Το ISIS (Islamic State of Iraq and Syria) καταστρέφει συστηματικά τα μνημεία στη Συρία και το Ιράκ, συνεχίζοντας την πρακτική των Ταλιμπάν, που το 2001 ανατίναξαν τους Βούδες στην κοιλάδα του Μπαμπιγιάν, στο Αφγανιστάν. Από την άλλη μεριά, λεηλατεί και εμπορεύεται προς όφελός του τα έργα τέχνης, συνεχίζοντας την πρακτική που είχε εδραιωθεί στην περιοχή μετά την εισβολή του αμερικανοβρετανικού συνασπισμού το 2003 στο Ιράκ. Η διεθνής κοινότητα εκλαμβάνει τα παραπάνω ως απειλή της διεθνούς ασφάλειας, ενσωματώνοντας την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στη σφαίρα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ΣΑΗΕ).
Στο πρώτο μέρος του άρθρου, θα εξηγήσουμε α) πώς εξελίχθηκε η λειτουργία των πολιτιστικών αγαθών από λάφυρο της νίκης σε μέσον του πολέμου, και β) πώς εξελίχθηκε η λαφυραγωγία και η καταστροφή από δικαίωμα του νικητή σε έγκλημα πολέμου. Σκοπός είναι να δείξουμε ότι οι αντιλήψεις για την αξία των πολιτιστικών αγαθών στις ένοπλες συγκρούσεις εξελίσσονται, εδραιώνοντας πρότυπα αξιών και χρήσεων.
Στο δεύτερο μέρος, θα αναλύσουμε πώς αξιοποιεί το ISIS τα πολιτιστικά αγαθά στον στρατηγικό του σχεδιασμό. Θα υποστηρίξουμε ότι εκμεταλλεύεται την πολιτιστική κληρονομιά ως εσωτερικό διαθέσιμο πόρο, για να κερδίσει τον πόλεμο και να οικοδομήσει κράτος, και όχι μόνο ως προβεβλημένο λάφυρο των συγκρούσεων. Ως εκ τούτου, η καταστροφή και η λεηλασία των αρχαιοτήτων αποτελεί μέρος του στρατιωτικού και πολιτικού του σχεδιασμού.
Στο τρίτο μέρος, θα περιγράψουμε α) πώς αντιλαμβάνεται η διεθνής κοινότητα την απειλή που αποτελεί το ISIS με τη λεηλασία και την καταστροφή των πολιτιστικών αγαθών, και β) πώς εντάσσει την προστασία τους στην προστασία της διεθνούς ασφάλειας. Θα υποστηρίξουμε ότι την αντιλαμβάνεται ως απειλή της διεθνούς ασφάλειας, γιατί τη συνδέει με την ενίσχυση της τρομοκρατίας, την αποδυνάμωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ανθρωπιστική κρίση.
Στο τέταρτο μέρος θα εκτιμήσουμε α) πώς το ISIS εξελίσσει τα μέσα του πολέμου, και β) πώς η διεθνής κοινότητα εξελίσσει τη νόρμα για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Θα υποστηρίξουμε ότι η στρατηγική του ISIS και η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας σήμερα διαμορφώνουν άλλο ένα ορόσημο στην εξέλιξη που επισημάναμε στο πρώτο μέρος του άρθρου.
Πολιτιστικά αγαθά σε καιρό πολέμου: Πρότυπα χρήσης και προστασίας
Από λάφυρο σε μέσον του πολέμου
Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα πολιτιστικά αγαθά έπαιζαν σημαντικό ρόλο, μετά το τέλος του πολέμου, ως λάφυρα του νικητή. Έκτοτε, έχουν γίνει ένα μέσον για να κερδηθεί ο πόλεμος (σημ. 1).
Τρία ιστορικά παραδείγματα καθιέρωσαν ανθεκτικά πρότυπα χρήσης των πολιτιστικών αγαθών σε καιρό πολέμου.
Οι ρωμαϊκοί θρίαμβοι, οι μεγάλες παρελάσεις προς τιμήν του νικητή που διέσχιζαν το κέντρο της Ρώμης εκθέτοντας πανηγυρικά τα «τεκμήρια του πολέμου», μεταξύ των οποίων και έργα τέχνης, καθιέρωσαν το πρότυπο του εορτασμού της νίκης (σημ. 2) καθώς επαναλήφθηκαν πάνω από 300 φορές κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας και εδραίωσαν την εθιμική νόρμα «ο νικητής τα παίρνει όλα» (σημ. 3).
Η ένταξη των έργων τέχνης στον εορτασμό της νίκης, ως περίοπτων λαφύρων, καθιστά τη λεηλασία συμβολική (σημ. 4). Η πρωταρχική της χρησιμότητα ήταν η αύξηση του κύρους και το μήνυμά της ήταν η αλλαγή των σχέσεων πολιτιστικής ισχύος, εν προκειμένω με την Ελλάδα. Συνέβαινε σε επιτρεπτό κοινωνικοπολιτιστικό περιβάλλον, καθώς τα έργα τέχνης ενέπιπταν στη γενική έννοια της λεηλασίας, που ήταν δικαίωμα του νικητή.
Η ναπολεόντεια λεηλασία (σημ. 5) συνέχισε την παράδοση των ρωμαϊκών θριάμβων, όπως έδειξε η πανηγυρική είσοδος του Ναπολέοντα στο Παρίσι, το 1798. Η διαφορά ήταν ότι, αφού κατέκτησε την Ευρώπη, ο Ναπολέων εκτέλεσε τη λεηλασία με πρωτοφανή συστηματικότητα, η οποία στοιχειοθετείται από: το εύρος της, το ότι ήταν κεντρικά σχεδιασμένη, ότι επιστρατεύτηκαν οργανωμένα σώματα διανοουμένων για να επιβλέψουν την καταγραφή, την ταξινόμηση και την ασφαλή μεταφορά των έργων στο Λούβρο, καθώς και το ότι ο Ναπολέων νομιμοποίησε τη μεταφορά κυριότητας των έργων τέχνης, μέσω δεσμευτικών όρων στις συνθήκες ειρήνης που σύναψε με τις ιταλικές πόλεις και τον Πάπα.
Η ναπολεόντεια λεηλασία ήταν και αυτή συμβολική, καθώς στόχος της ήταν η αύξηση του κύρους της Γαλλίας και του Ναπολέοντα, και μήνυμά της ότι άλλαζε η σχέση πολιτιστικής ισχύος έναντι των ευρωπαϊκών κρατών, μιας και το Παρίσι έπαιρνε την πολιτική και πολιτιστική θέση της Ρώμης. Συνέβαινε εντός επιτρεπτού κοινωνικοπολιτιστικού περιβάλλοντος: ήταν σε ισχύ το έθιμο πολέμου «ο νικητής τα παίρνει όλα» και υπήρχε θερμή υποστήριξη εκ μέρους των διανοουμένων της εποχής, σύμφωνα με τους οποίους η έκθεση των έργων στα γαλλικά μουσεία θα εκπαίδευε τους Γάλλους στις αξίες της Δημοκρατίας και θα αποδείκνυε την υπεροχή της έναντι των μοναρχιών της Ευρώπης, καθώς οι τέχνες και οι επιστήμες ήταν τα κορυφαία επιτεύγματα της νίκης και της ελευθερίας.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η λεηλασία συνδυάστηκε με συστηματική καταστροφή των πολιτιστικών αγαθών και εντάχθηκε στον ναζιστικό στρατηγικό σχεδιασμό της νίκης, ήδη πριν ξεκινήσει ο πόλεμος. Το καθεστώς επιστράτευσε ιστορικούς τέχνης (σημ. 6) σε επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών, προκειμένου να καθορίσουν τα κριτήρια της τέχνης που αντιπροσώπευαν το γερμανικό πνεύμα, να εντοπίσουν τα κατάλληλα έργα σε κράτη και ομάδες στόχους, να καθοδηγήσουν το στρατό στη λεηλασία σύμφωνα με τα προκαθορισμένα κριτήρια.
Η ναζιστική λεηλασία ήταν συμβολική, στρατηγική και επιλεκτική συγχρόνως, καθώς αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου πολιτικοστρατιωτικού πρότζεκτ, που συνδύαζε (σημ. 7) τη λεηλασία και την καταστροφή των μνημείων που ανήκαν σε συγκεκριμένες ομάδες και έθνη, μαζί με απελάσεις και μαζικές εκτελέσεις. Σκοπός της ήταν αφενός να «εφαρμόσει» την ιδεολογία της υπεροχής του γερμανικού πνεύματος, μέσω του επαναπατρισμού των έργων τέχνης στο φυσικό πολιτικό και πολιτιστικό τους κέντρο, αφετέρου να στερήσει από έθνη και ομάδες τα τεκμήρια ταυτότητας και ιστορικής σύνδεσης με την κατακτημένη γη τους. Το προηγούμενο αυτού του συνδυασμού υπήρχε ήδη από το 1915, με την καταστροφή του πολιτισμού, τις μαζικές εκκαθαρίσεις και απελάσεις των Αρμενίων και επαναλήφθηκε αργότερα στους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας.
Από δικαίωμα του κατακτητή σε έγκλημα πολέμου
Μετά την ήττα του Ναπολέοντα άρχισε να δημιουργείται κανονιστικό πλαίσιο (σημ. 8) για τη συμπεριφορά του στρατού στα μνημεία, αλλά είχε περιορισμένη εμβέλεια, και πάντως δεν ήταν αρκετό για να αποτρέψει τις τεράστιες καταστροφές που προξένησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ως εκ τούτου, οι νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου άλλαξαν τη νόρμα, καταρχάς με τις Δίκες της Νυρεμβέργης, όπου ορίσθηκε ότι οι σκόπιμες καταστροφές των μνημείων αποτελούν έγκλημα πολέμου και καθιερώθηκε η αρχή της ποινικής ευθύνης, αποδιδόμενη όχι μόνο από τις κυβερνήσεις των εγκληματιών, αλλά και από την ίδια τη διεθνή κοινότητα (σημ. 9). Οι Δίκες της Νυρεμβέργης δημιούργησαν ένα μοντέλο για διεθνή δικαστήρια, όπως αυτό για την πρώην Γιουγκοσλαβία και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, μέσω του οποίου εδραιώθηκε η στροφή στην αντίληψη της αποδεκτής συμπεριφοράς απέναντι στα πολιτιστικά αγαθά σε καιρό πολέμου (σημ. 10).
Κατά δεύτερον, οι νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου άλλαξαν τη νόρμα με τη σύσταση της Ουνέσκο, ενός διεθνούς οργανισμού αφιερωμένου, μεταξύ άλλων, στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών. Η Ουνέσκο, με τη Σύμβαση της Χάγης του 1954 για την «προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε καιρό πολέμου», καθιέρωσε μια νέα αντίληψη (σημ. 11). Σύμφωνα με αυτήν, η καταστροφή των πολιτιστικών αγαθών ενός λαού είναι καταρχάς καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς ολόκληρης της ανθρωπότητας (βλ. Προοίμιο), που πρέπει να λάβει διεθνή προστασία. Αυτή η κοσμοπολίτικη άποψη διευρύνει την έννοια της προστασίας πέρα από το εθνικό συμφέρον, γιατί η κληρονομιά ενδιαφέρει όλη την ανθρωπότητα. Ως εκ τούτου, άρχισε να διαμορφώνεται η έννοια της απειλής προς την πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας.
Σε εθνικό επίπεδο, η σύμβαση δεσμεύει τα συμβαλλόμενα κράτη να εισαγάγουν στην εγχώρια νομοθεσία τους προληπτικά μέτρα προστασίας σε καιρό ειρήνης (αρ. 3), ειδική προστασία σε καιρό πολέμου (αρ. 4, 8), υποχρέωση των κατακτητών να προστατεύουν τα πολιτιστικά αγαθά σε συνεργασία με τον ηττημένο (αρ. 5), να συμπεριλάβουν στους στρατιωτικούς κανονισμούς διατάξεις για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε καιρό πολέμου (αρ. 7, 25), να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης και να επιβάλουν κυρώσεις στους παραβάτες της σύμβασης (αρ. 28).
Ο ρόλος των πολιτιστικών αγαθών στο σχεδιασμό του ISIS
Το ISIS ελέγχει μεγάλα τμήματα της Συρίας και του Ιράκ, που είναι χώρες με αρχαιολογικό πλούτο, αλλά και άλλες περιοχές στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ασία, μέσω ομάδων που έχουν ήδη δηλώσει υποταγή στον ηγέτη του, τον Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, και ενεργούν εξ ονόματός του (σημ. 12). Επομένως, το ISIS έχει την ικανότητα και την ευκαιρία να λεηλατήσει τα πολιτιστικά αγαθά στις περιοχές που ελέγχει. Εκ του αποτελέσματος, έχει και την πρόθεση, οπότε συνιστά αναγνωρίσιμη απειλή (σημ. 13).
Γιατί το ISIS καταστρέφει και λεηλατεί;
Το ISIS δεν επιθυμεί να οικειοποιηθεί τα έργα τέχνης στα εδάφη που ελέγχει, προκειμένου να αντλήσει κύρος, να καταστήσει τη Ράκκα πολιτιστική πρωτεύουσα, να γεμίσει τα μουσεία της με έργα προϊσλαμικά ή σιιτικά. Ο αλ Μπαγκντάντι δεν ενδιαφέρεται να γίνει προστάτης των τεχνών, όπως ο Χίτλερ και ο Ναπολέων. Ούτε να οικοδομήσει κοσμικό κράτος με πανεθνικές αξίες, όπως προσπάθησαν ο Μπασάρ αλ Άσαντ και ο Σαντάμ Χουσεΐν με την πολιτική των εθνικών μουσείων (σημ. 14). Και σίγουρα δεν ενδιαφέρεται για τις κανονιστικές νόρμες προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, για τις οποίες υπερθεματίζουν οι δυτικές δυνάμεις.
Στη συνέχεια, θα δείξουμε ότι το ISIS ενδιαφέρεται να αξιοποιήσει τα πολιτιστικά αγαθά στον στρατηγικό του σχεδιασμό, για να εξασφαλίσει την επιχειρησιακή του αποτελεσματικότητα, να επεκτείνει την επιρροή του και να οικοδομήσει κράτος.
Ένταξη στον επιχειρησιακό σχεδιασμό και το σχεδιασμό επέκτασης
Καταρχάς, το ISIS αντιμετωπίζει την πολιτιστική κληρονομιά του Ιράκ και της Συρίας ως προβεβλημένο λάφυρο των συγκρούσεων, το οποίο ωστόσο δεν οικειοποιείται, αλλά καταστρέφει πανηγυρικά. Η υπερπροβολή της καταστροφής αυτής, μέσω ενός εκτεταμένου δικτύου μέσων, του δίνει τη δυνατότητα να διεξάγει αποτελεσματικό ψυχολογικό πόλεμο ως εξής:
Πρώτον, με την τακτική «καπνού, κατόπτρων και ψευδούς καταστροφής» προοικονομεί τα κέρδη των επιχειρήσεών του: π.χ. τον Ιανουάριο του 2015, απείλησε ότι θα καταστρέψει τα αρχαία τείχη της Νινευή, είδηση που διαδόθηκε διεθνώς. Λίγο αργότερα, διέρρευσε ψευδώς ότι πράγματι ανατίναξε τα τείχη. Η ευρεία διεθνής αντίδραση που προκάλεσε η ψευδής είδηση προεξόφλησε την ευρεία απήχηση που το ISIS επιδίωκε, και τον Μάρτιο προχώρησε σε πραγματοποίηση της απειλής (σημ. 15).
Δεύτερον, με τη στρατηγική «σoκ, δέους και μομφής» προκαλεί τους αντιπάλους να αυτοπαγιδευτούν: π.χ. σκόπιμα διαδίδει καταιγιστικές εικόνες καταστροφής των μνημείων μέσω κοινωνικών δικτύων, προκειμένου να προκαλέσει τον εχθρό να υπεραντιδράσει (οργή των δυτικών δυνάμεων). Η επακόλουθη ηχηρή καταδίκη, από την Ουνέσκο και τις δυτικές δυνάμεις, εξυπηρετεί το σκοπό του ISIS να αναδείξει την ανικανότητά τους να το σταματήσουν (σημ. 16).
Με την υπερπροβολή της καταστροφής των μνημείων επεκτείνει την επιρροή και την επιχειρησιακή του δυνατότητα μέσω της προσέγγισης νεοσυλλέκτων ως εξής: Απευθύνει, μέσω των κοινωνικών δικτύων, το μήνυμα της ανατίναξης ενός αρχαιολογικού χώρου, μήνυμα τιμωρίας των απίστων και των διεφθαρμένων καθεστώτων, κυρίως σε άτομα με συναισθήματα αποξένωσης (σημ. 17), που δεν ταυτίζονται πλέον με τις βασικές αξίες των κοινωνιών τους (σημ. 18), αναπτύσσοντας μαζί τους δεσμούς αλληλεγγύης και ιδεολογική δέσμευση προς τον κοινό σκοπό του χαλιφάτου, εντός του οποίου τα σύμβολα των απίστων και διεφθαρμένων καθεστώτων δεν έχουν θέση.
Οι θεαματικές καταστροφές των αρχαιοτήτων, σε άψογα σκηνοθετημένη εκτέλεση και ποιότητα προβολής, προκαλούν δέος, μεταφέροντας αποτελεσματικά το μήνυμα και εντείνοντας τη δέσμευση. Ως εκ τούτου, η προκλητική προβολή της καταστροφής των μνημείων επιδρά: α) τοπικά, περιβάλλοντας το ISIS με την αίγλη του αήττητου και αποδυναμώνοντας την αντίσταση καθώς κινείται σε νέα εδάφη, β) περιφερειακά, ενισχύοντας την αίσθηση επιτυχίας σε αναδυόμενα κινήματα γειτονικών χωρών, γ) διεθνώς, με την προσέλκυση νεοσυλλέκτων, προτρέποντας κάποιους να δράσουν στα εδάφη του χαλιφάτου και άλλους μόνοι στην πατρίδα τους (σημ. 19).
Ένταξη στο σχεδιασμό οικοδόμησης κράτους
Τέλος, αυτές καθαυτές οι καταστροφές και λεηλασίες χρησιμοποιούνται στο σχεδιασμό οικοδόμησης κράτους μέσω «εκκαθάρισης», μιας διαδικασίας που συνάδει με την σαλαφική ιδεολογία (σημ. 20) του ISIS.
Πρώτον, εκκαθάριση από ξένες επιρροές: ισοπεδώνοντας τα σύμβολα των αντιπάλων απομακρύνει τις αποπροσανατολιστικές υπενθυμίσεις για τους εγχώριους πιστούς του, τις απειλητικές υπενθυμίσεις για τους ξένους μαχητές που πολεμούν για το σκοπό του (σημ. 21), τις αναφορές που προσελκύουν τη διεθνή δημοσιότητα ή ανεπιθύμητους τουρίστες (σημ. 22).
Δεύτερον, εκκαθάριση από σεκταρικές (σημ. 23) διεκδικήσεις: Το ISIS καταστρέφει τα σιιτικά μνημεία, γιατί θεωρεί τους Σιίτες αιρετικούς, συμμάχους του καθεστώτος Άσαντ και, τέλος, γιατί τους θεωρεί συμμάχους του Ιράν και των ΗΠΑ, καθώς μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν, οι Σιίτες έγιναν οι κύριοι δρώντες στο Ιράκ, εκτοπίζοντας τη μέχρι τότε κυρίαρχη σουνιτική κοινότητα. Καταστρέφει τα μνημεία των μειονοτήτων, όπως των Αρμενίων και των Ορθοδόξων, γιατί τους θεωρεί απίστους, αλλά και συμμάχους του Άσαντ και της Δύσης. Τέλος, καταστρέφει τα μνημεία του «δυτικού πολιτισμού», όπως την Παλμύρα, αλλά και τα προϊσλαμικά μνημεία και τις συλλογές, γιατί εκπροσωπούν πολιτισμούς ανάξιους (σημ. 24) και εκφράζουν κοσμικά και διεφθαρμένα καθεστώτα.
Τρίτον, εκκαθάριση από πολύτιμους αλλά ανεπιθύμητους πόρους: τον τριπλό στόχο της οικοδόμησης κράτους, επιχειρησιακής ικανότητας και επέκτασης εξυπηρετεί η λεηλασία και εμπορία των αρχαιοτήτων: αφενός τού παρέχει την ευχέρεια να «καθαρίσει» τα εδάφη του από την παρουσία τους και αφετέρου να έχει οικονομικό όφελος, όχι μόνο από την εμπορία αλλά και από τη φορολόγηση επί των ευρημάτων που επιβάλλει στους τοπικούς συλητές και διακινητές. Έτσι, εδραιώνει διοικητικές δομές ελέγχου και χρηματοδοτεί όχι μόνο τον αγώνα του (εξοπλισμοί, μισθοδοσίες, ανεξαρτησία από χορηγούς), αλλά και δομές πρόνοιας (σημ. 25) (υγείας, εκπαίδευσης) στο ντε φάκτο κράτος του.
Πώς αντιλαμβάνεται η διεθνής κοινότητα την απειλή
Ενώ ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών (σημ. 26) αναγνωρίζει τη λεηλασία και την καταστροφή των πολιτιστικών αγαθών (που χρηματοδοτεί την τρομοκρατία) ως μία από τις τέσσερις στρατηγικές απειλές που θέτει το ISIS, η Ουνέσκο (σημ. 27) τη συνδέει άρρηκτα με τις άλλες τρεις, δηλαδή τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την επέκταση του ISIS και την ανθρωπιστική κρίση ως εξής:
Η σκόπιμη καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς, σε συνδυασμό με την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (σημ. 28) συνιστά «πολιτιστική εκκαθάριση», της οποίας σκοπός είναι, μεταξύ άλλων, η στέρηση των πολιτιστικών δικαιωμάτων (σημ. 29). Σκοπός της στέρησης πολιτιστικών δικαιωμάτων είναι η διαγραφή της πολιτιστικής πολυμορφίας και η αντικατάστασή της με μια θρησκευτικά και πολιτιστικά ομοιογενή περιοχή, συντελώντας παράλληλα στην εδαφική επέκταση του ISIS. Αυτό μπορεί, βραχυπρόθεσμα, να εντείνει την ανθρωπιστική κρίση, δημιουργώντας εντάσεις μεταξύ των εκτοπισμένων και των κοινοτήτων υποδοχής. Μακροπρόθεσμα, μπορεί να προκαλέσει μη αναστρέψιμη απώλεια πολιτιστικής πολυμορφίας, καθιστώντας την επιστροφή των πληθυσμών και την επανένταξη στη χώρα καταγωγής τους πιο δύσκολη.
Η Ουνέσκο συμπεραίνει (σημ. 30) ότι απαιτείται επειγόντως, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, μια νέα προσέγγιση για την ενεργοποίηση σε επιχειρησιακό επίπεδο του συνδέσμου μεταξύ προστασίας της πολυμορφίας, ανθρωπιστικής δράσης, διαδικασιών οικοδόμησης ειρήνης και πολιτικών ασφαλείας.
Αντίδραση της διεθνούς κοινότητας
Ο Γ.Γ. αναγνώρισε ότι το ΣΑΗΕ έπρεπε να ενσωματώσει την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην ανθρωπιστική δράση, στις στρατηγικές ασφάλειας και στις διαδικασίες οικοδόμησης της ειρήνης (σημ. 31). Από την άλλη μεριά, η Ουνέσκο (σημ. 32) αναγνώρισε ως στρατηγικό της στόχο να ενσωματώσει τις δράσεις της για την προστασία του πολιτισμού στις στρατηγικές του ΣΑΗΕ.
Καρπός αυτής της σύγκλισης είναι το ψήφισμα 2199/2015 (σημ. 33), με το οποίο το ΣΑΗΕ υποχρεώνει όλα τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών να λάβουν μέτρα, μεταξύ άλλων, για την απαγόρευση του διασυνοριακού εμπορίου πολιτιστικών αγαθών από τη Συρία και το Ιράκ, επιτρέποντας έτσι την ασφαλή επιστροφή τους, και καλεί την Ουνέσκο, την Ιντερπόλ και άλλους διεθνείς οργανισμούς να συνεργαστούν μεταξύ τους, για την εφαρμογή του ψηφίσματος.
Το ψήφισμα ακολουθεί δύο λογικές (σημ. 34): αφενός της κανονιστικής δράσης της Ουνέσκο για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και αφετέρου των ψηφισμάτων του ΣΑΗΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Και ενώ ως σήμερα η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ήταν προνομιακό πεδίο της Ουνέσκο, με το ψήφισμα 2199 μπαίνει στην κανονιστική σφαίρα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η υλοποίηση των διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης του 1954, για την «προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε καιρό πολέμου», και της Σύμβασης του 1970, «για την παρεμπόδιση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών», εξακολουθεί να εξαρτάται από το αν τα κράτη μέρη θέλουν να τις επικυρώσουν. Με το ψήφισμα 2199/2015, ωστόσο, το ΣΑΗΕ επιβάλλει, ως διεθνής νομοθέτης, ένα υποχρεωτικό πρότυπο συμπεριφοράς στο θέμα της λεηλασίας και της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών που συνδέονται με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (σημ. 35).
Εξελίξεις στα πρότυπα χρήσης και τη νόρμα προστασίας
Το ISIS συνδυάζει με συστηματικό τρόπο όλους τους τύπους λεηλασίας που εξετάσαμε στο πρώτο κεφάλαιο και τους εξελίσσει περαιτέρω.
Η λεηλασία του ISIS είναι καταρχάς οικονομική, γιατί προσδοκά κέρδος (διοχετεύοντας ένα εν αφθονία πολύτιμο αγαθό σε χώρες της αγοράς), είναι συμβολική, καθώς η πανηγυρική καταστροφή εν είδει θριάμβου εκπέμπει το μήνυμα της μετατόπισης ισχύος, αυξάνοντας το κύρος του. Είναι ακόμη επιλεκτική, γιατί στοχεύει στην εξάλειψη συγκεκριμένων εθνοθρησκευτικών ομάδων. Και είναι, τέλος, στρατηγική, γιατί λεηλασία και καταστροφή εξυπηρετούν μαζί, σε συνδυασμό με άλλα μέσα του πολέμου, τον τριπλό σκοπό της στρατιωτικής επικράτησης, της οικοδόμησης κράτους και της επέκτασης.
Τι είναι διαφορετικό; Αφενός ότι δεν πρόκειται για μέσον ενός συμβατικού πολέμου, αλλά για μέσον τρομοκρατίας. Σήμερα, η σκόπιμη ανατίναξη ενός μνημείου δεν αποτελεί μόνο μέρος μιας στρατηγικής υποταγής και εξάλειψης των τοπικών πληθυσμών, αλλά, προβεβλημένη μέσω των κοινωνικών δικτύων, έχει ασύμμετρα αποτελέσματα σε διεθνές επίπεδο.
Η προβολή της καταστροφής σοκάρει και τρομοκρατεί τον δυτικό κόσμο που, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει εκπαιδευτεί να σέβεται και να προστατεύει τα πολιτιστικά αγαθά, ως παγκόσμια κληρονομιά της ανθρωπότητας. Τέλος, πλήττει το κύρος και το σύστημα αξιών στο οποίο έχουν βασίσει την ισχύ τους οι νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτό με τη σειρά του ενισχύει αποφασιστικά τη νόρμα, μετατοπίζοντας το θέμα της λεηλασίας και της καταστροφής των πολιτιστικών αγαθών από πεδίο της Ουνέσκο στην κανονιστική σφαίρα του ΣΑΗΕ. Επίσης, εξελίσσει τη νόρμα, δίνοντας ώθηση σε τουλάχιστον τρεις διεργασίες.
Πρώτον, στην ένταξη της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών σε ανθρωπιστικές επιχειρήσεις, αφενός με συνεργασίες με τον Ερυθρό Σταυρό (σημ. 36), αφετέρου με τις ειρηνευτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών (σημ. 37), τέλος με την εξέλιξη της νόρμας «ευθύνη για την προστασία» (R2P) (σημ. 38). Δεύτερον, στην παραπομπή υπολόγων στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), μέσω ευαισθητοποίησης των κοινοτήτων (σημ. 39), που σημαίνει αφενός συνειδητοποίηση των τοπικών κοινοτήτων για τη σημασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην οικοδόμηση της ειρήνης, και αφετέρου ανάπτυξη ικανοτήτων τοπικών φορέων για την τεκμηρίωση των πολιτιστικών θέσεων και της κατάστασης διατήρησής τους. Η ευαισθητοποίηση συνιστά στρατηγικό στόχο της Ουνέσκο, όχι μόνο για να αξιολογηθούν οι ζημιές στον μεταπολεμικό σχεδιασμό ανασυγκρότησης, ή να προσκομισθούν αξιόποινα στοιχεία προς το ΔΠΔ, αλλά και για να εμπλακούν ενεργά άτομα και κοινότητες.
Τρίτον, τη συζήτηση για αποστρατικοποιημένες ζώνες προστασίας πολιτιστικών αγαθών, ιδέα παλιά, που επανέρχεται, ενισχύοντας το νομιμοποιητικό πλαίσιο των διεθνών ανθρωπιστικών επεμβάσεων (R2P) σε κρατικό έδαφος.
Σύνοψη
Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα πολιτιστικά αγαθά έπαιζαν σημαντικό ρόλο, μετά το τέλος του πολέμου, ως λάφυρα του νικητή, αποδεκτό ως τότε έθιμο, που εξυπηρετούσε πολιτικούς σκοπούς, κυρίως συμβολική και πολιτιστική ηγεμονία σε καιρό ειρήνης. Έκτοτε, εξελίχθηκαν σε μέσον του πολέμου, που στην περίπτωση του ISIS προβάλλεται στρατηγικά για να επικρατήσει στρατιωτικά, να οικοδομήσει κράτος και να επεκτείνει την επιρροή του με πρωτόγνωρους τρόπους.
Η διεθνής κοινότητα, κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει αναπτύξει αποφασιστικά το κανονιστικό πλαίσιο για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε καιρό πολέμου, ορίζοντας ότι λεηλασίες και σκόπιμες καταστροφές αυτού του είδους συνιστούν έγκλημα πολέμου. Σήμερα, αντιλαμβάνεται ότι τα παραπάνω συνιστούν απειλή κατά της διεθνούς ασφάλειας, γιατί τα συνδέει με την ενίσχυση της τρομοκρατίας, την αποδυνάμωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ανθρωπιστική κρίση ταυτόχρονα.
Βασιλική Γεωργοπούλου
Απόφοιτος ΠΜΣ «Πολιτικές, οικονομικές και διεθνείς σχέσεις στη Μεσόγειο» Πανεπιστημίου Αιγαίου