Στην τραγωδία Ἑλένη, η οποία διδάχθηκε το 412 π.Χ., ο Ευριπίδης δίνει μια διαφορετική εκδοχή του μύθου της Ελένης επηρεασμένος από την Παλινῳδίαν του Στησιχόρου, η οποία γράφτηκε στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., προκειμένου να αναιρέσει τον επικό μύθο της Ελένης (σημ. 1), σύμφωνα με τον οποίο ο Τρώας Αλέξανδρος είχε αρπάξει από τον Μενέλαο τη σύζυγό του Ελένη (εικ. 1-7) (σημ. 2), με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο Τρωικός Πόλεμος: Διόπερ Μενελάῳ αὐτὴν ἐκδίδωσιν. Καὶ μετ’ οὐ πολὺ ἁρπασθείσης αὐτῆς (Ἑλένης) ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐκοινώνησαν τῇ στρατείᾳ διὰ τοὺς γενομένους ὅρκους. Ἡ ἱστορία παρὰ Στησιχόρῳ (σημ. 3). Στην Παλινῳδίαν του ο Στησίχορος αποκαθιστούσε την εικόνα της Ελένης επισημαίνοντας ότι δεν ανέβηκε σε πλοία με καλά έδρανα για τους κωπηλάτες και ότι δεν έφτασε στην ακρόπολη της Τροίας, πληροφορία που αντλούμε από τον πλατωνικό Φαῖδρον: Οὐκ ἔστ’ ἔτυμος λόγος οὗτος, οὐδ’ ἔβας ἐν νηυσὶν ἐϋσσέλμοις οὐδ’ ἵκεο πέργαμα Τροίας (σημ. 4).
Eκτός από την Παλινῳδίαν, ο Ευριπίδης πρέπει να είχε κατά νου και μία μαρτυρία του Ηροδότου (σημ. 5), σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος απήγαγε την Ελένη από τη Σπάρτη, αλλά λόγω κακών καιρικών συνθηκών βρέθηκαν στην Αίγυπτο, όπου ο βασιλιάς Πρωτέας του απαγόρευσε να πάρει μαζί του την Ελένη και τα χρήματα, με αποτέλεσμα η γυναίκα να παραμείνει στην Αίγυπτο: Ἀλέξανδρον ἁρπάσαντα Ἑλένην ἐκ Σπάρτης ἀποπλέειν ἐς τὴν ἑωυτοῦ. Καὶ μιν, ὡς ἐγένετο ἐν τῷ Αἰγαίῳ, ἐξῶσται ἄνεμοι ἐκβάλλουσι ἐς τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος… Γυναῖκα μὲν ταύτην καὶ τὰ χρήματα οὔ τοι προήσω (ἐγὼ ὁ Πρωτεύς) ἀπάγεσθαι (σημ. 6). Αναφορά στο είδωλο της Ελένης, το οποίο οι Τρώες θεωρούσαν ότι ήταν η πραγματική Ελένη, γίνεται από ένα σχολιαστή ενός χωρίου του Αιλίου Αριστείδη: Ὥσπερ οἱ Στησιχόρου Τρῶες οἱ τὸ τῆς Ἑλένης εἴδωλον ἔχοντες ὡς αὐτὴν (σημ. 7).
Η υπόθεση του ευριπίδειου έργου είναι η ακόλουθη (σημ. 8). Διαδραματίζεται στο νησί Φάρος της Αιγύπτου, όπου η ηρωίδα έχει μεταφερθεί από τον Ερμή. Μένει στα ανάκτορα του βασιλιά Πρωτέα, ενώ το είδωλό της έχει ακολουθήσει τον Πάρη στην Τροία. Μετά το θάνατο του Πρωτέα, ο γιος του Θεοκλύμενος επιμένει να τη νυμφευθεί, αλλά εκείνη εξακολουθεί να μένει πιστή στον Μενέλαο. Ο Τεύκρος της φέρνει την πληροφορία για την άλωση της Τροίας και για τον πιθανό θάνατο του Μενελάου, αλλά η μάντισσα Θεονόη τη διαβεβαιώνει ότι ο σύζυγός της ζει. Πράγματι, ο Μενέλαος φτάνει εξαθλιωμένος στην Αίγυπτο φέρνοντας μαζί του το είδωλο της Ελένης. Στην πορεία του έργου συναντά την πραγματική Ελένη, την αναγνωρίζει και το είδωλό της εξαφανίζεται. Με τη βοήθεια της Θεονόης σχεδιάζουν την απόδρασή τους με πλοίο. Το σχέδιό τους στέφεται με απόλυτη επιτυχία. Στο τέλος, οι Διόσκουροι παρουσιάζονται ως από μηχανής θεοί και κατευνάζουν την οργή του Θεοκλυμένου έναντι της Θεονόης, η οποία βοήθησε το ζεύγος να δραπετεύσει.
Σε ό,τι αφορά την επίδραση της συγκεκριμένης παραλλαγής του μύθου της Ελένης στην εικονογραφία, είναι ανύπαρκτη (σημ. 9), όπως προκύπτει από την έλλειψη αρχαιολογικών τεκμηρίων. Εντοπίσθηκε μόνο μια παράσταση με την Ελένη και τον Μενέλαο στην Αίγυπτο, η οποία απαντά σε ένα χειρόγραφο του 10ου αιώνα μ.Χ. (εικ. 8) και απηχεί την ομηρική εκδοχή, όπως θα δούμε παρακάτω (σημ. 10). Το συγκεκριμένο χειρόγραφο είχε συμπεριληφθεί στην εικονογράφηση των Θηριακῶν της Νικάνδρης (σημ. 11). Σε αυτό έχει απεικονιστεί ο θάνατος του Κανώπου στην Αίγυπτο παρουσία του Μενελάου και της Ελένης. Δεξιά υπάρχει ένα πλοίο. Ο Κάνωπος είναι καθισμένος μετά την επίθεση που δέχτηκε από το ερπετό «Αιμορροΐδα» και η Ελένη σπεύδει να τον σώσει παρουσία του Μενελάου (σημ. 12). Ο Κάνωπος ήταν ο κυβερνήτης του πλοίου που μετέφερε μετά την άλωση του Ιλίου την Ελένη και τον Μενέλαο στη Σπάρτη. Όταν οι βασιλείς σταμάτησαν στην Αίγυπτο, δέχτηκε δήγμα από ένα ερπετό και πέθανε, με αποτέλεσμα να ενταφιαστεί στην περιοχή (σημ. 13).
Η παραπάνω παράσταση απομακρύνεται από την ευριπίδεια παράδοση, επειδή ο μεγάλος τραγικός παρουσιάζει τον Μενέλαο να φτάνει στην Αίγυπτο μαζί με το είδωλο της Ελένης και όχι με την πραγματική Ελένη, Ἑλένη: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν…Ἄγγελος: Βέβηκεν ἄλοχος σὴ πρὸς αἰθέρος πτυχὰς ἀρθεῖσ’ ἄφαντος. Οὐρανῷ δὲ κρύπτεται λιποῦσα σεμνὸν ἄντρον οὗ σφ’ ἐσῴζομεν (σημ. 14) και επιβεβαιώνει την εκδοχή του Ομήρου, Ἀτὰρ τάς πέντε νέας κυανοπρωείρους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ… Αἰγύπτῳ μ’ ἔτι δεῦρο θεοί μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον, ἐπεὶ οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας. Οἱ δ’ αἰεὶ βούλοντο θεοί μεμνῆσθαι ἐφετμέων (σημ. 15), σύμφωνα με την οποία η Ελένη και ο Μενέλαος βρέθηκαν στην Αίγυπτο, όταν επέστρεφαν από την Τροία στη Σπάρτη (σημ. 16).
Η εικονογραφική σύνθεση της εικόνας 8 επιβεβαιώνει τη σημαντική επίδραση των φιλολογικών πηγών –στην προκειμένη περίπτωση των Ὀμηρικῶν Ἐπῶν– στην τέχνη. Πάντως, στην πλειονότητα των παραστάσεων απαντούν ο Μενέλαος με την Ελένη να επιστρέφουν στη Σπάρτη χωρίς ενδιάμεση στάση στην Αίγυπτο (σημ. 17). Σε αυτές ο Μενέλαος απειλεί την Ελένη άλλοτε με ξίφος και άλλοτε με δόρυ (εικ. 9-14) (σημ. 18). Υπάρχει, βέβαια, και ο εικονογραφικός τύπος του έκθαμβου από την ομορφιά της Ελένης Μενελάου με το πεσμένο στο έδαφος ξίφος (εικ. 15) (σημ. 19).
Ευαγγελία Κ. Μιμίδου
Διδάκτωρ Κλασσικής Αρχαιολογίας, εργαζόμενη στο Γραφείο Τεκμηρίωσης του Παρθενώνα (Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης)