Μπορεί να έγινε παγκοσμίως γνωστός με την ιδιότητα του ικανού στρατηλάτη, αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν εξίσου δεινός οικονομολόγος, με …μάστερ στα οικονομικά του πολέμου, τα οποία δεν προσφέρονταν για αδύναμους «λύτες».
Ο μαθητής του Αριστοτέλη επέδειξε εξαιρετική διαχειριστική ικανότητα, παρότι οι οικονομικοί προϋπολογισμοί των μαχών περιλάμβαναν σε γενικές γραμμές όσα εμπεριέχουν κι εκείνοι των κρατών (και συναρτούνταν άμεσα με αυτούς): μισθολόγια, υγεία και πρόνοια, κατασκευαστικά προγράμματα, προμήθειες, μεταφορές, μεταρρυθμίσεις φορολογικού συστήματος, έμμεσους φόρους και δωρεές, ακόμη και δημοσιονομικά σκάνδαλα.
Πώς πληρώνονταν οι στρατιώτες και οι εξοπλισμοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου; Πόσα βραχυπρόθεσμα δάνεια συνήψε για τις ανάγκες του πολέμου και γιατί απαγόρευσε στις γυναίκες της Εφέσου να φορούν κοσμήματα; Τι δώρο πρόσφερε στους καλεσμένους στον γάμο του και ποια ήταν η τύχη της τεράστιας αποθήκης αρωμάτων της Γάζας;
Απαντήσεις σε αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα έδωσε ο Εφέτης Διοικητικής Δικαιοσύνης Δημήτριος Κωστόπουλος, στο πλαίσιο διάλεξής του στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο με τίτλο «Τα οικονομικά του Μεγάλου Αλεξάνδρου».
Στρατιωτικό μισθολόγιο πολλών ταχυτήτων
Μέχρι το 331 π.Χ., οι κυριότερες δαπάνες του Αλέξανδρου αφορούσαν —μεταξύ άλλων— τα εξής: μισθοδοσία στρατού, συντήρηση εξοπλισμού-πολιορκητικών μηχανών, δημιουργία στόλου, επισιτισμό, μεταφορές και υγειονομική περίθαλψη. Η σημαντικότερη άμεση πολεμική δαπάνη ήταν η μισθοδοσία, το ύψος της οποίας οριζόταν με στρατιωτικό μισθολόγιο. Αν και οι πληροφορίες των ιστορικών πηγών δεν συμφωνούν στο ύψος του μισθού, οι κατά προσέγγιση υπολογισμοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, στην αρχή της εκστρατείας, ο μισθός του απλού στρατιώτη ανερχόταν (κατά μέσο όρο) σε 1-2 δραχμές ημερησίως.
«Οι δεκαδάρχες ή δεκανείς ελάμβαναν μηνιαίο μισθό 40 δραχμών. Ο μισθός του διμοιρίτη ήταν διπλάσιος και εκείνος των ιππέων διπλάσιος των πεζών. Κατά τον Διόδωρο οι ιππείς λάμβαναν 300 δραχμές μηνιαίως και οι Μακεδόνες φαλαγγίτες 100 δραχμές, ενώ για τους επαγγελματίες μισθοφόρους υπήρχαν και επιπλέον οικονομικά κίνητρα», ανέφερε ο κ. Κωστόπουλος.
Τα συνολικά μεγέθη ήταν δυσθεώρητα: αρκεί να αναλογισθεί κάποιος ότι το 334 π.Χ. πέρασε τον Ελλήσποντο στρατιωτική δύναμη άνω των 35.000 ανδρών, στην οποία πρέπει να προστεθούν 10.000 άνδρες του Παρμενίωνα (που προηγήθηκαν το 336 π.Χ.) κι ο στρατός που διατήρησε ο Αλέξανδρος στη Μακεδονία (12.000). Η ετήσια μισθολογική δαπάνη υπολογίζεται ότι ανήλθε σε 4.000-5.000 τάλαντα στο πρώτο έτος της εκστρατείας, ενώ τα επόμενα έτη αυξήθηκε σε περίπου 7.000 τάλαντα —χωρίς να συνυπολογίζεται ο στόλος— επειδή ο Αλέξανδρος ενίσχυσε τον στρατό του με μισθοφόρους από τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, ενώ παράλληλα εγκαθιστούσε φρουρές σε περιοχές που κατελάμβανε.
Μετά την κατάληψη των Σούσων και της Περσέπολης και την απόκτηση του Θησαυρού του Δαρείου, οι δαπάνες για τη μισθοδοσία του στρατού εκτινάχθηκαν: για την εκστρατεία στην Ινδική ο Αλέξανδρος οργάνωσε στρατό 140.000 ανδρών, ενώ κατασκεύασε στόλο τουλάχιστον 150 πλοίων, που έφεραν 3.000-5.000 άνδρες.
Δαπάνες συντήρησης και ανανέωσης πολεμικού υλικού
Μεγάλες, όμως, ήταν οι δαπάνες συντήρησης και ανανέωσης πολεμικού υλικού. Ο στρατός του Αλέξανδρου ήταν για την εποχή του μια τεχνολογικά προηγμένη πολεμική μηχανή. Τον στρατό ακολουθούσαν μηχανικοί, το προσωπικό του πολιορκητικού όρχου και άλλοι τεχνικοί, όπως γεφυροποιοί και κατασκευαστές σκηνών και κλινών. Μεγάλες δαπάνες απαιτούσε και ο εφοδιασμός, ο επισιτισμός και η μεταφορά, όχι μόνο του στρατού αλλά και των γυναικόπαιδων των οικογενειών των στρατιωτών, προς εξυπηρέτηση των οποίων λειτουργούσε οργανωμένο σώμα μεταφορών και εφοδιασμού.
Συστηματικά οργανωμένη ήταν και η υγιεινομική υπηρεσία του Αλέξανδρου, που περιλάμβανε γιατρούς, βοτανολόγους, φαρμακοποιούς και νοσοκόμους. Ο Διόδωρος αναφέρει ότι για την εκστρατεία στην Ινδική ο Αλέξανδρος διέθεσε για φάρμακα 100 τάλαντα. Επίσης, δαπανούσε σημαντικά ποσά για αποζημιώσεις στους γονείς και τις οικογένειες των πεσόντων, ενώ ο Ιουστίνος αναφέρει ότι στα ορφανά των πεσόντων συνέχιζε να χορηγεί το μισθό του πατέρα.
«Κατευναστές» ή «στρωματοφύλακες»
Ο πόλεμος, κατά τον Αλέξανδρο, απαιτούσε επίσης γιορτές και πανηγύρεις για την τόνωση του ηθικού του στρατού — και για αυτές, οι δαπάνες ήταν μεγάλες. Επίσης, οι πολεμικοί προϋπολογισμοί κάλυπταν δαπάνες για μάγειρες, τραπεζοκόμους και σιτοποιούς, ακόμη και για άγνωστες σήμερα ιδιότητες, όπως οι …στρωματοφύλακες ή κατευναστές, οι οποίοι φύλαγαν τον Αλέξανδρο και τους στρατηγούς κατά τον ύπνο. Δαπανηρότατα ήταν και τα βασιλικά γεύματα, για τα οποία ο Πλούταρχος αναφέρει ότι δαπανούσε 600 τάλαντα ετησίως.
Ο Αλέξανδρος ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος και στις αμοιβές όσων διακρίνονταν ιδιαιτέρως στις μάχες και τις πολιορκίες: κατά τον Διόδωρο, μετά τις νίκες της Ισσού και των Γαυγαμήλων έγιναν δωρεές 3.000 ταλάντων, ενώ για την άλωση των Εκβατάνων, εκτός από τα κοσμήματα διανεμήθηκαν 13.000 τάλαντα. Μεγάλες ήταν ακόμη οι χορηγίες προς τους παλιννοστούντες. Κατά τον Αρριανό οι Έλληνες σύμμαχοι που θέλησαν να παλιννοστήσουν επιχορηγήθηκαν με 2.000 τάλαντα για μισθούς/έξοδα επιστροφής, ενώ όσοι αποφάσισαν να παραμείνουν έλαβαν τρία τάλαντα έκαστος. Εξίσου γενναιόδωρος ήταν και με τους παλαίμαχους. Κατά τον Αρριανό, στους Μακεδόνες που λόγω γήρατος ή πάθησης γίνονταν ανίκανοι για πόλεμο, χορηγείτο εκτός από τους μισθούς και ένα τάλαντο, καθώς και τα έξοδα της παλιννόστησης.
Πώς καλύπτονταν οι ανάγκες του πολέμου
Από πού προέρχονταν όμως τα έσοδα για την κάλυψη όλων αυτών των αναγκών; Κατά την έναρξη της εκστρατείας, κυρίως από τον βασιλικό θησαυρό του Φιλίππου, ενώ σημαντική πηγή εσόδων ήταν τα μεταλλεία της Μακεδονίας, που παρείχαν χρυσό και άργυρο για την κοπή νομισμάτων. Επιπρόσθετα, τα τελωνεία παρείχαν έσοδα από τους δασμούς, στους οποίους προσθέτονταν οι φόροι από τις βασιλικές γαίες. Σημαντικότερη, όμως, πηγή εσόδων ήταν ο δανεισμός. Κατά τον Πλούταρχο, στα πρώτα έτη της εκστρατείας ο Αλέξανδρος δανείστηκε βραχυπρόθεσμα 1.460 τάλαντα.
Η δαπάνη των επαγγελματιών μισθοφόρων βάρυνε αποκλειστικά τον βασιλικό θησαυρό, ενώ η δαπάνη του στρατού των Μακεδόνων καλυπτόταν εν μέρει από χορηγίες των ευγενών και εν μέρει από το βασιλικό θησαυρό. Σε ό,τι αφορά τις δαπάνες του στόλου, ο Αλέξανδρος τις αντιμετώπισε με το θεσμό της τριηραρχίας, κατά τον οποίο ορισμένες πόλεις αναλάμβαναν να συνεισφέρουν έναν αριθμό τριήρεων με τη δαπάνη για το πλήρωμα.
Σε ό,τι αφορά τη φορολογία, ο Αλέξανδρος δεν επέβαλε φόρους σε βάρος των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, τις οποίες κήρυξε «ασυδότους», επειδή η εκστρατεία του είχε ως σκοπό να τις απαλλάξει από τον φόρο υποτέλειας στον Δαρείο. Με τις πόλεις που δεν αντιστάθηκαν στην εκστρατεία ο Αλέξανδρος προέβη σε συμφωνία για την καταβολή απ’ αυτές της λεγόμενης σύνταξης, ως ομοσπονδιακής εισφοράς σε χρήμα για την αντιμετώπιση των δαπανών του κοινού σκοπού της τιμωρίας του Δαρείου.
Στις πόλεις που έδειξαν εχθρική στάση στον Αλέξανδρο και φιλική προς τον Δαρείο ο Αλέξανδρος επέβαλε μονομερώς έκτακτη εισφορά, τη λεγόμενη ζημία, δηλαδή ένα είδος προστίμου, το οποίο ήταν είτε χρηματικό είτε εις είδος, η λεγόμενη «αγγαρεία». Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο φόρος σε βάρος των Εφεσίων, οι οποίοι αντιστάθηκαν σθεναρά στον Αλέξανδρο. Για την πληρωμή του φόρου απαγορεύτηκε στις γυναίκες της Εφέσου να φορούν κοσμήματα. Τα έσοδα από αυτόν το φόρο διατέθηκαν για την ανέγερση ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο.
Αύξηση παρουσίασαν τα έσοδα του Αλεξάνδρου από τους λεγόμενους φόρους επί της συνοικίας, ενώ αυξήθηκαν τα έσοδα από τα νέα μεταλλεία και τελωνεία των χωρών που κυριεύθηκαν. Έσοδα προέκυπταν και από την αργυρολογία και τη λαφυραγωγωγία, που επιτρέπονταν από το ισχύον δίκαιο του πολέμου. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της πόλης της Γάζας, που ήταν γνωστή ως τεράστια αποθήκη αρωμάτων, τα οποία αργυρολογήθηκαν μετά την άλωσή της. Τα έσοδα αυτά ο Αλέξανδρος τα διένειμε στους Μακεδόνες ευγενείς.
Σύμφωνα με τον κ. Κωστόπουλο και παρά τα παραπάνω, μέχρι το 333 π.Χ. ο Αλέξανδρος αντιμετώπιζε οικονομική στενότητα. Αργότερα, όμως και ιδίως μετά τη μάχη των Γαυγαμήλων, η κατάσταση άλλαξε άρδην: παραδόθηκαν στον Αλέξανδρο οι αμύθητοι θησαυροί των μητροπολιτικών θησαυροφυλακίων του Δαρείου σε Σούσα και Περσέπολη.
Μετά την κατάλυση του περσικού κράτους, τα γενικά χαρακτηριστικά της φορολογίας άλλαξαν επίσης: αυξήθηκε ο αριθμός των φορολογουμένων καθόσον υποβλήθηκαν σε φόρο οι Πέρσες, οι οποίοι προηγουμένως απαλλάσσονταν ως κυρίαρχοι, ενώ το ίδιο συνέβη και στις νέες πόλεις που κτίστηκαν από τον Αλέξανδρο. Οι ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας διατήρησαν πάντως την ασυδοσία. Αυξήθηκε επίσης η φορολογία, ιδίως η έμμεση, διότι αναπτύχθηκε η οικονομική δραστηριότητα και το εμπόριο με την αύξηση του νομίσματος και τη διανομή των περσικών θησαυρών, ενώ τα νέα έργα και οι νέες πόλεις προσήλκυσαν νέους πληθυσμούς.
Διοικητική μεταρρύθμιση
Ο Αλέξανδρος προέβη σε εκτεταμένη διοικητική μεταρρύθμιση για την οργάνωση της αχανούς αυτοκρατορίας, η οποία περιλάμβανε και μεταρρύθμιση των φορολογικών και δημοσιονομικών υπηρεσιών: δημιούργησε τέσσερις δημοσιονομικές περιφέρειες, η πρώτη της Αιγύπτου, Λιβύης και Αραβίας, η δεύτερη της εντεύθεν του Ταύρου Μικρασίας, η τρίτη της Φοινίκης, Συρίας και Κιλικίας και η τέταρτη της Βαβυλώνας, Σούσων, Περσίας και Μηδίας. Οι νέες αυτές υπηρεσίες επανδρώθηκαν με πλήθος υπαλλήλων. Παράλληλα, όρισε Προϊστάμενο των Αρμοστών, ως οιονεί Υπουργό Οικονομικών με αρμοδιότητα για όλο το κράτος, φέροντα τον …εύγλωττο τίτλο «ο επί των χρημάτων».
Πάντως, ούτε τότε έλειψαν τα δημοσιονομικά σκάνδαλα, όπως αυτό του Άρπαλου, στον οποίο είχε απονεμηθεί ο τίτλος του «επί των χρημάτων». Αυτός, επωφελούμενος της απουσίας του Αλεξάνδρου στην εκστρατεία της Ινδικής, καταχράστηκε μεγάλα ποσά και για να αποφύγει την τιμωρία κατέφυγε στην Αθήνα.
Οι φόροι που επιβάλλονταν ήταν οι άμεσοι επί των ατόμων, οι έμμεσοι επί της κατανάλωσης, οι οποίοι διαφοροποιούνταν ανά σατραπεία, καθώς και οι δασμοί των τελωνείων, οι οποίοι αυξήθηκαν σημαντικά. Στα ταμεία έμπαιναν, επίσης, τα έσοδα από την ποικιλόμορφη ιδιωτική περιουσία του κράτους, οι έγγειοι πρόσοδοι επί των γαιών, η λεγόμενη δεκάτη, δηλαδή το 10% επί της γεωργικής παραγωγής και ο φόρος των ζώων.
Πέραν των θησαυρών του Δαρείου, θεωρείται ότι από τις 18 σατραπείες εισέρρεαν στο βασιλικό ταμείο 9.000-30.000 τάλαντα ετησίως, ενώ σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα έσοδα σε είδος και τα έσοδα από τα μεταλλεία. Μετά την κατάκτηση της Ινδικής προστέθηκαν και οι φόροι αυτής.
Δαπάνες για δημόσια έργα
Την περίοδο αυτή άλλαξε και η μορφή των δαπανών, με το κέντρο βάρους να τοποθετείται πλέον σε εκείνες που αφορούσαν τα δημόσια έργα και την ανοικοδόμηση νέων πόλεων. Ο Αλέξανδρος κατασκεύασε πολλούς και μεγάλους ναούς, τόσο για ελληνικές όσο και για ασιατικές θεότητες, ενώ κατασκεύασε πολλά παραγωγικά έργα, όπως συγκοινωνιακά στις Κλαζομενές και τις Ερυθρές, αρδευτικά στον Ευφράτη, αποξηραντικά στην Κωπαϊδα.
Υπολογίζεται ότι οι πόλεις που ίδρυσε ανέρχονταν σε 70, τις οποίες, εκτός από την περιτοίχιση και την πολεοδομία, κόσμησε με δημόσια κτίρια, διαδίδοντας την ελληνική αρχιτεκτονική και τις ελληνικές τέχνες στην ανατολή.
Σημαντική θέση κατείχαν και οι δαπάνες της βασιλικής αυλής, οι οποίες περιελάμβαναν και τα έξοδα για τα συμπόσια και τις γιορτές που ήταν πολύ υψηλά, αφού ο Αλέξανδρος ακολούθησε τη χλιδή των Περσών. Κατά τη μεγάλη τελετή των 9.000 περσομακεδονικών γάμων το 323 π.Χ., στην οποία ο ίδιος παντρεύτηκε την κόρη του Δαρείου, Στάτειρα, κάθε προσκεκλημένος έλαβε δώρο μια χρυσή φιάλη και είδε πληρωμένα τα χρέη του από τον Αλέξανδρο!