Η σωστική ανασκαφή των ετών 1998-1999 στην Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας υπαγορεύτηκε από την κατασκευή της Εγνατίας Οδού. Αναπτύχθηκε στο βορειοανατολικό όριο της τούμπας, έξω από το όριο της επιφανειακής διασποράς του υλικού, σε έκταση 7 στρεμμάτων και σε μήκος 150 μ. επί της οδού. Στην έκταση αυτή εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν 462 λάκκοι (σημ. 1) (εικ. 1).
Στην ανάλυση που εφαρμόστηκε, όλοι οι λάκκοι αντιμετωπίστηκαν ως ξεχωριστές μονάδες και μελετήθηκαν ως προς τέσσερις παραμέτρους: Διαστάσεις, κατασκευαστικά χαρακτηριστικά, εσωτερική στρωματογραφία και περιεχόμενο. Τα δεδομένα αναλύθηκαν κατά ενότητα, με τους λάκκους ως σύνολο, αλλά και σε σχέση με τη χρονολόγησή τους, με βάση δηλαδή τη στρωματογραφική-χρονική φάση στην οποία εντάσσονται. Διακρίνονται σε λάκκους του στρώματος Α, Β, Γ, Δ, με πρωιμότερο το στρώμα Δ. Τα σχετικά συμπεράσματα, ωστόσο, δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως σαφή και άκαμπτα χαρακτηριστικά κάθε φάσης, αλλά περισσότερο ως πληροφορίες για τη διερεύνηση γενικότερων τάσεων και διαφοροποιήσεων μέσα στο χρόνο.
Διαστάσεις λάκκων
Η μέγιστη διάμετρος/μήκος των λάκκων είναι 0,30-3,75 μ. Με δεδομένο ότι λάκκοι με διάμετρο πάνω από 2 μ. θα μπορούσαν να αποτελούν κτίσματα (κατοικίες ή βοηθητικούς χώρους), αυτοί ταξινομήθηκαν σε δύο βασικές κατηγορίες:
Κατηγορία 1η: Μικροί λάκκοι, με διάμετρο έως και 2 μ. (0,30-2 μ.): 355 (77%)
Κατηγορία 2η: Μεγάλοι λάκκοι, με διάμετρο πάνω από 2 μ. (2,05-3,75 μ.): 106 (23%)
Σε όλες τις φάσεις χρήσης του χώρου, το συντριπτικό ποσοστό των λάκκων, γύρω στο 80%, ανήκει στην 1η κατηγορία, ενώ το ποσοστό αυτών με διάμετρο πάνω από 2,50 μ., αυξάνεται από τις πρωιμότερες προς τις νεότερες φάσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι δύο πιο εκτεταμένοι λάκκοι του πρωιμότερου στρώματος Δ (αα 344 και αα 27, με διάμετρο 3,20 μ. και 2,60 μ. αντίστοιχα), συνδέονται με εναπόθεση υλικών και με ταφές, στοιχείο που υποδηλώνει ότι η αρχική χρήση του χώρου δεν σχετίζεται με κατοίκηση.
Βασικό στοιχείο της κατασκευής αποτελεί το σημείο εμφάνισης της μεγίστης διαμέτρου/μήκους των λάκκων, καθώς αυτοί δεν είναι ομοιόμορφοι σε όλο το βάθος τους, αλλά εμφανίζουν αποκλίσεις, σε πολλές περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρές.
Έτσι, ένας λάκκος μπορεί να εμφανίζει τη μέγιστη διάστασή του στο στόμιο (201 λάκκοι/43,6%), στον πυθμένα (111/24,1%), λίγο πιο πάνω από αυτόν (43/9,3%) ή στην κοιλιά (106/23%) και αντίστοιχα την ελάχιστη στο στόμιο ή στον πυθμένα.
Ενδιαφέρον εμφανίζει το γεγονός ότι πολλοί από τους μεγάλους λάκκους, κυρίως των δύο πρώιμων στρωμάτων, εμφανίζουν τη μέγιστη διάμετρό τους στον πυθμένα, με απόκλιση από το στόμιο έως και 1,80 μ., χαρακτηριστικό που αποκλείει τη χρήση τους ως κατοικιών, υποδηλώνοντας και πάλι μη οικιστική λειτουργία του χώρου.
Το βάθος ενός λάκκου, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, λαμβάνεται από το βάθος εμφάνισης του αρχικού ορίου του, το οποίο αντανακλά και την επιφάνεια διάνοιξής του. Αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο, δεδομένου ότι αυτή χρησιμοποιείται και για τη στρωματογραφική ένταξή του και κατ’ επέκταση τη χρονολόγηση.
Το βάθος των λάκκων είναι 0,10-2,90 μ. Με στόχο την αναγνώριση πιθανών υπόγειων ή ημιυπόγειων κτισμάτων, διακρίθηκαν δύο βασικές κατηγορίες:
Κατηγορία 1η: Ρηχοί λάκκοι, βάθους έως και 1 μ. (0,10-1 μ.): 335 (72,7%)
Κατηγορία 2η: Βαθείς λάκκοι, βάθους πάνω από 1 μ. (1,05-2,90 μ.): 126 (27,3%)
Οι ρηχοί λάκκοι εμφανίζονται σε συντριπτικό ποσοστό σε όλα τα στρώματα χρήσης του χώρου, ενώ οι βαθείς είναι πολύ λιγότεροι. Στις δύο πρωιμότερες φάσεις (Δ΄, Γ΄) συναντώνται τα μεγαλύτερα ποσοστά βαθιών λάκκων, καθώς και λάκκων με βάθη μεγαλύτερα του 1,50 μ., ενώ στις δύο νεότερες (Β΄, Α΄), το ποσοστό τους μειώνεται σταδιακά, με το στρώμα Α να μην έχει κανένα λάκκο με βάθος πάνω από 1,50 μ. Κατά συνέπεια, σε σχέση με τα πιθανά κτίσματα, περισσότερες υπόγειες κατασκευές φαίνεται να κατασκευάζονται στις δύο πρώιμες φάσεις, ενώ στις νεότερες μειώνονται ή εκλείπουν.
Το σύνολο των δεδομένων των διαστάσεων δείχνει σταδιακή μείωση του βάθους και αντίστοιχη αύξηση της έκτασης των λάκκων, από τις πρωιμότερες προς τις νεότερες φάσεις.
Κατασκευαστικά χαρακτηριστικά λάκκων
Το σχήμα που εμφανίζουν οι λάκκοι σε τομή προκύπτει από το συνδυασμό των σημείων εμφάνισης της μέγιστης και ελάχιστης διαμέτρου/μήκους τους. Διακρίνονται τα παρακάτω σχήματα:
Κωδωνόσχημοι ή κυψελωτοί λάκκοι (119/25,8%), ημισφαιρικοί (206/44,7%), ωοειδείς (8/1,7 %), κυλινδρικοί (60/13%), κωνικοί (2/0,4%), επιπεδόκυρτοι (26/5,6%), άλλο σχήμα (40/8,7%).
Το βασικό σχήμα των λάκκων, που συναντάται σε υψηλά ποσοστά σε όλες σχεδόν τις φάσεις χρήσης του χώρου (εκτός της Α΄), με υψηλότερο στο στρώμα Β (60%), είναι το ημισφαιρικό. Οι κωδωνόσχημοι χαρακτηρίζουν κυρίως την αρχική φάση, ενώ το ποσοστό τους μειώνεται σταδιακά στις δύο επόμενες, για να μηδενιστεί στην τελική, ενώ οι κυλινδρικοί εμφανίζονται σε σχετικά μικρό αριθμό και παρόμοια ποσοστά σε όλες τις φάσεις. Οι επιπεδόκυρτοι, που σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι πιθανό να αποτελούν μόνο συγκεντρώσεις υλικού και όχι λάκκους, αποτελούν την κυρίαρχη κατηγορία στην τελική φάση χρήσης του χώρου, ενώ σε πολύ μικρά ποσοστά και όχι σε όλες τις φάσεις, εμφανίζονται οι κωνικοί και ωοειδείς. Οι βαθύτεροι λάκκοι είναι οι ωοειδείς και οι κωδωνόσχημοι, ενώ οι μεγαλύτεροι σε έκταση οι ημισφαιρικοί.
Σε πολλές περιπτώσεις, το αρχικό σχήμα του λάκκου τροποποιείται στη συνέχεια, είτε από ξανασκάψιμο, είτε από διάβρωση, ενώ ορισμένοι λάκκοι διαταράσσονται από άλλους νεότερους ή από τάφρους, υποδηλώνοντας συνεχή χρήση του χώρου. Αρκετοί (60) έχουν ξανασκαφτεί σκόπιμα ανάμεσα στα επεισόδια χρήσης τους ή από άλλη επιφάνεια, της ίδιας ή νεότερης χρονικής φάσης. Η μεγαλύτερη τάση επαναχρησιμοποίησης παλιότερων λάκκων ανάγεται στο στρώμα Β΄ (29,5%), ενώ η μικρότερη στο Γ΄ (2,8%). Η πρακτική αυτή, του ξανασκαψίματος και της επαναχρησιμοποίησης πρωιμότερων λάκκων, προϋποθέτει όχι μόνο δυνατότητα εντοπισμού τους – ορατότητα, αλλά και επιθυμία επαναχρησιμοποίησής τους.
Η μορφή των τοιχωμάτων των λάκκων ποικίλλει. Συναντώνται λοξά εισέχοντα ή εξέχοντα, κάθετα, καμπύλα (το μεγαλύτερο ποσοστό: 50,3%), και άλλες υποκατηγορίες.
Το σχήμα σε κάτοψη λαμβάνεται από το στόμιο. Διακρίνονται έτσι:
Κυκλικοί λάκκοι (306/66,2%), ελλειψοειδείς (117/25,3%), ασύμμετρα κυκλικοί (21/4,5%), ασύμμετροι στο πάνω μέρος (από διάβρωση), κυκλικοί στο κάτω (2/0,4%), άλλοι (16/3,5%)
Κυρίαρχο σχήμα σε όλες τις φάσεις χρήσης του χώρου είναι το κυκλικό, ενώ σε σημαντικό ποσοστό εμφανίζεται και το ελλειψοειδές. Σε όλες τις φάσεις συναντώνται επίσης λίγοι ασύμμετρα κυκλικοί λάκκοι, ενώ το ποσοστό των λάκκων με ασύμμετρο σχήμα αυξάνεται από τις πρωιμότερες προς τις νεότερες φάσεις, πιθανόν λόγω διάβρωσης.
Οι πυθμένες αναλύθηκαν ως προς τη μορφή και τη σύστασή τους.
α) Ως προς τη μορφή, μπορεί να είναι επίπεδοι (204/44,3%), κοίλοι (75/16,3%), μη ομαλοί (111/24,1%) και διάφορες άλλες υποκατηγορίες.
Οι επίπεδοι πυθμένες κυριαρχούν σε όλες τις φάσεις χρήσης του χώρου, ενώ οι ελάχιστοι που εμφανίζουν στοιχεία ερμηνείας των αντίστοιχων λάκκων ως κατασκευών, ανάγονται στη δεύτερη φάση (στρώμα Γ), υποδηλώνοντας αλλαγή στη χρήση του χώρου. Οι συγκεκριμένοι λάκκοι θα πρέπει να ταυτιστούν με υπόσκαφα κτίσματα ή υπόγειους χώρους επιφανειακών κτισμάτων. Δεν υπερβαίνουν σε διάμετρο τα 3,20 μ., ενώ στο εσωτερικό τους φέρουν 1 ή 2 βαθμίδες σκαμμένες στο φυσικό. Εντοπίζονται στο νοτιοδυτικό τμήμα του ανεσκαμμένου χώρου, συνδέοντας το χώρο ανάπτυξής τους με το όριο της τούμπας.
β) Ως προς τη σύσταση, οι περισσότεροι πυθμένες (330/71,6%) σχηματίζονται πάνω στο στρώμα του κίτρινου φυσικού πηλού της περιοχής ή σε στρώμα κίτρινου σκληρού πηλού, το οποίο διαφοροποιείται από το φυσικό μόνο ως προς τη σκληρή και ανώμαλη μορφή του, ενώ ένας μεγάλος αριθμός τους εντοπίζεται μέσα στην καστανόχρωμη επίχωση ή στην επίχωση προηγούμενων λάκκων, χωρίς μεσολάβηση στρώματος πηλού.
Διαπιστώνεται δηλαδή ότι, σε όλες τις περιπτώσεις (και των δαπέδων από κίτρινο σκληρό πηλό, που φέρουν 164 λάκκοι/24,5%), η σύσταση των πυθμένων είναι σε άμεση συνάρτηση με το βάθος σχηματισμού τους. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, δεν φέρουν ίχνη καύσης, υποδηλώνοντας ότι οι καμένες επιχώσεις μεταφέρθηκαν εκεί από άλλο χώρο.
Εσωτερική στρωματογραφία λάκκων
Σχετικά με τη στρωματογραφία τους, οι λάκκοι αναλύθηκαν ως προς τέσσερις παραμέτρους: Αριθμός επεισοδίων χρήσης, σύσταση επίχωσης, φορά στρωμάτων χρήσης και ύπαρξη ευρημάτων πάνω από το αρχικό όριο/την επιφάνεια κοπής τους.
Αριθμός επεισοδίων χρήσης: Οι λάκκοι ελέγχθηκαν ως προς τον αριθμό των επεισοδίων χρήσης, το σφράγισμα ή μη μετά από κάθε χρήση και την ύπαρξη ή όχι διάβρωσης ανάμεσα στις χρήσεις. Διαπιστώθηκαν έτσι:
α) Λάκκοι μίας χρήσης: 300 (64,9%)
Οι 95 (31,7%) είναι σφραγισμένοι και οι υπόλοιποι 205 (68,3%) ανοιχτοί. Το σφράγισμα μπορεί να είναι σκόπιμο και να έγινε αμέσως μετά τη χρήση του, ή τυχαίο και να προέκυψε από το περιεχόμενο νεότερου λάκκου ή άλλης χρήσης.
Οι λάκκοι μίας χρήσης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν συνδέεται με κάποια εναπόθεση αλλά μόνο με τη διάνοιξή τους, αποτελούν το σημαντικότερο ποσοστό και κατανέμονται σε όλα τα στρώματα χρήσης του χώρου. Χρησιμοποιήθηκαν μία φορά και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν, ενώ ορισμένοι φαίνεται να σφραγίστηκαν σκόπιμα. Το μεγαλύτερο ποσοστό σφραγισμένων λάκκων συναντάται στο αρχικό στρώμα Δ, όπου φτάνει στο 50% των λάκκων του στρώματος, ενώ στη συνέχεια, μειώνεται σταδιακά. Υποδηλώνεται και πάλι ιδιαίτερη χρήση του χώρου κατά την αρχική φάση χρήσης του, η οποία σταδιακά φαίνεται να περιορίζεται ή να αλλάζει μορφή, και παράλληλα, για έναν αριθμό λάκκων, η παραμονή του εξορυγμένου υλικού στο χώρο. Επιπλέον, η αδιατάρακτη επιφάνεια των σφραγισμένων λάκκων αντανακλά περιοδικότητα στη χρήση του χώρου.
β) Λάκκοι δύο χρήσεων: 85 (18,4%)
γ) Λάκκοι πολλών χρήσεων: 77 (16,7%)
Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, το μεγαλύτερο ποσοστό (57,6% και 70,1% αντίστοιχα) ανήκει σε λάκκους που είναι ανοιχτοί μετά από κάθε χρήση, με ή χωρίς διάβρωση των πήλινων τοιχωμάτων τους. Σημαντικό είναι επίσης το ποσοστό των λάκκων που είναι ανοιχτοί μετά την πρώτη ή ανάμεσα στις χρήσεις και σφραγισμένοι στο τέλος (32,9% και 23,4% αντίστοιχα), κάποιοι με πηλό από διάβρωση των τοιχωμάτων ανάμεσα στις χρήσεις. Υπάρχουν επίσης λάκκοι σφραγισμένοι με διαφορετική επίχωση μετά από κάθε χρήση ή μετά από ορισμένες χρήσεις.
Οι λάκκοι δύο χρήσεων κατανέμονται σε όλα τα στρώματα, με το μεγαλύτερο ποσοστό στο Γ. Οι σφραγισμένοι εμφανίζονται αυξημένοι στο αρχικό στρώμα Δ, ενώ στη συνέχεια ο αριθμός τους μειώνεται σταδιακά, στοιχείο που στηρίζει σχετικό συμπέρασμα που διατυπώθηκε για τους λάκκους μιας χρήσης.
Οι λάκκοι πολλών χρήσεων λείπουν από το νεότερο στρώμα Α, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό τους εμφανίζεται στο Γ. Καθώς ο αριθμός των επεισοδίων χρήσης αποτελεί συνήθως άμεση συνάρτηση των διαστάσεων, η κατανομή των λάκκων αυτών υποδηλώνει ότι όχι μόνο οι μεγαλύτερης χωρητικότητας λάκκοι ανάγονται στη δεύτερη φάση χρήσης του χώρου, αλλά και η ίδια η πρακτική της διάνοιξης μεγάλων λάκκων για επαναλαμβανόμενη χρήση. Και στα τρία στρώματα κυριαρχούν οι λάκκοι που είναι ανοιχτοί κατά τη διάρκεια της χρήσης τους, ενώ στο τέλος εγκαταλείπονται ή σφραγίζονται. Η επίχωση που τους σφραγίζει φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε σκόπιμα, δεδομένου ότι συνήθως υπερέχει της επιφάνειας διάνοιξής τους. Η ενέργεια αυτή, εκτός από ενδιαφέρον για το εναποτιθέμενο υλικό, υποδηλώνει παράλληλα και πρόθεση σηματοδότησης της θέσης του λάκκου, με τη δημιουργία χωμάτινου «τύμβου». Ακόμη, η συχνή παρουσία στρωμάτων πηλού από διάβρωση των τοιχωμάτων, στην περιφέρεια των μεγάλων κυρίως λάκκων, υποδηλώνει γέμισμα σε βάθος χρόνου και πρόχειρη κάλυψη κατά τη διάρκεια της χρήσης τους.
Σε σχέση με τα επεισόδια χρήσης, σημειώνουμε ακόμη ότι στο σύνολο των λάκκων αναγνωρίστηκαν και καταγράφηκαν 916 στρώματα (χρήσης, διάβρωσης ή κάλυψης), τα οποία φαίνεται να αντιστοιχούν σε 763 χρήσεις, σε χρονικό διάστημα 400 και πλέον ετών, που χρησιμοποιήθηκε το συγκεκριμένο τμήμα του οικισμού.
Η σύσταση της επίχωσης των λάκκων, η οποία διαφοροποιείται συνήθως με σαφήνεια από την υπόλοιπη τομή, μπορεί να είναι ομοιόμορφη ή διαφοροποιημένη κατά στρώμα. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε να διακριθεί σε δύο κατηγορίες, με υπολείμματα καύσης ή χωρίς.
Επίχωση με υπολείμματα καύσης περιέχουν 176 λάκκοι (38,1%) και συνολικά 275 επεισόδια χρήσης (36%), ενώ χωρίς υπολείμματα καύσης 286 λάκκοι (61,9%) και συνολικά 488 επεισόδια χρήσης (64%).
Οι περισσότεροι λάκκοι περιέχουν σε όλα τα στρώματά τους καστανόχρωμη ή καστανόγκριζη επίχωση, χωρίς υπολείμματα καύσης ή διαλυμένο ψημένο πηλό, ενώ πολλοί εμφανίζουν διαφοροποίηση κατά στρώμα. Οι λάκκοι με υπολείμματα καύσης συνδέονται κυρίως με τα δύο πρωιμότερα στρώματα, Δ και Γ. Σε κανέναν όμως από αυτούς δεν παρατηρήθηκαν τοιχώματα που να έχουν υποστεί την επίδραση της φωτιάς, ένδειξη μεταφοράς της καμένης επίχωσης από άλλη περιοχή του οικισμού. Μερικοί λάκκοι φαίνεται να γέμισαν ολόκληροι ή μόνο στο βαθύτερο τμήμα τους, με υλικά διάβρωσης, υποδηλώνοντας ότι ο λόγος διάνοιξής τους συνδέεται ίσως με την απόληψη πηλού, ενώ το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν δευτερογενώς ως απορριμματικοί, παρά τις μεγάλες διαστάσεις ορισμένων, στηρίζει την υπόθεση της διαφοροποίησης των λάκκων ως προς τη χρήση τους, η οποία φαίνεται να ήταν εξαρχής προσδιορισμένη. Παράλληλα, η συγκέντρωσή τους σε συγκεκριμένη περιοχή υποδηλώνει διαφοροποίηση στη χρήση του χώρου.
Τα στρώματα εμφανίζουν διαφοροποίηση στην κλίση και στη μορφή τους, καθώς μπορεί να καλύπτουν όλο το λάκκο ή ένα τμήμα του μόνο στους πολύ μεγάλους και να έχουν κάθετη ή οριζόντια διάταξη. Ο τρόπος εναπόθεσης του υλικού ‒φορά στρωμάτων χρήσης‒ υποδηλώνει την κατεύθυνση από την οποία προήλθε και τη σχέση του με το χώρο μέσα και έξω από το λάκκο. Σε λάκκους με περισσότερα από ένα στρώματα, η φορά του αρχικού επηρεάζει συνήθως και διαμορφώνει ανάλογα αυτήν των νεότερων στρωμάτων, η οποία μπορεί να είναι ομοιόμορφη ή να διαφοροποιείται.
Έτσι, η επιφάνεια της επίχωσης των λάκκων, μπορεί να είναι επίπεδη (344 λάκκοι/74,5%), κυρτή (54 λάκκοι/11,7%) ή με κλίση, η οποία υποδεικνύει την πλευρά από την οποία εναποτέθηκε η επίχωση.
Η παρουσία αρχαιολογικού υλικού πάνω από το αρχικό όριο των λάκκων, το οποίο δεν μπορεί να συνδεθεί με νεότερη χρήση τους, υποδηλώνει πιθανόν λάκκους που καλύπτονταν από «τυμβοειδή» επίχωση, η οποία υποδήλωνε τη θέση τους. Οι λάκκοι αυτοί κατανέμονται σε όλα στα στρώματα χρήσης του χώρου, με σημαντικό ποσοστό στο στρώμα Γ.
Περιεχόμενο
Μεγάλη διαφοροποίηση εμφανίζουν οι λάκκοι ως προς το περιεχόμενό τους, το οποίο δείχνει να προσδιορίζει σε σημαντικό βαθμό και τη χρήση τους.
Βασικό περιεχόμενο: Ορίστηκαν έτσι οι μεγάλες ποσότητες υλικού.
Κυρίαρχη κατηγορία αποτελεί η κεραμική (σημ. 2):
Ακέραια αγγεία περιέχουν 17 λάκκοι (3,7%), μεγάλα μέρη αγγείων 66 (14,3%), όστρακα πολλά και μεγάλα, πολλά από τα οποία συνανήκουν, 313 (67,7%), και όστρακα λίγα και μικρά 117 (25,3%).
Τα λιγοστά ολόκληρα αγγεία συνδέονται κυρίως με τα δύο αρχικά στρώματα χρήσης του χώρου (Δ, Γ), ενώ οι δύο επόμενες κατηγορίες κυρίως με το στρώμα Γ. Παράλληλα, σε όλα υπάρχει ένας αριθμός λάκκων με λίγη έως ελάχιστη κεραμική.
Η κεραμική της θέσης είναι ομοιογενής. Αντιπροσωπεύονται αγγεία μικρής ή μεγάλης χωρητικότητας, σε αξιοσημείωτη ποικιλία σχημάτων και κατηγοριών. Τα δεδομένα της συντήρησης δείχνουν ότι το περιεχόμενο κάθε λάκκου ή επεισοδίου χρήσης σχηματίστηκε σε διαφορετική χρονική στιγμή και συνδέεται με διαφορετικό γεγονός, ενώ η έλλειψη κεραμικού υλικού έξω από τους λάκκους υποδηλώνει σχηματισμό και μεταφορά του από άλλη περιοχή του οικισμού.
Κυρίαρχη διαγνωστική κατηγορία, αποτελεί η μελανοστεφής κεραμική, με δίχρωμη ή τρίχρωμη εξωτερική επιφάνεια και γκρίζα έως καστανοκόκκινη εσωτερική. Τα σχήματα είναι κυρίως τροπιδωτά, φιάλες με επίπεδη βάση ή με ψηλό κωνικό πόδι, σκύφοι, μικρά κλειστά αγγεία, μικρά και μεγάλα αποθηκευτικά δοχεία, ενώ αρκετές είναι οι κωνικές φιάλες. Αξιοσημείωτα και μοναδικά για τον ευρύτερο χώρο, είναι τα μελανοστεφή πιθάρια, τα οποία όμως διατηρούν μόνο το πάνω μισό τους, υποδηλώνοντας παραμονή του υπόλοιπου τμήματος στο χώρο χρήσης τους, όπου φαίνεται να ήταν τοποθετημένα σε λάκκους εντός των δαπέδων. Σημαντική κατηγορία (το μεγαλύτερο ποσοστό) αποτελεί η μονόχρωμη, λειασμένη κεραμική, σε χρώματα γκρίζα έως καστανοκόκκινα: Φιάλες, λεκανίδες, πιθοειδή αγγεία αλλά και κλειστά στον τύπο του «αμφορέα» με ώμο ή χωρίς, αποτελούν τους συνηθέστερους τύπους. Αναγνωρίστηκαν επίσης αρκετά όστρακα από αγγεία τύπου «ταψιού», καθώς και πώματα αγγείων. Η διακοσμημένη κεραμική είναι ελάχιστη.
Το ζωοαρχαιολογικό υλικό (σημ. 3), αποτελεί το δεύτερο σε ποσότητα αρχαιολογικό υλικό της ανασκαφής. Συναντάται σε μικρές ή μεγάλες ποσότητες σε 410 λάκκους, ενώ λείπει από τους υπόλοιπους 52. Διακρίνονται οι παρακάτω ομάδες υλικού:
Ταφές ολόκληρων ζώων συναντώνται σε 3 λάκκους (0,6%: δύο ταφές σκύλων στους λάκκους αα 76 και 110, και 3 ταφές κατσικιών στο λάκκο αα 225), ταφές τμημάτων ζώων (κρανία ή μεγάλα τμήματα κατσικιών και ενός γουρουνιού), σε 4 λάκκους (0,9%), οστά ζώων σε μεγάλη ποσότητα, σε 252 λάκκους (54,5%), και σε μικρή, σε 158 λάκκους (34,2%).
Οι ταφές ζώων ή τμημάτων τους, αλλά και οι λάκκοι με τις μεγαλύτερες ποσότητες οστών ζώων ανάγονται στα δύο πρώιμα στρώματα, Δ και Γ, υποδηλώνοντας και πάλι κάποια ιδιαίτερη χρήση του χώρου. Τα υπόλοιπα ευρήματα των στρωμάτων που τα περιέχουν (συνήθως μεγάλη ποσότητα κεραμικής, οστών ζώων και λίθινων εργαλείων), υποδηλώνουν χωρική σύνδεση των συνόλων με τον οικιστικό χώρο του οικισμού.
Ο μικρός αριθμός των ταφών ζώων μάς υποχρεώνει να τις συνδέσουμε με λίγα και ίσως εξαιρετικά γεγονότα της νεολιθικής κοινότητας. Εκτιμούμε ότι θα πρέπει να ιδωθούν στο πλαίσιο της τελετουργικής δραστηριότητάς της και να ερμηνευτούν ως αιματηρές θυσίες κατά τη διάρκεια ταφικών τελετών, αλλά και τελετουργιών που συνδέονται με την ολοκλήρωση του κύκλου ζωής των κτισμάτων ή με άλλα πιο κοσμικά γεγονότα (εορτές). Οι σχετικές τελετουργίες φαίνεται να περιελάμβαναν προσφορές ολόκληρων ζώων ή τμημάτων τους, πιθανότατα σε συνδυασμό με κατανάλωση μέρους του προσφερόμενου κρέατος από τους συμμετέχοντες σε αυτές. Με όμοιες τελετουργίες πρέπει να συνδεθούν και οι μεγάλες ποσότητες οστών ζώων, οι οποίες υποδηλώνουν σύγχρονη σφαγή πολλών ζώων, που δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της καθημερινής οικιακής κατανάλωσης.
Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα (ψημένο πηλό) από ανωδομή (κυρίως) ή δάπεδα (σπάνια) κτισμάτων, έδωσαν 154 λάκκοι (33,3%).
Οι περισσότεροι εντοπίζονται στο στρώμα Γ, ενώ σε σχέση με το σύνολο των λάκκων κάθε στρώματος, το μεγαλύτερο ποσοστό ανάγεται στο στρώμα Α, οπότε φαίνεται να έχουμε πιο εντατική χρήση του χώρου για εναπόθεση μεγάλων ποσοτήτων ψημένου πηλού από κατεστραμμένα κτίσματα και πιθανόν πιο εκτεταμένη χρήση του πηλού στις κατασκευές.
Τα σχετικά δεδομένα δείχνουν ότι σε όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού, χρησιμοποιούνται οι ίδιες οικοδομικές τεχνικές, με βασικά υλικά τον πηλό και το ξύλο. Κατασκευάζονται σταθερά πασσαλόπηκτα κτίσματα με πήλινα δάπεδα. Χρησιμοποιούνται πάσσαλοι, ποικίλων διαμέτρων αλλά και σανίδες, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για κατασκευή και διώροφων κτηρίων. Το υλικό στο σύνολό του φέρει ίχνη καύσης, υποδηλώνοντας καταστροφή των κτισμάτων από φωτιά. Το ενδεχόμενο του σκόπιμου και ελεγχόμενου καψίματος των οικημάτων στο τέλος του κύκλου ζωής τους, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί.
Η πρακτική της εναπόθεσης σημαντικών ποσοτήτων ψημένου πηλού στο εσωτερικό λάκκων, κάποιοι από τους οποίους δείχνουν να ανοίχτηκαν ειδικά για το σκοπό αυτό, ιδιαίτερα στις δύο νεότερες φάσεις, ήταν σε χρήση από την αρχή και καθ’ όλη τη διάρκεια χρήσης του συγκεκριμένου χώρου. Η αναγκαιότητα που υπαγόρευε στους κατοίκους να απομακρύνουν από το χώρο κατοίκησης μέρος των καμένων αρχιτεκτονικών καταλοίπων και να τα εναποθέτουν σε λάκκους, πρέπει να αναζητηθεί στο ιδεολογικό πεδίο.
Εκτός από τις παραπάνω ομάδες ευρημάτων, καταγράφηκαν λάκκοι που περιέχουν συγκεντρώσεις λίθων, στις δύο νεότερες φάσεις, ή άλλων υλικών, τα οποία παραπέμπουν σε εργαστηριακή χρήση τμήματος του χώρου, κατά τις πρώιμες φάσεις.
Επιπλέον, στο περιεχόμενο ορισμένων λάκκων συμπεριλαμβάνονται και ανθρώπινα οστά, ενώ δεν λείπουν οι κανονικές ταφές (σημ. 4), που συναντώνται σε δύο από αυτούς, ευρήματα που τους προσδίδουν ταφικό χαρακτήρα (σημ. 5).
Το αρχαιοβοτανικό υλικό (σημ. 6) της θέσης είναι λίγο και συνδέεται κυρίως με απορρίμματα επεξεργασίας. Σε ελάχιστους λάκκους βρέθηκαν καμένοι σπόροι, με εντυπωσιακή την περίπτωση του λάκκου αα 314, στον οποίο βρέθηκε πιθάρι γεμάτο με καμένους σπόρους λαθουριού. Το αγγείο με το περιεχόμενό του είχε απορριφθεί εκεί μετά την καταστροφή από φωτιά του κτίσματος που το περιείχε.
Τρόποι συνδυασμού βασικού περιεχομένου λάκκων
Σε σχέση με το βασικό περιεχόμενο, διαπιστώνεται κυριαρχία των λάκκων που περιέχουν μεγάλη ποσότητα κεραμικής, ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό αυτών με μεγάλη ποσότητα ζωοαρχαιολογικού υλικού, σε αντίθεση με τους λάκκους που περιέχουν μεγάλη ποσότητα ψημένου πηλού. Η κατανομή τους στα τέσσερα στρώματα χρήσης του χώρου, δίνει για το νεότερο στρώμα Α κυριαρχία των λάκκων με κεραμική και ψημένο πηλό και για τα τρία πρωιμότερα, των λάκκων με κεραμική και οστά.
Το βασικό περιεχόμενο εμφανίζει τους παρακάτω συνδυασμούς:
Λάκκοι με μεγάλη ποσότητα κεραμικής, ζωοαρχαιολογικού υλικού και ψημένου πηλού: 72 (15,6%),
Λάκκοι με μεγάλη ποσότητα κεραμικής και ζωοαρχαιολογικού υλικού: 250 (54,1%),
Λάκκοι με μεγάλη ποσότητα κεραμικής και ψημένου πηλού: 86 (18,6%),
Λάκκοι με μεγάλη ποσότητα ζωοαρχαιολογικού υλικού και ψημένου πηλού: Δεν υπάρχουν.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, τα μεγαλύτερα ποσοστά ανάγονται στο στρώμα Γ. Οι συνδυασμοί αυτοί υποδηλώνουν ιδιαίτερες συνδέσεις και αποκλεισμούς υλικών και αντικειμένων, όχι μόνο κατά την εναπόθεση, με τον υποδηλούμενο διαχωρισμό απορριμμάτων, αλλά και στην προεναποθετική δραστηριότητα, αντανακλώντας ποικίλες και διαφορετικές πηγές προέλευσης και τρόπους σχηματισμού του περιεχομένου των λάκκων.
Μικροευρήματα
Κυρίαρχη κατηγορία μικροευρημάτων είναι οι μυλόλιθοι (462, τμήματα ή ακέραια, ανάμεσά τους και κάποια ακόνια), ενώ ακολουθούν τα δείγματα πετρωμάτων (τα περισσότερα υποπροϊόντα τριπτής λιθοτεχνίας). Σε σημαντικό αριθμό ανέρχονται επίσης τα λίθινα τριπτά εργαλεία, με κόψη (431: πελέκεις, αξίνες, σμίλες, σφυριά) ή χωρίς (362: διαμορφωμένα εργαλεία ή φυσικές κροκάλες και βότσαλα με ίχνη χρήσης). Ο συνολικός αριθμός των καταγραμμένων προϊόντων τριπτής λιθοτεχνίας ανέρχεται στα 2.699 αντικείμενα (σημ. 7) (εικ. 2).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει η χωρική κατανομή των 22 ακέραιων ή σχεδόν ακέραιων μυλόλιθων, καθώς αυτοί δεν προέρχονται από λάκκους που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως κτίσματα (κατοικίες ή χώροι εργασίας), αλλά από μικρότερους, στους οποίους φαίνεται να κατέληξαν είτε ως απορρίμματα (οι 12) μαζί με άλλα κατακερματισμένα αντικείμενα, είτε ως αντικείμενα σκόπιμης εναπόθεσης (οι 10), μαζί με σύνολα μικρογραφικών αγγείων και οστών ζώων (σε μία περίπτωση και ανθρώπινου), στο πλαίσιο κάποιας τελετουργίας. Τα δεδομένα αυτά, μοναδικά για τον ελλαδικό και ευρύτερο χώρο, βεβαιώνουν ότι ο μυλόλιθος πέρα από τον πρακτικό του ρόλο στο πλαίσιο της οικονομίας, συμμετείχε και σε μια σειρά πράξεων και γεγονότων ιδεολογικού περιεχομένου, πιθανόν λόγω της σημαντικής συμβολής του στην οικονομία του οικισμού.
Αρκετά είναι τα εργαλεία πυριτόλιθου ή χαλαζία, όπως και τα υποπροϊόντα κατεργασίας τους, κυρίως του χαλαζία. Καταγράφηκαν 1037 προϊόντα απολεπισμένου λίθου, τα 638 εργαλεία (62%).
Τα αντικείμενα από πηλό είναι λίγα σε αριθμό, με κυρίαρχη την κατηγορία των μικρογραφικών αγγείων, τα οποία σε 15 λάκκους αποτελούν το βασικό περιεχόμενό τους, καθώς συναντώνται σε ομάδες, σε ορισμένες μαζί με αγγεία κανονικών διαστάσεων (εικ. 3).
Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της ανασκαφής, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω σε σχέση με τους μυλόλιθους. Μέχρι τώρα, καταγράφηκαν 105 μικρογραφικά αγγεία, με σαφή υπεροχή της φιάλης, και 30 πόδια τραπεζών, με αναμενόμενη αύξηση του τελικού αριθμού. Τα αγγεία είναι πρόχειρα κατασκευασμένα, με υποτυπώδη εσωτερικό χώρο.
Η ιδιαιτερότητα και η σημασία των μικρογραφικών αγγείων της Κρεμαστής έγκειται στο γεγονός ότι βρέθηκαν σε κάποιους από τους χώρους του τελικού προορισμού τους, επιβεβαιώνοντας την πιθανολογούμενη από την έρευνα σχέση τους με τελετουργική δραστηριότητα. Τα αγγεία δείχνουν να έχουν χρησιμοποιηθεί για προσφορά ξηράς τροφής. Η προσφορά περιελάμβανε ακόμη κρέας (κάτι που παραπέμπει σε αιματηρές θυσίες) αλλά και μυλόλιθους (πιθανόν για το άλεσμα των προσφερόμενων καρπών), ενώ σε μια περίπτωση (λάκκος αα 387) και ένα ανθρώπινο οστό. Η βεβαιωμένη από την έρευνα σχέση μικρογραφικών αγγείων και χώρων αποθήκευσης και μαγειρέματος της τροφής, θα μπορούσε να μας κατευθύνει σε ειδικές συμβολικές πρακτικές, σχετικά με τη διασφάλιση και τον πολλαπλασιασμό της τροφής. Η παρουσία όμως του ανθρώπινου οστού παραπέμπει σε ταφικές τελετουργίες σε σχέση με τους πρόσφατους νεκρούς (ανακομιδές) ή με τους προγόνους της κοινότητας. Σημαντική είναι επίσης η διαπίστωση ότι όλα σχεδόν τα σύνολα σχηματίζονται όχι μόνο από ολόκληρα αλλά και από μέρη ή όστρακα αγγείων, ενώ τα σκόπιμα χτυπήματα στην επιφάνειά τους υποδηλώνουν τη μεγάλη σημασία της πρακτικής του σπασίματος στις διάφορες τελετουργίες του οικισμού, στηρίζοντας τη σχετική θεωρία η οποία διατυπώθηκε για τη νεολιθική Νοτιοανατολική Ευρώπη (σημ. 8). Τέλος, η διαφοροποίηση στην τεχνολογία των επιμέρους συνόλων υποδηλώνει σύνδεση με διαφορετικές κοινωνικές ομάδες ή νοικοκυριά και ίσως με διαφορετικούς οικιστικούς πυρήνες ή οικισμούς (σημ. 9).
Ανάμεσα στα πήλινα ευρήματα, συγκαταλέγονται 8 πήλινες σφραγίδες (εικ. 4), 38 τμήματα ανθρωπόμορφων ειδωλίων (πήλινων κυρίως ή λίθινων, τα περισσότερα σχηματοποιημένα) (εικ. 5) και 40 ζωόμορφων (αυτοτελή ειδώλια βοοειδών ή αιγοπροβάτων, πτηνόμορφες κεφαλές ή κεφάλια τετράποδων προσαρτημένα σε σκεύη, και τμήματα από ζωόμορφα αγγεία, ανάμεσά τους ένα κεφάλι γουρουνιού) (εικ. 6). Σε σχέση με την ερμηνεία των ειδωλίων, τα δεδομένα της Κρεμαστής οδηγούν στη σύνδεση των ανθρωπόμορφων με τον οικιακό χώρο και την πιθανή χρήση τους σε τελετουργίες, ενώ των ζωόμορφων, με παρόμοια χρήση, αλλά σε διαφορετικό πλαίσιο. Διαφαίνεται ακόμη ιδεολογική σύνδεση ζωόμορφων ειδωλίων (βοοειδών), ομοιωμάτων κτισμάτων (ή αρχιτεκτονικής) και μικρογραφικών αγγείων ‒ ίσως και μυλόλιθων.
Από τα σημαντικότερα ευρήματα της Κρεμαστής, ένα ομοίωμα διώροφου κτίσματος (σημ. 10). Οι μεγάλες διαστάσεις του, ο τύπος που αναπαριστά, η καλή κατάσταση διατήρησης και οι κατασκευαστικές του λεπτομέρειες το καθιστούν μοναδικό μέχρι σήμερα στον ελλαδικό αλλά και τον ευρύτερο χώρο. Αναπαριστά δρομικό κτίσμα, ορθογώνιας κάτοψης, διώροφο, με δίρριχτη στέγη. Το ομοίωμα δεν έχει έδαφος. Ο ισόγειος χώρος φέρει 4 ανοίγματα-πόρτες, από μία στο μέσο κάθε πλευράς. Ο όροφος φέρει μία είσοδο, αψιδωτή, στο μέσο της μίας στενής πλευράς, μπροστά από την οποία σχηματίζεται στενό προστώο. Σχετικά με τη λειτουργία των ομοιωμάτων, η έρευνα τα αντιμετωπίζει ως αναθήματα, και ως ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη «δημοσίων» κτιρίων, ως αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε τελετουργίες σχετικές με το σπιτικό (κατασκευή, επισκευή, επανακατοίκηση) ή ως ομοιώματα ιερών (εικ. 7).
Ένα αμφικωνικό σφοντύλι και πολλά αποστρογγυλεμένα όστρακα με διάτρηση – σφοντύλια–, υποδηλώνουν την άσκηση της υφαντικής τέχνης στον οικισμό.
Από τα υπόλοιπα ευρήματα, υπερέχουν τα όστρεα χωρίς ίχνη επεξεργασίας, τα οστέινα εργαλεία (118), και τα κοσμήματα από όστρεο (415 (σημ. 11), από τα οποία τα 128 συνδέονται με οικιστικά σύνολα, ενώ τα 287 με τις ταφές καύσεων).
Ιδιαίτερης σημασίας ευρήματα αποτελούν οι 4 οστέινοι αυλοί (εικ. 8). Είναι τύπου «σωλήνα», ενώ έχουν κατασκευαστεί από ανθρώπινο οστό (σημ. 12). Οι δύο από αυτούς διατηρούνται σχεδόν ακέραιοι, ενώ ο ένας φέρει εγχάρακτο σύμβολο (σημ. 13). Τα ευρήματα αυτά εκτός του ότι επιβεβαιώνουν την ανάπτυξη της μουσικής τέχνης κατά τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο στην περιοχή της Κίτρινης Λίμνης, και ιδιαίτερα στον συγκεκριμένο οικισμό, στο πλαίσιο τελετουργιών, αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη μορφή των νεολιθικών αυλών και τη μουσική τέχνη γενικότερα, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην προώθηση της έρευνας για τις αρχές της μουσικής, ως πνευματικής έκφρασης του ανθρώπου.
Σε σχέση με τη χρονολόγηση των μικροευρημάτων, δεν παρατηρούνται μεταξύ των στρωμάτων ουσιώδεις διαφοροποιήσεις. Αξιοσημείωτη, η συχνότερη παρουσία ανθρωπόμορφων και ζωόμορφων ειδωλίων σε λάκκους των δύο πρώιμων στρωμάτων, καθώς και η σύνδεση του διώροφου ομοιώματος κτίσματος με το στρώμα Γ (λάκκος αα 296). Τα μικρογραφικά αγγεία, όπως και οι λάκκοι προέλευσής τους, εμφανίζονται αυξημένα στις φάσεις Γ΄ και Β΄, χωρίς να λείπουν από τις άλλες δύο, υποδηλώνοντας μια ανοδική αρχικά πορεία και μια κάμψη στη χρήση τους κατά την τελική φάση χρήσης του χώρου.
Σε σχέση με την κατάσταση διατήρησης των μικροευρημάτων, σε κάθε περίπτωση το ποσοστό των σπασμένων αντικειμένων υπερβαίνει αυτό των ακέραιων, φτάνοντας έως και το 90% σε κάποιες κατηγορίες, βεβαιώνοντας ότι οι λάκκοι (όπως και οι τάφροι) γέμισαν με «απορρίμματα». Ωστόσο, η συνύπαρξή τους με ακέραια ή/και αχρησιμοποίητα αντικείμενα, υποδηλώνει ότι πρόκειται για σύνολα που σχηματίστηκαν με βάση άλλα κριτήρια και όχι αυτό της καταλληλότητας ή μη για χρήση. Επιπλέον, η σύνθεση των συνόλων υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται για απορρίμματα που προέκυψαν από την καθημερινή δραστηριότητα των κατοίκων, αλλά πιθανόν από περιοδικό καθαρισμό (πραγματικό ή/και τελετουργικό) χώρων, κατοικιών και εργαστηρίων, στηρίζοντας σημαντικά την υπόθεση της σκόπιμης καταστροφής αντικειμένων-«θανάτου», κατά τη διάρκεια τελετουργιών.
Σύγκριση δεδομένων μικρών και μεγάλων λάκκων
Η αναγνώριση ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ανεσκαμμένου χώρου κάποιων κατασκευών με χαρακτηριστικά που να παραπέμπουν σε κατοικίες, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ταύτιση του ανασκαμμένου τμήματος του οικισμού με χώρο κατοίκησης. Προς την κατεύθυνση αυτή και με δεδομένο ότι ο χώρος που καταλαμβάνει μια κατασκευή μέσα σε ένα δομημένο κοινωνικό περιβάλλον υπαγορεύεται και απηχεί πρωτίστως τις λειτουργικές ανάγκες που αυτή θα πρέπει να εξυπηρετεί, προχωρήσαμε σε μια συγκριτική μελέτη του συνόλου των δεδομένων των μικρών και μεγάλων λάκκων, έτσι όπως αυτοί ορίστηκαν με βάση τη μέγιστη διάμετρό τους.
Σύμφωνα με τα βιβλιογραφικά δεδομένα, βασική διάσταση ενός λάκκου για την ταύτισή του με κατοικία, με χώρο δηλαδή κατάλληλο για τη διαβίωση μιας ομάδας ανθρώπων, αποτελεί η έκτασή του, η οποία πρέπει να υπερβαίνει τα 2 μ. Το βάθος των λάκκων συνδέεται με τη μορφή των κτισμάτων, ενώ τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά τους αποτελούν δευτερεύουσες παραμέτρους, συνδεδεμένες τόσο με την αρχική τους χρήση όσο και με δευτερογενείς, διαφοροποιημένες λειτουργίες τους.
Η σχετική ανάλυση έδειξε την παρουσία δύο μεγάλων λάκκων, στο νοτιοδυτικό τμήμα του χώρου, οι οποίοι θα μπορούσαν να συνδεθούν με ημιυπόγειες και υπόγειες κατασκευές, βοηθητικής ή εργαστηριακής λειτουργίας, αναγόμενες στη δεύτερη φάση χρήσης του χώρου.
Από τη σύγκριση του περιεχομένου, προέκυψε σύνδεση όλων των λάκκων με εναπόθεση υλικών και αντικειμένων παρόμοιων πηγών προέλευσης, με τελετουργική δραστηριότητα διαφορετικού ή όμοιου χαρακτήρα, αλλά και με ανθρωπολογικά κατάλοιπα.
Τέλος, διερευνήθηκε η σχέση σχήματος και περιεχομένου, με βάση το μέγεθος των λάκκων (μικροί-μεγάλοι) και σε σχέση με τη χρονολόγηση, με στόχο την επισήμανση πιθανών διαφοροποιήσεων στο περιεχόμενο σε σχέση με το σχήμα, και στα χαρακτηριστικά του κάθε σχήματος σε σχέση με τη χρονολόγηση. Οι τυχόν διαφοροποιήσεις θα μπορούσαν να αντανακλούν ή να προκύπτουν από ιδιαίτερες διαφορετικές και πιθανόν προκαθορισμένες χρήσεις των σχημάτων των λάκκων.
Από την ανάλυση αυτή προέκυψε διαφοροποίηση στο περιεχόμενο των λάκκων ανάλογα με το σχήμα. Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποστηρίξουμε τη διαφοροποίηση στη χρήση των λάκκων με βάση το σχήμα, και να θέσουμε την παράμετρο αυτή στη βάση της ερμηνευτικής τους προσέγγισης. Η κύρια διάκριση είναι ανάμεσα σε ανοιχτά και κλειστά σχήματα. Τα ανοιχτά υποδηλώνουν περισσότερο σύνδεση με κτίσματα και εναπόθεση υλικού (ημισφαιρικοί λάκκοι, κάποιοι κυλινδρικοί αλλά και οι επιπεδόκυρτοι) αλλά και με θέσεις απόληψης πηλού ή στήριξης μεγάλων αγγείων, ίσως όχι από πηλό (κυλινδρικοί κυρίως λάκκοι και ίσως οι κωνικοί). Τα κλειστά (κωδωνόσχημοι και ωοειδείς λάκκοι) συνδέονται σε σημαντικό βαθμό με ταφές ανθρώπων ή ζώων και γενικά με εναπόθεση υλικού, το οποίο (όπως και στα άλλα σχήματα) φαίνεται να σχηματίστηκε όχι τόσο από την καθημερινή δραστηριότητα των κατοίκων, αλλά κατά τη διάρκεια γεγονότων περιοδικού χαρακτήρα και ιδιαίτερης σημασίας για την κοινότητα. Αντανακλώνται τελετουργίες ταφικού ή πιο κοσμικού χαρακτήρα, καθώς και τελετές γύρω από το παλιό και νέο σπιτικό (καταστροφή με φωτιά, ισοπέδωση των καταλοίπων, εναπόθεση ενός μέρους τους σε λάκκους, κτίσιμο της νέας κατοικίας στη θέση της παλιάς). Το μέγεθος των λάκκων δεν παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία τους, αλλά πιθανότατα αντανακλά άλλες παραμέτρους της νεολιθικής κοινωνίας, σχετικές με τις κοινωνικές ομάδες εργασίας και χρήσης τους ή τον διαθέσιμο χρόνο μεταξύ γεγονότος και εναπόθεσης, εάν δηλαδή η εναπόθεση γινόταν στο πλαίσιο προγραμματισμένης ή έκτακτης (τελετουργικής) δραστηριότητας.
Σύγκριση των δεδομένων των λάκκων της Κρεμαστής με τα δεδομένα του ελλαδικού και ευρύτερου χώρου
Ο μεγάλος αριθμός των λάκκων της Κρεμαστής και η ανυπαρξία επιφανειακών οικημάτων στο ανεσκαμμένο τμήμα του οικισμού, σε συνδυασμό με την παρουσία κάποιων μικρών υπόσκαφων κτισμάτων, αποτελούν δύο βασικά χαρακτηριστικά της θέσης τα οποία, ανεξάρτητα από τον τύπο του οικισμού ή τη μορφή των κτισμάτων στο υπόλοιπο μη ανεσκαμμένο τμήμα του, μας υποχρεώνουν να αναζητήσουμε συγκριτικό υλικό στο ευρύ πλέγμα των οικισμών του βορειοελλαδικού χώρου που χαρακτηρίζονται από λάκκους.
Ανάλογα ευρήματα, του β΄ μισού της 6ης και των αρχών της 5ης π.Χ. χιλιετίας, προέρχονται από τους επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την πρώιμη φάση του Μακρύγιαλου, της Σταυρούπολης και του Προμαχώνα, αλλά και από τον οικισμό της Γαλήνης στη Θεσσαλία.
Στο στενό περίγυρο της Κρεμαστής, στην περιοχή δηλαδή της Κίτρινης Λίμνης και της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα, αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Δυτικής Μακεδονίας, δεν αποκαλύφθηκαν μέχρι σήμερα οικισμοί που να χαρακτηρίζονται από λάκκους. Τα ανασκαφικά δεδομένα της περιοχής, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον οικισμό του Κλείτου, όπου επίσης αποκαλύφθηκε ζώνη με λάκκους εκτός του οικισμού (σημ. 14), δείχνουν κατασκευή επιφανειακών οικημάτων και σύνδεση της πρακτικής διάνοιξης λάκκων με βοηθητικές κατασκευές, με τις κατασκευαστικές τεχνικές των οικημάτων και με λειτουργίες διαφορετικού χαρακτήρα από την κατοίκηση.
Παρόμοια, και οι οικισμοί του βαλκανικού χώρου, ιδιαίτερα των περιοχών που γειτνιάζουν με τη Δυτική Μακεδονία, την περίοδο αυτή δεν χαρακτηρίζονται από λάκκους.
Ερμηνεία των λάκκων της Κρεμαστής
Με βάση το σύνολο των δεδομένων, προτείνουμε τη διαφοροποίηση στη χρήση των λάκκων της Κρεμαστής, την προκαθορισμένη λειτουργία τους (σύνδεση κατασκευής-περιεχομένου), την περιορισμένη δευτερογενή χρήση τους (ο χαρακτήρας της οποίας είναι δυνατό να υποκρύπτει ιδεολογικές συνδέσεις με την αρχική) και τη σύνδεσή τους με μια σειρά μη οικιστικών δραστηριοτήτων.
Μέσα από τα ευρήματα αντανακλώνται χρήσεις όπως η εναπόθεση των ποικίλων απορριμμάτων της θέσης (τα οποία φαίνεται να προέκυπταν κυρίως από δραστηριότητες περιοδικού χαρακτήρα, όπως η ανακαίνιση οικημάτων και η ισοπέδωση των καταλοίπων των κατεστραμμένων κτισμάτων), των καταλοίπων της τελετουργικής δραστηριότητας των κατοίκων της (οι οποίες είχαν ταφικό ‒στο πλαίσιο δευτερογενών ταφών πρόσφατων νεκρών ή τελετών σχετικά με τους προγόνους‒ ή πιο κοσμικό χαρακτήρα – διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις της κοινότητας) και η ταφή των νεκρών (πρωτογενής ή δευτερογενής), ενώ έμμεσα υποδηλώνεται και η απόληψη πηλού για τις κατασκευές. Τα διαπιστωμένα κτίσματα είναι λίγα, ενώ με πιθανές κατασκευές θα μπορούσαν να συνδεθούν λίγοι ακόμα λάκκοι, διάσπαρτοι ή σε συστάδες σε όλο το χώρο. Η μικρή έκτασή τους, τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά τους, η απουσία εστιών, καθώς και διαμορφωμένων δαπέδων, αντανακλούν εποχική χρήση, για διάφορες εργασίες, ενώ δεν αποκλείεται περιστασιακή χρήση για διαβίωση μικρής ομάδας ατόμων. Παράλληλα, κάποιες συστάδες λάκκων θα μπορούσαν να αποτελούν θέσεις στήριξης αγγείων, ίσως από φθαρτά υλικά.
Οι χρήσεις αυτές συνδέονται συνήθως με διαφορετικούς λάκκους, υποδηλώνοντας διαφοροποίηση στην εναπόθεση (με χωρικό διαχωρισμό, πιθανότατα και ιδεολογικό, των διάφορων θεμάτων του υλικού πολιτισμού και των δραστηριοτήτων που αντανακλώνται) αλλά και στη χρήση του συγκεκριμένου χώρου. Σημαντικός είναι ωστόσο ο αριθμός των λάκκων με περισσότερες από μία χρήσεις, υποδηλώνοντας συνύπαρξη καταλοίπων από διαφορετικές δραστηριότητες. Επιπλέον, η συνύπαρξη όλων στην ίδια περιοχή του οικισμού υποδηλώνει ιδεολογική συγγένεια μεταξύ τους, η οποία συνδέει χωρικά δραστηριότητες όπως η απόρριψη ή εναπόθεση των ποικίλων «απορριμμάτων» της θέσης, η προσφορά τροφής (πιθανόν) μέσω εναπόθεσης στο έδαφος, οι ταφές των νεκρών, η αποθήκευση και η απόληψη πηλού για τις κατασκευές, καθώς και τα σχετικά με τις δραστηριότητες αυτές κτίσματα, όπως εργαστήρια, χώρους εργασίας, αποθήκευσης ίσως και εποχικής κατοίκησης.
Οι διαστάσεις των λάκκων δεν παίζουν καθοριστικό ρόλο, καθώς οι διαφοροποιήσεις στα μεγέθη είναι μικρές και οι μαρτυρούμενες σε σχέση με αυτά χρήσεις, παραπλήσιες. Ακόμη, οι χρονολογικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται, φαίνεται να απηχούν περισσότερο γενικότερες αλλαγές στην ιδεολογία των κατοίκων του οικισμού και τις σχετικές πρακτικές, παρά αλλαγή στη χρήση του συγκεκριμένου χώρου.
Αρετή Χονδρογιάννη-Μετόκη
Δρ Αρχαιολόγος
Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Κοζάνης
Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων