“Εις απόστασιν ολίγων δεκάδων μέτρων ανατολικώς του υπ’ αριθμ. 133 λόφου εις την θέσιν ‘Καστάς’, υπάρχει λοφίσκος, εις την κορυφήν του οποίου είχεν ανευρεθεί κατά το παρελθόν τάφος εκ πωρολίθου, κάτωθεν δε του τάφου τούτου είχε αποκαλυφθή και δεύτερος τάφος παιδίου. Το κανονικόν σχήμα του λοφίσκου και το πλήθος των λατυπών μαρμάρου, αίτινες είχον ανευρεθή τότε εις τα χώματα της επιχώσεως, χωρίς να αποκαλυφθή μέχρι σήμερον τάφος εκ μαρμάρου, ήσαν τα κίνητρα δια να επιχειρηθεί μικρά έρευνα, ήτις εγένετο εις δύο σημεία της δυτικής και της νοτίας πλευράς, παρά την βάσιν του λοφίσκου. Δια της ερεύνης διεπιστώθη, ότι η επίχωσις είναι αμμώδης, εντός αυτής δε ανευρέθησαν τμήματα κεράμων. Πρόκειται άρα περί μεγάλου τεχνητού τύμβου, όστις πιθανώς καλύπτει μέγα ταφικόν οικοδόμημα. Δια της μελλοντικής ερεύνης του τύμβου θα ελεγχθή η ορθότης της υποθέσεως ταύτης”.
Με αυτά τα λόγια περιγράφει την πρώτη του ανασκαφή στον λόφο Καστά, το 1964, ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης στα Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, σε απόσπασμα με τίτλο “Ανασκαφαί και έρευνα εις Αμφίπολιν”, Εν Αθήναις 1966.
Στη συγκεκριμένη παράγραφο, ο αρχαιολόγος αποκαλύπτει ότι στον λόφο Καστά της Αρχαίας Αμφίπολης υπήρχε ένας μεγάλος τεχνητός τύμβος που πιθανόν, όπως έλεγε, “καλύπτει ένα μεγάλο ταφικό οικοδόμημα”.
Πώς ξεκίνησε, όμως, το ταξίδι της Αμφίπολης και πώς έφτασε σε εκείνο το σημείο ο Δημήτρης Λαζαρίδης;
Ο επί τριάντα χρόνια στενός συνεργάτης του, πρώην αρχιφύλακας του αρχαιολογικού χώρου στην Αμφίπολη, Αλέξανδρος Φ. Κοχλιαρίδης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ανασύρει θύμησες μακρινές, μα όχι λησμονημένες, της εποχής εκείνης.
“Ήταν φθινόπωρο του 1955. Παιδί τότε, δώδεκα ετών, πήγα με τον πατέρα μου Φίλιππα για να μαζέψω ξύλα. Η νύχτα πλησίαζε κι εμείς κόβαμε και μαζεύαμε από κάτω όσα περισσότερα ξύλα μπορούσαμε για να γυρίσουμε γρήγορα πίσω στο χωριό. Ξαφνικά, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα ιδιόμορφο άνοιγμα στο έδαφος, που αρχικά νομίζαμε πως ήταν σπηλιά. Τα σκαλοπάτια, όμως, που είδαμε στο βάθος μας προβλημάτισαν. Ειδοποιήσαμε αμέσως τον παππού μας Νικόλαο, που ήταν και ο σοφός της οικογένειας. Μας συμβούλεψε να ενημερώσουμε την Αρχαιολογική Υπηρεσία της Καβάλας, της οποίας προϊστάμενος ήταν τότε κάποιος Δημήτρης Λαζαρίδης. Ύστερα από δυο μέρες ήρθε. Θα μου μείνει αξέχαστη η πρώτη συνάντησή μας στη σημερινή γέφυρα του ποταμού Στρυμόνα. Ένας ευχάριστος νέος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Τον μεταφέραμε στο χωριό με το γαϊδουράκι και τον πήγαμε στο σημείο- η σπηλιά, όπως μας αποκάλυψε, ήταν ένας λαξευτός τάφος ελληνιστικών χρόνων. Το πρώτο στοιχείο από έναν ολόκληρο αρχαίο πολιτισμό, που έκρυβε στα ‘σπλάχνα’ της η περιοχή μας και η αρχαιολογική σκαπάνη θα τον αποκάλυπτε” μας εξιστορεί.
Οι πρώτες ανασκαφές στο συγκεκριμένο σημείο, ΒΑ της Αμφίπολης, πηγαίνοντας για τον λόφο Καστά, ξεκίνησαν έναν χρόνο μετά, το 1956. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής ήρθε στο φως το ελληνιστικό νεκροταφείο, με τα πλούσια ευρήματά του, που φυλάσσονται σήμερα στο αρχαιολογικό Μουσείο της Αμφίπολης. Το 1959-’60 ήρθε και η βοηθός του, η Κατερίνα η Ρωμιοπούλου, θυμάται.
“26 Απριλίου 1956. Άρχισαν συστηματικές ανασκαφές στην Αμφίπολη, σ’ ένα μεγάλο νεκροταφείο για να προστατευτεί η περιοχή από την αρχαιοκαπηλία. Χωρίς κανέναν φύλακα ή άλλο υπάλληλο- αρχαιολόγο, αρχιτέκτονα, συντηρητή. Πήρα την απόφαση να αρχίσω, παρά τις αδυναμίες, για να διασωθεί το καταπληκτικό πλήθος των κτερισμάτων. Ο τόπος ήταν γεμάτος σκάμματα και τομείς αρχαιοκαπήλων. Αποφάσισα αμέσως την ανασκαφή στη θέση αυτή” θα γράψει στο ημερολόγιό του ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης.
Το 1958, μια αναθηματική επιγραφή, πεταγμένη δίπλα σε ρεματιά, ΝΑ της Κοινότητας Αμφίπολης, οδηγεί τον αρχαιολόγο στην ταύτιση του χώρου με το ιερό της Κλειούς. “Ευμήτις Ηγησίστρατο Κλεοί Ανέθηκεν” έγραφε. Οι ανασκαφές στο σημείο έφεραν στο φως τοίχο από πλίνθινο πωρόλιθο, μελαμβαφή αγγεία, όστρακα, νομίσματα, αγαλματίδια και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα.
Έναν χρόνο μετά, μία επιγραφή σε ρωμαϊκό τάφο έδινε την πληροφορία πως εκεί ήταν θαμμένος ο γιατρός Σέξτος Ιούλιος Χαρίτων. Η Αμφίπολη άρχισε να φέρνει στο φως τα ονόματα των πολιτών της: Ευμήτις, Σέξτος, Ιούλιος, Δημητρίας, Ευβουλίδου, Αριστονόη, Μυρτώ, Νικάσιππος, Πίπις και Φανίς.
Το 1960 είναι μία “τυχερή χρονιά” για τον Δημήτρη Λαζαρίδη, καθώς οι έρευνες αποκαλύπτουν έναν μακεδονικό ασύλητο τάφο, που είναι και ο μεγαλύτερος της Αμφίπολης. Χρυσά δακτυλίδια, ένα χρυσό στεφάνι από φύλλα ελιάς κι ένας ασημένιος καθρέφτης είναι μερικά μόνο από τα ευρήματα του που φιλοξενούνται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Αμφίπολης.
Οι έρευνες του αρχαιολόγου συνεχίζονται και επιχειρεί πλήθος δοκιμαστικών τομών στην ομαλή έκταση της Ακρόπολης, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
“Το 1964, ο Δημήτρης Λαζαρίδης κάνει την πρώτη τομή στον λόφο Καστά και εντοπίζει την περίμετρο του ταφικού περιβόλου. Αποκαλύπτει, τότε, 41 μέτρα της περιμέτρου μήκος, με 0,80 εκατ. στο ύψος. Εκείνα τα χρόνια, οι ανασκαφές ήταν δύσκολες- γίνονταν με τον κασμά και το φτυάρι, δεν υπήρχαν μηχανήματα, ούτε πολλά λεφτά. Ύστερα από δύο-τρεις μέρες, μία ξαφνική βροχή γέμισε με χώμα το σκάμμα των αρχαιολογικών ανασκαφών. Το 1965 ξεκινά την ανασκαφή στο ίδιο σημείο και αποκαλύπτει πλέον κομμάτι της περιβόλου. Ενημερώνει την Αρχαιολογική Εταιρεία για την τόσο σημαντική ανακάλυψη και συνεχίζει ακάθεκτος το έργο του. Στον χώρο της δουλειάς του κατάφερε να συνδέσει τόσο στενά το επιστημονικό και εργατικό προσωπικό με τους απλούς κατοίκους του χωριού, που έγινε για όλους το πιο αξιοσέβαστο πρόσωπο της περιοχής” δηλώνει με έμφαση ο κ. Κοχλιαρίδης.
Θυμάται ακόμη πως τις αρχαιολογικές ανασκαφές έρχεται να διακόψει η δικτατορία των Απριλιανών. “Οι στραγγαλιστές της Δημοκρατίας -λέει- δεν μπορούσαν να ανεχθούν ανθρώπους δημοκρατικών πεποιθήσεων, όπως ο Δημήτρης Λαζαρίδης, και τον απομακρύνουν από τον χώρο της εργασίας του. Το διάστημα που ακολούθησε, από το 1967 έως το 1971, υπήρξε για την αρχαιολογική Αμφίπολη η πιο νεκρή και άγονη περίοδος”.
Μετά το 1971, με χρηματοδότηση της Αρχαιολογικής Εταιρείας καθώς και με την ηθική και υλική στήριξη του γνωστού τότε πολεοδόμου Δοξιάδη, ο Δ. Λαζαρίδης επιστρέφει στην Αμφίπολη και ξεκινά με μεγαλύτερο ζήλο τις ανασκαφές του. Επαληθεύει, με τα ευρήματα του, όλα όσα εξιστορούσε ο Θουκυδίδης, συνεχίζει τις ανασκαφές και υποθέτει, τότε με τους τοπογράφους, ότι η περίμετρος του λόφου Καστά “αγγίζει” τα 487 μέτρα. Ήταν πλέον πεπεισμένος ότι επρόκειτο για μεγάλο ταφικό μνημείο.
Ο Δ. Λαζαρίδης δημιουργεί τότε ένα άτυπο “ανοιχτό λαϊκό πανεπιστήμιο”, ενημερώνοντας όλους όσοι πλησίαζαν τις ανασκαφές του για την ιστορία της Αμφίπολης και τα ευρήματά του.
Την ίδια χρονιά συνεχίζει τις ανασκαφές στον λόφο Καστά, αλλάζοντας όμως τη φορά της ανασκαφικής σκαπάνης και ξεκινώντας από την κορυφή του. “Προχωρά 13-14 μέτρα βάθος. Εκεί αποκαλύπτει αρχαϊκούς ασύλητους κιβωτιόσχημους τάφους της εποχής του σιδήρου, μέσα στους οποίους είναι θαμμένες γυναίκες, παιδιά και άνδρες με οπλισμό. Συνεχίζει την εκσκαφή του ώσπου βρίσκεται στον φυσικό λόφο του Καστά. Εκεί κάνει νέες τομές και κατεβαίνει τμηματικά στον λόφο, αποκαλύπτοντας σταδιακά ένα μεγάλο τετράπλευρο οικοδόμημα, διαστάσεων 10×10 μ., με 5 μ. ύψος. Ο αρχαιολόγος απεφάνθη ότι αυτό ήταν το ταφικό σήμα του τύμβου, το οποίο στην αρχαιότητα βρισκόταν μέσα στο χώμα” λέει ο κ. Κοχλιαρίδης, ο οποίος νιώθει πως με όσα διαδραματίζονται, σήμερα, στην Αμφίπολη, ζει για ακόμη μια φορά τις στιγμές που ήταν δίπλα στον Δ. Λαζαρίδη.
“Πίστευε ότι εδώ ήταν θαμμένος ο μικρός Αλέξανδρος και η μητέρα του Ρωξάνη. Αυτό το στήριζε στα ιστορικά γεγονότα που έλεγαν, ότι ο Κάσσανδρος, φοβούμενος την οργή των Φιλιππαίων, που αγαπούσαν τον μικρό Αλέξανδρο, έκανε έναν μεγαλειώδη τάφο και τον έθαψε με τιμές βασιλικές, ενώ για τον Μέγα Αλέξανδρο πίστευε ότι ήταν θαμμένος στην Αλεξάνδρεια” επισημαίνει.
Οι ανασκαφές του Δ. Λαζαρίδη, δεν περιορίζονταν μόνο στο Καστά. Το 1972 αρχίζει η συστηματική έρευνα των οχυρώσεων της πόλης. Ο αρχαιολόγος περιφέρεται στους λόφους και στις πλαγιές, όπου απλωνόταν άλλοτε η ένδοξη πόλη και αναπλάθει μέσα στο μυαλό του τα τείχη, την Αγορά και τα σπίτια της.
Το 1972 αποκαλύπτει μέρος από τα τείχη, μήκους περίπου 7,5 χιλιομέτρων, τις “Θράκες Πύλες”, που αναφέρει και ο Θουκυδίδης.
“Οι Αθηναίοι σχεδίαζαν τη νέα πόλη με την προοπτική πως θα έπαιζε σπουδαίο ρόλο. Κι έτσι έκαναν τον περίβολο του τείχους της μεγαλύτερο από τον περίβολο που είχαν τα τείχη της Αθήνας την εποχή του Περικλή. Τα τείχη της Αθήνας είχαν μήκος μικρότερο κατά 1000 μέτρα, ενώ το μήκος των τειχών της Αμφίπολης φτάνει τα 7450 μέτρα. Είναι από τα εντυπωσιακότερα μνημεία της αρχαιότητας γιατί διατηρούνται σε άριστη κατάσταση και μας δίνουν μια πολύ καθαρή εικόνα της πολεμικής αρχιτεκτονικής των αρχαίων […] Με τις ανασκαφές της τελευταίας τετραετίας έχουμε πια μπροστά μας επαληθευμένη την περιγραφή του Θουκιδίδη: το πώς ο Άγνωνας κατόρθωσε να εγκαταστήσει τους αποίκους που έφερε από την Αθήνα και από άλλα μέρη και πώς οχύρωσε την πόλη με μακρό τείχος, κατά μήκος του ποταμού που την περιρρέει και που γι’ αυτό την ονόμασε Αμφίπολη” γράφει στο ημερολόγιο του ο Δ. Λαζαρίδης.
Έτος 1977: καθώς οι ανασκαφές προχωρούν προς το βορειοδυτικό μέρος της Αμφίπολης, ο αρχαιολόγος ψάχνει να βρει τη γέφυρα που αναφέρει ο Θουκυδίδης και που τόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε στην κατάληψη της Αμφίπολης. Κατευθύνεται βόρεια από την πλευρά του Λιονταριού, στη θέση που δεσπόζει σήμερα, σε απόσταση περίπου 50 μέτρων, στον “καρτερό λόφο”, για τον οποίο μιλά και ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας τις κινήσεις του Κλέωνα γύρω από την Αμφίπολη και τις κινήσεις του Βρασίδα προς την Αμφίπολη.
“Ο Βρασίδας πέρασε τη γέφυρα, νύχτα με ψιλόβροχο, όπου δεν υπήρχαν τείχη τότε, αλλά μόνο μια μικρή φρουρά, που εξουδετερώθηκε εύκολα” θα γράψει στις σημειώσεις του ο Δ. Λαζαρίδης, οι γνώσεις του οποίου τον δικαίωσαν και τον οδήγησαν στην τρομερά οχυρωμένη πύλη της αρχαίας γέφυρας, λίγα μέτρα πιο πάνω από την τωρινή όχθη του ποταμού Στρυμόνα.
Από την ανασκαφή προέκυψαν περίπου 1250 πάσσαλοι και κορμοί δέντρων που ανήκουν σε οχυρωματικό έργο και στην υποδομή της αρχαίας γέφυρας στην κλασική εποχή, και διατηρήθηκαν άψογα παρά την υγρασία που τους περιέβαλε.
Το 1981, οι ανασκαφές στο τείχος αποκαλύπτουν το Ιερό της Κυβέλης και του συνοδού της Άτυος ή Άττεως, θεοτήτων από τη Μικρά Ασία που λατρευόταν και στην Αμφίπολη.
“03 Αυγούστου 1981… Σήμερα εργάζονται στον Τύμβο μόνον οι εργάτες, δίχως τα μηχανήματα. Καθαρίζουν τα κενά ανάμεσα στις πέτρες, που τις αποκαλύπτουν, για να ερευνηθεί η συνέχεια της ταφικής κατασκευής αριθ. 1. Αφού καθαρίστηκαν οι λίθοι της κατασκευής, σχεδιάστηκαν και φωτογραφήθηκαν, άρχισε η έρευνα κάτω από αυτούς. Σηκώνοντας τη μια πέτρα έπειτα από την άλλη, ερευνιόταν ο χώρος κάτω από την κάθε πέτρα και έπειτα τοποθετούταν ξανά στη θέση της για να διατηρηθεί το σχήμα της κατασκευής. Βρέθηκε παιδική ταφή, που την σκέπαζαν δύο σαθρές πλάκες. Στο μέσο περίπου της ταφής, ειδώλιο πουλιού και σάλιαγκος. Ταφή λακκοειδής. Έπειτα από την έρευνα και τη διευθέτηση του χώρου, η προσπέλαση στον τύμβο κλείστηκε με συρματόπλεγμα και οι εργασίες σταμάτησαν” αναφέρει στο ημερολόγιό του ο Δ. Λαζαρίδης, αναφερόμενος στην εξέλιξη των ανασκαφών στο λόφο Καστά.
Η γνωριμία με την Κ. Περιστέρη, ο πρόωρος θάνατος και οι μετέπειτα ανασκαφές
Την Κατερίνα Περιστέρη, ο Δημήτρης Λαζαρίδης τη γνώρισε το 1979-’80. Δούλεψε μαζί του για δύο χρόνια, καθώς στενός συνεργάτης του Λαζαρίδη ήταν ο φιλόλογος, σύζυγος της Κατερίνας Περιστέρη, Μόσχος Οτατζής. “Η Κ. Περιστέρη γνώριζε για την περίμετρο της Αρχαίας Αμφίπολης” θα μας πει ο πρώην αρχιφύλακας των αρχαιολογικών ανασκαφών.
Το 1982 άρχισαν οι ανασκαφές στο πρώτο μεγάλο δημόσιο κτίριο της Αρχαίας Αμφίπολης, που οι επιγραφές ταυτίζονταν με το Γυμνάσιο- η θέση του κτιρίου ήταν γνωστή στον Λαζαρίδη από το 1960. Οι αρχαιολόγοι αποκαλύπτουν τα μνημεία και προσδιορίζουν την εποχή του Γυμνασίου στην ελληνιστική εποχή. Το 1984 συνεχίζονται οι ανασκαφές στην Παλαίστρα του Γυμνασίου, όπου αποκαλύπτονται στήλες που χρονολογούνται στον 1ο αιώνα π. Χ.
“Το 1984, ο Δημήτρης Λαζαρίδης αρρώστησε και δυστυχώς ήρθε ο πρόωρος θάνατός του. Το όνειρό του να συνεχίσει την ανασκαφή στον λόφο Καστά έμεινε ανεκπλήρωτο. Τις ανασκαφές του Δημήτρη Λαζαρίδη στο Αρχαίο Γυμνάσιο αναλαμβάνει η κόρη του Καλλιόπη Λαζαρίδη, η οποία δεν ασχολείται καθόλου με τον λόφο Καστά και εμμένει στις ανασκαφές της στο Αρχαίο Γυμνάσιο της Αμφίπολης, σύμφωνα με εντολή της Αρχαιολογικής Εταιρείας” εξιστορεί, με θλίψη για τον χαμό του στενού του φίλου, που γνώριζε από παιδί, ο κ. Κοχλιαρίδης.
Μετά τον θάνατο του Λαζαρίδη, το 1985, οι έρευνες επί του λόφου Καστά συνεχίστηκαν από την αρχαιολόγο Χάιδω Κουκούλη, η οποία βρήκε κι άλλους τάφους της ίδιας εποχής.
Η Κ. Περιστέρη αναλαμβάνει τη θέση της προϊσταμένης της ΚΗ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στις Σέρρες το 2009 και αμέσως αρχίζει δουλειά στην περιοχή της ανασκαφής, με την οικονομική βοήθεια του τότε Νομάρχη Σερρών Στέφανου Φωτιάδη, που της επιχορηγεί με κονδύλιο ύψους 80.000 ευρώ.
Το 2012, η αρχαιολόγος φέρνει στο φως το μεγαλειώδες περίβολο του τύμβου, δικαιώνοντας όλες τις αρχαιολογικές προβλέψεις του Δ. Λαζαρίδη.
“Υπομονή που χρειάζεται να έχεις, καθώς μια ανασκαφή απαιτεί να γίνουν εξαιρετικά λεπτές εργασίες…” έγραφε, χρόνια πριν, στο ημερολόγιό του ο Δ. Λαζαρίδης, συμπληρώνοντας: “το γοητευτικό ταξίδι σε τόσους παλιούς καιρούς, που συχνά σου επιτρέπουν να γνωρίσεις μόνο ένα ελάχιστο κομμάτι της ζωής των ανθρώπων τότε, είναι όπως σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο μπαίνει το φως μόνο από μια μικρή χαραμάδα”…
(Τις φωτογραφίες παραχώρησε, από το προσωπικό του αρχείο, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κοχλιαρίδης).