Αντίγραφα μνημειωδών για την παγκόσμια ζωγραφική ιστορία έργων, χειρόγραφα, μαρτυρίες, σύγχρονες μακέτες, επιστολές, εικαστικά και μη ντοκουμέντα, η διαχρονία αλλά και η παγκοσμιότητα της τέχνης, η επικοινωνιακή της δύναμη αλλά και οι άρρηκτες, επί αιώνες, σχέσεις της Γαλλίας και της Ελλάδας, όπως και οι μεταξύ τους πολιτιστικές προσεγγίσεις με άξονα την τέχνη, θα περνούν σαν ζωγραφικό πανόραμα, σαν μία ιδιότυπη κινηματογραφική προβολή-έκθεση, από τα μάτια του επισκέπτη του Τελλογλείου Ιδρύματος του ΑΠΘ από την ερχόμενη εβδομάδα.
Πρόκειται για τη διπλή έκθεση, με τίτλο «Ο Ντελακρουά σκηνοθετεί το ’21» και «Ο Φιλιποτό δημιουργεί το Πανόραμα της Πολιορκίας του Παρισιού», που τελεί υπό την αιγίδα της ελληνικής και της γαλλικής Προεδρίας της Δημοκρατίας και την οποία θα εγκαινιάσει την Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016, στις 18.30, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος.
Και μπορεί ο Ευγένιος Ντελακρουά να απεικόνισε με το πινέλο του τη σφαγή της Χίου (1822), που δεν είδε ποτέ, μπορεί ο επίσης Γάλλος Ενρί Φιλιποτό και ο γιος του Πωλ να ζωγράφισαν σε πανόραμα την υπεράσπιση του φρουρίου του Issy κατά την πολιορκία του Παρισιού (1871), η σύγχρονη όμως έκθεση, πέρα από το εικαστικό της ενδιαφέρον, προσεγγίζει το ζήτημα των ελληνογαλλικών σχέσεων τον 19ο αιώνα μέσα από μεγάλα κεφάλαια και άγνωστες πτυχές της Ιστορίας.
«Δεν πρόκειται για μια έκθεση φιλελληνικών έργων του Ντελακρουά, ούτε για μια εικονογράφηση του αγώνα του ’21 ή μια εικαστική προσέγγιση της ζωγραφικής του ρομαντισμού», διευκρινίζει η γενική γραμματέας του ΔΣ του Τελλογλείου, καθηγήτρια του ΑΠΘ, Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά που έχει τη γενική ευθύνη των εκθέσεων και υπογραμμίζει: «Η έκθεση Ντελακρουά, ξεφεύγοντας από μια εικαστική ή ιστορική καθαρά ανάλυση, οδηγεί τον θεατή να ανακαλύψει τον τρόπο δημιουργίας, οργάνωσης, λειτουργίας και τελικά ακτινοβολίας ενός πολυσήμαντου έργου τέχνης».
Στην έκθεση «Ο Ντελακρουά σκηνοθετεί το ’21» προτείνεται μία πρωτότυπη ανάγνωση δύο εμβληματικών έργων του μεγάλου Γάλλου ζωγράφου, που σχετίζονται με τον Ρομαντισμό και τον Φιλελληνισμό –οι «Σφαγές της Χίου» και η «Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου»–, μέσα από τα μάτια Ελλήνων εικαστικών, όπως ο Σπύρος Βασιλείου και ο Ευάγγελος Ιωαννίδης. Για την έκθεση μεταφέρθηκαν από το Παρίσι και την Αθήνα πρωτότυπα έργα του Ντελακρουά, καθώς και το αντίγραφο σε φυσικό μέγεθος (4,5×3,5 μ.) των «Σφαγών της Χίου» του Ευάγγελου Ιωαννίδη από το Βυζαντινό Μουσείο Χίου. Παράλληλα με τη διείσδυση στον τρόπο δημιουργίας των έργων αυτών (προσχέδια, ενδυμασίες κ.λπ.), στην έκθεση επιχειρείται μία ανάγνωση των ίδιων των γεγονότων από μαρτυρίες ντόπιων (κείμενα), παρουσίαση της τουρκικής πλευράς (κείμενο του Βαχίτ Πασά), επιστολές του Κοραή, του Βαρβάκη και άλλα εικαστικά και μη ντοκουμέντα.
Ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα ζωγραφικά πανοράματα του 19ου αιώνα, που ανήκει στη συλλογή του Τελλογλείου και απεικονίζει μία από τις κρισιμότερες μάχες του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, πρωταγωνιστεί στην έκθεση «Ο Φιλιποτό δημιουργεί το Πανόραμα της Πολιορκίας του Παρισιού».
Το αποσπασματικά σωζόμενο έργο φιλοτεχνήθηκε από τον Γάλλο ζωγράφο Henri Felix Emmanuel Philippoteaux σε συνεργασία με τον νεαρό γιο του Πωλ, εκτέθηκε σε μία ροτόντα στα Ηλύσια Πεδία (1872) και συσχετίστηκε με δύο σημαντικά γεγονότα της εποχής: τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (1870-1871) και τους Πρώτους Σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας (1896).
Το πανόραμα απεικονίζει την υπεράσπιση του φρουρίου του Issy από τους αποκλεισμένους Γάλλους μαχητές, που δέχονταν τους συνεχείς βομβαρδισμούς του Πρωσικού πυροβολικού (1871). Η απήχηση του έργου στο γαλλικό κοινό ήταν τέτοια, που οι δύο ζωγράφοι και το συνεργείο τους υποχρεώθηκαν να φιλοτεχνήσουν δύο αντίγραφα, τα οποία περιόδευσαν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ένα από αυτά έφτασε στην Αθήνα, λίγες μέρες πριν από την έναρξη της πρώτης Ολυμπιάδας του 1896, και φιλοξενήθηκε σε μία ροτόντα, η οποία βρισκόταν ακριβώς έξω από το Παναθηναϊκό Στάδιο. Η βασιλική οικογένεια της εποχής επιθυμούσε διακαώς την κατεδάφιση του κτιρίου (καθώς της έκοβε την οπτική προς το Παναθηναϊκό στάδιο), το πανόραμα όμως παρέμεινε στη θέση αυτή τουλάχιστον ως το 1915. Στη συνέχεια, τα ίχνη του έργου χάθηκαν ως τις αρχές της δεκαετίας του ’70, οπότε αγοράστηκε από το ζεύγος Τέλλογλου στη Θεσσαλονίκη και ανήκει πλέον στο ίδρυμα-κληροδότημα των Τέλλογλου. Η έκθεση θα διαρκέσει έως και τις 31 Ιανουαρίου 2017.