Ήδη πριν από την Τέταρτη Σταυροφορία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, η Κρήτη είχε παραχωρηθεί από το γιο του έκπτωτου αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄ Αλέξιο στον επικεφαλής των Σταυροφόρων Βονιφάτιο Μομφερρατικό. Στη διανομή των εδαφών της Αυτοκρατορίας που ακολούθησε, ο Βονιφάτιος παραχώρησε το νησί στη Δημοκρατία της Βενετίας, έναντι του ποσού των 1.000 αργυρών μάρκων, προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξή της στη διένεξή του με τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνο της Φλάνδρας. Η Κρήτη παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θαλασσοκράτειρα Βενετία λόγω της στρατηγικής της θέσης στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι ήταν μια εξαιρετικά παραγωγική περιοχή η οποία, όπως αποδείχτηκε, αποτέλεσε για πολλά χρόνια την κυριότερη υπερπόντια κτήση της. Την κυριότητα της Κρήτης για ένα διάστημα αμφισβήτησε ο Γενουάτης πειρατής Enrico Pescatore, ο οποίος κατέλαβε τον Χάνδακα και προσπάθησε να εδραιώσει την παρουσία του και στην ύπαιθρο. Από το 1206 η Βενετία, αφού αντιμετώπισε πρώτα άλλα προβλήματα, έστειλε στόλο στην Κρήτη και έπειτα από σκληρή αντιπαράθεση επέτυχε την εκδίωξη των Γενοβέζων και άρχισε ουσιαστικά από το 1211, μετά την υπογραφή συμφωνίας, να εδραιώνει την κυριαρχία της στη νέα τους κτήση.
Το επόμενο θέμα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Ενετοί ήταν η σφοδρή αντίσταση των Κρητικών, οι οποίοι κάτω από την ηγεσία των ισχυρών ντόπιων φεουδαρχών, τη στήριξη της εξόριστης στη Νίκαια Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την καθοδήγηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οργάνωσαν επανειλημμένα επαναστατικά κινήματα, τα οποία συνήθως κατέληγαν σε συνθήκες μεταξύ της Βενετίας και των επαναστατών. Η κατάκτηση της Κρήτης ολοκληρώθηκε το 1252 με την «επανίδρυση» και εγκατάσταση εποίκων στην πόλη των Χανίων. Οι αντιδράσεις των Κρητικών συνεχίστηκαν έντονες και κατά το 14ο αιώνα. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και η βεβαιότητα για επικείμενη κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους εκμηδένισε πλέον τις ελπίδες τους για εθνική αποκατάσταση και έφερε τους δυο λαούς που συμβίωναν στην Κρήτη σε μια κατάσταση συνύπαρξης και συνεργασίας απέναντι στον κοινό εχθρό. Παρά τις έντονες προσπάθειες ωστόσο ενίσχυσης της άμυνας για έναν αιώνα περίπου, η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους εξελίχθηκε σταδιακά από το 1645 με την κατάκτηση των Χανίων, μέχρι το 1669 με την κατάληψη του Χάνδακα έπειτα από μακρά, σκληρή πολιορκία. Μέσα στο ιστορικό αυτό πλαίσιο και παράλληλα με τις γενικότερες εξελίξεις στο χώρο της οχυρωτικής, αναπτύχθηκε μέσα στην περίοδο της Βενετοκρατίας το ισχυρό αμυντικό σύστημα της Κρήτης.
Στις αρχές του 13ου αιώνα υπήρχε ήδη από τη δεύτερη Βυζαντινή περίοδο (961-1204) αναπτυγμένο αμυντικό δίκτυο που κάλυπτε το μοναδικό αστικό κέντρο, τον Χάνδακα, τους μικρούς οικισμούς και τα λιμάνια του Ρεθύμνου, της Κυδωνίας (Χανίων) και της Σητείας, επίκαιρα σημεία της ενδοχώρας και βασικές οδούς επικοινωνίας. Αρκετά από τα φρούρια αυτά αξιοποιήθηκαν από τον Pescatore, τον οποίο οι πηγές θέλουν να κτίζει, ή να επισκευάζει σε πολύ σύντομο διάστημα 14 φρούρια. Δεδομένου όμως ότι ο Pescatore είχε πολύ περιορισμένο χρόνο και δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ότι οι πληροφορίες είναι μάλλον ασαφείς και η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει προχωρήσει αρκετά, θεωρείται περισσότερο πιθανό να έχει χρησιμοποιήσει με απλές επισκευές υπάρχοντα φρούρια. Αρκετά από τα φρούρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν και από τους ντόπιους επαναστάτες στον αγώνα τους κατά των Βενετών στο επόμενο διάστημα.
Με την εγκατάστασή τους στην Κρήτη οι Βενετοί, εκτός από την οργάνωση της διοίκησης στα πρότυπα της Μητρόπολης, φρόντισαν για την ανοικοδόμηση και την ενίσχυση της οχύρωσης της πρωτεύουσας Candia (Χάνδακας). Βρήκαν σε κακή κατάσταση τον οχυρωματικό περίβολο, που είχε κατασκευαστεί αρχικά κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο στη θέση και με υλικό από το προϋπάρχον αρχαίο τείχος, είχε επισκευαστεί και συμπληρωθεί σε μεγάλη έκταση από τους Σαρακηνούς Άραβες, υπέστη μεγάλες καταστροφές από την πολιορκία του Νικηφόρου Φωκά και επισκευάστηκε στη συνέχεια για μια ακόμη φορά από τους Βυζαντινούς. Ο περίβολος συμπλήρωνε τη φυσική οχύρωση ενός παραθαλάσσιου λόφου και προστάτευε τον οικισμό και το προς βορράν φυσικό λιμάνι του. Ακολουθεί τη μορφολογία του εδάφους με το λόφο στα ανατολικά και κατηφορίζει ομαλά προς τα δυτικά, μέχρι τη σημερινή οδό Χάνδακος, όπου στρέφεται προς τα νότια. Αποτελείται από ευθύγραμμα μεταπύργια, που εναλλάσσονται με ορθογώνιους πύργους, σύμφωνα με τα πρότυπα των μεσαιωνικών οχυρώσεων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα μικρής σχετικά αποτελεσματικότητας επιθετικά όπλα της εποχής. Από πολύ ενωρίς αναπτύχθηκαν εκτός των τειχών, στα νότια κυρίως της πόλης, ολόκληρες συνοικίες, οι εξώβουργοι. Από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες διευκρινίζονται αρκετά θέματα ως προς τα δυτικά όρια του οχυρωμένου οικισμού, που επεκτείνονται σε μεγαλύτερη έκταση από ό,τι πιστευόταν στο παρελθόν. Φαίνεται επίσης ότι διατηρείται ένα αρκετά μεγάλο μέρος από το πρωτοβυζαντινό τείχος πάνω στο οποίο στηρίχθηκαν οι επόμενες οικοδομικές φάσεις. Μέσα στον οχυρό περίβολο, τον οποίο διαιρεί από νότο προς βορρά στα δύο ο κεντρικός δρόμος (Ruga Magistra), που οδηγεί από την πύλη στο λιμάνι, αναπτύχθηκε η πόλη με τα δημόσια κτήριά της, έναν μεγάλο αριθμό από καθολικούς και ορθόδοξους ναούς καθώς και τις κατοικίες της άρχουσας τάξης και των πολιτών. Ακολούθησαν ανάλογες ενέργειες στον οικισμό του Ρεθύμνου, όπου γύρω από το μικρό λιμάνι σωζόταν το τραπεζιοειδούς σχήματος βυζαντινό τείχος, που σημειώνεται στις πηγές ως Castel Vecchio, ή Antico Castello. Με την καθιέρωση της νέας διοικητικής οργάνωσης και την τελική διαίρεση της Κρήτης σε τέσσερα διαμερίσματα (territori) κατά το 14ο αιώνα, το Ρέθυμνο, τα Χανιά και η Σητεία εξελίσσονται σε οχυρωμένα αστικά κέντρα.
Περισσότερες πληροφορίες ωστόσο για τη μορφή και την πρώιμη οχύρωση των αστικών κέντρων της Κρήτης μάς δίνει η πόλη των Χανίων, όπου διατηρείται σχεδόν ακέραιη, οι πληροφορίες των πηγών είναι αρκετά σαφείς και οι συνεχιζόμενες εργασίες έρευνας και αποκατάστασης επιτρέπουν το σχηματισμό πιο ολοκληρωμένης εικόνας. Ο ελλειψοειδούς σχήματος αρχαίος οχυρωματικός περίβολος ανακατασκευάστηκε τον 7ο αιώνα με οικοδομικό υλικό από τον προηγούμενο και τα ερειπωμένα από σεισμούς κτήρια της πόλης, προκειμένου να προστατέψει την ακρόπολη από τις αραβικές επιδρομές. Μετά την εντολή «επανίδρυσης» της πόλης το 1252, οι έποικοι φροντίζουν για την επισκευή και συμπλήρωση της οχύρωσης, που ήταν σε κακή κατάσταση. Οι επεμβάσεις των Βενετών αναγνωρίζονται στην εκτεταμένη ανακατασκευή –με μικρότερο πάχος από το αρχικό– της εσωτερικής πλευράς του τείχους, στην αναδόμηση του εσωτερικού πύργων με οξυκόρυφα τόξα, την κατασκευή των πυλών, καθώς και σε μικρές αλλαγές της πορείας του. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται στις εξωτερικές επιφάνειες, εκτός από τους επιτόπου διαθέσιμους λιθόπλινθους, μικρότεροι από ψαμμίτη και ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Το μεταξύ των εξωτερικών όψεων κενό συμπληρώνεται με συμπαγή χυτή τοιχοποιία, όπως και στην πρωτοβυζαντική φάση. Αρκετά νωρίς αντιμετωπίστηκε το θέμα της ενίσχυσης της οχύρωσης της Σητείας και κατασκευάστηκε το φρούριο της Ιεράπετρας στο ανατολικότερο διαμέρισμα της Κρήτης.
Οι παραπάνω ενέργειες των Βενετών είχαν σχέση με την εδραίωση της παρουσίας και ασφάλειάς των στο αφιλόξενο γι’ αυτούς νησί, ιδίως στα αστικά κέντρα όπου κυριαρχούσαν πληθυσμιακά και έδρευαν οι διάφορες αρχές, καθώς και την εξασφάλιση ασφαλών λιμενικών εγκαταστάσεων σε κατάλληλα σημεία για τη διακίνηση των πολεμικών και εμπορικών πλοίων. Για την προστασία των φεουδαρχών και τον έλεγχο της ιδιαίτερα ανήσυχης ενδοχώρας όπου το ελληνικό στοιχείο κυριαρχούσε συντριπτικά και για την άσκηση αποκεντρωμένης διοίκησης, φρόντισαν για την ίδρυση μικρότερων φρουρίων, ή οχυρωμένων οικισμών στις έδρες των επαρχιών των τεσσάρων διαμερισμάτων (territoria), που ονομάζονταν καστελλανίες (castellanie, ή castelli). Στην περιοχή των Χανίων, εκτός από την πόλη, υπήρχαν τέσσερις ακόμη καστελανίες, του Αποκορώνου (Castel Apicorno), της Κισσάμου (Castel Chissamo), του Σελίνου (Castel Selino) και των Σφακίων (Castel Sfakia), ενώ χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες και για να ελέγχει τους ανυπότακτους Σφακιανούς είναι το Φραγκοκάστελο (Castel Franco) ανατολικά των Σφακίων. Τα καστέλια του Σελίνου, των Σφακίων και το Φραγκοκάστελο είναι απλά φρούρια, ενώ του Αποκορώνου και της Κισσάμου είναι οχυρωμένοι οικισμοί. Στην περιοχή του Ρεθύμνου, εκτός από την πόλη, υπάρχουν οι καστελανίες του Μυλοποτάμου (Milopotamo), Απάνω Συβρίτου (Apano Sivrito, περιοχή Αμαρίου), Κάτω Συβρίτου (Kato Sivrito, περιοχή Αγίου Βασιλείου), από τα οποία σώζονται ελάχιστα ερείπια. Στην περιοχή του Ηρακλείου αντίστοιχα σώζονται τα ερείπια των φρουρίων στις έδρες των καστελανιών Τεμένους (Castel Temene), Ρίζου, ή Belvedere (Castel Belvedere), Μονοφατσίου (Castel Bonifacio), Πυργιώτισας (Castel Priotissa), Καινούριου (Castel Nuovo), Πεδιάδας (Castel Pediada) και Μαλεβιζίου (Castel Malvesin). Τέλος, στο διαμέρισμα του Λασιθίου, εκτός από τη Σητεία, υπήρχαν οι καστελανίες Μεραμβέλου (Castel Mirabello) και Ιεράπετρας (Castel Gerapetra). Μια σειρά ακόμη από προϋπάρχοντα φρούρια της υπαίθρου φαίνεται ότι έπαιξαν κάποιο ρόλο και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας
Για την οργάνωση των διοικητικού κυρίως ρόλου εγκαταστάσεων αυτών, είτε αξιοποίησαν υπάρχουσες υποδομές από το βυζαντινό οχυρωματικό δίκτυο, επισκευάζοντας και συμπληρώνοντάς τες, ή έκτισαν νέες οχυρώσεις. Η διοικητική διαίρεση της Κρήτης από τους Βενετούς συνέπιπτε σε μεγάλο βαθμό με τις βυζαντινές τούρμες, αλλά και με τις μεταγενέστερες οθωμανικές επαρχίες (Nahiye), ή τις επαρχίες του ελληνικού κράτους. Τόσο η μορφή των οχυρών, όσο και ο τρόπος δόμησης, συνεχίζουν τη μέχρι τότε πρακτική με την εναλλαγή ορθογώνιων πύργων και μεταπυργίων, ενώ η τοιχοποιία είναι πλέον με αργούς λίθους και ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Όταν οι επιφάνειες είναι επίπεδες, τα φρούρια είναι ορθογώνια, με πύργους στις γωνίες, όπως το Φραγκοκάστελο, το φρούριο Καλέ της Ιεράπετρας, το φρούριο της Πεδιάδας, του Μεραμβέλου και με προσαρμογές του σχήματος στο χώρο στη βορειοανατολική του πλευρά, το Castel Selino (Παλαιόχωρα). Στις άλλες περιπτώσεις αξιοποιούνται φυσικά οχυροί λόφοι, σε επίκαιρες θέσεις, με δυνατότητα εξασφάλισης ύδρευσης, που ενισχύονται με ισχυρά τείχη, τα οποία περιβάλλουν οικισμούς. Στα φρούρια υπάρχουν τα απαραίτητα κτήρια για την εξυπηρέτηση διοικητικών και στρατιωτικών αναγκών, αποθήκες, δεξαμενές νερού, ναοί και των δύο δογμάτων, όταν είναι δυνατό, καθώς και κατοικίες ιδιωτών. Η απλή συντήρηση και η άμυνα των φρουρίων αποτελεί υποχρέωση των τοπικών φεουδαρχών, οι οποίοι και επωφελούνται κυρίως από την ύπαρξή τους. Για μεγαλύτερες επεμβάσεις είναι αναγκαία η έγκριση και παρέμβαση της κεντρικής εξουσίας. Η συνεχιζόμενη ανασκαφική έρευνα στο Castel Selino δίνει αρκετές πληροφορίες για την οργάνωση, τη λειτουργία, τις κατά καιρούς επεμβάσεις και τον εξοπλισμό της ομάδας αυτής των φρουρίων.
Η κακή κατάσταση των οχυρωματικών έργων εξαιτίας των επαναστάσεων, των σεισμών, ή την έλλειψη συντήρησης είναι ένα συχνό φαινόμενο, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες των εκθέσεων των εντεταλμένων αξιωματούχων και μηχανικών, αλλά και από την έρευνα των ίδιων των μνημείων. Καθώς προχωρεί ο 15ος αιώνας και ιδίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν την κατάσταση γενικότερα, αλλά και το σχετικά ήρεμο κλίμα, το οποίο επικρατεί πλέον στην Κρήτη. Η παρακμή της φεουδαρχίας σε συνδυασμό με την έντονη ανάπτυξη των αστικών κέντρων, η άμβλυνση των διαφορών μεταξύ των Κρητικών και των Βενετών, οι τάσεις επεκτατισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και οι σημαντικές εξελίξεις στον αμυντικό τομέα με την αξιοποίηση της πυρίτιδας και των πυροβόλων όπλων, είναι μια πραγματικότητα που υποχρεώνει τη Βενετία σε νέο σχεδιασμό, όσον αφορά στη διατήρηση των υπερπόντιων κτήσεών της. Αρχικά, στα τέλη του 15ου αιώνα, επιχειρείται η ενίσχυση των παλαιών οχυρώσεων του Χάνδακα με τη διεύρυνση εξωτερικά με ισχυρή, κεκλιμένη τοιχοποιία, όπως διαπιστώθηκε στη νότια πλευρά, προκειμένου να μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τα διαρκώς εξελισσόμενα πυροβόλα όπλα. Παράλληλα, ήδη από το 1462 έχει γίνει αποδεκτό το αίτημα των κατοίκων του Χάνδακα για την κατασκευή ενός νέου, ευρύτερου οχυρωματικού περιβόλου, που θα προστατεύει τους οικισμούς, οι οποίοι αναπτύσσονταν ραγδαία έξω από τον αρχικό περίβολο. Οι εργασίες, ωστόσο, εξελίσσονται με πολύ αργούς ρυθμούς. Στα Χανιά, ήδη από τον 14ο αιώνα, έχει κατασκευαστεί ένας δεύτερος, ευρύτερος οχυρωματικός περίβολος, ο οποίος όμως είναι αναποτελεσματικός, ενώ ανάλογες προσπάθειες βελτίωσης της υπάρχουσας κατάστασης γίνονται συνεχώς και σε αρκετά άλλα φρούρια του νησιού. Είναι φανερό ότι, καθώς περνά ο χρόνος, οι περιορισμένης έκτασης επεμβάσεις δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την επικείμενη απειλή μιας τουρκικής επίθεσης.
Η αναμενόμενη επιχείρηση κατάληψης των κτήσεων της Βενετίας στη Μεσόγειο επιβάλλει πλέον το σχεδιασμό ενός νέου, εξωστρεφούς αμυντικού δικτύου, το οποίο θα προστάτευε τις πόλεις και επίκαιρα σημεία των παραλίων από θαλάσσιες επιθέσεις. Το 1501 στάλθηκε τριμελής επιτροπή από ειδικούς σε οχυρωματικά έργα στον Χάνδακα για να εξετάσει τις δυνατότητες. Έτσι ξεκίνησε και πάλι χωρίς ουσιαστικό σχεδιασμό η κατασκευή νέας οχύρωσης με σποραδικές εργασίες σε διάφορα σημεία. Την ανάγκη για σοβαρή αντιμετώπιση του θέματος επέσπευσε ο τρίτος βενετοτουρκικός πόλεμος (1537-1540), που υποχρέωσε τη Βενετία να στείλει το 1538 στην Κρήτη τον μεγάλο Βερονέζο αρχιτέκτονα, ειδικό στα οχυρωματικά έργα, Mastro Michele Sanmicheli, να αναλάβει την κατασκευή της οχύρωσης του Χάνδακα, αλλά και των πόλεων Χανίων και Ρεθύμνου. Ο Sanmicheli ήταν από τους κυριότερους θεωρητικούς του υπό εξέλιξη προμαχωνικού συστήματος (Fronte Bastionato), όπως και οι άλλοι μηχανικοί που τον διαδέχτηκαν. Έτσι οι οχυρώσεις της Κρήτης και ιδιαίτερα του Χάνδακα, ένα από τα μεγαλύτερα έργα στην Ευρώπη που κατασκευάστηκαν στην κρίσιμη αυτή περίοδο, αποτελούν σημαντικά δείγματα εξέλιξης στον τομέα της οχυρωτικής, η οποία θα επικρατήσει μέχρι το 19ο αιώνα. Η μακρά πολιορκία της πόλης στη συνέχεια, που ανέδειξε τα θετικά και τα αρνητικά του συστήματος, συνέβαλε επίσης στις εξελίξεις.
Ο Sanmicheli ζήτησε την κατεδάφιση των παλιών οχυρώσεων –κάτι που δεν έγινε– και σχεδίασε την οχύρωση του Χάνδακα λαμβάνοντας υπόψη τη διαμόρφωση του εδάφους, που καθόρισε και το σχήμα της, περιέλαβε στο σχεδιασμό τμήματα των οποίων η κατασκευή είχε ήδη προχωρήσει με το σύνολο των εκτός των παλιών τειχών οικισμών και αρκετές ελεύθερες εκτάσεις για την ανάπτυξη καλλιεργειών, προκειμένου να τροφοδοτείται η πόλη, ιδίως σε περίοδο πολιορκίας. Τον εκτεταμένο οχυρωματικό περίβολο περιέβαλε πλατιά ξηρή τάφρος, από τις καλλιέργειες στην οποία τροφοδοτούνταν επίσης η πόλη σε περίοδο ειρήνης. Παρά το κατεπείγον της υπόθεσης, τα έργα οχύρωσης στην Κρήτη προχωρούν αργά κυρίως για οικονομικούς λόγους. Η σταδιακή απώλεια των κτήσεων της Βενετίας ωστόσο, την υποχρέωσε να δραστηριοποιηθεί έντονα. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του ικανού μηχανικού Giulio Savorgnano, στον οποίο ανατέθηκε το 1562 το έργο και ο οποίος φρόντισε για την τροποποίηση και συμπλήρωση του αρχικού σχεδίου, αλλά και την επιτάχυνση των εργασιών. Ο κυρίως περίβολος συμπληρώνεται με εξωτερικούς προμαχώνες, όπως αυτός του Αγίου Δημητρίου προς τα ανατολικά, οι οποίοι βελτιώνουν την αποτελεσματικότητά του, ενώ αποφασίζονται και υλοποιούνται συνεχείς βελτιώσεις ακόμη και στη διάρκεια της μακροχρόνιας πολιορκίας. Η προστασία του λιμανιού ενισχύθηκε με ανακατασκευή του φρουρίου Rocca al Mare (Μεγάλος Κούλες), μιας ισχυρότατης κατασκευής, στη θέση προγενέστερης. Η άμυνα του Χάνδακα ενισχύθηκε και με άλλα έργα στην ευρύτερη περιοχή, όπως ήταν η κατασκευή του φρουρίου Παλιόκαστρο, πάνω σε έναn απότομο παραθαλάσσιο βράχο δυτικά της πόλης. Ο σκοπός του φρουρίου ήταν να παρεμποδίζει την προσέγγιση εχθρικού στόλου και την προμήθεια νερού από την κατάλληλη για απόβαση μεγάλη παραλία του Αρμυρού.
Στη δεύτερη πόλη του «Βασιλείου της Κρήτης», τα Χανιά, οι νέες οχυρώσεις σχεδιάστηκαν από τον Michele Sanmicheli και κατασκευάστηκαν με την επίβλεψη άλλων σημαντικών μηχανικών, όπως ο ανεψιός του Gian Girolamo Sanmicheli. Οι δύο προγενέστεροι οχυρωματικοί περίβολοι είχαν προ πολλού ξεπεραστεί και η επέκταση του οικισμού εκτός των τειχών σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση του εδάφους επέβαλε και εδώ την αποτελεσματική προστασία του. Ήδη το 1502 μαρτυρείται η διάνοιξη τάφρων για την κατασκευή, χωρίς κάποιο σχεδιασμό ενός νέου περιβόλου, με δαπάνες κατά το ήμισυ της κυβέρνησης και κατά το ήμισυ των κατοίκων. Η κατασκευή των νέων οχυρώσεων ξεκίνησε το 1538 και προχωρούσε με σχετικά γρήγορους ρυθμούς, με αγγαρείες και οικονομική συμμετοχή των κατοίκων της περιοχής. Στην επίβλεψη των έργων πήραν μέρος και αξιωματούχοι που υπηρετούσαν στην Κρήτη. Αξιοποιήθηκαν τα ανθεκτικά πετρώματα ψαμμίτη από τις παραλίες του Σταυρού στο Ακρωτήρι και δυτικά της πόλης και οι πέτρες έφταναν διά θαλάσσης στην πόλη. Είναι πολύ πιθανό ότι στην οικοδόμηση χρησιμοποιήθηκε και το υλικό από τον προγενέστερο περίβολο του 14ου αιώνα, ίχνη του οποίου δεν έχουν εντοπιστεί. Το σχήμα των νέων οχυρώσεων ήταν παραλληλόγραμμο, με τη βόρεια μακρά πλευρά να αποτελεί το λιμενοβραχίονα του λιμανιού. Στις τέσσερις γωνίες κατασκευάστηκαν προμαχώνες και στο μέσο της μακράς νότιας μια μεγάλη piattaforma, πάνω στην οποία είναι κτισμένη σήμερα η Δημοτική Αγορά. Την αποτελεσματικότητα των προμαχώνων ενίσχυαν ψηλότερα τοποθετημένοι επιπρομαχώνες. Στη δυτική πλευρά της εισόδου του λιμανιού κατασκευάστηκε το ισχυρό Rivellino del Porto (φρούριο Φιρκά), με κανονιοθυρίδες σε δύο επίπεδα. Και εδώ σχεδιάστηκαν στη διάρκεια της κατασκευής του έργου αλλαγές και βελτιώσεις, ορισμένες από τις οποίες υλοποιήθηκαν, ενώ άλλες παρέμειναν απλά σχέδια. Την άμυνα της πόλης των Χανίων ενίσχυε η οχύρωση της νησίδας των Αγίων Θεοδώρων, ή Θοδωρού, από τη δυτική παραλία με δύο φρούρια, που είχαν σκοπό να παρεμποδίζουν απόβαση στόλου και από ανατολικά η πλήρης οχύρωση της νησίδας του Αγίου Νικολάου και άλλων επίκαιρων σημείων στην είσοδο του στρατηγικής σημασίας Κόλπου της Σούδας.
Ανάλογες ενέργειες προστασίας υλοποιήθηκαν και στην πόλη του Ρεθύμνου, όπου και πάλι ο αρχικός σχεδιασμός έγινε από τον Michele Sanmicheli. Και εδώ το μικρό Castel Vecchio, γύρω από το λιμάνι, είχε προ πολλού ξεπεραστεί και η πόλη είχε επεκταθεί προς τα νότια. Η θέση της πόλης πάνω σε μια μικρή χερσόνησο, που προεξείχε από την ευθύγραμμη διαμόρφωση της ευάλωτης παραλίας του Πλατανιά, οδήγησε στο σχεδιασμό ενός ευθύγραμμου τείχους με τρεις προμαχώνες και τάφρο, το οποίο την απέκοπτε ουσιαστικά από την ενδοχώρα. Η αποτελεσματικότητα ωστόσο της νέας οχύρωσης ήταν μικρή, εξαιτίας των υψωμάτων που υπήρχαν σε μικρή απόσταση από τη νότια πλευρά. Για το λόγο αυτό και μετά την καταστροφή της πόλης το 1571 από την επιδρομή του Ουλούτζ Αλή, κρίθηκε αναγκαίος ένας νέος αμυντικός σχεδιασμός με οχύρωση του λόφου Παλαιόκαστρο στα βόρεια της πόλης, δίπλα στη θάλασσα, που θα χρησίμευε ως καταφύγιο των κατοίκων σε περίπτωση νέας επίθεσης. Το φρούριο Φορτέτζα σε αρχικά σχέδια του Sforza Pallavicini κτίστηκε σε σύντομο χρόνο με αστεροειδή μορφή πάνω στην κορυφή του λόφου, οι κάτοικοι ωστόσο της πόλης αρνήθηκαν να μετοικίσουν. Ανάλογη ενίσχυση έγινε και στην πόλη της Σητείας με την κατασκευή περιμετρικού τείχους, τριγωνικής μορφής, που ξεκινούσε από το φρούριο Καζάρμα στην κορυφή υψώματος και κατέληγε στη θάλασσα.
Παράλληλα με τις νέες οχυρώσεις των αστικών κέντρων, τις επισκευές και τον εκσυγχρονισμό των πιο σημαντικών από τα καστέλια της ενδοχώρας, υπήρξε σημαντική μέριμνα εκ μέρους των Βενετών για την ενίσχυση της άμυνας των επίκαιρων σημείων των βόρειων παραλίων ιδίως από τα μέσα του 16ου αιώνα. Ως στόχο είχαν την παρεμπόδιση της προσέγγισης εχθρικού στόλου σε λιμάνια, ή κατάλληλες για απόβαση παραλίες, από τις οποίες υπήρχε εύκολη πρόσβαση στα αστικά κέντρα, καθώς και η παρεμπόδιση προμήθειας νερού από παραθαλάσσιες πηγές. Έτσι σχεδιάστηκαν και ως ένα βαθμό κατασκευάστηκαν φρούρια και «βίγλες» σε πολλές παραθαλάσσιες θέσεις και νησιά. Στα δυτικά του νησιού κατασκευάστηκε στην απρόσιτη κορυφή βράχου της νησίδας Ήμερη Γραμβούσα φρούριο για την παρεμπόδιση της προσέγγισης στόλου σε μικρό φυσικό λιμάνι στην απέναντι ομώνυμη χερσόνησο. Στο άλλο άκρο της Κρήτης η κατασκευή της ισχυρής οχύρωσης της νησίδας Σπιναλόγκα ξεκίνησε το 1579 σε αρχικά σχέδια του μηχανικού Genese Bressani με σημαντικές τροποποιήσεις από το μηχανικό Latino Orsini, προκειμένου να ελεγχθεί η είσοδος του ευρύτατου Κόλπου της Ελούντας. Ανάλογη οχύρωση κάλυψε στο σύνολό της τη νησίδα του Αγίου Νικολάου στην είσοδο του ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας Κόλπου της Σούδας, προκειμένου να εμποδιστεί απόβαση εχθρικού στόλου, κοντά στην πόλη των Χανιών από ανατολικά. Αντίστοιχα από τη δυτική πλευρά, στο μέσο του Κόλπου των Χανιών, πάνω στη νησίδα των Αγίων Θεοδώρων (Θοδωρού) κατασκευάστηκαν δύο φρούρια στην κορυφή ενός λόφου και απέναντι από την κατάλληλη για απόβαση ακτή της Αγίας Μαρίνας. Το φρούριο στην κορυφή του λόφου απέβλεπε στον έλεγχο μιας ευρύτατης θαλάσσιας περιοχής και την προστασία της πόλης, το φρούριο στη νότια πλευρά στον έλεγχο της προσέγγισης στόλου για απόβαση, ή προμήθεια νερού.
Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, που ξεκίνησε με αιφνιδιαστική επίθεση το καλοκαίρι του 1645 στην πόλη των Χανίων, βρήκε τα οχυρωματικά έργα σε προχωρημένο στάδιο, χωρίς όμως την ανάλογη ετοιμότητα εκ μέρους των Βενετών και του ντόπιου στοιχείου. Το φρούριο της νησίδας Θοδωρού ανατινάχτηκε από τον επικεφαλής της φρουράς Biagio Julian, σπέρνοντας το θάνατο σε εχθρούς και φίλους. Η πόλη, ύστερα από σύντομη, σκληρή πολιορκία, παραδόθηκε στους Τούρκους και αποτέλεσε πλέον τη βάση για την κατάκτηση του νησιού. Στην άλωση της πόλης συνέτειναν το αιφνιδιαστικό της επίθεσης, η αδυναμία παροχής ενίσχυσης από τους Βενετούς απέναντι σε ένα μεγάλο πλήθος από καλά οργανωμένο στρατό, καθώς και ατέλειες και ελλείψεις στο σχεδιασμό των οχυρώσεων. Η προέλαση των Τούρκων προς την ανατολική Κρήτη ήταν σχετικά εύκολη και σε σύντομο χρόνο το φρούριο Castel Apicorno και η πόλη του Ρεθύμνου (1646) έπεσαν στα χέρια τους, δίνοντας καιρό στους Βενετούς να προετοιμάσουν την άμυνα του Χάνδακα. Η μακρά ωστόσο, σκληρή πολιορκία και η τελική παράδοση της πόλης το 1669 μετά από προδοσία, ανέδειξαν την αξία των οχυρώσεών της σε συνδυασμό με την ηρωική αντίσταση των Βενετών και των Κρητικών, που δεν βοηθήθηκαν όσο θα έπρεπε σε έναν τέτοιο αγώνα και από άλλες χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης. Η πολιορκία αυτή ανέδειξε θετικά και αρνητικά στοιχεία του προμαχωνικού συστήματος και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξή του τα επόμενα χρόνια στον ευρωπαϊκό χώρο. Μετά τη Συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα, στα χέρια των Βενετών παρέμειναν πλέον οι οχυρωμένες νησίδες Σούδα Γραμβούσα και Σπιναλόγκα, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τις δραστηριότητές τους στο χώρο της Μεσογείου και στις αποτυχημένες προσπάθειες για την ανάκτηση της Κρήτης με τη βοήθεια και ντόπιων, οι οποίοι κατέφευγαν στα φρούρια αυτά. Τελικά το φρούριο της Γραμβούσας παραδόθηκε στους Τούρκους μετά από προδοσία το 1691. Τα φρούρια της Σούδας και της Σπιναλόγκας άντεξαν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες την πίεση του εχθρού και παραδόθηκαν το 1715. Με την πράξη αυτή κλείνει πλέον μια μακρά περίοδος για την Κρήτη, κατά την οποία πολλά και σημαντικά έγιναν. Έτσι έληξε οριστικά η μακρά περίοδος κατοχής της Κρήτης από τους Βενετούς, μετά από έναν μακροχρόνιο πόλεμο, ο οποίος δικαίωσε σε μεγάλο βαθμό τις έντονες προσπάθειες ενίσχυσης της άμυνας και ανέδειξε τις δυνατότητες, αλλά και τα τρωτά του σε εξέλιξη προμαχωνικού συστήματος.
Μιχάλης Γ. Ανδριανάκης
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων