Σαντούρι με τις μπαγκέτες του.
Το σαντούρι είναι έγχορδο κρουστό επίπεδο μουσικό όργανο. Ανήκει στην οικογένεια των χορδόφωνων, τα οποία είναι τα μουσικά όργανα που φέρουν χορδές υπό τάση, μεταξύ δύο σταθερών σημείων. Η ηχοπαραγωγή τους οφείλεται στην ταλάντωση της χορδής, η οποία αποδίδει συγκεκριμένο τονικό ύψος, ο ήχος του οποίου μεγεθύνεται με τη βοήθεια ενός αντηχείου, το λεγόμενο σώμα ή σκάφος του οργάνου. Είναι όργανο μελωδικό και πολυφωνικό, αρμονικής και ρυθμικής συνοδείας, που χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες προστέθηκε τόσο στη στεριανή κομπανία όσο και στη νησιώτικη ζυγιά.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν ο ταμπουράς, το λαγούτο, το ούτι, η κιθάρα, η λαγουτοκιθάρα, τα μαντολινάτα, το βιολί, η λύρα, ο κεμεντζές, το κανονάκι, και το σαντούρι.
Το σαντούρι, παίζεται ακουμπισμένο σε ένα τραπέζι, έχει χορδές που είναι τεντωμένες οριζόντια σε ένα κομμάτι ξύλο, πιασμένες από κάτι μικρά καρφάκια στην άκρη του οργάνου. Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους. Το σαντούρι, διαδόθηκε στον ελλαδικό χώρο από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας μετά την καταστροφή του ΄22.