Ένα από τα σημαντικότερα ρωμαϊκά μνημεία στον κόσμο, η Ρωμαϊκή Έπαυλη του Ηρώδη Αττικού στη Λουκού Κυνουρίας, εκπέμπει «SOS». Οι εργασίες αποκατάστασης σταμάτησαν πριν από οκτώ χρόνια, χωρίς να ολοκληρωθούν, και το στέγαστρο, που εκτιμήθηκε κάποια στιγμή ότι θα βοηθήσει το μνημείο, δεν τοποθετήθηκε ποτέ, παρά το γεγονός ότι υπάρχει γι’ αυτό εγκεκριμένη μελέτη. Οι ανασκαφές του διακόπηκαν και είναι άγνωστο πότε και αν θα επαναληφθούν.
Ωστόσο, μια μικρή ελπίδα άρχισε δειλά να διαφαίνεται. Με τις προσπάθειες της Εφορείας Αρχαιοτήτων (ΕΦΑ) Αρκαδίας, το μνημείο απαλλάχτηκε πρόσφατα από την εργοταξιακή εικόνα που το έπνιγε (απομακρύνθηκαν σκαλωσιές και γερανογέφυρα που είχαν ξεμείνει εκεί από το 2008), ενώ με ένα μικρό κονδύλι από το υπουργείο Πολιτισμού ύψους 30.000 ευρώ συνεχίζονται οι εργασίες συντήρησης των τοιχοποιιών του, που είχαν διακοπεί πριν από οκτώ χρόνια.
Αρκούν όμως τα παραπάνω για να διασωθεί το σπουδαίο αυτό μνημείο; «Θεωρώ πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ξεκίνησαν κάποιες εργασίες συντήρησης μετά από μια οκταετία απραξίας. Το κτιριακό συγκρότημα στη Λουκού Κυνουρίας είναι ένα μνημείο που ξεπερνά την Αρκαδία, την Πελοπόννησο και την Ελλάδα. Είναι παγκόσμιας σημασίας και χρειάζεται μια ολιστική προσέγγιση στο πλαίσιο της διάσωσης και ανάδειξής του», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η προϊσταμένη της ΕΦΑ Αρκαδίας, Έννα Καραπαναγιώτου.
«Το μνημείο για να σωθεί πρέπει να ενταχθεί στο επόμενο ΕΣΠΑ 2014-2020. Χρειάζεται πολιτική βούληση, αλλά και το ενδιαφέρον όλων μας. Επίσης, θα πρέπει να διοριστεί μια διεπιστημονική επιτροπή, δηλαδή επιστήμονες πολλών ειδικοτήτων που να σκύψουν με θέρμη και αγάπη πάνω του και να το μελετήσουν. Ωστόσο, με τις εργασίες που ξεκινήσαμε και εφόσον υπάρχει μια χρηματοδότηση σταθερή, πιστεύω ότι θα έχουμε το μνημείο σε μια ανεκτή κατάσταση για το άμεσο μέλλον. Αρκεί να συνεχιστεί το έργο που κάνουμε τώρα», αναφέρει, διευκρινίζοντας ότι το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το μνημείο ως προς την ένταξή του σε κάποιο πρόγραμμα χρηματοδότησης είναι τα διαχειριστικά του προβλήματα.
«Η ένταξή του δεν είναι εύκολη. Κι αυτό γιατί στο μνημείο, που είχε ενταχθεί παλαιότερα σε πρόγραμμα ΕΣΠΑ, πολλά θέματα παραμένουν “ανοιχτά”, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι η προηγούμενη εργολαβία δεν έχει κλείσει διαχειριστικά το έργο. Όλες αυτές οι εκκρεμότητες δεν μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε σε επόμενο στάδιο κι αυτό πιστεύω ότι είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα του μνημείου», επισημαίνει.
Το μνημειακό συγκρότημα της Έπαυλης του Ηρώδη Αττικού βρίσκεται κοντά στη Μονή Λουκούς, με την αρχαιότερη οικοδομική φάση των ερειπίων του να ανάγεται το αργότερο στον 2ο αι. μ.Χ. Ανήκει στον τύπο της «αγροτικής έπαυλης» (villa rustica), εγκατάστασης που εκμεταλλευόταν τη γη μεγάλης ιδιοκτησίας, ενώ διέθετε και πολυτελείς εγκαταστάσεις για τον μαικήνα Αθηναίο ιδιοκτήτη του (ο οποίος σημειωτέον ήταν παράλληλα και Ρωμαίος αξιωματούχος), την οικογένεια και τους φιλοξενούμενούς του. Το συγκρότημα, που είναι τεράστιο (έχει έκταση άνω των 20.000 τ.μ.) και σώζεται σε σημαντικό ύψος, έχει κατασκευαστεί με βάση τις αρχές της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας.
Το αίθριο (αυλή), που αποτελούσε το κέντρο της έπαυλης, ήταν διακοσμημένο με αγάλματα, ενώ οι διάδρομοι γύρω από την αυλή ήταν διακοσμημένοι με υπέροχα ψηφιδωτά δάπεδα, σήμερα καταχωμένα για προστασία, που κοσμούνται με πολύχρωμα και σύνθετα γεωμετρικά σχέδια, αλλά και πλούσιο εικονογραφικό διάκοσμο. Μεταξύ των θεμάτων τους είναι πορτρέτα, αγώνες σε Ιππόδρομο, Μούσες, Πηγές και Ποταμοί, οι άθλοι του Ηρακλή και άλλα. Επίσης, το συγκρότημα περιλαμβάνει βασιλικές, τρικλίνια, λουτρά και ένα υδραγωγείο που μετέφερε νερό, ενώ εκεί κοντά βρίσκεται και το Ιερό του ιαματικού ήρωα Πολεμοκράτη, από το οποίο έχουν βρεθεί ανάγλυφα αφιερώματα.
Η Έπαυλη εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1809 από τον Άγγλο περιηγητή Leake και ταυτίστηκε το 1909 από τον αρχαιολόγο Κ. Ρωμαίο. Ο εντοπισμός της ακριβούς θέσης της έγινε τη δεκαετία του ’70 από τους Γ. Σταϊνχάουερ και Π. Φάκλαρη. Με εντατικότερους ρυθμούς συνεχίστηκαν οι ανασκαφές στις δεκαετίες του ’80 και ’90 από τον Θεόδωρο Σπυρόπουλο, φέρνοντας στο φως πολυάριθμα ευρήματα, όπως αγάλματα, καθώς και πολυτελή αρχιτεκτονικά λείψανα, που καθιστούν το μνημείο μοναδικό και τη διάσωσή του κάτι παραπάνω από αναγκαία.