Είναι η παλαιότερη σωζόμενη οικία της Αθήνας κι ένα από τα σημαντικότερα δείγματα αρχοντικού των οθωμανικών χρόνων. Γι’ αυτό και το πολυαναμενόμενο άνοιγμα της Οικίας Μπενιζέλων στο κοινό, μετά και την αποκατάστασή του, έχει ξεχωριστή σημασία. Ένα βήμα προς την ευτυχή αυτή κατάληξη έγινε στο Συμβούλιο Μουσείων, όπου παρουσιάστηκαν η μουσειολογική και η μουσειογραφική μελέτη του κτιρίου-μουσείου, οι οποίες πήραν όχι μόνον τα εύσημα, αλλά και την ομόφωνη έγκριση από τα μέλη του.
Το Αρχοντικό της οδού Αδριανού 96 στην Πλάκα, που έχει συνδεθεί με την Οσία Φιλοθέη, καθώς υπήρξε απόγονος της γνωστής αθηναϊκής οικογένειας, αποτελεί χαρακτηρισμένο ιστορικό διατηρητέο μνημείο και μοναδικό σωζόμενο δείγμα αρχοντικής κατοικίας των μεταβυζαντινών χρόνων για την περιοχή της Αθήνας. Η κύρια φάση του ανήκει στα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αιώνα και η παλαιότερη στον 16ο-17ο αιώνα. Επεμβάσεις δέχτηκε τους δύο προηγούμενους αιώνες, ενώ τα έτη 2008-2010 έγιναν εργασίες αποκατάστασης και ανασκαφές στον αύλειο χώρο και το ισόγειο του κτιρίου, που έφεραν στο φως τμήμα του υστερορωμαϊκού τείχους της Αθήνας στη βόρεια πλευρά της αυλής.
Η Οικία Μπενιζέλων, όταν θα αποδοθεί στο κοινό, θα αποτελεί η ίδια μουσείο του εαυτού της. Στόχοι είναι ο επισκέπτης να μπορεί να περιδιαβαίνει τους εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους του κτιρίου στη βάση μιας βιωματικής εμπειρίας, όπως προέκυψε και από την παρουσίαση των δύο μελετών, ενώ οι παρεχόμενες πληροφορίες, μέσω σημάνσεων, εποπτικού υλικού και διακριτικών ψηφιακών διαδραστικών «εκθεμάτων», να γίνονται κατανοητές από όλες τις ηλικίες. Τον ίδιο προσανατολισμό έχουν και οι δύο θεματικοί άξονες, γύρω από τις οποίες περιστρέφονται οι μελέτες: Να αναδειχθεί ένα μνημείο που θα αναφέρεται τόσο στην ιστορία της πρωτεύουσας όσο και στο μοναδικό δείγμα κτιρίου της οθωμανικής περιόδου.
Κάθε άξονας θα πλαισιώνεται με μια εισαγωγική πινακίδα και εποπτικό υλικό, ενώ στην πορεία θα ξετυλίγονται διάφορες μικρότερες «ιστορίες», που θα μιλούν είτε για την Αθήνα των τελευταίων πέντε αιώνων είτε για τους ιδιοκτήτες του σπιτιού. Χάρτες και παλιές γκραβούρες, όπως η λιθογραφία που απεικονίζει πανομοιότυπο δωμάτιο αθηναϊκού σπιτιού και η οποία θα προβάλλεται σε ένα μεγάλο σύγχρονο κάδρο με φόντο τον πραγματικό χώρο, θα ενισχύουν την πληροφορία που θα παίρνει ο επισκέπτης, ο οποίος θα παροτρύνεται να παραμείνει στον κάθε χώρο είτε παρακολουθώντας video και διαδραστικές ψηφιακές εφαρμογές είτε ξεφυλλίζοντας βιβλία είτε παίζοντας στην αυλή μεσαιωνικά παιχνίδια. Για παράδειγμα, στον πρώτο όροφο του σπιτιού, οπτικοακουστικές παραγωγές video θα δίνουν στοιχεία για την αστική αθηναϊκή κοινωνία του 18ου αιώνα, ενώ ψηφιακές και διαδραστικές εφαρμογές θα «μιλούν» για τους περιηγητές που επισκέφτηκαν την Αθήνα, την οθωμανική αστική κατοικία, τις όψεις της Οθωμανικής Αθήνας και τις αρχοντικές ελληνικές οικογένειες της τουρκοκρατούμενης πόλης. Την ίδια στιγμή, σε άλλη αίθουσα, οι επισκέπτες θα μπορούν να καταγράφουν τις εντυπώσεις τους ψηφιακά και να φτιάχνουν σκαριφήματα.
Στο ισόγειο θα αναπτύσσεται μια τρισδιάστατη προβολή για τις μεταγενέστερες οικοδομικές φάσεις, αλλά και τα ίχνη του σπιτιού του 16ου αιώνα, όπως η εσοχή του παλιού τζακιού ή τα υπολείμματα του ληνού και των πιθαριών, μάρτυρες της οικοτεχνίας της εποχής. Από την «αφήγηση» δεν θα μπορούσε να λείπει και η ιστορία της Οσίας Φιλοθέης (κατά κόσμον Παρασκευή Μπενιζέλου), η οποία γεννήθηκε και έζησε στο σπίτι του 16ου αιώνα, πυρήνες του οποίου «κρύβονται» σήμερα κάτω από την κατασκευή του 18ου αιώνα.
Η κεντρική αυλή θα περιλαμβάνει ένα μικρό υπαίθριο αναψυκτήριο κάτω από τα δέντρα, με σκοπό ο επισκέπτης να μπορεί να ξεκουράζεται, κυρίως όμως να «ενσωματώνεται» στην εποχή που καλείται να γνωρίσει μέσα από μεσαιωνικά επιτραπέζια παιχνίδια. Στην ίδια αυλή θα είναι ορατό το τμήμα του υστερορωμαϊκού τείχους που βρέθηκε στις ανασκαφές, ενώ η πίσω αυλή με τη μαγευτική θέα στις παρυφές της Ακρόπολης δίνει τη δυνατότητα φιλοξενίας πολλαπλών εκδηλώσεων.