Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2015, η Βελγική Σχολή Αθηνών με μία ομάδα από το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβαίν Λα Νεβ (Université Catholique de Louvain-la-Neuve) υπό τη διεύθυνση του καθηγητή J. Driessen πραγματοποίησε το πρώτο μέρος ενός νέου πενταετούς προγράμματος ανασκαφικών ερευνών στη θέση Μπούφος στο Σίσι, στα βόρεια παράλια της Κρήτης. Εκτός από τις δοκιμαστικές τομές που πραγματοποιήθηκαν για να αποσαφηνιστεί η πρωιμότερη ιστορία του χώρου, ο οποίος ερευνάται ήδη από το 2007, οι ανασκαφές επικεντρώθηκαν στη διερεύνηση του συγκροτήματος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (16ος αι. π.Χ.), του οποίου κάποια στοιχεία ήδη ορατά από την ερευνητική περίοδο του 2011, επέτρεπαν την υπόθεση ότι πρόκειται για κτήριο με κεντρική αυλή.
Στη θέση μίας ορθογώνιας αυλής περιβαλλόμενης από πτέρυγες, αποκαλύφθηκε μέρος μίας μεγάλης τραπεζοειδούς αυλής, έκτασης 250 τ.μ. κατασκευασμένης από καλής ποιότητας λευκό κονίαμα, με τρεις πτέρυγες (ανατολική, βόρεια, δυτική), καθεμιά από τις οποίες έχει ελαφρώς αποκλίνοντα προσανατολισμό.
Η μνημειακή πρόσοψη αυτής της αυλής, στα δυτικά, έχει κατασκευαστεί στο κατώτερο τμήμα από μεγάλους πελεκητούς λίθους από ασβεστόλιθο πάνω στον οποίο σώζεται εν μέρει ένα δεύτερο τμήμα ξεστής λιθοδομίας από ψαμμίτη. Ένα δωμάτιο, με επιμελημένα επιστρωμένο κονίαμα στο δάπεδο και στους τοίχους, καθώς και με εγκαταστάσεις από κονίαμα, ήρθε στο φως με προσανατολισμό τον άξονα Βορράς-Νότος της αυλής, δίπλα από μία σειρά αναβαθμών ξεστής λιθοδομίας από ψαμμίτη που καταλήγει σε ένα άνδηρο. Τόσο το δωμάτιο όσο και οι αναβαθμοί είχαν κτιστεί αντιστηριζόμενοι σε έναν τοίχο του ανδήρου που χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (περ. 2500 π.Χ.) και διαμορφώνουν ένα είδος στοάς (λότζια) που οδηγεί στην αυλή.
Δωμάτια με κονιάματα καθαρίστηκαν στη δυτική και βόρεια πτέρυγα. Εκείνο της βόρειας πτέρυγας δεν διατηρείται σε καλή κατάσταση, λόγω της διάβρωσης και της σύγχρονης αγρο-καλλιέργειας, αλλά περιλαμβάνει διπλή κλίμακα, έναν μακρύ διάδρομο και ένα δωμάτιο στο οποίο σώζεται η επίστρωση του δαπέδου με κεραμικές πλάκες και μία βάση κίονα.
Ερευνήθηκε επίσης μία μικρή μνημειακή κατασκευή, στα νοτιοδυτικά του συγκροτήματος, η οποία πιθανόν σχετιζόταν με την άντληση ύδατος. Αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με εκείνα που βρέθηκαν το 2011 (ένα κτήριο κατά μήκος της ανατολικής πρόσοψης της αυλής, ένας κέρνος που βρέθηκε δίπλα σε μία είσοδο από την αυλή και ένα έδρανο κατά μήκος της βόρειας πλευράς της αυλής με τεχνητές κοιλότητες), επιτρέπουν την ταύτιση ολόκληρου του συγκροτήματος ως κτηρίου με κεντρική αυλή έκτασης περ. 900 τ.μ., το οποίο εγκαταλείφθηκε κατά την πρώιμη φάση της Ύστερης Μινωικής ΙΑ περιόδου (16ος αι. π.Χ.).
Η ιδιότυπη κάτοψη του συγκροτήματος ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της σκόπιμης ενσωμάτωσης κατασκευών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, αλλά και της ανωφέρειας του φυσικού βράχου, εντός του μεταγενεστέρου κτηρίου.