολογικά ούτε στην προφορική παράδοση, ενώ η ως άνω μεταφορά της είναι μάλλον αποτέλεσμα λανθασμένης αντιγραφής.
Περιηγητές – Οι πρώτες έρευνες
Η περιοχή της Ονιθές δεν έτυχε κάποιας ιδιαίτερης αναφοράς από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν και περιέγραψαν το νησί της Κρήτης από τους αναγεννησιακούς χρόνους (βλ. Buodelmonte) έως και τη Νεότερη εποχή.
Η πρώτη «επώνυμη» επίσκεψη στην περιοχή πραγματοποιήθηκε το 1936 από τον John Pendlebury, μια θρυλική μορφή της Κρητικής Αρχαιολογίας, που έμεινε γνωστός και ως «Λώρενς της Κρήτης» εξαιτίας της έντονης αντιστασιακής του δράσης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Pendlebury διέσχισε πεζή ολόκληρη την Κρήτη ακολουθώντας διαδρομές και μονοπάτια που θεωρούνταν αρχαία, για να συμπεριλάβει τις εντυπώσεις και την έρευνά του στο αξεπέραστο έργο του The Archaeology of Crete (Λονδίνο 1939).
Στο μακρύ του οδοιπορικό θα φτάσει και στην Ονιθέ ακολουθώντας την κύρια διαδρομή από νότο προς βορρά και αφού διήλθε κατά σειρά τη μονή Πρέβελη, το Γερακάρι, την Πατσό και το Βένι.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1942, θα επισκεφθεί την Ονιθέ ο Εrnst Kirsten, ένας από τους αρχαιολόγους που είχαν παραμείνει στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο των Αθηνών και κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής. Η ανάβασή του στην Ονιθέ, μέσα από καρόδρομους και μονοπάτια, καταγράφηκε μαζί με τις εντυπώσεις του για την αρχαία πόλη σε ένα άρθρο που περιλήφθηκε στη δημοσίευση του F. Matz Forschungen auf Kreta (Βερολίνο 1951, ιδ. σ. 134).
Οι πρώτες έρευνες στην Ονιθέ πραγματοποιήθηκαν από τον Νικόλαο Πλάτωνα, Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων Κρήτης και από τους διαπρεπέστερους θεράποντες της Κρητικής Αρχαιολογίας. Αφορμή για τις έρευνές του στάθηκε η παράδοση θραυσμάτων από ανάγλυφους πίθους, λαμπρά διακοσμημένων. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1954 ένα συνεργείο ντόπιων εργατών και εξειδικευμένων τεχνιτών της Εφορείας Αρχαιοτήτων θα διερευνήσει, υπό τη δική του καθοδήγηση, διάφορες θέσεις της περιοχής. Η βραχείας διάρκειας ανασκαφή, η οποία εξαντλήθηκε σε τρεις θερινές περιόδους, καλύφθηκε με δαπάνες της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Ωστόσο, η αύρα που συνόδευσε τις ανακαλύψεις των πρώτων αυτών ερευνών χάρισε ευρεία φήμη στην Ονιθέ και το οδωνύμιο σε έναν σύγχρονο δρόμο της πόλης του Ηρακλείου, στο Αρχαιολογικό Μουσείο του οποίου φιλοξενείται (μέχρι και σήμερα) μικρό μέρος των ευρημάτων της.
Από την αρχαία πόλη στο σύγχρονο μετόχι
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς άρχισε να εξυφαίνεται το νήμα της ιστορικής διαδρομής της Ονιθές, καθώς δεν έχει υπάρξει συστηματική διερεύνηση του χώρου. Οι πρώτες, ωστόσο, ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας (ένας λίθινος πέλεκυς και ένας τριπτήρας) χρονολογούνται στη Νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.). Επιφανειακά ευρήματα από την περιοχή του «Πύργου», όπως κεραμική πρωτομινωικών (ΠΜΙ) και υστερομινωικών (ΥΜΙ) χρόνων, ένα χάλκινο ζώδιο και ένα λίθινο αγγείο της ίδιας εποχής, υποδηλώνουν πως ο χώρος κατοικήθηκε και στη διάρκεια της Μινωικής εποχής (3η-1η χιλιετία π.Χ.). Κάτι ανάλογο δεν μπορεί να αποκλειστεί και για τη μεταβατική περίοδο από την πτώση των μινωικών ανακτόρων έως τη δημιουργία των πρώτων ιστορικών πόλεων (12ος- 8ος αι. π.Χ.), με βάση έμμεσες ενδείξεις.
Στην Ονιθέ, ο οικισμός των πρώιμων χρόνων (ενδεχομένως με χαρακτηριστικά «αμυντικού οικισμού») άρχισε να διαμορφώνεται σε πόλη (με την οκιστική και κοινωνιολογική έννοια του όρου) από το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. και εξής. Η ακμή αυτής της πόλης φαίνεται πως συντελέστηκε στα αρχαϊκά χρόνια (7ος-6ος αιώνας π.Χ.), καθιστώντας την ένα από τα ισχυρότερα οικιστικά κέντρα της περιοχής. Σε αυτό συνηγορούν οι μεγάλες και «εύπορες» οικίες που έχουν έρθει στο φως, οι οχυρώσεις της, καθώς και τα λίγα αλλά εξαιρετικά έργα μεταλλοτεχνίας και πλαστικής που έχουν αποκαλυφθεί. Η παρουσία τους σκιαγραφεί την εικόνα μιας ισχυρής και καλά οργανωμένης πόλης, με ανθηρά και εξωστρεφή εργαστήρια, δεκτικά σε εξωτερικές επιδράσεις. Επιπλέον, τα μνημεία της (κινητά και ακίνητα), τα οποία χρονολογούνται στον 6ο αιώνα π.Χ., θεωρούνται ιδιαίτερα διαφωτιστικά για την κατανόηση μιας χρονικής περιόδου στην Κρήτη, την οποία η έρευνα θεωρεί ζοφερή.
Η ζωή της πόλης συνεχίζεται στα κλασικά (5ος-4ος αι. π.Χ.) και τα ελληνιστικά χρόνια (3ος-2ος αι. π.Χ.). Οι μαρτυρίες για αυτές τις περιόδους είναι περιορισμένες, χωρίς αυτό να αντανακλά την πραγματική εικόνα της πόλης, λόγω της ελλιπούς έρευνας. Η περίφημη «Οικία Α» φαίνεται ότι συνεχίζει να χρησιμοποιείται και στην Κλασική περίοδο, όπως και άλλες προγενέστερες κατασκευές. Η (ανα)κατασκευή, επίσης, της ακρόπολης στην Ελληνιστική περίοδο ενισχύει τη στρατιωτική ισχύ της πόλης και στοιχειοθετεί την παρουσία της στις εμφύλιες έριδες που χαρακτηρίζουν την περίοδο.
Η πόλη, αν και εξασθενημένη, είναι παρούσα και στη Ρωμαϊκή εποχή (1ος αι. π.Χ.- 4ος αι. μ.Χ.), από την οποία προέρχονται κυρίως νομίσματα και επιφανειακή κεραμική. Κατά τα τελευταία χρόνια της Ρωμαιοκρατίας και την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (5ος-6ος αι. μ.Χ.) τα μνημεία γίνονται περισσότερο «εκφραστικά». Η ύπαρξη μιας μεγάλης Βασιλικής με εξαιρετικά ψηφιδωτά, αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη πληθυσμιακού μεγέθους, μαρτυρεί μια σχετικά ανθούσα πόλη. Συμπληρωματική αυτής της εικόνας είναι και η μαρτυρία των ταφικών μνημείων που χρονολογούνται στην ίδια εποχή. Η οικοδόμηση ενός μεσαιωνικού ναϋδρίου πάνω στη Βασιλική επιβεβαιώνει ότι η κατοίκηση συνεχίστηκε μέχρι τον 8ο αιώνα. Μετά την περίοδο αυτή δεν διαθέτουμε αρκετά στοιχεία, καθώς φαίνεται πως η πόλη είχε ερημώσει ή εκπέσει σε έναν μικρό και άσημο οικισμό.
Η περιοχή επανακατοικείται στα ενετικά χρόνια, όπως μαρτυρούν τα κατάλοιπα του οικισμού, αλλά και η κατασκευή διαφόρων ναϋδρίων. Ο οικισμός δεν είναι μεγάλος, ούτε φαίνεται να είχε χαρακτήρα μόνιμης εγκατάστασης. Πιθανότερο είναι να συνδεόταν με την καλλιέργεια των εύφορων γαιών της Ονιθές από μεμονωμένους γαιοκτήμονες. Από την άλλη μεριά, τα μικρά ναΰδρια, επαρχιακής κατασκευής, είναι κτισμένα στην περιφέρεια του οροπεδίου της Ονιθές, διαμορφώνοντας ουσιαστικά μια ιερά ζώνη (sacral zone), με ποικίλες προεκτάσεις, πέραν της συμβολικής-μεταφυσικής. Χαρακτηριστική είναι η εγγύτητα όλων αυτών των εκκλησιδίων σε πηγές νερού, στοιχείο που υπαινίσσεται την ύπαρξη ενός δικτύου διαχείρισης της γης.
Η Ονιθέ συνέχισε να κατοικείται και στα οθωμανικά χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο αρχικός οικισμός διευρύνθηκε και ο παραγωγικός του χώρος γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Στον αντίποδα αυτής της άνθησης βρίσκεται η σημερινή εικόνα του οροπεδίου, όπου κυριαρχεί η ερήμωση και η εγκατάλειψη.
Η ονομασία της αρχαίας πόλης
Η ταύτιση της αρχαίας πόλης αποτελεί ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα, καθώς απουσιάζουν οι απτές μαρτυρίες: αρχαίες επιγραφές δεν έχουν εντοπιστεί, ενώ τα νομίσματα που βρέθηκαν (προϊόντα περισυλλογής από την επιφάνεια του εδάφους) χρονολογούνται από τα ρωμαϊκά χρόνια και εξής (και άρα δεν αναγράφουν το όνομα της αρχαίας πόλης). Έτσι, η προσπάθεια διερεύνησης του ονόματός της στηρίχτηκε σε πληροφορίες που προέρχονται από φιλολογικές και επιγραφικές πηγές, οι οποίες, μάλιστα, δεν συνδέονται άμεσα με την ίδια την Ονιθέ.
Από μια τέτοια προσπάθεια προέκυψε η ταύτιση της πόλης της Ονιθές με την αρχαία Οσμίδα, η οποία αναφέρεται σε μία μόνο αρχαία πηγή, τον Περίπλου. Την ταύτιση αυτή υποστήριξε αρχικά ο Pendlebury και αργότερα ο ερευνητής Paul Faure. Από τη νεότερη έρευνα, ωστόσο, δεν προκύπτει ασφαλής ταύτιση της Οσμίδας με το χώρο της Ονιθές. Ορισμένοι μελετητές αναζητούν την αρχαία Οσμίδα σε διαφορετικές θέσεις, όπως την περιοχή των Ποταμών και του Σταυρωμένου. Άλλοι, πάλι, αμφισβητούν την ύπαρξη μιας αρχαίας πόλης με το όνομα Οσμίδα και υποστηρίζουν πως η (άπαξ) γραφή της οφείλεται σε γλωσσική παραφθορά.
Η δεύτερη αρχαία πόλη με την οποία έχει συσχετιστεί ο ερειπιώνας της Ονιθές είναι η Φαλάννα (το συσχετισμό αυτόν υποστήριξαν τόσο ο Kirsten όσο και ο Πλάτων). Η πόλη με το όνομα Φαλάννα μαρτυρείται τόσο φιλολογικά όσο και επιγραφικά, ενώ φαίνεται πως είχε κόψει και δικό της νόμισμα. Η φιλολογική αναφορά της πόλης γίνεται στον Στέφανο Βυζάντιο, ενώ επιγραφικά μαρτυρείται στον περίφημο «κατάλογο των θεαροδόκων», τη λίστα δηλαδή των πόλεων τις οποίες επισκέφθηκαν οι επίσημοι απεσταλμένοι του δελφικού ιερού (θεαροί ή θεωροί), προαναγγέλλοντας την εορτή και τους αγώνες του ιερού (SEG 26, 624). Στον κατάλογο που συνέταξαν οι θεαροί με τις πόλεις που επισκέφθηκαν, οι Φαλάνναι μνημονεύονται μετά τη Ρίθυμνα και πριν από τη Σύβριτο.
Η παραπάνω, ωστόσο, αναγραφή δεν αποδεικνύει την ταύτιση της Ονιθές με τη Φαλάννα, αφού ανάμεσα στη Ρίθυμνα και τη Σύβριτο υπήρχαν και άλλες πόλεις (όπως λ.χ. η αρχαία πόλη στο Βένι). Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την πιθανότητα οι θεαροί να μην είχαν επισκεφθεί την αρχαία πόλη της Ονιθές, εφόσον αυτή δεν θα είχε ορίσει θεαροδόκους. Στην περίπτωση αυτή δεν υπήρχε λόγος η Ονιθέ να συμπεριληφθεί στον προαναφερόμενο κατάλογο.
Με τις φιλολογικές και επιγραφικές πηγές να αδυνατούν να ταυτίσουν τον σημερινό ερειπιώνα της Ονιθές με μια μαρτυρημένη αρχαία πόλη, το ενδιαφέρον στρέφεται και σε άλλες πηγές, όπως είναι τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής.
Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά, διαπιστώνεται πως η περιοχή της Ονιθές αποτελεί το νοτιοανατολικό, ημιορεινό τμήμα της επικράτειας της αρχαίας πόλης της Ρίθυμνας, της οποίας τα πολιτικά γεωγραφικά όρια συνέπιπταν με τα φυσικά (ακόμη και σήμερα η θέση αποτελεί τμήμα της επικράτειας του Δήμου Ρεθύμνου). Με δεδομένο ότι η αρχαία Ρίθυμνα ισχυροποιείται στη θέση του σημερινού Ρεθύμνου μόλις στα ελληνιστικά χρόνια, δεν αποκλείεται η Ονιθέ να είχε αποτελέσει το πρώιμο οικιστικό της κέντρο.
Ένα τέτοιο οικιστικό μοντέλο δεν είναι άγνωστο, καθώς και άλλες αρχαίες πόλεις είχαν το ισχυρό οικιστικό τους κέντρο σε υψηλές, ορεινές θέσεις (Ελεύθερνα, Λάππα κ.λπ.) και ένα δευτερεύον σε κάποια πεδινή θέση ή σε λιμάνι. Στο τέλος της Μινωικής εποχής, όταν την παλαιότερη ειρήνη διαδέχεται η ανασφάλεια, οι πληθυσμοί στράφηκαν σε πιο απομονωμένες και ορεινές θέσεις, συγκροτώντας τους λεγόμενους «αμυντικούς οικισμούς».
Ανεξάρτητα από την ονομασία που έφερε η πόλη της Ονιθές κατά την Πρώιμη Ιστορική περίοδο, είναι αναμφίβολο ότι αποτελούσε το ισχυρότερο κέντρο της επικράτειας. Η αρχαία πόλη ήλεγχε από το σημείο αυτό τα νευραλγικά περάσματα που ταυτίζονταν με τα φυσικά της όρια νότια και ανατολικά, ενώ ταυτόχρονα προφυλασσόταν από τους κινδύνους της θάλασσας. Ο σχετικά περιορισμένος παραγωγικός χώρος δεν την εμπόδισε να γίνει ισχυρή, εκμεταλλευόμενη την επίκαιρη θέση της και ενδεχομένως την πρώιμη (στα μινωικά χρόνια) κατοίκησή της.
Το οροπέδιο της Ονιθές
Το οροπέδιο της Ονιθές, κοιτίδα ζωής και δημιουργίας για αρκετές χιλιετίες, αποτελεί μια ιδιαίτερη εδαφική ενότητα. Η διαμόρφωσή της συνίσταται σε μια εδαφική προέκταση των νότιων υπωρειών του Βρύσινα και βρίσκεται σε υψόμετρο που ξεπερνά τα 600 μέτρα. Το σχήμα του εδαφικού αναγλύφου είναι (περίπου) τριγωνικό, με την κορυφή του τριγώνου να βρίσκεται νότια, όπου χωροθετείται και η τειχισμένη ακρόπολη. Το εκτεταμένο αυτό πλάτωμα, με ανωφερές ανάγλυφο, απολήγει σε εξαιρετικά απότομες πλαγιές προς νότο, ανατολικά και δυτικά, διαμορφώνοντας μια φυσικά οχυρή θέση. Το νευραλγικό αυτό σημείο εξασφάλιζε τον έλεγχο τόσο της κοιλάδας που συνδέει την περιοχή των Ποταμών με την ευρύτερη περιοχή, νότια του Βρύσινα, όσο και της κύριας οδού επικοινωνίας του βόρειου με το νότιο τμήμα του Νομού Ρεθύμνου.
Η πρόσβαση στο χώρο της Ονιθές γίνεται μόνο από βόρεια, όπου οι κλίσεις του εδάφους το επιτρέπουν. Βόρειά της βρίσκεται και ο οικισμός Γουλεδιανά, στην κτηματική περιφέρεια του οποίου υπάγεται.
Τα Γουλεδιανά αποτελούν οικισμό του Δήμου Ρεθύμνου και απέχουν από την πόλη του Ρεθύμνου, πρωτεύουσα του Δήμου και του Νομού, δεκαεπτά χιλιόμετρα. Η διαδρομή από το Ρέθυμνο έως το χωριό Γουλεδιανά είναι σύντομη (30′) και ομαλή, μέσα από το οδικό περιφερειακό δίκτυο. Από το χωριό Γουλεδιανά, ένας ανηφορικός αγροτικός δρόμος μήκους ενός χιλιομέτρου (με σκυροδετημένο κατάστρωμα στο μεγαλύτερο μήκος του) και με κατεύθυνση Ν-ΝΑ οδηγεί στο οροπέδιο της Ονιθές.