Στον Νικόλαο Πλάτωνα

Το 1954 ο Ν. Πλάτων ανέσκαψε στη θέση «Φονιάς», δυτικά των Αϊτανίων Πεδιάδος, έναν μικρό, σπηλαιώδη λαξευτό τάφο, «…όστις απέδωσε τριάκοντα περίπου αγγεία γεωμετρικών χρόνων» (Πλάτων 1954, σ. 515), που συντηρήθηκαν και φυλάχτηκαν στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου. Συναφή, ωστόσο, ευρήματα από πρόσφατες σωστικές έρευνες της ΚΓ′ ΕΠΚΑ στην ίδια θέση (Μανδαλάκη 1997, σ. 1000), επέβαλλαν τη συνεξέτασή τους (Παπαδάκη, Γκαλανάκη 2012· Γκαλανάκη, Παπαδάκη υπό δημοσίευση).

Τα συγκεκριμένα αγγεία, που χρονολογούνται στην Πρωτογεωμετρική και κυρίως στη Μέση και στην Ύστερη Γεωμετρική περίοδο (Γκαλανάκη, Παπαδάκη υπό δημοσίευση· για συνοπτικό κατάλογο βλ. Παπαδάκη, Γκαλανάκη 2012, σ. 336), παρά τις τοπικές τους ιδιαιτερότητες, εγγράφονται στον ορίζοντα των κνωσιακών εργαστηρίων, παραπέμποντας σε σύγχρονά τους αντίστοιχα από το Βόρειο Νεκροταφείο (Coldstream, Catling 1996), τη Φορτέτσα (Brock 1957), τη Φοινικιά (Αλεξίου 1967· Μαρινάτος 1931-1932· Γκαλανάκη, Παπαδάκη 2009), το Ατσαλένιο (Davaras 1968), την Έλτυνα (Παπαδάκη 2007· Ρεθεμιωτάκης, Εγγλέζου 2010), τις Αρχάνες (Σακελλαράκης 1986), τις Αγιές Παρασκιές (Πλάτων 1945-1947), τους Αστρακούς (Γκαλανάκη, Παπαδάκη υπό δημοσίευση) και την Επισκοπή Πεδιάδος (Hartley 1930-31· Ξιφαράς 1998). Έτσι, διευρύνονται τα όρια της λεγόμενης «κνωσίας χώρας» καθώς και η ακτίνα δράσης των εργαστηρίων της.

Ο αμφορέας με απεικόνιση φοινικόδεντρου

Ο ακέραιος ύστερος γεωμετρικός αμφορέας από τις ανασκαφές του Ν. Πλάτωνα στα Αϊτάνια, που παρουσιάζεται στο παρόν άρθρο (εικ. 1, 1α, σχ. 1), έχει ύψος 0,474 μ. και είναι κατασκευασμένος από τοπικής προέλευσης καστανό πηλό. Το ραδινό ωοειδές σώμα του κοσμείται με επάλληλες γραμμές εξίτηλης καστανής βαφής, ενώ οι ώμοι και ο ψηλός λαιμός με ομοιόχρωμες μετόπες από δύο ζώνες. Η κατώτερη απ’ αυτές φέρει διαγραμμισμένες ταινίες που τέμνονται χιαστί και η ανώτερη «αποδιαρθρωμένο» φοινικόδεντρο, από τον λεπτό κορμό του οποίου εκφύονται ασύμμετρα, καμπυλόσχημα φύλλα με λοξή διαγράμμιση, σε ζεύγη ή και μεμονωμένα, που διακόπτονται στις απολήξεις τους. Χαρακτηριστική είναι η ομοιότητα του φοινικόδεντρου των Αϊτανίων με αντίστοιχα θέματα που απαντούν στην Ύστερη Γεωμετρική περίοδο της Δωδεκανήσου (σημ. 1) (Coldstream 1968, πίν. 63a· Coldstream 1997, σ. 329-333, εικ. 78ε· για κρητικά παραδείγματα βλ. Τσιποπούλου 2005, σ. 497). Επιπλέον, τα κλαδιά του παραπέμπουν στα φτερά των πουλιών και των μιξογενών όντων από τα σύγχρονά τους κνωσιακά εργαστήρια μεταλλοτεχνίας και αγγειογραφίας (Coldstream 1974, 1982· Galanaki υπό έκδοση). Το γεγονός αυτό υποδηλώνει σχέσεις και αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε εργαστήρια διαφορετικών περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου, που συνδυάζουν τις τοπικές παραδόσεις με κοινά ανατολικά πρότυπα (Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998· Σταμπολίδης 2003).

Η διακόσμηση του αμφορέα από τα Αϊτάνια άπτεται της μεγάλης συζήτησης που αφορά στο δέντρο και τους συμβολισμούς του. Όπως είναι γνωστό, το δέντρο αποτελεί ένα διαχρονικό και διαπολιτισμικό εικαστικό σχήμα με «τοτεμικό» χαρακτήρα (Κούρου 1998, σ. 29). Η εποχική αναγέννηση των φύλλων και των καρπών του προκαλούσε ανέκαθεν θαυμασμό στον άνθρωπο (Danthine 1937· Parpola 1993· Κούρου 1998). Εγχάρακτα κλαδιά δέντρων κοσμούν οστέινα παλαιολιθικά εργαλεία (Guthrie 2005, σ. 21), ενώ μια πρώιμη συνεικόνιση δέντρου και ανθρώπου σώζεται στα τοιχώματα του μεσολιθικού σπηλαίου Guevas de la Arana στην Ισπανία (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 1998, σ. 39). Το θέμα εξελίσσεται κατά τις παραμονές της λεγόμενης Νεολιθικής Επανάστασης στους κόλπους των Νατούφιων θηροτροφοσυλλεκτικών κοινοτήτων της Μεσοποταμίας (Cauvin 1997), ενώ αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της εικονιζόμενης πραγματικότητας των αγροτικών κοινωνιών της ίδιας περιοχής, αποκαλύπτοντας τη σχέση ανταπόκρισής του με τις νέες οικονομικές στρατηγικές (Hauptmann, Ozdogan 2007· Watkins 2007). Από την 3η χιλιετία, σχηματοποιημένο και συχνά τοποθετημένο σε βάση, πλαισιώνει πολυπρόσωπες σκηνές που υπαινίσσονται ποικίλες λατρευτικές τελετουργίες (Roaf 1990). Σταδιακά, ενίοτε με αστρικά σύμβολα, όπως ο ήλιος και η σελήνη, ή σε εραλδικές συνθέσεις με δύο αντωπά ζωόμορφα ή μιξογενή όντα, γίνεται το επίκεντρο θρησκευτικών σκηνών που υπογραμμίζουν την ιερότητά του (Keel, Uchlinger 1990). Από τη 2η χιλιετία και εξής (Karageorghis 1979, πίν. XXV: e.2· Hiller 2001, σ. 77, 79, πίν. 21) αποτυπώνεται σε όλες σχεδόν τις μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης των πολιτισμών της Ανατολής, της Κύπρου (Caubet, Hermary, Karageorghis 1992) και του Αιγαίου.

Η σημειολογία του δέντρου στον αιγαιακό κόσμο απασχολεί την έρευνα για περισσότερο από έναν αιώνα (βλ. μεταξύ άλλων Evans 1901· Λεμπέση 1985· Marinatos 1985· Niemeier 1989· Κούρου 1998, 2001· Σακελλαράκης, Σακελλαράκη 2011). Πάμπολλες αξιόλογες μελέτες εξετάζουν την εμφάνιση, την εξέλιξη, την εξαφάνιση, την επανεμφάνιση, την απουσία, την παρουσία και γενικά όλες τις «μεταμορφώσεις» (Μπουλώτης 1993) του συγκεκριμένου μοτίβου. Καταδεικνύεται έτσι ότι σε παρεμφερή πολιτισμικά επίπεδα, που ενδεχομένως ποικίλλουν στις επιμέρους δομές και λεπτομέρειές τους, υιοθετούνται συχνά παρόμοιες επιλογές. Παράλληλα, επιβεβαιώνεται η ικανότητα των ισχυρών συμβολικών εικόνων να προσαρμόζονται σε ποικίλα κοινωνικά, οικονομικά, θρησκευτικά ή ιδεολογικά περιεχόμενα (Leroi-Gourhan 1993, σ. 130-131).

Στο πλαίσιο αυτό, το μοτίβο του δέντρου επιβιώνει στην αυστηρά ανεικονική τέχνη των Γεωμετρικών Χρόνων (Brock 1957· Αλεξίου 1971, σ. 622· Coldstream 1984· Τσιποπούλου 2005, σ. 497), ενώ γίνεται ιδιαίτερα αγαπητό κατά την Ανατολίζουσα περίοδο, στο εικαστικό λεξιλόγιο της οποίας αξιοποιούνται σταθερότυποι της μινωικής-μυκηναϊκής εικονογραφικής παράδοσης, που αντανακλούν τη διατήρηση της λατρείας της φύσης στη συλλογική μνήμη και στην καθημερινότητα των αντίστοιχων κοινωνιών (Κούρου 1998· Galanaki υπό έκδοση). Ειδικότερα το φοινικόδεντρο, όπως αυτό που κοσμεί το λαιμό του αμφορέα από τα Αϊτάνια, είναι ένα διακοσμητικό θέμα που εμφανίζεται στην αιγαιακή εικονογραφία από τη ΜΜ ΙΙ ήδη περίοδο (Horning 1999· Antognelli 2012). Λευκοί φοίνικες σε μελανό βάθος κοσμούν αγγεία και σκεύη του όψιμου καμαραϊκού ρυθμού (εικ. 2), παραπέμποντας στην τοπική χλωρίδα (Δημοπούλου-Ρεθεμιωτάκη 2005, σ. 257). Κατά την ΥΜ/ΥΕ Ι-ΙΙΙ ο φοίνικας, σχηματοποιημένος ή μη, απεικονίζεται ως βασικό ή παραπληρωματικό μοτίβο πολυάριθμων συνθέσεων, πλαισιώνοντας συχνά θρησκευτικές τελετουργίες (Nilsson 1950· Hagg 1983· Younger 1988· Marinatos 1993· Rethemiotakis 1997, σ. 407-421· Δημοπούλου, Ρεθεμιωτάκης 2004) και ταφικές πρακτικές (Long 1974· Watrous 1991· Antognelli 2012, όπου συγκεντρωμένη βιβλιογραφία). Επιπλέον, οι μεστές συμβολικών νοημάτων συνεικονίσεις του με στοιχεία του φυτικού και ζωικού βασιλείου στις κατάγραφες ΥΜ ΙΙΙΑ2-Β λάρνακες (Mavriyannaki 1972· Betancourt 1985, σ. 94-96· Watrous 1991), σηματοδοτούν τις απαρχές της εικονολογικής οργάνωσης ενός ιδεατού, «παραδείσιου», Κάτω Κόσμου (Ρεθεμιωτάκης, Εγγλέζου 2010, σ. 194). Στο πλαίσιο αυτό, ο φοίνικας ταυτίζεται συχνά με το ανατολικό μοτίβο του «Δέντρου της Ζωής» (Antognelli 2012, όπου συγκεντρωμένη βιβλιογραφία).

Η απεικόνιση, επομένως, του φοινικόδεντρου στον τεφροδόχο αμφορέα από τα Αϊτάνια δεν είναι τυχαία. Εξάλλου, οι συνθέσεις με συστάδες δέντρων που στα κλαδιά τους κουρνιάζουν πουλιά, ενίοτε με την επιφαινόμενη θεά της φύσης (Coldstream 1984· Coldstream, Catling 1996, σ. 315 κ.ε., σχ. 109, 133, 150), είναι ιδιαίτερα αγαπητές στα γεωμετρικά ταφικά αγγεία της Κνωσού (Ρεθεμιωτάκης, Εγγλέζου 2010, σ. 194). Το συγκεκριμένο θέμα αποδίδεται και τρισδιάστατα στα δύο γνωστά πήλινα ομοιώματα ιερού δέντρου με πουλιά (εικ. 3) από το Νεκροταφείο της Φορτέτσας (Brock 1957, σ. 41-43, πίν. 36), ως κωδικοποιημένη εικονογραφική εκδοχή τής μετά θάνατον ζωής. Το δέντρο, εξάλλου, ως φορέας της ζωής στο διηνεκές, ταυτίζεται σε τελική ανάλυση με την Αθανασία, ενώ έχοντας τις ρίζες στη γη και τα κλαδιά υψωμένα στον ουρανό συνδέει τον Κάτω, τον Άνω και τον Υπεράνω Κόσμο και, συνειρμικά, τον περασμένο, τον τρέχοντα και τον μελλούμενο Χρόνο. Συμπερασματικά, το φοινικόδεντρο στον αμφορέα των Αϊτανίων αποτελεί μία συμβολική εικόνα που εκφράζει, εκ φύσεως, τη βαθιά πίστη των ανθρώπων της εποχής στην αδιάλειπτη αναγέννηση της ζωής.

 

Χριστίνα Παπαδάκη, Αρχαιολόγος, M.Sc. στην Προϊστορική Αρχαιολογία, Υποψήφια Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

Δρ Καλλιόπη Εμμ. Γκαλανάκη, Αρχαιολόγος, ΚΓ΄ ΕΠΚΑ

 

* Ευχαριστούμε θερμά τον καθηγητή Λ. Πλάτωνα για την παραχώρηση του υλικού, τον καθηγητή Ν. Σταμπολίδη, την προϊσταμένη της ΚΓ′ ΕΠΚΑ Αθ. Κάντα, την καθηγήτρια Ν. Κούρου, τον φωτογράφο Ι. Παπαδάκη-Πλουμίδη και την αρχαιολόγο-σχεδιάστρια Δ. Κοντοπόδη. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στον τόμο των N. Chr. Stampolidis, A. Kanta, A. Giannikouri (επιμ.), Athanasia. The Earthly, the Celestial and the Underworld in the Mediterranean from the Late Bronze Age and the Early Iron Age, International Archaeological Conference, Ρόδος, 28-31 Μαΐου 2009, Ηράκλειο 2012, σ. 335-340.