Παρότι διδάκτορας της Χαϊδελβέργης αρνήθηκε την ακαδημαϊκή καριέρα προτιμώντας να γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής… καμπαρέ στη Βιέννη για να ανεβάζει έργα του με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Απαρνήθηκε τον ιουδαϊσμό και ασπάσθηκε τον προτεσταντισμό, αλλάζοντας το όνομά του. Θέλοντας να διαμαρτυρηθεί για την εισβολή των Ναζί στην Αυστρία, άνοιξε το παράθυρό του και βούτηξε στο κενό φωνάζοντας στους περαστικούς: «προσέχετε, παρακαλώ!».
Είναι ο Έγκον Φριντέλ (πρώην Φρίντμαν) που γεννήθηκε το 1878, εργάστηκε ως ηθοποιός, έγραψε βιβλία για την πολιτιστική ιστορία των λαών, κριτικός θεάτρου, αρθρογράφος, άνθρωπος ατίθασος, ένας από τους μεγαλύτερους στυλίστες της Γερμανίας, ο οποίος αυτοκτόνησε για να μη δει τα ναζιστικά στρατεύματα να διαφεντεύουν τη χώρα του. Οι κληρονόμοι του κατάφεραν να πάρουν τα χειρόγραφά του τελευταίου βιβλίου του «Πολιτιστική Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας», που κατασχέθηκαν από τη φοβερή Γκεστάπο και κυκλοφόρησαν το 1940 στην Ελβετία. Αυτό το βιβλίο κυκλοφορεί τώρα για δεύτερη φορά στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Τόπος, σε μετάφραση του Δημοσθένη Κούρτοβικ (πρώτη έκδοση το 1984, από τις εκδόσεις Πορεία) με υπότιτλο «Μύθος και πραγματικότητα της προχριστιανικής ψυχής».
Είναι 207 σελίδες ενός παθιασμένου διανοούμενου, θαυμαστή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ο οποίος, με δυναμική τεκμηρίωση και γοητευτική γλώσσα, αφηγείται τα επιτεύγματα των Ελλήνων, φωτίζοντας παράλληλα, με Θουκυδίδειο ρεαλισμό, τα μαύρα σημεία τους.
Στις σελίδες του τόμου παρελαύνουν θεότητες και ακτήμονες, στρατηγοί και αλιείς, φιλόσοφοι και εταίρες, ανδρείοι και ατομιστές, ήρωες και αδελφοκτόνοι, ρήτορες και μισθοφόροι, εκπολιτιστές και βάρβαροι.
Ξεκινάει με τη γεωγραφική ερμηνεία του αισθήματος ανεξαρτησίας και τοπικισμού των πόλεων-κρατών, κάτι μοναδικό στην παγκόσμια Ιστορία. Ο αρχαίος Έλληνας –τονίζει– δεν ανεχόταν κανένα άλλο πάνω από το κεφάλι του παρά μόνο την κοινότητά του θεωρώντας τυραννία ακόμη και τις κινήσεις για ευρύτερη κρατική οργάνωση. Παράλληλα επισημαίνει ότι η ιστορία των πόλεων ήταν ιστορία μιας συνεχούς αδελφοκτονίας και δεν είναι τυχαίο ότι η μυθολογία ήταν γεμάτη με οικογενειακές φρικαλεότητες. Ο πόλεμος εναντίον όλων, από χωριό σε χωριό, από κοιλάδα σε κοιλάδα , από επαρχία σε επαρχία, ήταν η συνηθισμένη κατάσταση στη αρχαία Ελλάδα… Από την άλλη μεριά, η ίδια η γεωγραφική διαμόρφωση καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την υποταγή των πόλεων με τα πολεμικά μέσα της εποχής, γι΄αυτό και ήταν… διαδεδομένη η επιδίωξη συνεννόησης δια του εσωτερικού εχθρού με την… πανάρχαια μέθοδο της προδοσίας.
Προχωρώντας στη σελίδα 48 αναφέρεται στο ήθος των προγόνων μας, λέγοντας ότι ήταν ηθικοί όσο ήταν και ανήθικοι. Αυτοί, πάντως, πρωτοδίδαξαν στον κόσμο τι είναι ελευθερία και υπευθυνότητα, πατριωτισμός και ευσέβεια, διότι οι ανατολικοί λαοί δεν γνώριζαν αυτές τις ηθικές αξίες στην καθαρή τους έκφραση. Ωστόσο –σπεύδει να εξηγήσει– μάταια θα αναζητήσει κανείς στους αρχαίους Έλληνες το σημερινό αίσθημα δικαίου, αφού, με εξαίρεση μερικούς ποιητές και φιλοσόφους, τους έλειπε η αντίληψη ότι το έγκλημα είναι απορριπτέο για λόγους αρχών. Σημειώνει ότι το έγκλημα ήταν μια ιδιωτική υπόθεση που αφορούσε το θύτη και το θύμα. Ακόμη και ο φόνος μπορούσε να μείνει ατιμώρητος αν το θύμα συγχωρούσε, πριν πεθάνει, τον φονιά του, ενώ οι συγγενείς δεν δεσμεύονταν πια από το χρέος της κατηγορίας, την οποία απήγγειλαν εκείνοι και όχι το κράτος.
Αμέσως μετά, στην ενότητα για την περιλάλητη αρχαιοελληνική σωφροσύνη, ο συγγραφέας διερωτάται πως είναι δυνατόν αυτός ο θυμόσοφος λαός να κατακρεουργεί τους βαρβάρους, ενώ κορυφωνόταν η πολιτιστική του ανάπτυξη με το λόγο και τα αγάλματα; Η εξήγηση που δίνει είναι ότι ο λαός μαστιζόταν από μαζικές παραισθήσεις, από οργιαστικές χορομανίες, λες και ένα άγχος, μία μελαγχολία, κυρίευε τους πάντες και τα πάντα μέσα στο άπλετο φως του ήλιου.
Στην ενότητα για τον ατομικισμό του αρχαίου Έλληνα υπογραμμίζει ότι σε αυτή την ιδιότητα, έναντι της κρατικής επιβολής, θεμελιώνεται η δημιουργική δύναμη του πολιτισμού. Αλλά: Από την άλλη πλευρά μιλάει για έναν «αλλόκοτο ατομισμό». Και φέρνει παράδειγμα τον εξοστρακισμό, που χρησιμοποιήθηκε για να εξουδετερωθεί όποιος εμφάνιζε ασυνήθιστη δύναμη, στον οποίο φόρτωναν την κατηγορία του «εχθρού του δήμου».
Για την αρχαία τεμπελιά και τις αρχαίες… μίζες είναι κατηγορηματικός: «Ένιωθαν απύθμενη απέχθεια για κάθε βιοποριστική ασχολία, αν και ήταν υλιστές, βάζοντας το χρήμα και την ιδιοκτησία πάνω απ’ όλα. Ακόμα και οι λαμπρότεροι ήρωές τους, ο Αγαμέμνων, ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας, είναι απίστευτα άπληστοι και στο μυαλό τους έχουν ολοένα λουφέδες, λύτρα και δώρα, ενώ όλοι οι γειτονικοί λαοί, οι Πέρσες και οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες και οι Ρωμαίοι συμφωνούσαν ότι κάθε Έλληνας εξαγοράζεται. Το μοναδικό αντίθετο παράδειγμα είναι ο Αριστείδης, που με την ανιδιοτέλειά του έγινε αξιοπερίεργο θέαμα».
Ο Φριντέλ, επισκοπώντας την πολιτιστική ιστορία μέχρι και την παρακμή του ελληνισμού μετά τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τελειώνει το βιβλίο με την εξής παράγραφο θαυμασμού:
«Ο ελληνισμός ξεκίνησε για να γίνει παγκόσμιος, για να ξεπεράσει τον εαυτό του. Για να γίνει αυτό, η ελληνική ψυχή, μεταρσιωμένη σε ψυχή της ανθρωπότητας , έπρεπε να πεθάνει για να γίνει αθάνατη. Ο Αλέξανδρος, κατακτώντας τον κόσμο, θυσίασε την Ελλάδα στο βωμό της Ιστορίας. Στην αλεξανδρινή εποχή το ελληνικό έθνος δεν είναι πια αξιόλογο ιστορικό μέγεθος, αλλά εξιδανικευμένο σε είδωλο, λάμπει ως σήμερα σαν αστερισμός στον ουρανό των θνητών».
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ με τη δημιουργική του μετάφραση (εύυγρη γη, βραχυβιότητα, βότανα που θρασομανούν, ιππογνώστες, αρτίωση) προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα απόλαυσης του κειμένου ενός συγγραφέα που διδάσκει τέρποντας, συνδυάζοντας την εμβρίθεια της μελέτης με τη λογοτεχνικότητα της αφήγησης.