Σπάνιο αρχειακό υλικό από τη Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων (ΔΕΑΜ) του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού βγαίνει στο φως με την πραγματοποίηση του τριήμερου συνεδρίου «Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα του 19ου αι. μέσα από τις πηγές του Αρχείου των Υπηρεσιών των Αρχαιοτήτων». Ένας θησαυρός ανέκδοτων, κυρίως, πληροφοριών γίνεται αφορμή για να αναδυθούν σημαντικές στιγμές της ιστορίας της αρχαιολογίας, μέσα από τις προσπάθειες προστασίας και διαχείρισης αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της χώρας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και καθ’ όλη τη διάρκεια του προπερασμένου αιώνα.
Πρωτόκολλα, διοικητικά έγγραφα, υπηρεσιακά σημειώματα και αποσπάσματα πράξεων του Αρχαιολογικού Συμβουλίου, ανασκαφικά ημερολόγια, κατάλογοι μνημείων και συλλογών, τηλεγραφήματα, δημοσιεύματα στον ημερήσιο Τύπο, επιστολές πολιτών, σχεδιαστικά σκαριφήματα, χαρτολογικό υλικό, φωτογραφίες, ακόμα και προσωπικά αντικείμενα, πλαισιώνουν τα εν λόγω τεκμήρια, που μπορεί για το συνέδριο να αξιοποιήθηκαν μόνο τα παλαιότερα, ωστόσο οι σημαντικότατες μαρτυρίες τους φτάνουν ως τη νεότερη εποχή.
«Πρόκειται για τεκμήρια τα οποία πέρα από επιστημονική αξία, είναι τα ίδια πολύτιμα μνημεία ιστορικής και θεσμικής μνήμης, που χρήζουν διάσωσης, διατήρησης και ανάδειξης», δήλωσε στην ομιλία της η Έλενα Κουντούρη, προϊσταμένη της ΔΕΑΜ, μιλώντας για το σύνολο του αρχειακού υλικού. Η ίδια μάλιστα έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή της περιπετειώδους διαδρομής του αρχείου, που ξεκίνησε διασκορπισμένο σε διάφορα κτίρια και υπηρεσίες (όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το πρώην υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως –επί της οδού Ζαλοκώστα–, το κτίριο της οδού Αριστείδου –όπου στεγαζόταν πριν το 1996 το υπουργείο Πολιτισμού–, την Αρχαιολογική Εταιρεία), για να μεταφερθεί και να ενοποιηθεί στην ιδανικότερη στέγη: Στην οδό Ψαρομηλίγκου 22.
«Ορόσημο στην ιστορία του Αρχείου των Υπηρεσιών των Αρχαιοτήτων αποτέλεσε η μεταφορά του, το 2008, σε μόνιμη έδρα επί της οδού Ψαρομηλίγκου 22, ένα πρώην τυπογραφείο το οποίο ανακαινίστηκε και διαμορφώθηκε, ακολουθώντας ειδικές προδιαγραφές ώστε να το στεγάσει εξυπηρετώντας τις λειτουργίες του», σημείωσε η κ. Κουντούρη, συμπληρώνοντας ότι το αρχείο συγκροτείται σήμερα από επτά επιμέρους αρχειακά σύνολα, με κεντρικό πυρήνα την ενότητα που αξιοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό για το παρόν συνέδριο, καθώς και για την έκθεση «Ιστορίες επί χάρτου» που εγκαινιάστηκε στο πλαίσιο του συνεδρίου.
Πρόκειται για τεκμήρια από την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια και την Εφορεία του Λουδοβίκου Ρος έως τις αρχές του 20ού αι., με καταληκτική ημερομηνία τον Δεκέμβριο του 1927, ενώ το τελευταίο χρονολογικά έγγραφο είναι ένα αίτημα ελευθέρας εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας. Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο της ενότητας είναι ότι η διοικητική αλληλογραφία που περιλαμβάνει και συνδέει την κεντρική υπηρεσία με τις περιφέρειες αντιστοιχεί σε περιοχές που αποτελούσαν τον κυρίως κορμό του τότε ελληνικού κράτους, δηλαδή τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τα νησιά των Κυκλάδων και τη Θεσσαλία. Λείπουν δηλαδή γεωγραφικές περιοχές, όπως της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θράκης, του Βορειοανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου.
Σημαντικές ήταν οι ομιλίες των ομιλητών Πάντου Πάντου επίτιμου διευθυντή του Εθνικού Αρχείου Μνημείων, με τίτλο «Αρχαιολογική Νομοθεσία του 19ου αιώνα. Από τον G. L. von Mauer (1834) στον Παναγιώτη Καββαδία (1899)», της Ελένης Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, ιστορικού, που διευθύνει το Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, με τίτλο «Οι προτεραιότητες ενός νέου κράτους», που έδωσε το πολιτικό περιβάλλον της εποχής, του Γεωργίου Τόλια, διευθυντή Ερευνών του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών με τίτλο «Αρχαιότητες και ελληνική ταυτότητα κατά τους επαναστατικούς χρόνους», καθώς και του Βασίλειου Πετράκου, γενικού γραμματέα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ο οποίος έκανε μια ιστορική επισκόπηση της μέριμνας των αρχαιοτήτων, όχι μόνο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, αλλά και από τις αρχές του 19ου αι.
Στον χαιρετισμό της η διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομίας του ΥΠΠΟΑ, Μαρία Βλαζάκη, μίλησε για το αδημοσίευτο υλικό που στην πλειονότητά του μελέτησαν και παρουσιάζουν οι ομιλητές του συνεδρίου, το οποίο «φωτίζει άγνωστες πτυχές του έργου των σκαπαναίων της Υπηρεσίας τους δύσκολους καιρούς της σύστασης, οργάνωσης και λειτουργίας της», ενώ ολιγόλεπτη «παρένθεση» έγινε από την πρόεδρο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), Όλγα Σακαλή, με αφορμή την 48ωρη απεργία του ΣΕΑ σε σχέση με το νέο Οργανόγραμμα και την επαπειλούμενη «συρρίκνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας». Το υπόλοιπο των ομιλιών αφορούσε την Αρχαιοκαπηλία και την Προστασία των Αρχαιοτήτων.
Οι ομιλητές του συνεδρίου δεν ανήκουν μόνο στους κόλπους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, προέρχονται επίσης από πανεπιστήμια, ξένες αρχαιολογικές σχολές και άλλους φορείς, που αξιοποίησαν υλικό από το Αρχείο Υπηρεσιών των Αρχαιοτήτων.
Οι εργασίες του συνεδρίου ολοκληρώνονται σήμερα, στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Αθηνών «Άλκης Αργυριάδης».