Ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Β 38-40) αναφέρει ότι στην εκστρατεία των ελλαδικών πόλεων κατά της Τροίας έλαβαν μέρος και πέντε πόλεις των Αιτωλών: «Αιτωλών δ’ ηγείτο Θόας Ανδραίμονος υιός, / οι Πλευρών’ ενέμοντο καί ΄Ωλενον ηδέ Πυλήνην / Χαλκίδα τ’ αγχίαλον Καλυδώνα τε πετρήεσσαν».
Τη δική μας έρευνα ενδιαφέρει μόνο η πόλις Καλυδών των πρωτοϊστορικών (Υστεροελλαδικών/ Μυκηναϊκών,1580-1050 π.Χ) χρόνων και των ιστορικών χρόνων (Γεωμετρική περίοδος κ.εξ.), και ειδικά το ιδρυμένο εκτός των τειχών της πόλεως, επί λόφου έξωθεν της ΝΔ πύλης, ιερό τέμενος της πόλεως αυτής, το γνωστό με το αφιερωματικό του δηλωτικό ως Λαφριαίον, ή ως Λάφριον, ή ως Λόφριον (σημ. 1) (πίν. 2, 3). Η κύρια λατρευομένη θεότητα, κατά τους ιστορικούς χρόνους, όπως δηλώνεται στις επιγραφές, ήταν η Άρτεμις Λαφρία (σημ. 2). Αλλά βρέθηκε (non in situ) σ’ αυτό το Λαφριαίο Ιερό άλλη μία ορόσημη επιγραφή του 6ου π.Χ. αι.: Κατά την ανάγνωση του Fr. Poulsen γράφει: ΑΠΟΛΟΝΟΣ ΛΑΦΡΙΟ, αλλά κατά την ανάγνωση του Κ. Ρωμαίου γράφει: ΑΠΟΛΟΝΟΣ ΛΟΦΡΙΟ (σημ. 3). Η τελευταία αυτή επιγραφή, ως ορόσημη, αποδίδεται στον έτερο μικρό «ναό Α» αφιερωμένο, κατά την επικρατούσα εκδοχή, στον Απόλλωνα(;), χτισμένον παράπλευρα του μνημειώδους «ναού Β» της Λαφρίας Αρτέμιδος (πίν. 2, 3). Αλλά κατ’ άλλους αυτός ο μικρός «ναός Α» αποδίδεται στον Διόνυσο(;).
Η ομηρική πόλις Καλυδών
Η αναπτυσσόμενη επί του «δικορύφου» μεγάλου λόφου «Κουρτ-αγά» (115 μ.), και προστατευόμενη με περίβολο τειχών πόλις Καλυδών ήταν εγκαθιδρυμένη μεν στην παράλια ζώνη της Αιτωλίας αλλά σε ικανή απόσταση από την ακτή, σε καίρια στρατηγική θέση του Καλυδωνίου Κόλπου, και δη στο μεταίχμιο Πατραϊκού και Κορινθιακού Κόλπου. Αποτελούσε συγκοινωνιακό και επικοινωνιακό κόμβο για την πρόσβαση στο εσωτερικό της Αιτωλίας, μέσω της κοιλάδας του Ευήνου (χάρτης, πίν. 1, 2).
Συγκεκριμένα, στο νοτιότατο άκρο του μακρυτενούς βουνού Αράκυνθος (σημ. 4) (523 μ., υψούμενο με κατεύθυνση από τα ΒΔ προς τα ΝΑ, κάθετα δηλαδή προς τον Καλυδώνιο Κόλπο και παραλλήλως του ποταμού Ευήνου, και επακριβέστερα πάνω στον τελευταίο νοτιότατο δικόρυφο λόφο 115 μ. –«λόφος Κουρτ-αγά»–, ακριβώς στη συμβολή του παραποτάμου Κουρκουτά στη δεξιά (δυτική) πλευρά του ποταμού Ευήνου (στα βόρεια ακριβώς του Ευηνοχωρίου), ήταν οικισμένη πόλις, η οποία βασίμως ταυτίζεται με την ομηρική πόλη «Καλυδών» που συνεχίζει να υπάρχει στο ιστορικό προσκήνιο και μετά την κατάκτησή της υπό των Ρωμαίων (χάρτης).
Η πόλις Καλυδών είχε επικράτεια τον ζωτικό χώρο με βόρειο όριο το σημείο συμβολής του Κουρκουτά στον Εύηνο και νότιο όριο τις εκβολές του Ευήνου: δηλαδή οπωσδήποτε την περιοχή όπου σήμερα απλώνεται το Ευηνοχώρι (υποδιαιρεμένο σε Άνω Ευηνοχώρι και Κάτω Ευηνοχώρι), καθώς και το χωριό Νέα Καλυδώνα νοτιότερα του πρώτου στο προσχωσιγενές έδαφος, στη δεξιά πλευρά του εκβολικού «Δ(έλτα)» του Ευήνου. Από τις σύγχρονες αρχαιολογικές ανασκαφές και τα ευρήματα προκύπτει ότι η πόλις απλωνόταν και εκτός των τειχών προς νότο, στην υποκείμενη κοιλάδα μικρού παραποτάμου που εκχύνεται στη δεξιά πλευρά των εκβολών του Ευήνου (χάρτης).
Βέβαια, όπως εμφαίνεται και στο χάρτη, η πόλις δεν ήταν οικισμένη ακριβώς επί της αιτωλικής ακτής του Καλυδωνίου Κόλπου: συγκεκριμένα, στους ιστορικούς χρόνους, οικιστικά η τειχισμένη πόλις Καλυδών (σημ. 5) (πίν. 1) αναπτυσσόταν εγγύτατα στον σημερινό ασφαλτόδρομο που στο σημείο αυτό βαίνει στα ριζά των νοτίων απολήξεων του προαναφερθέντος βουνού Αράκυνθος, ειδικότερα κοντά στην εγκαταλειμμένη μεγάλη σιδηροδρομική γέφυρα του Ευήνου και τον τέως «Σιδηροδρομικό Σταθμό» του μεσαιωνικού χωριού Μποχώρι (σημ. 6) (Ευηνοχώρι, σημ. 7), δύο χλμ. βόρεια του χωριού (χάρτης).
Τόσο στην προϊστορική όσο και στην πρωτοϊστορική και ιστορική αρχαία περίοδο, λοιπόν, τουλάχιστον από τη συμβολή του παραποτάμου Κουρκουτά στον Εύηνο και προς τα νότια, ολόκληρη η δεξιά πλευρά του καταληκτικού τμήματος του Ευήνου αποτελούσε τη χώρα μιας πόλεως, βασίμως ταυτιζομένης με την ομηρική Καλυδώνα (χάρτης).
Σημειωτέον ότι τα οικιστικά κατάλοιπα και ευρήματα και στο αριστερό τμήμα των εκβολών του Ευήνου, στα χωριά Γαλατάς και Κρυονέρι, δείχνουν ότι έχουμε εδώ αφενός τη χώρα οικιστικής εγκατάστασης πολίσματος με προστατευόμενο με τείχη λιμάνι, το οποίο παράλληλα θα πρέπει να λειτούργησε και ως επίνειον της Καλυδώνος πιθανότατα από τη Μυκηναϊκή περίοδο (σημ. 8). Και τούτο επειδή η Καλυδών –όπως είπαμε– δεν ήταν οικισμένη ακριβώς επί της ακτής του Καλυδωνίου Κόλπου, γι’ αυτό και χρησιμοποιούσε ως επίνειο (λιμάνι) της τον επόμενο προς τα ανατολικά της πόλεως «κόλπο του Κυονερίου» στην άλλη, την ανατολική, πλευρά των εκβολών του Ευήνου (χάρτης).
Οι σχετιζόμενες με την πόλη Καλυδώνα ανασκαφές (σημ. 9), έγιναν αφενός επί του δικόρυφου «λόφου Κουρτ-αγά» (στην ουσία δύο λόφοι «σιαμαίοι»), όπου πρωταρχικά υψώθηκε επί του υψηλότερου εξ αυτών η μυκηναϊκών χρόνων (1600-1050 π.Χ.) ακρόπολις, αλλά που στους ιστορικούς χρόνους συμπεριλήφθηκαν αμφότεροι οι «σιαμαίοι» λόφοι στον περίβολο των τειχών της αρχαίας πόλεως που περιέτρεχε και τους δύο λόφους, καστροπολιτεία γνωστή μετέπειτα με τη μεσαιωνική της επωνυμία «Κάστρο του Κουρτ-αγά». Αφετέρου, ανασκαφές έγιναν και επί του γειτνιάζοντος προς τα ΝΔ των «σιαμαίων» λόφων ετέρου λόφου όπου εγκαθιδρύθηκε το Λαφριαίον Ιερό Τέμενος. Αυτές οι ανασκαφές, καθώς και τα τυχαία ευρήματα στη γύρωθεν ευρύτερη περιοχή, αποδεικνύουν ότι η συγκεκριμένη περιοχή κατοικείται διαχρονικά: στην Πρωτοελλαδική (σημ. 10) (3200-2000 π.Χ.), στη Μεσοελλαδική (σημ. 11) (2000-1580 π.Χ.), στην Υστεροελλαδική (σημ. 12) (1580-1050), στην Πρωτογεωμετρική περίοδο (σημ. 13) (1050-900 π.Χ.), και βέβαια έκτοτε σε όλους τους αρχαίους ιστορικούς χρόνους (σημ. 14) – Γεωμετρικούς (900-700 π.Χ.), Αρχαϊκούς (700-500 π.Χ.), Κλασικούς (500-301 π.Χ.) και Ελληνιστικούς χρόνους (301-31 π.Χ.), συμπεριλαμβανομένης της Ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα (σημ. 15). Παρακμάζει μετά το 30 π.Χ., χρονιά που ο Οκταβιανός Αύγουστος μετοικίζει υποχρεωτικά τους κατοίκους της υποδουλωμένης στους Ρωμαίους πόλεως της Καλυδώνος στη νεοϊδρυθείσα από τον ίδιο Νικόπολη στην Ήπειρο (σημ. 16).
Θεωρώ μάλιστα ότι τόσο η περί Καλυδώνος αναφορά του Ομήρου (Β 640), που απηχεί ιστορική παράδοση η οποία εν πολλοίς μας ανάγει τουλάχιστον στην Υστεροελλαδικών χρόνων (1580-1050 π.Χ.) πρωτοϊστορία της πόλεως, όσο και –κυριότερον– η εύρεση «“θησαυρού” χαλκών μυκηναϊκών όπλων και σκεύους» (σημ. 17) στη νότια πλαγιά του διπλανού βουνού Ψωρολίθι, σε απόσταση 2500 μ. ΒΑ από την ακρόπολη της Καλυδώνος, συνηγορούν αμφότερα σε μια πιο πρώιμη αναγωγή ιδρύσεως της πόλεως Καλυδώνος, τουτέστιν στους Υστεροελλαδικούς (Μυκηναϊκούς) χρόνους (1600-1050 π.Χ.). Άλλωστε και το Πρωτογεωμετρικών χρόνων (1050-900 π.Χ.) νεκροταφείο που βρέθηκε στη θέση «Λαγκάδα Καραπάνου» κοντά στις νότιες παρυφές του δικόρυφου λόφου όπου οικίστηκε η πόλις Καλυδών δείχνει ακριβώς να συνεχίζεται σε αυτή τη θέση πλέον και όχι στο βουνό Ψωρολίθι η ιστορική συνέχεια της πόλεως της Καλυδώνος, αφού το νεκροταφείο αυτό στη θέση «Λαγκάδα Καραπάνου» είναι εμφανές, αν όχι πρόδηλο, ότι ανήκει στην πόλι Καλυδών (χάρτης).
Φαίνεται, συνεπώς, ότι έχει δίκιο ο Carl W. Blegen (σημ. 18), που ανάγει το τοπωνύμιο Καλυδών στην Πρωτοελλαδική περίοδο (3200-2000 π.Χ.).
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι ότι ήδη στην ομηρική Ιλιάδα (Ι 552, Ι 529-532, Ι 573, Ι 588) η Καλυδών αναφέρεται ως πόλις περιβαλλόμενη με τείχη.
Λαφριαίον, ή Λάφριον, ή Λόφριον, ιερό τέμενος πόλεως Καλυδώνος Αιτωλίας
Σύμφωνα με την έρευνά μου, εκ της επωνυμίας του καλυδωνίου ιερού ως Λαφριαίον, ή Λάφριον, ή Λόφριον, τεκμαίρεται ότι πρωταρχικά το ιερό αυτό θα ήταν αφιερωμένο στη Μεγάλη Θεά της Φύσεως, την «πότνια» με το ιδιαίτερο όνομα Λαφρία(;). Συνακόλουθα, η κύρια λατρευομένη θεότητα σ’ αυτό το Λαφριαίο Ιερό, όπως δηλώνεται στις επιγραφές (σημ. 19), ήταν η «Λαφρία Άρτεμις» (σημ. 20), ενώ άλλος ένας μικρότερος ναός χτισμένος παράπλευρα θεωρείται (σημ. 21) –κατά την επικρατέστερη εκδοχή– ότι ανήκει στον Απόλλωνα(;), αλλά ορισμένοι τον αποδίδουν στον Διόνυσο(;) (πίν. 2-5).
Από τις πρώτες ανασκαφές ειδικά των Κ. Ρωμαίου και E. Dyggve στο Λαφριαίον Ιερό Καλυδώνος ήρθαν στο φως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και ευρήματα με χρονικό άνυσμα από τη Γεωμετρική περίοδο (900-700 π.Χ.) έως και την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα (σημ. 22) (πίν. 2, 5).
Παρά ταύτα, εγώ θεωρώ ότι οι χρονικές απαρχές του Λαφριαίου Ιερού της Καλυδώνος θα πρέπει να ανάγονται τουλάχιστον στους Υστεροελλαδικούς/Μυκηναϊκούς χρόνους (1580-1050 π.Χ.). Τη χρονική αυτή αναγωγή λειτουργίας του Λαφριαίου Ιερού τη στηρίζω στα εξής τεκμήρια:
(α) Στα πορίσματα του Ejnar Dyggve (σημ. 23) περί της αφανούς πρωταρχικής οικοδομικής φάσεως του Λαφριαίου ιερού τεμένους. Τούτο μεθερμηνεύεται υπό του υπογραφομένου ότι τα ανασκαφέντα αρχιτεκτονικά λείψανα που χρονολογήθηκαν στους Γεωμετρικούς χρόνους (900-700 π.Χ.) δεν είναι από την πρωταρχική οικοδομική φάση του Λαφριαίου αλλά έπονται αυτής.
(β) Θεωρώ ότι το δηλώνει, επίσης, η ίδια η ονομασία του τεμένους ως Λάφριον ή Λόφριον, καθώς και τα διασωθέντα γοργόνεια από τον αρχιτεκτονικό ναϊκό διάκοσμο (σημ. 24): αυτά δείχνουν ότι το «καλυδώνιο Ιερό» έχει να κάνει με λατρευτικά δεδομένα που σχετίζονται με τελετουργίες αφιερωμένες σε «πότνια θηρών», λατρευομένη, κατά τεκμήριον, με το όνομα Λαφρία ή Λοφρία. Και βέβαια, αυτού του είδους οι τελετουργίες έλκουν την καταγωγή τους από την κρητο-μυκηναϊκή θρησκεία που μάλιστα επαναβιώνει στο μεταίχμιο 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα (σημ. 25). Θεωρώ μάλιστα πως αυτή την τεκμαρτή επωνυμία της «πότνιας», «Λαφρία», κατοπινά τη σφετερίζεται η ΄Αρτεμις ως επίθετό της, και προκύπτει έτσι η επίκληση «Λαφρία Άρτεμις».
(γ) Η εύρεση «“θησαυρού” χαλκών μυκηναϊκών όπλων και σκεύους» (σημ. 26) στη νότια πλαγιά του διπλανού βουνού Ψωρολίθι, σε απόσταση 2.500 μ. ΒΑ από την ακρόπολη και τον περίβολο των τειχών της πόλεως Καλυδώνος στο λόφο Κουρτ-αγά, αποτελεί, κατ’ εμέ, σοβαρότατο αρχαιολογικό τεκμήριο ότι: αυτή η διπλανή θέση όπου είναι οικισμένη η πόλις των ιστορικών χρόνων θα πρέπει να αποτελεί οικιστική συνέχεια πόλεως των Υστεροελλαδικών (Μυκηναϊκών) χρόνων (1580-1050 π.Χ.), αφού με αυτήν, λογικά, θα πρέπει να σχετίζεται ο μυκηναϊκός «θησαυρός» που βρέθηκε στο Ψωρολίθι, όντας αμφότερες οι θέσεις στην ίδια γεωπολιτική λεκάνη όπου αναπτύσσεται η χώρα/επικράτεια της πόλεως Καλυδώνος.
(δ) Η τελευταία εξαίρετη αρχαιολογική απόδειξη είναι η εξής: Το Πρωτογεωμετρικών χρόνων (1050-900 π.Χ.) σπουδαίο νεκροταφείο (σημ. 27) που βρέθηκε στη θέση «Λαγκάδα Καραπάνου» κοντά στις νότιες παρυφές του λόφου Κουρτ-αγά όπου είναι οικισμένη η αρχαία πόλις Καλυδών δείχνει, ακριβώς, αφενός να εντοπίζεται σε αυτή τη θέση πλέον και όχι στο Ψωρολίθι η οικιστική ιστορική συνέχεια και ύπαρξη της ομηρικής πόλεως της Καλυδώνος, και αφετέρου ανάγει κατά τεκμήριον σε πρωιμότερη φάση τις απαρχές της οικιστικής ανάπτυξης της πόλεως αυτής, αφού κατά τεκμήριον θα αποτελούσε το νεκροταφείο της.
Κατά συνέπεια, όλες αυτές οι αρχαιολογικές αποδείξεις και τα τεκμήρια περί των απαρχών της πόλεως Καλυδώνος θεωρώ ότι βάσιμα συνηγορούν σε μια πιο πρώιμη χρονολόγηση των απαρχών λειτουργίας και του Λαφριαίου Ιερού, τουτέστιν το αναγάγουν και αυτό στους Υστεροελλαδικούς (Μυκηναϊκούς) χρόνους (1580-1050 π.Χ.). Ας δούμε αναλυτικά γιατί: Ειδικά στην εδαφιαία «ζώνη Ι», (στη μία από τις τρεις εδαφιαίες ζώνες στις οποίες υποδιαιρεί το ιερό ο E. Dyggve, Das Laphrion…, σ. 16, εικ. 8), που αποτελεί τον κυρίως λατρευτικό χώρο του υποδιαιρεμένου σε τρεις εδαφιαίες ζώνες Λαφριαίου Ιερού (πίν. 4), βρίσκονται και οι δύο σωζόμενοι αρχαϊκοί ναοί: ο μέγας «ναός της Αρτέμιδος» (= «ναός Β»), και ο, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, μικρός «ναός του Απόλλωνος» (;) (= «ναός Α»), μπροστά στους οποίους κατέληγε η Ιερά οδός, η οποία είχε ως αφετηρία τη ΝΔ πύλη των τειχών της πόλεως Καλυδώνος (Ε. Dyggve, Das Laphrion…, πίν. xxxv και xxxviii) (πίν. 2, 3).
Στον ενδιάμεσο κενό χώρο μεταξύ των αναλημμάτων του «ναού της Αρτέμιδος» (στη ζώνη Ι) και της «μακράς στοάς» (στη ζώνη ΙΙ) εκτεινόταν μία μακρά «ορθογώνια εξέδρα» (πίν. 5), κατά τα γραφόμενα και το σχεδιάγραμμα του ανασκαφέως αυτής Κ. Ρωμαίου (σημ. 28), την οποία προσδιορίζει ο Ε. Dyggve (σημ. 29) στο δικό του σχεδιάγραμμα του Λαφριαίου Ιερού στο βιβλίο του Das Laphrion…, στον πίνακα xxxviii με το γράμμα E (πίν. 2), θεωρώντας τη μάλιστα αρχαϊκή «εξέδρα-βωμό»(;).
Το θέμα μας, όμως, ενδιαφέρει αυτός ακριβώς ο έμπροσθεν των δύο ναών, Αρτέμιδος και Απόλλωνος(;) «υπολειπόμενος ομαλός χώρος» (σημ. 30) που στο σχέδιο του Ε. Dyggve (σημ. 31) (βλ. εδώ, πίν. 2) ορίζεται με τον αριθμό 76, ενώ ευκρινέστατα ορίζεται στο σχέδιο του Κ. Ρωμαίου (σημ. 32) (βλ. εδώ πίν. 5. και πίν. 4 αρ. 3, 5).
Συγκεκριμένα, σ’ αυτόν το χώρο/«πλατεία» (πίν. 2, 4, 5), η ανασκαφή έφερε στο φως θεμέλια από δύο κτήρια που ο Ε. Dyggve (ό.π.) τα θεωρεί τα πλέον παλαιότερα του Λαφριαίου ιερού: ένα ορθογώνιο κτήριο έμπροσθεν ακριβώς του μικρού «ναού Α» του Απόλλωνος(;) που ο Dyggve (σημ. 33) στο δικό του σχέδιο (βλ. εδώ πίν. 2) το σημειώνει με το γράμμα Ε, καθώς και ένα αψιδοειδές κτήριο έμπροσθεν ακριβώς του «ναού Β» της Αρτέμιδος που o Dyggve (σημ. 34) στο δικό του σχέδιο (βλ. εδώ πίν. 2) το σημειώνει με το γράμμα D. Το αρχαϊκό «ορθογώνιο κτήριο Ε» ο Fr. Poulsen και ο E. Dyggve (σημ. 35) το θεωρούν «εξέδρα βωμού(;)» για την τέλεση θυσιών έμπροσθεν του «ναού Α» του Απόλλωνος(;). Όμως, το πλέον πρώιμο χρονικά σωζόμενο κτήριο στην εδαφιαία ζώνη Ι θεωρείται, από τον Κ. Ρωμαίο, ότι είναι αυτό το μικρό «αψιδοειδές κτίσμα D» (πίν. 5), που ανασκάφηκε έμπροσθεν του μεγάλου «ναού Β» της Λαφρίας Αρτέμιδος, το οποίο μάλιστα «αψιδοειδές κτίσμα» κρίνει σκόπιμο να το εξάρει και στο σχέδιο 1 εντός του κειμένου του. Γράφει συγκεκριμένα ο ίδιος (σημ. 36) στο ΑΔ 10 (1925-26), Παράρτημα, σ. 26: «[Εις το σχέδιον 1, στη σ. 25], κατά το γράμμα α έχομεν το σπουδαιότερον προϊστορικό κτίσμα του [Λαφριαίου] ιερού, [ήτοι] μέρος αψιδοειδούς οικήματος εκτισμένου διά μικρών λιθαρίων με τετράπλευρον κατά το εσωτερικόν εκ πλακών ορθίων εσχάραν. … Το κτίσμα ανήκει χρονικώς εις την γεωμετρικήν λεγομένην εποχήν, διά τα συλλεχθέντα επί του δαπέδου και πλησίον γεωμετρικά όστρακα, εχρησίμευε δέ και εις την λατρείαν, αν κρίνωμεν εκ τινος αναθηματικού χαλκού ιππαρίου ευρεθέντος όχι μακράν» (πίν. 5). (Το σχέδιο αυτό το ενθέτει στο βιβλίο του και ο Dyggve E., Das Laphrion…, σ. 268, εικ. 254). Αυτό, λοιπόν, το μικρό «αψιδοειδές κτίσμα» χρονολογείται από τον Κ. Ρωμαίο (ό.π.) στους Γεωμετρικούς χρόνους (900-700 π.Χ).
Τη δική μας, βέβαια, μελέτη ενδιαφέρει ότι, στο εσωτερικό του, αυτό το «αψιδοειδές κτίσμα» έφερε τετράπλευρη «εσχάρα» πυράς από όρθιες πλάκες της ίδιας συνεπώς περιόδου, σύμφωνα πάντα με τα γραφόμενα του ανασκαφέα Κ. Ρωμαίου (σημ. 37), που επισημαίνει ότι τούτο το δηλώνουν τα συλλεχθέντα επί του δαπέδου και πλησίον θραύσματα πήλινων αγγείων των Γεωμετρικών χρόνων (900-700 π.Χ.). Αυτό το «αψιδοειδές κτίσμα» χρησίμευε και στη λατρεία, τονίζει ο Κ. Ρωμαίος (σημ. 38), κρίνοντας από τα παλαιότατα ίχνη λατρείας που επιβεβαιώθηκαν από τους ανασκαφείς: συγκεκριμένα, προσφέρθηκαν ως αφιερώματα ένα χάλκινο ιππάριο και ένας πετεινός, χρονολογούμενα στους Γεωμετρικούς χρόνους (900-700 π.Χ.). Αμφότερα βρέθηκαν στο ιδιαίτερο στρώμα αυτού του αψιδοειδούς κτίσματος, όπως βεβαιώνει ο Κ. Ρωμαίος (ό.π.). Αυτού του τύπου τα αναθήματα είναι βέβαια προσφορές στη λατρευομένη θεότητα του καλυδώνιου Ιερού, η οποία, κατ’ εμέ, θα πρέπει να ήταν η «Μεγάλη Θεά της Φύσεως», η «πότνια» με το ιδιαίτερο όνομα «Λαφρία» (;). Θεωρώ μάλιστα ότι, και μετά την κατάχωση αυτού του γεωμετρικών χρόνων κυκλοτερούς κτίσματος κατά την υστερότερη διαμόρφωση του χώρου στη ζώνη Ι, αυτή η «τετράπλευρη εσχάρα πυράς από όρθιες πλάκες» θα πρέπει να υπήρχε και να παρέμεινε σε χρήση και σε όλους τους επόμενους αιώνες. Και τούτο διότι θα πρέπει να συνεχίστηκε η λατρευτική της χρήση και να χρησιμοποιούνταν ως «εσχάρα-βωμός» για τις ολόκαυστες χθόνιες θυσίες προς τιμήν της Λαφρίας Αρτέμιδος, αφού στους επόμενους αιώνες η θέση της εσχάρας αυτής ορίζεται μπροστά ακριβώς στο ναό της: συγκεκριμένα, ακολουθούν χρονικά, ως διάδοχα κτίσματα στη ζώνη Ι, οι δύο (δωρικού ρυθμού στην καταληκτική τους αρχιτεκτονική δομή και μορφή) αρχαϊκοί ναοί, δηλ. ο «ναός Β» της Αρτέμιδος και ο «ναός Α» του Απόλλωνος(;). Μπροστά στους δύο κύριους αυτούς ναούς ανοίγεται μια μικρή «πλατεία» που πρέπει να ήταν ο φυσικός χώρος όπου βρίσκονταν οι βωμοί των δύο ναών. Η τέλεση θυσιών στον φυσικό αυτό χώρο είναι επαληθεύσιμη στα υπολείμματα από στάχτες και από κόκκαλα ζώων γύρω από την περιοχή του «ναού Β» της Αρτέμιδος: συγκεκριμένα, βρέθηκαν τα ίχνη δύο γειτνιαζόντων βωμών: αφενός ένα αρχαϊκό ορθογώνιο «“κτήριο Ε”-βωμός(;)», αφετέρου «“πλάκες εσχάρας βωμού” εντός του αψιδοειδούς “κτηρίου D”». Μάλιστα έκαστος βωμός εξ αυτών είναι διαφορετικής εποχής: ο πιο παλιός είναι η προαναφερθείσα «εσχάρα-βωμός» Γεωμετρικών χρόνων (900-700 π.Χ.) πρωταρχικά εδραζομένη στο εσωτερικό του «κυκλοτερούς κτίσματος» και συνακόλουθα, μετά την καταστροφή του κτίσματος αυτού, εδραζομένη στον ανοιχτό φυσικό χώρο της μικρής «πλατείας», αν μεθερμηνεύω σωστά τα γραφόμενα του Κ. Ρωμαίου (σημ. 39): «Πιθανώτατα έχουμε εις τους επ’ ευθείας τοποθετημένους τούτους λίθους υπόλειμμα της ιεράς οδού, ήτις αρχομένη εκ της γειτονικής μεγάλης πύλης του τείχους αντιπαρήρχετο πρώτον την κατά την ΒΑ είσοδον του ιερού μακράν στοάν, διευθύνετο είτα κατά το μέσον της ορθογωνίου εξέδρας και των προς νότον βάθρων και τέλος καμπτομένη μικρόν πρό του μεγάλου ναού [της Αρτέμιδος] και της τοξοειδούς εξέδρας εφέρετο προς τον εντελώς εξαφανισθέντα βωμόν, όστις θα ήτο κατά τον πρό του μικροτέρου ναού [του Απόλλωνος;] υπολειπόμενον ομαλόν χώρον» (πίν. 2, 3, 3, 4, και ιδιαιτέρως 5).
Στο σύνολο των συναφών με το χώρο αυτόν λατρευτικών προσφορών που εντοπίστηκαν ανασκαφικά (βλ. βιβλιογραφία) βλέπουμε τα ίχνη λατρείας της Αρτέμιδος, θεά η οποία θα πρέπει να διαδέχθηκε την πότνια Λαφρία(;) της οποίας σφετερίστηκε το όνομα και το έκανε δικό της επίθετο: «Λαφρία Άρτεμις». Μάλιστα αυτές οι συναφείς λατρευτικές προσφορές στη Λαφρία Αρτέμιδα καλύπτουν όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ζωής: το κυνήγι, την ιχθυοτροφία, τη γεωργία, την κηπουρική, τη ναυτιλία, τα παιχνίδια των παιδιών και των νέων ανθρώπων, τη γέννηση και την κουροτροφία. Η Cl. Antonetti (σημ. 40) διαπιστώνει, επίσης, ότι αποτυπώνεται ορισμένως και μια πολιτισμικής φύσεως επιρροή της θεάς που περιλαμβάνει όλα τα πολιτισμικά στάδια: αυτό του κυνηγιού στα δάση, αυτό της προκαλλιεργητικής δημητριακής φάσης (= κηπευτικής) και τέλος αυτό της γεωργίας και του αστικού πολιτισμού. Αυτή η άποψη της Cl. Antonetti τεκμηριώνει τη δική μου ως άνω θεώρηση για την πρωταρχικώς λατρευομένη θεότητα στο Λαφριαίο Ιερό της Καλυδώνος, την «πότνια Λαφρία(;)», καθώς και για την αναγωγή του ιερού αυτού στη Μηκυναϊκή περίοδο (1580-1050 π.Χ.).
Παρά ταύτα, όπως γράφει και ο Κ. Ρωμαίος (ό.π.), απέβησαν μάταιες οι μακροχρόνιες ανασκαφές, προκειμένου να βρεθούν μπροστά στο «ναό Β» της Λαφρίας Αρτέμιδος τα ίχνη του «μεγάλου βωμού», σαν αυτόν που αναφέρεται από τον Παυσανία, όταν περιγράφει την εορτή «Λαφριαία», δυστυχώς όχι όπως αυτή τελούνταν στην πόλη της Καλυδώνος, αλλά όπως τελούνταν στην πόλη των Πατρών, όπου μεταφέρθηκε το άγαλμα της Καλυδωνίας Αρτέμιδος, το 30 π.Χ., κατά διαταγή του Οκταβιανού Αυγούστου (πάντα σύμφωνα με τα λεγόμενα του Παυσανία, Ελλάδος περιήγησις, 7.18.8-13).
Αντιθέτως, είδαμε ότι επισημάνθηκαν τα υπολείμματα ενός «υψηλού λίθινου βωμού» μπροστά στο «ναό Α» του Απόλλωνος(;), τέτοιος που προσομοιάζει σε αρχιτεκτονικό τύπο βωμού γνωστό στους Δελφούς το β΄ μισό του 5ου π.Χ. αιώνα (σημ. 41). Δεν επισημάνθηκαν όμως «τοιαύτα υπολείμματα λίθινου βωμού» και μπροστά στον «ναό Β» της Λαφρίας Αρτέμιδος.
Ακριβή εξήγηση τούτης της ιδιάζουσας επισήμανσης επιχειρώ να δώσω στη μελέτη μου αυτή, καταλήγοντας στο πόρισμα ότι δεν πρόκειται για ανυπαρξία βωμού αλλά για ύπαρξη βωμού άλλου τύπου, αφανισμένου πλέον, και μπροστά στο «ναό Β» της Λαφρίας Αρτέμιδος.
Συγκεκριμένα, το ότι δεν επισημάνθηκαν «υπολείμματα λίθινου βωμού» και μπροστά στο «ναό Β» της Λαφρίας Αρτέμιδος δεν σημαίνει βεβαίως ότι ο «ναός Β» της Αρτέμιδος εστερείτο βωμού και ότι μόνον ο «ναός Α» του Απόλλωνος(;) διέθετε τέτοιον. Απλώς, ως καταδεικνύω, ο «βωμός» μπροστά στο «ναό Β» της Αρτέμιδος δεν ήταν κτιστό υπερυψωμένο κατασκεύασμα, ως αυτό έμπροσθεν του ναού του Απόλλωνος(;), αλλά μια απλή εδαφιαία «εσχάρα βωμού», μια εστία στο έδαφος, ή ένας λάκκος, βόθρος, ο οποίος δείχνει προς τα βάθη. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν μας σώθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανά του. Θα επρόκειτο δηλαδή για έναν διαφορετικού τύπου βωμό προκειμένου να συνάδει με τον χθόνιο χαρακτήρα της λατρείας της θεάς, η οποία θεωρώ ότι πρωταρχικώς λατρευόταν ως «πότνια» με την επωνυμία «Λαφρία» στο Γεωμετρικών χρόνων (900-700 π.Χ.) «αψιδοειδές κτίσμα» στο εσωτερικό του οποίου τελούνταν και οι θυσίες στην «εσχάρα-βωμό» που αναφέρει ο Κ. Ρωμαίος (ό.π.) (πίν. 5).
Συνακόλουθα, στους αρχαϊκούς χρόνους και εφεξής, μετά την ανέγερση των δύο αρχαϊκών ναών – «ναού Α» Απόλλωνος(;) και «ναού Β» Λαφρίας Αρτέμιδος’’–, φαίνεται ότι σταμάτησε η λατρεία της πότνιας Λαφρίας στο εσωτερικό του «αψιδοειδούς κτίσματος» με θυσίες προς τιμήν της επί της «εσχάρας-βωμού». Το αψιδοειδές κτίσμα αφανίστηκε μέχρι των θεμελίων του που βρέθηκαν στην ανασκαφή του ιερού, αλλά η «εσχάρα-βωμός» δεν απώλεσε το ρόλο της: κατέστη μια απλή ύπαιθρος πλέον εδαφιαία «εσχάρα-βωμός», μια εστία στο έδαφος, ήτοι ένας διαφορετικού τύπου βωμός προκειμένου αυτός ο τύπος βωμού να συνάδει με τον χθόνιο χαρακτήρα της λατρείας της θεάς Αρτέμιδος, της οποίας τον χθόνια χαρακτήρα της τον δηλώνει το επίθετό της Λαφρία.
Συνεπώς, και οι δύο πρωταρχικοί ναοί, και της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος(;), οπωσδήποτε διέθεταν βωμό, έμπροσθεν εκάστου ναού. Αλλά, απλώς, έκαστος ναός θεωρώ ότι διέθετε διαφορετικού τύπου βωμό για διαφορετικού τύπου θυσία.
Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε τόσο το είδος όσο και την ιδιάζουσα τελετουργική χρήση που είχαν αυτοί οι διαφορετικού τύπου βωμοί (σημ. 42), καθένας μπροστά στον αντίστοιχο ναό.
«Υψηλός πέτρινος βωμός» μπροστά στο «ναό Α» του Απόλλωνος(;)
Μπροστά στο «ναό Α» του Απόλλωνος(;) διασώζεται το είδος του «υψηλού πέτρινου βωμού», θεωρούμενο από τον E. Dyggve (ό.π., κτίσμα Ε) εκ των παλαιοτέρων (=αρχαϊκοτέρων) κτισμάτων του λαφριαίου ιερού, που εχρησιμοποιείτο για το «θύειν», δηλαδή για την έμπυρη θυσία θυμάτων προς τιμήν των Ολύμπιων Θεών, μια χαρούμενη ευχαριστία προς τους θεούς που είναι πάλλευκοι, φωτεινοί, αγαθοποιοί και ανήκουν στον πάνω κόσμο. Δηλαδή ο «υψηλός λίθινος βωμός» εχρησιμοποιείτο μόνο στην ολύμπια τελετή, γι’ αυτό και συναντάμε τέτοιου είδους υψηλό λίθινο βωμό στο Ιερό των Δελφών. Αυτή η τελετουργία, κοινή σε όλους τους Ολύμπιους Θεούς, ήταν φυσικά «θυσία πυρός»: μέρος της έτρωγε ο πιστός, το υπόλοιπο ήταν θυσία-δώρο, θυσία αιθεριοποιημένη από την καύση, ώστε ως ευάρεστη μυρωδιά να φτάσει στους «θεούς του ανώτερου αιθέρα». Αυτή η θυσία προς τους Ολύμπιους Θεούς του πάνω κόσμου –θυσία που ενέχει κοινωνία με τον λάτρη– εκφράζεται με δύο όρους: «θύειν» και «ιερεύειν» (σημ. 43).
Αυτή ακριβώς η διάσταση του ολύμπιου λατρευτικού τυπικού του «θύειν», ήτοι της «θυσίας πυρός επί υψηλού λίθινου βωμού» που ασκούνταν μπροστά στο «ναό Α» αποτελεί άλλη μια σοβαρή ένδειξη ότι ο ναός αυτός θα πρέπει να ήταν αφιερωμένος πράγματι εις τον ολύμπιον θεό Απόλλωνα.
«Χαμηλή εσχάρα πυράς» / «εστία στο έδαφος»
Διαφορετικός, όμως, θεωρώ ότι είναι ο τύπος βωμού που θα ήταν σε χρήση μπροστά στο «ναό Β» της Αρτέμιδος, πρωταρχικώς βέβαια υπάρχοντος αυτού εντός του «αψιδοειδούς κτηρίου/ναού(;)»: αυτές οι «λίθινες πλάκες» από την τετράπλευρη «χαμηλή εσχάρα πυράς» –που αποδεδειγμένα πρωταρχικά εχρησιμοποιείτο τουλάχιστον από την περίοδο των Γεωμετρικών χρόνων (900-700 π.Χ)–, θα πρέπει να παρέμειναν σε χρήση και εφεξής, αλλά πλέον χρησιμοποιούμενες ως μια απλή ύπαιθρος εδαφιαία «εσχάρα-βωμός», μια εστία στο έδαφος, στον ανοιχτό χώρο έμπροσθεν του «ναού Β» της Λαφρίας Αρτέμιδος, προκειμένου αυτός ο τύπος βωμού να συνάδει με τον χθόνιο χαρακτήρα της λατρείας της θεάς (πίν. 4). Και τούτο επειδή, όπως έχει καταδειχθεί (σημ. 44), η «χαμηλή εσχάρα πυράς» είναι ο τύπος του «χαμηλού βωμού» που εχρησιμοποιείτο ειδικά για τις «ολόκαυστες θυσίες» προς τιμήν των χθονίων θεοτήτων και των ηρώων: την πρώτη περίπτωση, δηλαδή την «ολόκαυστη θυσία σε εσχάρα-βωμό προς τιμήν των χθονίων θεοτήτων», μας την περιγράφει επακριβώς ο Παυσανίας (Ελλάδος Περιήγησις, 7.18.8-13), επισημαίνοντας ότι ετελείτο προς τιμήν της Λαφρίας Αρτέμιδος στην Πάτρα, και που προφανώς η ίδια «ολόκαυστη θυσία» θα ετελείτο και στην Καλυδώνα, αφού από εκεί μεταφέρθηκε το άγαλμα της Λαφρίας Αρτέμιδος το 30 π.Χ. στην Πάτρα. Τη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή την «ολόκαυστη θυσία σε εσχάρα-βωμό προς τιμήν των ηρώων», την έχουμε στο Ιερό του Ηρακλέους επί του όρους Οίτη, γνωστό με την επωνυμία «Πυρά Ηρακλέους», το οποίο ανέσκαψε ο Νικ. Παπαδάκις (σημ. 45) (πίν. 6).
Αυτή η θυσία επί «χαμηλής εσχάρας πυράς», επί μιας «εστίας στο έδαφος», είναι θυσία που απαγορεύει την κοινωνία – η θυσία είναι απόλυτη πράξη. Πρόκειται για τη θυσία της πανσπερμίας-παγκαρπίας επί «χαμηλής εσχάρας πυρός» (που λάμβανε χώρα συνήθως τη μέρα της εορτής των Χύτρων, αλλά όχι απαραίτητα μόνο σ’ αυτή τη γιορτή) – αν η θυσία είναι πύρινη εκφράζεται με τον όρο «ολοκαυτείν», ή με τον όρο «σφάζειν» και γενικότερα με τον όρο «εναγίζειν» (σημ. 46). Το εναγίζειν αφορά τους χθόνιους θεούς, που είναι μαύροι, κακοί, μοχθηροί. Το θύειν συνδέεται με τη θεραπεία, την υπηρεσία. Το εναγίζειν με την αποτροπή, την απομάκρυνση (σημ. 47).
Αυτή η «πύρινη θυσία-ολοκαύτωμα» –του τύπου «ολοκαυτείν» (σημ. 48)– προς τις χθόνιες δυνάμεις διαφέρει εμφανώς από την ολύμπια «θυσία-γεύμα» (σημ. 49), του τύπου «θύειν» (ή «ιερεύειν»).
Συγκεκριμένα η «πύρινη θυσία-ολοκαύτωμα» είναι «θυσία άδαιτος», θυσία χωρίς γεύμα. Το θυσιαζόμενον θύμα θα καεί στη χαμηλή εσχάρα (ή στην «κινητή εστία» που χρησιμοποιούσαν σε περίπτωση ολόκαυστης θυσίας πάνω σε τάφο). Οι αρχαίοι διαχώριζαν την εσχάρα από τον κυρίως βωμό (σημ. 50), όπως προκύπτει από τις γραμματειακές πηγές:
-Ο σχολιαστής της τραγωδίας Φοίνισσαι του Ευριπίδη, στο μεν στίχο 284 σχολιάζει ότι «διαφέρει βωμός και εσχάρα», στο δε στίχο 274 επεξηγεί τη διαφορά αυτή: «εσχάρα μεν κυρίως ο επί της γης βόθρος ένθα εναγίζουσι τοις κάτω ερχομένοις, βωμός δε εν ω θύουσι τοις επουρανίοις θεοίς». [«Εσχάρα είναι η τάφρος στο έδαφος όπου προσφέρονται εναγισμοί σε εκείνους που κατέβηκαν στον κάτω κόσμο. Στο βωμό θυσιάζουν προς τους ουράνιους θεούς»].
-Ο Πορφύριος (Περί του εν Οδυσσεία των Νυμφών άντρου, 3), που γνωρίζει καλά τα τελετουργικά, κάνει τον ίδιο διαχωρισμό: «τοις μεν Ολυμπίοις θεοίς ναούς τε και έδη και βωμούς ιδρύσαντο, χθονίοις δε και ήρωσιν εσχάρας, υποχθονίοις δε βόθρους και μέγαρα». [«Προς τους Ολύμπιους θεούς ανήγειραν ναούς και βάθρα και βωμούς, για τους θεούς της Γης όμως και τους ήρωες είχαν εσχάρες, ενώ για τους υποχθόνιους υπήρχαν τάφροι και μέγαρα»].
-Άλλο παράδειγμα αντλούμε από τον Αισχύλο, Ευμενίδες, στίχ. 106-109: Η Κλυταιμνήστρα τελεί την έμπυρη προσφορά της προς τις Ερινύες σε μια εσχάρα πυρός. Τις επικαλείται κατηγορώντας τες πικρά: «η πολλά μεν δη των εμών ελείξατε, / χοάς τ’ αοίνους, νηφάλια μειλίγματα, / και νυκτίσεμνα δείπν’ επ’ εσχάρα πυρός / έθυον ώραν ουδενός κοινήν θεών». [«Ω ναι! Πολλές δικές μου χοές καταγλείψατε [ως κύνες], / χοές που σας έκανα ακράσωτες, / χοές νηφάλιες (σημ. 51) και καταπραϋντικές [= νερένιες και μελίκρατες], / και σας έκανα και νυχτερινές (σημ. 52) θυσίες καίγοντας δείπνα ιερά πάνω στην εσχάρα, / σ’ ώρα (σημ. 53) [νυχτερινή] που κανείς [Ολύμπιος] θεός δεν δέχεται θυσία». / μα όλα αυτά τώρα τα βλέπω ποδοπατημένα»]. Η τελετουργία της ήταν τελετή του κάτω κόσμου, τον οποίο οι Ολύμπιοι θεοί απεχθάνονται.
-Αλλά και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, στο Εκ των εθνικών Στεφάνου κατ’ επιτομήν (έκδ. Meineke, 1849), αναφερόμενος στο τοπωνύμιο «Βωμοί, λόφοι Αιτωλίας», γράφει εξακολούθως για τους δύο ξεχωριστούς τύπους θυσιαστηρίων, άλλως θυσιαστικών αρχιτεκτονικών κατασκευασμάτων: «βωμός ο τόπος των θυσιών, ο προς την εσχάραν διάφορος. ο μεν γαρ οικοδομητός, η δε σκαπτή. το τοπικόν βώμιος και κατά παραγωγήν βωμιαίος. Σοφοκλής Αιχμαλώτισι: “και βωμιαίον εσχάρας λαβών λίθον”».
Εκ των αναφορών αυτών συνάγεται ότι η τελετουργία του «ολοκαυτείν» –πύρινη θυσία-ολοκαύτωμα– ήταν κατά βάση τελετή του «κάτω κόσμου», τον οποίο οι Ολύμπιοι Θεοί απεχθάνονται. Πώς όμως συνδέεται με την ολύμπια υπόσταση τής Αρτέμιδος; Η J.E. Harrison (σημ. 54) θεωρεί ότι «είναι πιθανόν, αν όχι σίγουρο, ότι πίσω από τη μορφή της ολύμπιας Αρτέμιδος, της θεάς που αγαπούσε τα άγρια θηρία και τα “νεογέννητα ζώα”, βρισκόταν η λατρεία κάποιου εκδικητικού φαντάσματος ή ηρωίδας, που ζητούσε ανθρώπινο αίμα. Σε στιγμές μεγάλου κινδύνου αυτή η δοξασία περί της εκδικητικότητας των φαντασμάτων, μια δοξασία που η λογική αναχαίτιζε κατά τη διάρκεια της ημέρας, ίσως ξεχυνόταν στο νου του ανθρώπου και στοίχειωνε τα όνειρά του τη νύχτα». Είναι, συνεπώς, πολύ πιθανόν η προολύμπια υπόσταση της θεάς Αρτέμιδος να ήταν υποχθόνια. Να ήταν δηλαδή η Άρτεμις προολύμπια θεότητα του «κάτω κόσμου» μιας και αυτό συνάδει και με την υπόστασή της ως «πότνιας» (= «εξουσιάζουσα κυρία», «κυρίαρχη των πάντων, φυτών, ζώων, ανθρώπων») χωρίς ατομικό όνομα, αντίστοιχο ίσως παράδειγμα της αναφερομένης από τον Ηρόδοτο (2.52) κατηγορίας πολύ παλαιών θεοτήτων λατρευομένων χωρίς ονόματα από τους ανθρώπους (σημ. 55). Άλλωστε το ίδιο δηλώνουν και όλες οι μορφές που αναπαρίστανται στα τεμάχια που διασώθηκαν από τον γλυπτό διάκοσμο και τις μετόπες του «ναού Α» και του «ναού Β» του Λαφριαίου, ιδίως τα γοργόνεια που παριστάνουν τη Γοργώ-Μέδουσα –«Μέδουσα» σημαίνει (σημ. 56) «βασίλισσα»– ένα «δεινόν πέλωρ» της προολυμπιακής θρησκείας, το οποίο μπορούσε να απολιθώσει με το βλέμμα του (σημ. 57).
Εκ των ανωτέρω αποχρώντων λόγων και ενδείξεων βασίμως τεκμηριώνω ότι το Καλυδώνιο Ιερό πρωταρχικά σχετίζεται με την αρχέγονη-προολύμπια χθόνια θρησκεία (σημ. 58) με τις άτεγκτες θεότητες, με την πρωτοκαθεδρία να την έχει «πότνια» με ειδικό όνομα μάλλον «Λαφρία», λατρευομένη πρωταρχικά στο «αψιδοειδές κτίσμα» με την έμπροσθεν αυτού «εσχάρα», των Γεωμετρικών χρόνων (900-700 π.Χ.). Γι’ αυτό και η πρωτογενής ονομασία του ιερού θα ήταν απεριφράστως «Λάφριον» ή «Λόφριον». Συνακόλουθα το Λάφριον ή Λόφριον Ιερό δεν άργησε να αναγνωρίσει και τις ολύμπιες-ουράνιες θεότητες και να προβιβάσει σε ολύμπια θεά την πρωτογενή «πότνια Λαφρία» και να κάνει το όνομά της επίθετο της Αρτέμιδος, από όπου προκύπτει εξελικτικά και η λατρεία της Λαφρίας Αρτέμιδος στο Λαφριαίο Ιερό.
Αυτή η λατρεία της Αρτέμιδος συνέχισε βέβαια να έχει το ίδιο πρωτογενές χθόνιο τελετουργικό με το οποίο ετιμάτο πρωταρχικά η τρομερή («πέλωρ») «πότνια» «Λαφρία». Δεν σταμάτησε όμως εκεί αυτή η αποφασιστική στροφή προς τις ολύμπιες ή ουράνιες θεότητες που έγινε κατά τη διάρκεια της πολυσήμαντης «αναγέννησης» των Γεωμετρικών χρόνων (900-700 π.Χ.), στροφή που έβαλε τάξη στη δογματική σύγχυση των υπομηκυναϊκών (1100-1025 π.Χ.) και των πρωτογεωμετρικών χρόνων (1025-900 π.Χ.) (σημ. 59): το Λάφριον Ιερό δεν άργησε να αναγνωρίσει και τον Απόλλωνα σύνναον της «Λαφρίας Αρτέμιδος» και μάλιστα να πάρει και αυτός ο θεός την πρωτογενή επωνυμία «Λόφριος» που αναγράφει η ορόσημη επιγραφή (σημ. 60), του πρώιμου 6ου π.Χ. αιώνα, που βρέθηκε στο Λαφριαίο Ιερό: ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ | ΛΟΦΡΙΩΙ. Μάλιστα η επωνυμία αυτή διατηρείται και ως τα χρόνια του Στράβωνος (σημ. 61), αφού και αυτός τον γνωρίζει ως «Απόλλωνα Λάφριον». Ο «υψηλός λίθινος βωμός» έμπροσθεν του ναού του, όμως, δηλώνει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ολύμπιο θεό πλέον, στον οποίο αφιερώνεται θυσία του τύπου του «θύειν» (γνωστή και με τον όρο «ιερεύειν»), δηλαδή θυσία που θεωρείται γεύμα.
Με άλλα λόγια, η «εσχάρα» όπου καίγεται το ολοκαύτωμα προς τους χθόνιους θεούς κείται χαμηλά στο έδαφος (σημ. 62), όπως ακριβώς και η πλακοειδής εσχάρα μπροστά στο «ναό Β» της Λαφρίας Αρτέμιδος, που θα πρέπει να παρέμεινε σε διηνεκή υπαίθρια χρήση μετά την κατεδάφιση του αψιδοειδούς κτηρίου (D) στο εσωτερικό του οποίου βρισκόταν. Αντιθέτως, ο βωμός των Ολύμπιων Θεών ανυψώνεται διαρκώς προς τον ουρανό, γι’ αυτό ακριβώς και ο λίθινος βωμός (κτήριο E) μπροστά στο «ναό Β» του Απόλλωνος(;) είναι υψηλός (πίν. 2, 3, 4, 5). Συνεπώς η τελετουργία των εναγισμών είναι καθαρμός μέσω εξιλέωσης των χθόνιων πνευμάτων, όπως –πνεύμα– πρωταρχικά θα πρέπει να ήταν η Άρτεμις, δηλαδή στην προολύμπια υπόστασή της απλώς ως «πότνια» Λαφρία.
Αυτό τον τύπο του «εναγίζειν», δηλ. την «πύρινη θυσία-ολοκαύτωμα» (ολοκαυτείν), δείχνει να έχει στην Καλυδώνα και η εορτή, (τα) «Λαφριαία», προς τιμήν της Αρτέμιδος όχι στην ολύμπια υπόστασή της, αλλά στην υπόστασή της ως εκδικητικού φαντάσματος (βλ. μύθος του Οινέα) ή ως (άγνωστη σε μας) ηρωίδας. Έστω βέβαια και αν το τυπικό της εορτής αυτής, όπως μας την περιγράφει ο Παυσανίας (Ελλάδος Περιήγησις, 7.18.8-13) αφορά πλέον στην πόλη των Πατρών όπου μεταφέρθηκε το άγαλμα της Λαφρίας Αρτέμιδος το 30 π.Χ. Γνωρίζουμε δηλαδή μόνο το τυπικό της λατρείας της Λαφρίας Αρτέμιδος στην πόλη Πάτραι Πελοποννήσου, όχι όμως και στην Αιτωλία. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η περιγραφή από τον Παυσανία της εορτής της Λαφρίας Αρτέμιδος στην πόλη των Πατρών μας αφήνει διπλό κέρδος: πρώτον, μας δίνει μια σχετική μεν πάντως ολοκληρωμένη εικόνα του τυπικού και του τελετουργικού μέρους της εορτής προς τιμήν της Λαφρίας Αρτέμιδος στην πόλη Καλυδώνα Αιτωλίας. Δεύτερον και κυριότερον, αυτή η τελετή, όπως περιγράφεται, δείχνει απολύτως σαφείς αναλογίες με το τελετουργικό τυπικό του εναγισμού, δηλ. της πύρινης θυσίας του είδους του ολοκαυτώματος που απαιτεί: α) μεγάλο ελεύθερο χώρο μπροστά στο ναό για να μπηχτούν οι κορμοί των δένδρων στους οποίους έμεναν δεμένα όλο το βράδυ τα ζώα της θυσίας, και β) βωμό τύπου εσχάρας για «πελώρια» «πυρά», δηλαδή για να είναι δυνατόν να τοποθετηθούν επί της εσχάρας αυτής ξύλα κατάλληλα διευθετημένα, ώστε ν’ ανάψουν και να καούν μαζί με τις προσφορές προς τιμήν ενός πέλωρος. Αυτόν ακριβώς το σκοπό εξυπηρετούσαν οι λίθινες πλάκες της εσχάρας-βωμού, που η χρήση της, κατά τεκμήριο, θα συνεχιζόταν και μετά τον αφανισμό του αψιδοειδούς κτίσματος (D) μπροστά στο «ναό Β» της Λαφρίας Αρτέμιδος! Ο ναός, λοιπόν, κατά τεκμήριο, διέθετε βωμό, «βωμό-εσχάρα» (σημ. 63).
Ας δώσουμε όμως το λόγο στον Παυσανία για να πεισθούμε από τα δικά του λόγια: «Οι Πατρείς [οι κάτοικοι της πόλεως των Πατρών] έχουν στην ακρόπολή τους ένα ιερό της Αρτέμιδος λαφρίας. ξένο είναι το επίθετο της θεάς, από αλλού φερμένο είναι και το άγαλμά της: όταν δηλαδή η Καλυδώνα και η υπόλοιπη Αιτωλία είχαν ερημωθεί από τον αυτοκράτορα Αύγουστο, επειδή [με διαταγή του] συνοικίσθηκαν και οι Αιτωλοί στη Νικόπολη [της Ηπείρου], αντίκρι από το [ακαρνανικό] Άκτιο, τότε, [με την ευκαιρία αυτή], οι Πατρείς πήραν το άγαλμα της Λαφρίας [Αρτέμιδος]. Από τα άλλα αγάλματα που είχαν οι Αιτωλοί και οι Ακαρνάνες τα περισσότερα μεταφέρθηκαν στη Νικόπολη. στους Πατρείς ο Αύγουστος έδωσε, πλην των άλλων από την Καλυδώνα λαφύρων, και το άγαλμα της Λαφρίας που λατρευόταν και επί των ημερών μου στην ακρόπολη των Πατρέων. Λένε πως το προσωνύμιο της θεάς λαφρίας οφείλεται σε κάποιον φωκέα Λάφριον, γιο του Κασταλίου, γιου του Δελφού (σημ. 64), ο οποίος (Λάφριος) ανάθεσε στην Καλυδώνα το αρχαίο άγαλμα της Αρτέμιδος. Άλλοι λένε πως η οργή της Αρτέμιδος κατά του Οινέα [Ομήρου, Ιλιάς, Ι 533 κ.εξ.] έγινε με τον καιρό ελαφρότερη για τους Καλυδώνιους και πιστεύουν πως σ’ αυτό οφείλεται η προσωνυμία [Λαφρία] της θεάς. Το άγαλμα παριστάνει τη θεά ως κυνηγό και είναι καμωμένο από ελέφαντα [ελεφαντοκόκκαλο] και χρυσάφι. τεχνίτες του είναι ο Μέναιχμος και Σοΐδας, από τη Ναύπακτο, τους οποίους θεωρούν όχι πολύ μεταγενέστερους του σικυώνιου Κάναχου και του αιγινήτη Κάλ(λ)ωνα. Οι Πατρείς τελούν και μια γιορτή Λάφρια για την Άρτεμι κάθε χρόνο, και στη γιορτή αυτή θυσιάζουν κατά ένα δικό τους τρόπο: γύρω στο βωμό στήνουν (σημ. 65) κυκλικά κορμούς δένδρων, ακόμα χλωρούς, καθένας των οποίων έχει ύψος δεκαέξ πήχεων . αυτού μέσα, πάνω στο βωμό, ρίχνουν τα πιο ξερά ξύλα. Λίγο πριν από τη γιορτή κατασκευάζουν και μια άνοδο προς τον βωμό ομαλώτερη ρίχνοντας χώμα στα σκαλοπάτια του βωμού. Και πρώτα κάνουν μια πομπή μεγαλοπρεπέστατη για την Άρτεμι. Στο τέλος της πομπής έρχεται η παρθένος ιέρεια πάνω σε άρμα συρόμενο από ελάφια. Την επόμενη μέρα οργανώνουν πια τη θυσία και καταπιάνονται με ζήλο όχι μόνο η πόλη επίσημα, αλλά και οι πολίτες ως άτομα. Ρίχνουν ζωντανά στο βωμό όλων των ειδών πουλιά, των οποίων το κρέας τρώγεται, και παντός είδους ζώα θυσίας, και επιπλέον αγριογούρουνα και ελάφια και ζαρκάδια, άλλοι και νεογνά λύκων και άρκτων και άλλοι μεγάλους λύκους και άρκτους. Φέρνουν ακόμη πάνω στον βωμό και καρπούς ήμερων δένδρων. Κατόπιν βάζουν φωτιά στα ξύλα. Αυτή τη στιγμή έχω δει ζώα, μεταξύ των οποίων και αρκούδα, άλλα με το πρώτο ξεπέταγμα της φωτιάς να σπεύδουν με ορμή προς τα έξω και άλλα με τη δύναμή τους να ξεφεύγουν. Τα ζώα αυτά τα ξαναφέρνουν στην πυρά εκείνοι που τα είχαν ρίξει μέσα. Δεν θυμούνται να έχει κανείς τραυματισθεί από τα θηρία» (Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις, 7.18.8-13, απόδοση στη νεοελληνική υπό Ν. Παπαχατζή).
Αλλά και ο σχολιασμός αυτού του τυπικού των Λαφριαίων της Πάτρας από τον Ν. Παπαχατζή (σημ. 66) συνηγορεί υπέρ της δικής μου θεωρητικής εισηγήσεως ότι, στα Λαφριαία, μπροστά στο ναό της Λαφρίας Αρτέμιδος τελούνταν εναγισμοί/έμπυρες θυσίες επ’ αυτής της χαμηλής εσχάρας που συμπληρωνόταν ο εξοπλισμός (σημ. 67) της, αφού δηλαδή «γύρω στον βωμό στήσουν κυκλικά κορμούς δένδρων, ακόμα χλωρούς, καθένας των οποίων έχει ύψος δεκαέξ πήχεων» (κατά τα λεγόμενα του Παυσανία, ό.π.). Γράφει συγκεκριμένα ο Ν. Παπαχατζής: «Η λατρεία της λαφρίας Αρτέμιδος ήταν αρχικά αιτωλική. (…) Το γεγονός ότι για τη λαφρία Άρτεμι έκαιγαν στην Πάτρα παντός είδους ζώα, άγρια και ήμερα, σημαίνει πως η θεά είναι η γνωστή “πότνια θηρών”, δηλ. η μεγάλη προστάτρια των ζώων, η οποία πρέπει εξευμενιζόμενη με την προσφορά των ζώων να προστατεύσει την παραγωγή τους, ώστε να έχουν οι άνθρωποι το κρέας των ήμερων ζώων και τα θηράματα. Η θεά αυτή εύκολα γίνεται και η προστάτρια των καρπών που επίσης αποτελούν τροφή για τους ανθρώπους, και γι’ αυτό στον μεγάλο βωμό της Πάτρας προσφέρονταν και καρποί [“φέρνουν ακόμη πάνω στον βωμό και καρπούς ήμερων δένδρων”]. Η θεά ευλογεί και πολλαπλασιάζει καθετί που της προσφέρεται, ακόμη και ενδύματα και κοσμήματα, όπως η ΄Αρτεμις των φωκέων. (…) Άγνωστο είναι από πού ξεκινούσε η πομπή, οπωσδήποτε όμως διέσχιζε την πόλη στο κέντρο της, καθώς και όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματά της, γιατί το πέρασμα είναι ένα είδος ευλογίας και κάνει αίσια τη χρονιά. Το τέρμα ήταν το ιερό της Λαφρίας στην ακρόπολη, όπου έμεναν το βράδυ τα ζώα της θυσίας. Ο βωμός ήταν πελώρια “πυρά”, δηλαδή ξύλα κατάλληλα διευθετημένα, ώστε ν’ ανάψουν και να καούν μαζί με τις προσφορές. Η πυρά αυτή δεν αναβόταν μόνο χάριν της θυσίας, αλλά και ως αποτρόπαια για αρρώστιες και κακές επήρειες, όπως οι φωτιές που ανάβονται και τώρα και κάποτε τις πηδούν οι άνθρωποι για “καλή χρονιά”. Αυτού του είδους οι πυρές ανάβονται συνήθως σε τόπο εμφανή, όπως κατά τα Λάφρια στην ακρόπολη της Πάτρας».
Θα πρέπει, συνεπώς να ήταν και στην Καλυδώνα πρωταρχικά καθιερωμένο το «εναγίζειν», δηλ. η θυσία της πανσπερμίας (και πανθηραμάτων) επί χαμηλής εσχάρας, που λάμβανε χώρα πιθανώς τη μέρα των Χύτρων. Η κεντρική τελετουργία ήταν το βράσιμο επί της χαμηλής εσχάρας αλλά –άκρως σημαντικό– όχι η βρώση μιας πανσπερμίας («πολυσπόρια»). Δηλαδή επί της χαμηλής εσχάρας έχουμε το βράσιμο μόνο ενός χύτρου ή χύτρας (= αγγείο σαν τη σημερινή χύτρα) που είχε μέσα κάθε είδους σπόρους («πολυσπόρια»). Όμως στην τελετή αυτή κανένας άνθρωπος δεν δοκίμαζε από την πανσπερμία («πολυσπόρια») – ήταν ένας εναγισμός, ένα ταμπού. Η αιτία στην περίπτωση τής προσφοράς φυτικών ουσιών είναι σαφής: οι σπόροι είναι επιθυμητοί ως σπόροι, για να επανεμφανιστούν το φθινόπωρο ως καρποί. Σπέρνεται πανσπερμία, θερίζεται παγκαρπία. Πρόκειται για τελετή που προηγήθηκε κατά πολύ οποιουδήποτε θεού, όσο πρωτόγονου και ευγενικού, προηγήθηκε ακόμη και του Αγαθού Δαίμονος (σημ. 68). Η ουσία της είναι μαγική: δεν ήταν απλώς μία τελετή-«δείπνο» για τις ψυχές που ως τέτοια λογιζόταν σε μεταγενέστερες περιόδους, όταν οι πρωτόγονες μαγικές τελετές έπρεπε να ερμηνευθούν με ολύμπιες αρχές. Αρχικά όμως σήμαινε πολύ περισσότερα. Τα φαντάσματα δεν έτρωγαν το επί της «εσχάρας-βωμού» βρασμένο φαγητό τους και έφευγαν. Έπαιρναν μαζί τους στον «Κάτω Κόσμο» αυτό το «δείπνο», την πανσπερμία, και έφερναν πίσω το φθινόπωρο μια παγκαρπία. Οι νεκροί είναι Χθόνιοι, το αντίστοιχο δηλαδή των Χθονίων Θεοτήτων. Συνήθως τα λεξικά δίνουν τους δύο όρους «πανσπερμία» και «παγκαρπία» ως συνώνυμους και δικαιολογημένα, γιατί ο καρπός είναι σπόρος. Θα πρέπει όμως να παρατηρηθεί μια διαφορά: φαίνεται πως οι ζωντανοί και οι νεκροί προβάλλουν ένα είδος ανταπαίτησης, θα λέγαμε, στους καρπούς της γης. Ο ζωντανός θέλει τους καρπούς της γης για να τους φάει, ώστε να ζήσει· ο νεκρός τούς θέλει ως σπόρους για να τους κατεβάσει μαζί του, να τους φροντίσει, να τους δώσει «σώμα» και να τους ξαναστείλει ως καρπούς. Το φθινόπωρο είναι η σημαντική εποχή για τον άνθρωπο: τότε συλλέγει το μεγαλύτερο μέρος των καρπών και των σπόρων, το τρώει και το αποθηκεύει για λογαριασμό του, αλλά ακόμη και τότε κρατάει λίγο για τους νεκρούς, προσφέροντάς τους «απαρχάς», γιατί μόνον έτσι μπορεί να ωριμάσει και να ευημερήσει ο σπόρος του. Η άνοιξη, τα Ανθεστήρια, γιορτή του μεγάλου παλιγγενεσιακού κύκλου του ανθρώπου και της φύσης, είναι η περίοδος των νεκρών, γιατί οι σπόροι ανήκουν κυρίως σε αυτούς. Ο κύκλος της παλιγγενεσίας καθιστά την πανσπερμία σεπτότερη και σημαντικότερη από κάθε «δείπνο για τις ψυχές», όσο ευγενική και σεβαστή και αν είναι αυτή η αντίληψη. Η ουσία της είναι μαγική (σημ. 69). Από την απωλεσθείσα τραγωδία του Σοφοκλή, Πολύιδος, που μάλλον πραγματευόταν τις πρωτόγονες τελετές της Κρήτης, συγκεκριμένα από ένα απόσπασμα που μας διασώζει ο Πορφύριος (Περί αποχής εμψύχων, ΙΙ 19) μαθαίνουμε ότι στην παγκαρπία, κατά την τελετή, «υπήρχε μαλλί από πρόβατα· υπήρχε και καρπός αμπελιού από τον οποίον γίνονταν σπονδές· υπήρχε και το φυλαγμένο απόθεμα σταφυλιών· υπήρχαν και κάθε είδους καρποί ανάκατα με σπόρους· υπήρχε και λάδι ελιάς και όμορφες, παράξενες κηρήθρες, φτιαγμένες από τη μέλισσα που ζουζουνίζει».
Η πανσπερμία και η παγκαρπία παρουσιάζονται με πολλές μορφές και με άλλα ονόματα, ως Κερνοφορία, Λικνοφορία, Θαργήλια (σημ. 70).
Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση της θυσίας ζώων επί της χαμηλής εσχάρας, μολονότι η αιτιολογία είναι λιγότερο εμφανής για μας. Η σάρκα μεταβιβάζεται, θάβεται ή καίγεται τελείως. Είναι ταμπού, απαγορεύεται να φαγωθεί, επειδή χρειάζεται για να γονιμοποιήσει το έδαφος, όπως οι χοίροι που θάβονταν μαζί με τα φίδια και τα κουκουνάρια στα Θεσμοφόρια (σημ. 71).
Θεωρώ, τελικά, πως στο Λαφριαίο Ιερό Καλυδώνος, αντί να έχουμε τελετουργική μεταβολή από το «εναγίζειν» στο «θύειν», όπως απαιτεί η επικράτηση των Ολύμπιων Θεών εις βάρος των χθονίων και υποχθονίων Θεοτήτων, οι Καλυδώνιοι προτιμούν να συνυπάρχουν και οι δύο αυτές τελετουργίες, «εναγίζειν» και «θύειν»: Η πρώτη ετελείτο μπροστα στο «ναό Β» της Λαφρίας Αρτέμιδος επί της «χαμηλής εσχάρας»-βωμού, η δεύτερη μπροστά στο «ναό Α» του Απόλλωνος(;) επί του «υψηλού λίθινου βωμού».
Το αξιοθαύμαστο στην παρούσα περίπτωση είναι ότι, ειδικά στην Αιτωλία, η τελετή αυτή των Χύτρων με πανσπερμία επιβίωσε μέχρι σήμερα σε συγκεκριμένο λαϊκό έθιμο: σύμφωνα με αυτό, μια συγκεκριμένη ημέρα του χρόνου, στις 21 Νοεμβρίου στη χριστιανική γιορτή της «Παναγίας Πολυσπορίτισσας!», στη χύτρα του σπιτιού μαγειρεύουν «πολυσπόρια» (διάφορους σπόρους δημητριακών και οσπρίων), για να τα τρώγουν και να τα μοιράζουν σε δικούς για τα «χρόνια πολλά». Με άλλα λόγια, για να εξασφαλίσουν την αφθονία των καρπών για το χρόνο που έρχεται. Μάλιστα, ο Γ.Α. Μέγας (σημ. 72) γράφει ότι ειδικά στην Αιτωλία, σύμφωνα με την αφήγηση ντόπιας γυναίκας, υπάρχει ακόμα η συνήθεια «να ταϊζουν ή να νίβουν τη βρύση με σπόρια “για να γέννουνται καλά τα σπαρτά”, δηλαδή παίρνουν πολυσπόρια (σιτάρι, καλαμπόκι, κουκιά, φασόλια κ.τ.λ.) και πάνε στη βρύση, τα ρίχνουν μέσα και λένε: “Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το βιό”. Κατόπιν παίρνουν νερό από τη βρύση και γυρίζουν σπίτι. (Αιτωλία)». Για να συμπληρώσει ο ίδιος: «Είναι προσφορά των πρώτων καρπών του έτους, όπως και κατά την αρχαιότητα, και γίνεται και τώρα στην περίοδο της σοδειάς για να εξασφαλίσουν την αφθονία των καρπών για το χρόνο που έρχεται. Βρασμένο στάρι με διάφορους καρπούς είναι και τα πολυσπόρια ή κόλλυβα, που τα βράζουμε τις ημέρες των ψυχών ως προσφορά στους νεκρούς. Τα “πολυσπόρια” λέγονται σε μερικές περιοχές και με το αρχαίο τους όνομα “πανσπερμιά”». Για να συμπληρώσει ο M. Nilsson (σημ. 73): «Πολύ σπάνια μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη συνέχεια μιας λατρευτικής συνήθειας διαμέσου των αιώνων τόσο καλά, όσο αυτήν [= την “Πανσπερμιά”]». Παρατηρούμε, εδώ, ότι η μόνη διαφορά με την αρχαία τελετουργία είναι ότι, αντιθέτως, στη σημερινή τελετουργία τα τρώνε τα “πολυσπόρια” λόγω άγνοιας ή λόγω σκόπιμης παραποίησης υπό της νέας επιβληθείσας θρησκείας του Χριστιανισμού του μαγικο-ιερουργικού ρόλου της τελετουργίας αυτής της «Πανσπερμίας».
Ιωάννης Γ. Νεραντζής
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης
Υπομνήματα Πινάκων
Υπόμνημα Πίνακα 2: Α: «Ναός Α» Απόλλωνος(;) ή Διονύσου(;). Β: «Ναός Β» Αρτέμιδος (τελικής φάσης του 360 π.Χ.). C: Πρόπυλον(;). D (=αψιδοειδές οίκημα με εσχάρα-βωμό στο εσωτερικό του, χρονολογούμενο υπό του Κ. Ρωμαίου στη «γεωμετρική εποχή»), E (=ορθογώνιο οίκημα/(βωμός;): Κτήρια της πρωταρχικής φάσεως ανοικοδόμησης του Λαφριαίου Ιερού, προ του 600 π.Χ. F: Στοά. Αριθμός 76: μικρή πλατεία έμπροσθεν των δύο ναών όπου θα πρέπει είτε να υπήρχαν δύο βωμοί ανά ένας έμπροσθεν εκάστου ναού, είτε να υπήρχε τουλάχιστον ο εντελώς εξαφανισθείς βωμός στον οποίον κατέληγε η ιερά οδός. Ι, Κ: Αταύτιστα κτίσματα. J: Μακρά δίκλιτη στοά (Ελληνιστικών χρόνων). L-O, S: Κτήρια-«Θησαυροί», φύλαξης των αναθημάτων-προσφορών των προσκυνητών του Ιερού.
Υπόμνημα Πίνακα 5: α: Προϊστορικόν κυκλοτερές κτίσμα μετ’ εσχάρας-βωμού. Β: Νότιον πέρας της παλαιότερης κλίμακας. Γ: ίχνη κλίμακας.