Στο εσωτερικό του σύγχρονου οικισμού του Κάστρου των Ιωαννίνων και πιο συγκεκριμένα πλησίον του βορείου σκέλους των τειχών του εξωτερικού περιβόλου, δυτικά της ΒΑ ακρόπολης, στο χώρο ΝΑ του κτηρίου του επονομαζόμενου «Σουφαρί σαράι» και του παρακείμενου σύγχρονου δημοτικού σχολείου, η ανασκαφική σκαπάνη έφερε στο φως το μοναδικό, έως τώρα, σωζόμενο οικοδόμημα, από τα πολυάριθμα και ποικίλα της βυζαντινής πόλης. Πρόκειται για ένα λουτρό, ορθογωνίου σχήματος, διαστάσεων 16,50×9,40μ, το ήμισυ του οποίου όμως (περίπου 9×8μ) έχει καλυφθεί από το κτήριο του δημοτικού σχολείου (σημ. 1).

Το εναπόμειναν τμήμα του ανασκάφηκε συστηματικά (σημ. 2). Έχει σχήμα Γ και τριμερή διάταξη. Ο πρώτος χώρος, δυτικά, είναι ορθογώνιος, διαστάσεων 7,55×3,25μ και χρησίμευε ως δεξαμενή των υδάτων. Σώζεται έως το επίπεδο του δαπέδου, το οποίο καλυπτόταν από ισχυρότατο υδραυλικό κονίαμα και πλάκες, κατεστραμμένες πλέον. Στο μέσον της δυτικής πλευράς του διακρίνεται ένα μεγάλο τοξωτό άνοιγμα, μερικώς σωζόμενο, κάτω από το οποίο ξεκινούσαν τρεις αγωγοί: ένας κεντρικός σε ευθεία πορεία και δύο σε καμπύλη που έφταναν έως τον επόμενο χώρο του οικοδομήματος.

Ο δεύτερος αυτός χώρος, ανατολικά της δεξαμενής, αποτελεί τον κεντρικό του λουτρού. Πρόκειται για το υπόκαυστο δωμάτιο ή τον τρίτο, ζεστό ή εσώτατο οίκο (σημ. 3). Δυστυχώς, το μεγαλύτερο τμήμα του έχει καλυφθεί από το παρακείμενο δημοτικό σχολείο. Στηριζόταν σε πυκνές σειρές κτιστών πεσσίσκων ορθογώνιας διατομής, οι βάσεις των οποίων διατηρούνται ακόμη και έφεραν το χαμένο σήμερα δάπεδο. Στη βόρεια πλευρά, αποκαλύφθηκε μια τρίπλευρη εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά αψίδα. Στους τοίχους του, που σώζονται σε μικρό ύψος, διακρίνονται οι οπές των κατακόρυφων τετράγωνων αγωγών για την κυκλοφορία του θερμού αέρα. Τα βυζαντινά λουτρά, όπως και τα αντίστοιχα ρωμαϊκά, ιδρύονταν επάνω από υπόκαυστα, από τα οποία διαχεόταν ο ζεστός αέρας μέσω εντοιχισμένων σωλήνων και διανεμόταν στα διάφορα διαμερίσματα (σημ. 4).

Ανατολικά του δεύτερου χώρου και εντελώς καλυμμένος σήμερα από το δημοτικό σχολείο, με εξαίρεση τον νότιο τοίχο του, εντοπίστηκε ένας ακόμη ορθογώνιος χώρος, που θα αποτελούσε το αποδυτήριο και το χώρο του ψυχρού λουτρού, αντιστοιχώντας στον πρώτο ή ψυχρό οίκο.

Ένας τέταρτος, επίσης ορθογώνιος, χώρος ήρθε στο φως νότια του υπόκαυστου. Έχει πλάτος μικρότερο από αυτό και δεν ανασκάφηκε ολόκληρος, καθώς τμήμα του βρίσκεται εντός ιδιωτικού οικοπέδου. Στους τοίχους του διατηρούνται παρόμοιες οπές τετράγωνων αγωγών για την κυκλοφορία θερμού αέρα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ίχνη υπόκαυστου. Δύο μεγάλα ορθογώνια ανοίγματα στη βόρεια πλευρά του, τα οποία κλείστηκαν σε μεταγενέστερη φάση, εξασφάλιζαν την επικοινωνία με το θερμό διαμέρισμα. Η τοιχοδομία του το καθιστά σύγχρονο με τους υπόλοιπους χώρους του λουτρού (σημ. 5). Πιθανότατα αποτελούσε τον μέσο ή χλιαροψύχριον οίκο, καθώς από το υπόκαυστο διαχεόταν σε αυτόν και ζεστός αέρας.

Οι εξωτερικοί τοίχοι του λουτρού είναι εξαιρετικά επιμελημένοι και αποτελούνται από καλά λαξευμένους λίθους με ενδιάμεσες, σε κανονικές οριζόντιες στρώσεις, πλίνθους (σημ. 6). Η συγκεκριμένη τοιχοδομία είναι χαρακτηριστική της Μεσοβυζαντινής περιόδου και απαντά ευρύτερα στην Υστεροβυζαντινή, ενώ τη συναντάμε και σε τμήματα των βυζαντινών τειχών του εξωτερικού περιβόλου (σημ. 7). Το κτήριο, στο σύνολό του, θεμελιώθηκε επάνω σε τοιχοποιίες της Ελληνιστικής περιόδου (σημ. 8). Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, περισυνελέγησαν (σημ. 9) πολλά όστρακα της όψιμης Οθωμανοκρατίας, πήλινες καπνοσύριγγες, μια χάλκινη καπνοθήκη και μια χάλκινη πόρπη σε σχήμα αχιβάδας που χρονολογήθηκαν στα τέλη του 18ου αι., καθώς και δύο ακέραια πήλινα αγγεία της ίδιας περιόδου. Τα σημαντικότερα όμως ευρήματα ήταν ένα τραχύ του 13ου αι. και άλλα πέντε χαλκά τραχέα του Ιωάννη Γ’ Βατάτζη του νομισματοκοπείου της Θεσσαλονίκης, που βρέθηκαν στο κατώφλι της δεξαμενής (σημ. 10).

Συμπερασματικά, σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά λείψανα και τα κινητά ευρήματα, το λουτρό ιδρύθηκε (σημ. 11) στο πρώτο μισό του 13ου αι. επάνω σε προγενέστερο οικοδόμημα και λειτούργησε ως αστικό λουτρό ή βαλανείο (σημ. 12). Είχε ανεγερθεί δηλαδή με κρατική μέριμνα, πιθανώς από το Μιχαήλ Α’ Κομνηνό Δούκα στο πλαίσιο της γενικότερης ανανέωσης και επέκτασης της πόλης και συντηρούνταν από αυτόν. Τα νομίσματα που αποκαλύφθηκαν φαντάζει εύλογο ότι χρησίμευαν για τα λειτουργικά του έξοδα, τα οποία καλύπτονταν από την κεντρική διοίκηση του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου και όχι για την πληρωμή της εισόδου από τους λουόμενους (σημ. 13). Βέβαια, τα δημόσια βυζαντινά λουτρά μπορούσαν να ιδρύονται και να συντηρούνται και από γενναιόδωρες προσφορές ευκατάστατων πολιτών (σημ. 14). Δεδομένης της ύπαρξης ισχυρής αριστοκρατίας στην πόλη, που ενισχύθηκε περαιτέρω με την άφιξη των προσφύγων μετά το 1204 και αυτή η άποψη μπορεί να θεωρηθεί πιθανή. Η χρήση του (σημ. 15) εξακολούθησε έως την  ίδρυση  του οθωμανικού λουτρού λίγα μέτρα νοτιότερα, δηλαδή έως τα τέλη του 17ου αι. Μετά την εγκατάλειψή του, θα πρέπει να κατεδαφίστηκε και το υλικό του να ξαναχρησιμοποιήθηκε, καθώς δεν σώθηκαν ίχνη της ανωδομίας του. Κατά την ανέγερση του κτηρίου του επονομαζόμενου ως «Σουφαρί σαράι» στις αρχές του 19ου αι., ισοπεδώθηκε και μπαζώθηκε οριστικά, αποτελώντας πλέον τμήμα του προαύλιου χώρου του. Συνολικά, η ανεύρεση του παραπάνω λουτρού θα πρέπει να θεωρηθεί ως υψίστης σημασίας. Αυτό αποτελεί το μοναδικό, έως τώρα, σωζόμενο οικοδόμημα της βυζαντινής πόλης, ελάχιστο βέβαια δείγμα της πληθώρας των δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων που θα υπήρχαν και ένα από τα λίγα σωζόμενα βυζαντινά αστικά βαλανεία, το οποίο, παρά τον αποσπασματικό του χαρακτήρα, μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες.

Γενικά, υπάρχουν αρκετές γραπτές πηγές, όπως και αρχαιολογικές μαρτυρίες, που βοηθούν στην πλήρη ανασύσταση της εικόνας των βυζαντινών λουτρών και του τρόπου λειτουργίας του (σημ. 16). Έτσι, κάθε πόλη της αυτοκρατορίας διέθετε έναν αριθμό αστικών βαλανείων. Αυτά κτίζονταν συνήθως σε κεντρικά σημεία. Ως οικοδομήματα αποτελούνταν από τρία διαμερίσματα ή οίκους: τον πρώτο ή κρύο ή ψυχρολούσιο, τον μέσο ή χλιαροψύχριον και τον τρίτο ζεστό ή θερμό ή εσώτατο ή ενδότερο θόλο. Η παραπάνω σειρά αντιστοιχεί στα ρωμαϊκά frigidarium, tepidarium, caldarium, από όπου και επηρεάστηκαν τα αντίστοιχα βυζαντινά. Το επίθετο που αποδίδεται σε κάθε διαμέρισμα φανερώνει και τη χρήση του. Το κυρίως λουτρό θεωρούνταν το τρίτο διαμέρισμα, όπου γινόταν το ζεστό λουτρό και η εφίδρωση, ενώ ήταν πάντα θολοσκεπές και συχνά έφερε και ομφαλό. Οι θόλοι ήταν ιδιαιτέρως αγαπητοί και διαδεδομένοι στα βυζαντινά λουτρά. Εκτός από τα παραπάνω διαμερίσματα, υπήρχαν και βοηθητικοί χώροι, όπως τα αποδυτήρια και το αποχωρητήριο, όπου έμεναν για λίγο οι λουόμενοι πριν ή μετά το λουτρό.

Συνήθως τα λουτρικά οικοδομήματα έφεραν και δεύτερο όροφο, στον οποίο ανέβαιναν για να αναπαυθούν ή να κοιμηθούν μετά το λουτρό ή ακόμη και για να φάνε και να συζητήσουν. Οι κεντρικές εξωτερικές θύρες κλείνονταν με βαριά θυρόφυλλα και σπάνια άνοιγαν για να μη φεύγει ο ζεστός αέρας. Για τον ίδιο λόγο υπήρχαν και ελάχιστα παράθυρα, οπότε ο φωτισμός στο εσωτερικό ήταν περιορισμένος και έτσι αναγκάζονταν να ανάβουν κανδήλες. Οι εσωτερικές θύρες καλύπτονταν με παραπετάσματα για ευκολότερη επικοινωνία. Στα πολυτελή λουτρά ήταν συνηθισμένη και η διακόσμηση, η οποία περιλάμβανε ορθομαρμάρωση στους τοίχους ή κάλυψή τους με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες που απεικόνιζαν αυτοκράτορες, άλλα εξέχοντα πρόσωπα, τοπία, θέματα  από  την αρχαία ελληνική μυθολογία, το φυτικό και ζωικό βασίλειο ή και εικόνες λουτρού. Το εσωτερικό τους διανθιζόταν και με κάτοπτρα, κίονες, αγάλματα κ.ά. Τέλος, γύρω από τα μεγάλα λουτρά υπήρχαν και καταστήματα που διέθεταν σχετικά είδη.

Τα λουτρά έως τον 7ο αι. μ.Χ., μιμούμενα τα αντίστοιχα αρχαία ελληνικά και κυρίως τα ρωμαϊκά, των οποίων και αποτελούσαν συνέχεια, λειτουργούσαν ως κοινά (σημ. 17) για άντρες και γυναίκες, παρόλο που κατακρίνονταν δριμύτατα από τους πατέρες της Εκκλησίας και άλλες πηγές. Τον 7ο αι. μ.Χ. καταργήθηκαν (σημ. 18) τόσο με απόφαση των Συνόδων όσο και με νόμους των αυτοκρατόρων. Έκτοτε, λειτουργούσαν ξεχωριστά ή ως διπλά, όπου ένας κάθετος τοίχος χώριζε τα δύο τμήματα ώστε απλώς να θερμαίνονται με ένα κοινό υπόκαυστο και έτσι να μειώνονται τα λειτουργικά έξοδα.

Η μεγάλη αγάπη και σημασία των Βυζαντινών για τα λουτρά (σημ. 19) προκύπτει από το γεγονός ότι κάθε πόλη διέθετε τόσο αστικά βαλανεία όσο και αντίστοιχα ιδιωτικά. Μάλιστα όπου δεν υπήρχαν, οι αυτοκράτορες ή οι εκάστοτε τοπικοί άρχοντες και ευκατάστατοι πολίτες φρόντιζαν είτε να ανεγείρουν είτε να επισκευάσουν τα παλαιοτέρα. Το λουτρό θεωρούνταν ως χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας πολιτισμένης πόλης. Ενδεικτικές της σημασίας τους είναι οι μεγαλοπρεπείς τελετές, οι πομπές και οι ποικίλες εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν κατά τη διάρκεια των εγκαινίων τους (σημ. 20). Αλλά και το λουτρό ως ενέργεια (σημ. 21) ήταν απαραίτητο και αγαπητό στους Βυζαντινούς, κάποιοι από τους οποίους έφταναν να τα εκτελούν 2-3 φορές την ημέρα. Βέβαια ένα έως τρία λουτρά την εβδομάδα θα πρέπει να ήταν ο συνηθισμένος μέσος όρος. Σε συχνά λουτρά επιδίδονταν και ορισμένοι ασθενείς, ύστερα από σχετική υπόδειξη των γιατρών. Αντίθετα, μεμονωμένες ήταν οι περιπτώσεις μοναχών ή πιστών που τηρούσαν μερική ή ολοκληρωτική αποχή. Τέλος, στα προικοσύμφωνα απαραίτητο συστατικό αποτελούσε η διευθέτηση των λουτρικών (σημ. 22), δηλαδή της αγοράς και χρήσης των σκευών και ενδυμάτων του λουτρού.

Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία, μπορεί να σχηματιστεί μια, υποθετική έστω, εικόνα για τη μορφή και τη λειτουργία του βυζαντινού λουτρού των Ιωαννίνων. Πρόκειται για ένα αστικό βαλανείο, ιδρυμένο είτε από τον Μιχαήλ Α’ Κομνηνό Δούκα είτε από κάποιον ευκατάστατο πολίτη της περιώνυμης αριστοκρατίας των Ιωαννίνων, σε κεντρικό σημείο για να εξυπηρετεί ένα τμήμα της διευρυμένης πλέον πόλης. Η χρονολόγησή του στο 13ο αι., η μορφή και οι διαστάσεις του αποκαλύπτουν ότι δεν λειτουργούσε ως μικτό ή διπλό λουτρό. Αντίθετα, χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά είτε από άνδρες είτε από γυναίκες. Η διάταξη των χώρων αποκαλύπτει και τον τρόπο λειτουργίας του. Ωστόσο, οι τρεις οίκοι δεν βρίσκονται σε ενιαία σειρά. Παράλληλα δεν έχει αποκαλυφθεί το αποχωρητήριο και ο ξεχωριστός χώρος για τα αποδυτήρια. Είναι βέβαιο ότι στην πόλη θα   υπήρχαν και άλλα λουτρά, προκειμένου να εξυπηρετούνται όλοι οι κάτοικοι. Οπωσδήποτε ο Δεσπότης στο γουλά και οι άρχοντες στη ΝΑ ακρόπολη θα διέθεταν δικά τους, πιο πολυτελή και ίσως ιδιωτικά λουτρά. Δεν είναι απίθανο να υπήρχαν και κάποια μοναστηριακά λουτρά. Επομένως, το συγκεκριμένο λουτρό αποτελεί παράδειγμα ενός αστικού βαλανείου, το οποίο δεν θα έφερε πλούσια, ή μεγάλης κλίμακας διακόσμηση ούτε θα ήταν εξαιρετικά πολυτελές και θα απευθυνόταν σε ένα τμήμα της πόλης. Η ύπαρξη όμως του αντίστοιχου οθωμανικού λουτρού σε λίγα μέτρα απόσταση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο χώρος συνέχισε να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο επί αιώνες.

Η μελέτη των ύστερων ρωμαϊκών λουτρών και ιδίως των μικρών θερμών, τις οποίες μιμήθηκαν οι Βυζαντινοί (σημ. 23), των σωζόμενων βυζαντινών λουτρών αλλά και των οθωμανικών, τα οποία είτε είναι επισκευασμένα και ελαφρώς παραλλαγμένα βυζαντινά είτε ανοικοδομήθηκαν κατά τα βυζαντινά πρότυπα, ιδίως τους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, μπορεί να συμβάλει στον εντοπισμό παραλλήλων και στην πραγματοποίηση συγκρίσεων. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ρωμαϊκού λουτρού με τους τρεις οίκους, αρκετά πολυτελές και μεγάλων διαστάσεων, ιδρυμένο κατά την περίοδο του Αυγούστου, είναι το βαλανείο των Φιλίππων το οποίο εξακολούθησε να λειτουργεί και κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες (σημ. 24). Βρίσκεται ανάμεσα στην Εγνατία οδό και στα προσκτίσματα του Οκταγώνου, προσαρτημένο στο συγκρότημα του μητροπολιτικού ναού, καθώς τροφοδοτούσε το βαπτιστήριό του με ζεστό νερό. Το παράδειγμα αυτό φανερώνει τη συνέχεια του τύπου των ρωμαϊκών λουτρών και στα αντίστοιχα βυζαντινά και κατ’ επέκταση και στο λουτρό του Κάστρου. Ως παράλληλο του λουτρού των Ιωαννίνων μπορεί να θεωρηθεί το μεσοβυζαντινό λουτρό στη συνοικία Κουλέ Καφέ της Θεσσαλονίκης (σημ. 25). Εκτός από την τριμερή διάταξη και τα υπόκαυστα, οι κόγχες στον κεντρικό χώρο, οι συνολικές διαστάσεις (7,5×12,5μ), η ανέγερσή του επάνω σε προγενέστερους τοίχους και η μετασκευή του σε οθωμανικό λουτρό αποτελούν κοινά στοιχεία των δύο μνημείων ως προς τον αρχιτεκτονικό τύπο και την ιστορική πορεία.

Η γενική περιγραφή της εικόνας ενός βυζαντινού λουτρού, η οποία καλύπτει και την περιγραφή του λουτρού του Κάστρου, ισχύει και για πρώιμα οθωμανικά λουτρά, τα οποία ακολουθούν την ίδια παράδοση (σημ. 26). Πιο συγκεκριμένα, διατηρούνται η ύπαρξη των δίδυμων λουτρών, όπου όμως τα γυναικεία διαμερίσματα είναι σαφώς μικρότερα και λιγότερο πολυτελή, η συνήθης τριμερής διάταξη, η στέγαση με πολλούς επάλληλους θόλους και το σύστημα των υπόκαυστων με τους αγωγούς στους τοίχους για την κυκλοφορία ζεστού και κρύου αέρα, όπως στο Μπέη Χαμάμ και στο λουτρό της Αγοράς στη Θεσσαλονίκη,  στο λουτρό του Νταούτ πασά στην πΓΔΜ και στο λουτρό Ταχτάκαλε στην Αδριανούπολη. Η επιβίωση του παραπάνω τύπου με την τριμερή διάταξη, το σύστημα των θόλων και τις φανερές επιρροές, ως προς την τοιχοδομία, από τη βυζαντινή παράδοση φαίνεται ξεκάθαρα και στο οθωμανικό λουτρό του Κάστρου των Ιωαννίνων.

 

Κωνσταντίνα Ζήδρου

Αρχαιολόγος, Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Υποψήφια Διδάκτωρ Αρχαιολογίας