Η ιστορία του πλανήτη μπορεί να ‘χει εκατομμύρια ιστορίες προσφυγιάς, μετακινήσεων και μετεγκαταστάσεων πληθυσμών, βίαιων στην πλειονότητά τους ή και πιο οργανωμένων, δεν έχει όμως προηγούμενο η προσφυγιά των αγαλμάτων.
Αυτή την ιδιαίτερη προσφυγιά και τελικά διάσωση των αρχαιοτήτων από τη Ραιδεστό, το ιστορικό λιμάνι της Ανατολικής Θράκης στα παράλια της Προποντίδας, μετά την εκκένωση της ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922, καταγράφει μια περιοδική έκθεση που εγκαινιάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
«Ραιδεστός-Θεσσαλονίκη. Αρχαιότητες σ’ ένα ταξίδι προσφυγιάς» τιτλοφορείται η έκθεση που διοργανώνει, για πρώτη φορά, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με υλικό που αντλήθηκε από τις αποθήκες του, όπου βρίσκεται επί 94 χρόνια. Από το 1922, που οι «μαρμάρινοι πρόσφυγες» έφτασαν με το πλοίο, ξεριζωμένοι από τη Ραιδεστό, στη Θεσσαλονίκη.
Το ταξίδι τους ξεκινά πολύ νωρίτερα. Κι έχει πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς, τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο. Χωρική του αφετηρία είναι η Ανατολική Θράκη, στη βόρεια ακτή της Προποντίδας, η πόλη της Ραιδεστού, μια περιοχή καίριας γεωπολιτικής και στρατηγικής σημασίας, στην οποία ιδρύθηκαν και άκμασαν σημαντικές αρχαίες ελληνικές πόλεις (Σηλυμβρία, Βυζάντιο, Πέρινθος, Βισάνθη κ.ά.). Εκεί δημιουργήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τα 37 λίθινα γλυπτά-εκθέματα: ένας κούρος και μια κόρη, μια προτομή, ταφικές στήλες, αναθηματικά ανάγλυφα και στήλες, τραπεζοφόρα, αρχιτεκτονικά μέλη και επιγραφές.
Επόμενος σταθμός του ταξιδιού τους είναι τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος εν Ραιδεστώ (ιδρύθηκε το 1871), ένας σύλλογος με πλούσια δράση και πολυσχιδές έργο, φροντίζει για τη συγκέντρωση και διαφύλαξη των αρχαίων μνημείων της ευρύτερης περιοχής. Με πρωτοβουλία του επιθεωρητή εκπαίδευσης Βασίλειου Νικολαΐδη, ο σύλλογος συγκρότησε (αγοράζοντας ή μέσω δωρεών από χωρικούς ή άλλους κατόχους των αρχαίων αντικειμένων) μια ιδιαίτερα αξιόλογη αρχαιολογική συλλογή από νομίσματα, περίπου 70 λίθινα μνημεία, ευαγγέλια και απολιθώματα.
Τα αντικείμενα εκλαμβάνονταν ως μάρτυρες της σύνδεσης του τότε παρόντος με το αρχαιοελληνικό παρελθόν και, κατ’ επέκταση, ως τεκμήρια μιας αδιάσπαστης συνέχειας και εχέγγυα των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στα διαφιλονικούμενα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο μεταξύ, παρότι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών και την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε διάλυση, παρότι με τις συνθήκες του Νεϊγύ (1919) και των Σεβρών (1920) η Δυτική και Ανατολική Θράκη ενσωματώνονται στο ελληνικό κράτος, το 1922 –μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου– το τμήμα της Θράκης ανατολικά του Έβρου παραχωρείται ξανά στην Τουρκία (Ανακωχή Μουδανιών, 1922). Τον Οκτώβριο του 1922, χωρίς να προηγηθεί στρατιωτική επιχείρηση, πραγματοποιείται η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. Ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο που ζούσε και να εγκατασταθεί σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας.
Χιλιάδες Έλληνες της Ανατολικής Θράκης πήραν τότε τον δρόμο της προσφυγιάς. Κι ανεβαίνοντας στα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα, πήραν μαζί και τα αγάλματα – ενθυμήματα κι αυτά της χαμένης πατρίδας. Τα αγάλματα και ορισμένες επιγραφές παραδόθηκαν από τους πρόσφυγες στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (στεγαζόταν τότε στο Γενί Τζαμί και την παραλαβή τους υπέγραψε ο τότε έφορος αρχαιοτήτων της πόλης Στρατής Πελεκίδης).
Τα 37 αρχαιολογικά αντικείμενα της Ραιδεστού που εκτίθενται στη Θεσσαλονίκη καλύπτουν ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα, από τους αρχαϊκούς (6ος αι. π.Χ.) έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους (4ος αι. μ.Χ.). Το αρχείο του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου κατατέθηκε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Η εικόνα της Παναγίας Ρευματοκρατόρισσας παραδόθηκε στην εκκλησία της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη, όπου και βρίσκεται από τότε, ενώ ορισμένα άλλα ανάγλυφα και επιγραφές, καθώς και σημαντικός αριθμός νομισμάτων, παραδόθηκαν σε άλλα μουσεία.
«Απέχει ιδιαίτερα από τη λογική των επιστημόνων που επιμεληθήκαμε την έκθεση, η όποια αναφορά σε εθνικιστικές διεκδικήσεις. Εργαστήκαμε εστιάζοντας αποκλειστικά στην κοινή μοίρα των ανθρώπων και των μνημείων», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η εκ των επιμελητών της έκθεσης, αρχαιολόγος Δόμνα Τερζοπούλου.
«Η έκθεση για την αρχαιολογική Συλλογή Ραιδεστού προγραμματίστηκε πριν από δύο χρόνια περίπου, προτού προκύψει το φαινόμενο της αθρόας άφιξης των προσφύγων από τις εμπόλεμες χώρες στη Μέση Ανατολή προς την Ελλάδα. Η θλιβερή αυτή σύμπτωση κάνει την έκθεση επίκαιρη όσο ποτέ, θυμίζοντάς μας ότι η μοίρα των ανθρώπων είναι όμοια και κοινή και ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, κι είναι καταδικασμένη να κάνει τα ίδια τραγικά λάθη, όταν αγνοούνται δυστυχείς εμπειρίες του παρελθόντος. Η αντιπαραβολή των ιστοριών της προσφυγιάς ήταν μοιραία αναπόφευκτη. Ελπίζουμε να αποτελέσει η έκθεση αφορμή για προβληματισμό και περίσκεψη κι ευχόμαστε ποτέ κανείς στο άμεσο μέλλον, για οποιονδήποτε λόγο, να μην είναι αναγκασμένος να εγκαταλείψει την πατρίδα του», σημειώνει η διευθύντρια του μουσείου, Πολυξένη Βελένη, στον πρόλογο του πολυσέλιδου καταλόγου της έκθεσης την συνεπιμελήθηκε με τις αρχαιολόγους Ευαγγελία Τσαγκαράκη και Καλλιόπη Χατζηνικολάου.
Η έκδοση του καταλόγου, αφιερωμένου «Στους πρόσφυγες του χθες και… του σήμερα», επιτεύχθηκε χάρη στη χορηγία του ομίλου Ευθυμιάδη, ο ιδρυτής του οποίου έλκει την καταγωγή του από τη Ραιδεστό.
Η έκθεση θα είναι ανοιχτή καθημερινά ως και τις 31 Ιανουαρίου 2017 από τις 9.00-16.00, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.