Σημαντικά στοιχεία για την ιστορική εξέλιξη του μνημείου Κουρσούμ Τζαμί δίνονται μέσω ενός φυλλαδίου, η επιμέλεια του οποίου, όπως σημειώνεται, ανήκει στους Κρ. Μαντζανά, και Κ. Τσόδουλο, τα κείμενα είναι των Κρ. Μαντζανά, Σπ. Κουγιουμτζόγλου, Ο. Μπαλογιάννη, Γ. Καλογερούδη και οι φωτογραφίες από το αρχείο της 19ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Τέλος, τα σχέδια είναι των κ.κ. Χρ. Τσιλιμίγκα, Απ. Ντέρη, Δ. Βλαχάβα και Σ. Φαραζούμη. Το φυλλάδιο έχει τίτλο «Το Κουρσούμ Τζαμί και το Χαμάμ της πόλης των Τρικάλων».

Δεν γνωρίζουμε το έτος ανέγερσής του, σημειώνουν οι συγγραφείς του φυλλαδίου, αλλά στα περιουσιακά στοιχεία του Οσμάν Σαχ του έτους Εγίρας 974 (1566-67) αναφέρεται ότι λειτουργούσε. Από το κληροδότημα (vafk) του Οσμάν Σαχ σώζονται το τέμενος και το μαυσωλείο (turbe).

To τέμενος είναι ένα μεγαλοπρεπές κυβόσχημο κτίριο, που καλύπτεται με μεγάλο θόλο, με κιονοστήρικτο προστώο (revak) και μιναρέ. Η κεντρική αίθουσα –ο χώρος προσευχής– καλύπτεται από έναν ημισφαιρικό τρούλο με διάμετρο 18,50 μ. και γενικό ύψος που φθάνει τα 22,5 μ. Ο τρούλος είναι αποκλειστικά κατασκευασμένος από πλίνθους χωρίς ξυλοτύπους, κατά τον βυζαντινό τρόπο, ενώ στο επάνω μέρος των τοίχων διαμορφώνονται τόξα πάνω στα οποία στηρίζονται σφαιρικά τρίγωνα, όπου έχουν ενσωματωθεί κεραμικά δοχεία για καλύτερη ακουστική στην αίθουσα. Τον μεγάλο τρούλο καλύπτει εξωτερικά μέχρι κάποιο ύψος οκταγωνικό ψευδοτύμπανο, ενώ στις τέσσερις πλευρές που αντιστοιχούν στα σφαιρικά τρίγωνα, τοξοειδείς αντηρίδες συγκρατούν τις οριζόντιες ωθήσεις του. Οι ωθήσεις του τρούλου μεταφέρονται επίσης μέσω της στεφάνης της βάσης και των σφαιρικών τριγώνων στα τέσσερα γωνιακά σημεία της έδρασης, ενώ τμήμα τους μεταφέρεται στους περιμετρικούς τοίχους με τοξωτές αντηρίδες. Παρόμοιες αντηρίδες, επισημαίνει η προϊσταμένη της 19ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κ. Κρυσταλλία Μαντζανά, συναντάμε σε μνημεία της Μ. Ασίας από τις αρχές του 16ου αιώνα, καθώς και σε οθωμανικά μνημεία της Ελλάδας. Ο αρχιτέκτονας όμως του μνημείου των Τρικάλων, για να αποφύγει ανομοιόμορφη κατανομή των πιέσεων αλλά και κινδύνους από φυσικά αίτια (σεισμό κ.λπ.), κατασκεύασε δύο επάλληλα τόξα που εγγράφονται στο πάχος των τοίχων. Ο ογκώδης ημισφαιρικός τρούλος επιβάλλεται και με την κάλυψή του εξωτερικά με μολυβδόφυλλα, από την οποία καθιερώθηκε και η ονομασία του τεμένους ως «Κουρσούμ Τζαμί». Οι τοίχοι του κυρίως σώματος του τεμένους είναι κατασκευασμένοι από πρασινωπούς πελεκητούς πωρόλιθους κατά το ισόδομο σύστημα, που εναλλάσσονται με τρεις σειρές πλίνθων, αρμολογημένων με κοκκινωπό ασβεστοκονίαμα (κουρασάνι).

Είσοδος

Η είσοδος στην αίθουσα ανοίγεται στη δυτική πλευρά. Εκατέρωθεν αυτής ανοίγονται δύο πόρτες που οδηγούν στον εξώστη. Η είσοδος τοποθετείται σε εσοχή κάτω από ένα λίθινο οξυκόρυφο τόξο. Ο τοίχος του βάθους καλύπτεται με μαρμάρινη επένδυση από γκρίζο μάρμαρο, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται μαρμάρινη πλάκα, στην οποία πιθανότατα θα αναγραφόταν κτητορική επιγραφή. Στη δυτική πλευρά εκτείνεται στοά (ρεβάκ), που τόνιζε και έκανε πιο επιβλητική την είσοδο. Το πλάτος του ρεβάκ δεν περιορίζεται μόνο στο πλάτος της αίθουσας αλλά προεκτείνεται εκατέρωθεν αυτής, χάριν συμμετρίας, ώστε να καλύπτει και τη βάση του μιναρέ που υψώνεται στη ΝΔ γωνία του τεμένους. Παρόμοια προέκταση συναντάται από τις αρχές του 16ου αι. στο χώρο της Μ. Ασίας και συγκεκριμένα στο Σελιμιγιέ Τζαμί στα Konya (Ικόνιο) αλλά και σε άλλα έργα του Σινάν. Αργότερα, το 1579, το ίδιο στοιχείο το συναντάμε στο συγκρότημα του Περτέβ Πασά στη Νικομήδεια και το 1585 στο Κουρσουνλού Τζαμί της Καισαρείας.

Στις αρχές του 20ου αι. το ρεβάκ είχε καταστραφεί σχεδόν εξ ολοκλήρου. Αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή κατόπιν εγκεκριμένης μελέτης με βάση τους δύο εναπομείναντες κίονες και κιονόκρανα, καθώς και διατηρούμενα ίχνη της έδρασης των θόλων που διέφυγαν της πτώσης. Αποτελούνταν, όπως αναφέρεται στο παραπάνω φυλλάδιο, από πέντε διάχωρα που καλύπτονταν με ημισφαιρικούς θόλους. Οι κίονες είχαν κιονόκρανα και απλές βάσεις, χαρακτηριστικά του 16ου αι., ενώ το 1929 είχαν εντοπισθεί και ίχνη χρυσής και κόκκινης βαφής. Σύστημα μεταλλικών ελκυστήρων συνέδεε τα κιονόκρανα με τους τοίχους του προστώου για την ίση κατανομή των ωθήσεων. Παρόμοια διακόσμηση συναντάμε και στο Μουσταφά Μπέη Τζαμί στις Σέρρες (1519), ενώ ο αρχιτέκτονας του τεμένους των Τρικάλων τα εφαρμόζει στο συγκρότημα Χασεκί Χουρέμ στην Κωνσταντινούπολη, στο Μιχριμάχ Τζαμί στο Σκουτάρι κ.α.

Στα νότια του τεμένους και σε απόσταση 13,20 μ. από την ανατολική πλευρά αυτού σώζεται ο τουρμπές, δηλαδή ο τάφος της οικογένειας του Οσμάν Σαχ, κτίσμα οκταγωνικού τύπου, με το κύριο σώμα από αργολιθοδομή, οι γωνίες του οποίου εξωτερικά καλύπτονται με λίθινους κοσμήτες. Φωτίζεται από δύο σειρές παραθύρων στις έξι πλευρές, τα οποία είναι όμοια με εκείνα του τεμένους, εκτός από τον τοίχο με προσανατολισμό προς τη Μέκκα (κίμπλε) που δεν έχει παράθυρα. Η είσοδος ανοίγεται σε εσοχή και κάτω από ημικυκλικό χαμηλωμένο τόξο, ενώ υπήρχε ξύλινο προστώο που πατούσε σε δύο ακόμα κίονες.

Μπορούμε να τοποθετήσουμε την ανέγερσή του μια δεκαετία πριν από την ημερομηνία θανάτου του Οσμάν Σαχ, το έτος 1567/8, τονίζει ακόμα η κ. Μαντζανά.