Η υπόδηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια βασική ανάγκη του ανθρώπου και μέρος της ένδυσης, αλλά στην πραγματικότητα για αυτούς που ασχολούνται με το συγκεκριμένο πεδίο είναι όχι μόνο τεχνική, αλλά τέχνη και πολλές φορές καλλιτεχνία που απαιτεί ιδιαίτερη φαντασία και συνθετική ικανότητα από τους δημιουργούς της.
Στο συγκεκριμένο άρθρο θα γίνει αναφορά στην ιστορία, την κατασκευή και την παράδοση των ιερών εμβάδων (παντούφλες) του Αγ. Διονυσίου της Ζακύνθου. Η συγκεκριμένη υπόδηση τοποθετείται στην ειδική κατηγορία των ιερών ορθόδοξων ενδυμάτων που συνδέονται με τα ιερά λείψανα.
Tα μορφολογικά και αισθητικά στοιχεία που εντοπίστηκαν στη μελέτη των υφασμάτινων εμβάδων του Αγ. Διονυσίου Ζακύνθου αναδεικνύουν την τέχνη και την ομοιότητα που παρουσιάζουν οι εμβάδες των Επτανήσιων Αγίων από τον 18ο αιώνα και έπειτα.
Άγιος Διονύσιος – Σύντομη ιστορική αναδρομή
Ο Αρχιεπίσκοπος Διονύσιος, κατά κόσμον Σιγούρος, κοιμήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1622, όπως αποδεικνύεται από επίσημο έγγραφο της εποχής. Αρχικά το λείψανο τάφηκε στην εκκλησία του Αγ. Γεωργίου των Στροφάδων. Ύστερα από αρκετά χρόνια έγινε η ανακομιδή, ακολουθώντας τη μοναστηριακή τάξη, και το λείψανο βρέθηκε άθικτο. Αρχικά, οι μοναχοί τοποθέτησαν το ιερό λείψανο στο νάρθηκα της εκκλησίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα. Κατά τη διάρκεια του 5ου Βενετοτουρκικού πολέμου για την κατάληψη της Κρήτης (1645-1669), το λείψανο μεταφέρθηκε για περισσότερη ασφάλεια στην εκκλησία της Παναγίας του Καλητέρου (Μετόχι των Στροφάδων). Μετά τον πόλεμο οι μοναχοί μετέφεραν το σκήνωμα πάλι στη Μονή Στροφάδων.
Στα τέλη του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα, οι μοναχοί των Στροφάδων άρχισαν να ενεργούν για να ανακηρυχθεί Άγιος ο Ιεράρχης Διονύσιος. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ, με συνοδική έκθεση, ανακήρυξε Άγιο τον Αρχιεπίσκοπο Διονύσιο Σιγούρο. Η ανακήρυξη του Αγίου Διονυσίου ως Προστάτη της Ζακύνθου, αντί της Παναγίας της Σκοπιώτισσας και του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε από την Κοινότητα Ζακύνθου μετά το έτος 1758 και πριν από το 1763, όταν η Βενετσιάνικη Γερουσία ενέκρινε απόφαση του Προβλεπτή Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, για την αναγνώριση ως επίσημης ημέρας της 17ης Δεκεμβρίου κάθε έτους (σημ. 1). Σήμερα, μαζί με τους άλλους δύο Επτανήσιους Αγίους (Αγ. Σπυρίδωνας και Άγιος Γεράσιμος) και άλλων Αγίων στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ενδύονται τα σώματα των Αγίων που είναι άφθαρτα μέχρι τώρα (εικ. 1) με λειτουργικά και διακοσμητικά υφάσματα όπως και με περίτεχνες εμβάδες.
Κατηγορίες ορθόδοξων εκκλησιαστικών υφασμάτων
Τα ορθόδοξα εκκλησιαστικά υφάσματα χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: τα λειτουργικά ενδύματα (liturgical garments), τα λειτουργικά υφάσματα (liturgical fabrics) και τα σάβανα/λείψανα (relic textiles). Στις κατηγορίες αυτές αντιστοιχούν υποκατηγορίες ανάλογα με τη χρήση των υφασμάτων στο πλαίσιο της λατρείας. Τα λειτουργικά υφάσματα (π.χ. αντιμήνσιο, επιτάφιος κ.ά.) έχουν την υποκατηγορία των διακοσμητικών υφασμάτων όπως είναι οι ποδέες κ.ά. Τα λειτουργικά ενδύματα όπως είναι τα επιτραχήλια, οι σάκκοι κ.ά. δεν παρουσιάζουν υποκατηγορίες. Στα σάβανα/λείψανα, στα οποία ανήκουν οι εμβάδες του Αγίου, τοποθετούνται όλα τα ενδύματα και τα υφάσματα τα οποία ενδύουν ένα ιερό λείψανο ή καλύπτουν διάφορα μέρη του σώματος του ως δισδιάστατο ύφασμα (Karydis 2010).
Η τιμή των λειψάνων παρατηρείται ήδη στην Παλαιά Διαθήκη αλλά και, όπως αναφέρει ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συμπεριλαμβάνοντας τα ενδύματα των Αγίων διαδόθηκε όπως μας αναφέρει η Μαυροσκά (2006) ευκολότερα απ’ ό,τι η προσκύνηση του Σταυρού και των εικόνων. Στη Δύση η προσκύνηση των λειψάνων και των ενδυμάτων, που συνδέονταν, είχε ευρεία διάδοση. Ο λόγος είναι ότι το λείψανο ήταν το πραγματικό «υλικό» σώμα του Αγίου ενώ η εικόνα δημιουργήθηκε με παρέμβαση ανθρώπινου χεριού.
Για την Ανατολική Εκκλησία η προσκύνηση των ιερών λειψάνων και των αντικειμένων που συνδέονται με αυτά παραπέμπουν στην αναγνώριση και την τιμή του μαρτυρίου του Αγίου, ανακαινίζοντας ταυτόχρονα τον πιστό. Ο Άγιος που μαρτυρεί για την πίστη γίνεται σκεύος του Θεού και αγιάζεται και καταβάλλει μια προσπάθεια μίμησης του βίου του. Αρχικά, όπως αναφέρει και η Οsborne (1985), η τιμή των λειψάνων συνδυαζόταν με τα «μαρτύρια» τα οποία τελούσαν οι πρώτοι χριστιανοί στις κατακόμβες. Η τιμή των ιερών λειψάνων συμπληρώνει την ορθόδοξη θεολογία περί προσκυνήσεως των φορητών εικόνων, κάνοντάς τα αναπόσπαστο σημείο στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.
Τεχνική περιγραφή και λειτουργική χρήση των εμβάδων του Αγ. Διονυσίου
Οι μέγιστες διαστάσεις των εμβάδων είναι 25×12 εκ. Είναι κατασκευασμένες από κόκκινο κοφτό βελούδο επάνω στο οποίο κεντώνται με χρυσονήματα και μεταλλικά νήματα με μεταξένιο πυρήνα πάνω σε γέμισμα, ανθικά μοτίβα διακοσμημένα με τιρ-τιρ και πούλιες. Άλλες φορές οι εμβάδες κατασκευάζονται με λυγιστά και ίσια τιρ-τιρ (εικ. 2). Το εσωτερικό των εμβάδων είναι επενδεδυμένο με λευκή μεταξωτή φόδρα. Η σόλα της εμβάδας κατασκευάζεται από επενδεδυμένο χαρτόνι και όχι από δέρμα ή άλλα υλικά όπως παλαιότερα, έτσι ώστε η εφαρμογή στο σκήνωμα να είναι καλύτερη. Οι εμβάδες κατά την παράδοση κατασκευάζονται από τις μοναχές του Ιερού Ησυχαστηρίου Υπεραγίας Θεοτόκου Ελευθερώτριας στη Ζάκυνθο ή σε κατάστημα ιερατικών ειδών στην Αθήνα. Προφορική παράδοση παρουσιάζει ότι οι παλαιότερες εμβάδες (εικ. 3) ήταν κατασκευασμένες από ξύλινη και όχι από υφασμάτινη σόλα.
Η αλλαγή των εμβάδων στο σκήνωμα του Αγίου γίνεται συνήθως δύο φορές το χρόνο κατά τις δύο μεγάλες πανηγύρεις. Η πρώτη μέσα στο έτος πανήγυρις πραγματοποιείται στις 24 Αυγούστου, μνήμη της Μετακομιδής του ιερού Σκηνώματος από τα νησιά Στροφάδες στη Ζάκυνθο, και η δεύτερη στις 17 Δεκεμβρίου, οπότε τιμάται η μνήμη της Κοιμήσεως του Αγίου Πατρός, που συνέβη το 1622. Οι δύο αυτές λειτουργικές συνάξεις διαρκούν τρεις ημέρες η καθεμία (23-26 Αυγούστου και 16-19 Δεκεμβρίου). Τα προηγούμενα έτη οι εμβάδες αλλάζονταν και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας.
Το σκήνωμα του Αγίου αφαιρείται από την ασημένια λάρνακα που βρίσκεται δεξιά του ιερού βήματος (εικ. 4-5) και τοποθετείται κάθετα μπροστά από το δωμάτιό του δώδεκα φορές συνολικά μέσα στο χρόνο, παράδοση που ακολουθούν και για τα σκηνώματα των άλλων δύο Επτανήσιων Αγίων, του Αγ. Σπυρίδωνος και του Αγ. Γερασίμου. Οι ημέρες είναι οι εξής: 17 Δεκεμβρίου (τρεις ημέρες), 25 Δεκεμβρίου (μία ημέρα), Θεοφάνεια (μία ημέρα), Μεγάλη Παρασκευή (πρωί) έως Δευτέρα του Πάσχα (τέσσερις ημέρες) και στις 24 Αυγούστου (23-26, τρεις ημέρες).
Πολλοί επισκέπτες και πιστοί τιμώντας τον Άγιο πηγαίνουν ως τάμα ένα ζεύγος εμβάδων και μία μικρή ποδέα κατασκευασμένη με τα ίδια υλικά για να σκεπάσει το τμήμα των ποδιών του Αγίου που ασπάζονται οι πιστοί (εικ. 6). Στη συνέχεια οι πιστοί δίνουν στον ηγούμενο το ζεύγος με την ποδέα, που φυλάσσεται σε σειρά προτεραιότητας τοποθέτησής των στο σκήνωμα, μιας και ο αριθμός των πιστών για το συγκεκριμένο τάμα είναι μεγάλος. Όταν έρθει η ώρα, όταν δηλαδή έχει περάσει το εύλογο χρονικό διάστημα για να αφαιρεθούν οι εμβάδες, αφού ο ηγούμενος έχει τοποθετήσει τις εμβάδες, σφραγίζει τη μία εμβάδα και βάζει την υπογραφή στο κάτω σημείο ως ένδειξη γνησιότητας παραχωρώντας την στους δωρητές. Η συγκεκριμένη εμβάδα τοποθετείται μέσα σε ξύλινο χρυσωμένο κιβωτίδιο. Η ποδέα και η εμβάδα που απομένουν τεμαχίζονται σε μικρότερα κομμάτια και δίδονται στους πιστούς δωρεάν ως ευλογία.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης παρατηρήθηκε ότι με το πέρας των χρόνων (άνω των τεσσάρων ετών) παρατηρείται μικρή οξείδωση στα μεταλλικά νήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διακόσμηση των εμβάδων λόγω των κατασκευαστικών υλικών, της μεταχείρισης αλλά και πιθανών οργανικών πτητικών οξέων (VOCs) που εκπέμπονται στο εσωτερικό του ξύλινου κιβωτιδίου (εικ. 7).
Δρ Χρήστος Χ. Καρύδης
Επίκ. Καθηγητής (407/80) Προληπτικής Συντήρησης και Ιστορίας Υφάσματος, ΑΤΕΙ Ιονίων Νήσων και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
*Ευχαριστίες οφείλονται στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δωδώνης κ.κ. Χρυσόστομο Β΄ για την άδεια μελέτης και δημοσίευσης της συγκεκριμένης έρευνας. Επίσης στον πανοσιολογιότατο π. Δανιήλ Μπιάση για τη συνεργασία και τις πολύτιμες πληροφορίες του κατά τη διεξαγωγή της μελέτης και τον πανοσιολογιότατο π. Διονύσιο Λυκογιάννη για τις προφορικές πληροφορίες.