Η αρχαία Θουρία ως «περίοικος» πόλη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη Μεσσηνία αφού υπήρξε η σημαντικότερη πόλη της δυτικής Μεσσηνίας και η δεύτερη σε δύναμη πόλη μετά το 369 π.Χ. όταν ιδρύθηκε η Μεσσήνη. Γι’ αυτό και η θάλασσα από την Αβία και τις Φαρές μέχρι τις εκβολές του Παμίσου ποταμού ονομαζόταν «Θουριάτης κόλπος» (εικ. 1).

Τα ερείπια της αρχαίας πόλης εντοπίζονται σε επιμήκη ράχη, κατεύθυνσης από Β-Ν, που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 10 χλμ. βορειοδυτικά της Καλαμάτας, στη δεξιά πλευρά του δρόμου Καλαμάτας-Τρίπολης, βόρεια (σε απόσταση 2,5 χλμ.) της σημερινής κωμόπολης Θουρίας.

Η θέση έχει ταυτιστεί από επιγραφικά ευρήματα που αναφέρουν το όνομα της αρχαίας πόλης, ενώ κατά τον Παυσανία (4.31.1-2), ο οποίος έχει δώσει μια σύντομη περιγραφή της Θουρίας, εδώ βρισκόταν η ομηρική Άνθεια. Ο Στράβων αντίθετα ταυτίζει την πόλη με την ομηρική Αίπεια, από τη λέξη αιπύς που σημαίνει ψηλός ή απότομος, καθώς η Θουρία ήταν κτισμένη πάνω σε ψηλό λόφο. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι δύο σύγχρονοι γειτονικοί οικισμοί που βρίσκονται στους δυτικούς πρόποδες του υψώματος έχουν ονομαστεί Άνθεια και Αίπεια.

Στο βόρειο άκρο του υψώματος, όπου τοποθετείται η αρχαία ακρόπολη, υπάρχει ορατό τμήμα του αρχαίου τείχους με ορθογώνιους πύργους, του 4ου αι. π.Χ., κτισμένο με επιμέλεια κατά το ισοδομικό σύστημα (εικ. 2). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τεκτονικά σημεία που διακρίνονται ευκρινώς χαραγμένα στην επιφάνεια των δόμων του τείχους. Στη νότια πλευρά της ράχης, υπάρχουν τμήματα τοίχων ή μεμονωμένων λιθοπλίνθων εντοιχισμένων σε δεύτερη χρήση στις σύγχρονες ξερολιθιές, καθώς και διάσπαρτα τμήματα ραβδωτών κιόνων.

Τμήματα του τείχους καθώς και οικοδομημάτων εντοπίζονται τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική πλευρά της ακροπόλεως, ενώ στο νότιο πλάτωμα είναι ορατά τα θεμέλια μεγάλου κτιρίου, ίσως ναού, με έναν κίονα που σώζεται in situ. Η πόλη πιθανόν διέθετε θέατρο, ενώ μεγάλη ορθογώνια δεξαμενή νερού είναι ορατή στη δυτική πλευρά, κάτω από την ακρόπολη.

Το αρχαίο λατομείο ασβεστολίθου, από το οποίο γινόταν η εξόρυξη για την οικοδόμηση των κτιρίων της αρχαίας πόλης, έχει εντοπιστεί σε απόσταση περίπου 1 χλμ. βορείως της Θουρίας στη θέση που είναι γνωστή ως «Πριονιστά». Σε ορισμένα σημεία μάλιστα είναι ορατά τα ίχνη του αρχαίου δρόμου από τον οποίο γινόταν η μεταφορά του οικοδομικού υλικού από το λατομείο στην πόλη.

Το εξαιρετικά εντυπωσιακό πλήθος διάσπαρτης κεραμικής σε μεγάλη έκταση, καθώς και των λίθινων αρχιτεκτονικών μελών φανερώνουν το μέγεθος της αρχαίας πόλης, που όμως έχει υποστεί τεράστιες καταστροφές, τουλάχιστον κατά τα τελευταία 100 χρόνια, λόγω της εντατικής καλλιέργειας του πλούσιου εδάφους, γεγονός που είχε ως συνέπεια την αλλοίωση της μορφολογίας του χώρου.

Η θαυμάσια θέση, που δεσπόζει σε όλη την εύφορη πεδιάδα της Καλαμάτας προσφέροντας μια μοναδική θέα, με το όρος Ιθώμη στα βορειοδυτικά και τη θάλασσα στα νότια, κατοικήθηκε ήδη στην προϊστορική εποχή. Σαφή λείψανα κατοίκησης των ΠΕ και ΥΕ χρόνων έχουν εντοπιστεί στις τρεις χαμηλές κορυφές που σχηματίζονται στο νότιο άκρο της ράχης, στη θέση «Ελληνικά», όπου έχει ανασκαφεί μέρος μεγάλης μυκηναϊκής νεκρόπολης αποτελούμενο από 16 θαλαμωτούς τάφους (εικ. 3), ενώ βορειότερα, στην περιοχή της σημερινής Άνθειας, έχει έλθει στο φως μεγάλος θολωτός ηγεμονικός τάφος, με πλούσια ευρήματα (εικ. 4).

Οι «πολύρρηνες» και «πολυβούται» κάτοικοι της «βαθυλείμου» Άνθειας, όπως αναφέρονται δύο φορές στην Ιλιάδα (Ι 154, 296), ανήκαν στους ευκατάστατους Μεσσηνίους, που αναγκάστηκαν να εκπατριστούν μετά το τέλος του Α΄ Μεσσηνιακού πολέμου. Οι κατακτητές Λακεδαιμόνιοι εγκαταστάθηκαν στον τόπο κατά το τελευταίο τέταρτο του 8ου αι. π.Χ. και φαίνεται ότι από τότε το νέο όνομα «Θουρία», που σημαίνει συνοικισμός κορυφής, άρχισε να εκτοπίζει το μυκηναϊκό τοπωνύμιο.

Στην κλασική εποχή η Θουρία έγινε «περίοικος» πόλη, καθώς οι Μεσσήνιοι κάτοικοί της, που υπήρξαν έμπιστοι των Λακεδαιμονίων, απολάμβαναν κάποιων προνομίων έναντι των άλλων Μεσσηνίων υποτελών. Στο σεισμό του 464 π.Χ. οι κάτοικοι της πόλης προσπάθησαν να αποδεσμευθούν από τους Σπαρτιάτες και αφού προσεταιρίστηκαν τους Μεσσηνίους είλωτες κατέφυγαν και οχυρώθηκαν στην Ιθώμη. Όμως ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Μεσσηνία και να μεταφερθούν στη Ναύπακτο με τη βοήθεια των Αθηναίων.

Μετά την ίδρυση της Μεσσήνης, η Θουρία αποτέλεσε μέλος της ελεύθερης μεσσηνιακής πολιτείας. Μάλιστα σε ένα σημαντικό ψήφισμα γραμμένο σε οπισθόγραφη στήλη που βρέθηκε στην πόλη, γίνεται διευθέτηση των συνόρων της με τη Μεγαλόπολη, υπό τη διαιτησία της Πάτρας. Η στήλη, που χρονολογείται γύρω στο 180 π.Χ., εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας στην Καλαμάτα.

Το 182 π.Χ. η Θουρία μαζί με τις Φαρές και την Αβία αποσπάσθηκαν από τη Μεσσήνη και προσαρτήθηκαν ως ανεξάρτητες πόλεις στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.), ο Αύγουστος υπήγαγε τη Θουρία και πάλι στην κατοχή των Λακεδαιμονίων της Σπάρτης, ως τιμωρία, επειδή οι Μεσσήνιοι είχαν πάρει το μέρος του αντιπάλου του Αντωνίου.

Κατά την εποχή του Τιβερίου (25 μ.Χ.), όταν έγινε επανοριοθέτηση των συνόρων μεταξύ Μεσσηνίας και Λακωνίας, πιθανόν να αποδόθηκε και πάλι στους Μεσσήνιους μαζί με την περιοχή των Φαρών. Όμως νομίσματα της Θουρίας, που κόπηκαν επί των πρώτων Σεβήρων (193-217 μ.Χ.), φέρουν τα αρχικά γράμματα των Λακεδαιμονίων, εμφανίζοντας τους Θουρεάτες ως Λακεδαίμονες.

Όταν ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφθηκε την περιοχή (2ος αι. μ.Χ.), ανέφερε ότι η πόλη από «ψηλά» είχε μεταφερθεί και εξαπλωθεί προς τα δυτικά, στις υπώρειες του λόφου. Τα επιβλητικά ερείπια των ρωμαϊκών θερμών στη θέση «Λουτρά», που σώζονται σε μεγάλο ύψος και σε άριστη κατάσταση διατήρησης στην περιοχή αυτή, επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες του περιηγητή (εικ. 5).

Στην πόλη υπήρχαν πολλά ιερά, φαίνεται όμως ότι η Αθηνά ήταν ιδιαίτερα τιμώμενη θεότητα, αφού ο ιερέας της ήταν ο επώνυμος αξιωματούχος της πόλης. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι σε νομίσματα των Θουρεατών της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εποχής απεικονίζεται η Αθηνά με κράνος, δόρυ στο αριστερό και φιάλη στο δεξί χέρι. Πιθανόν ο τύπος αυτός να αντιστοιχεί στο λατρευτικό άγαλμα της θεάς, που υπήρχε στη Θουρία. Ένα ονομαστό ιερό της πόλης ήταν αφιερωμένο στη Συρία θεά, μια θεότητα ανατολικής προέλευσης που εισάχθηκε κατά τον 2ο αι. π.Χ. στην Ελλάδα (Δήλος) από την πόλη της βόρειας Συρίας Βαμβύκη ή Ιεράπολη. Η αρχική ονομασία της ήταν Ατάγαρτις και θεωρείτο ως μια μορφή της Αφροδίτης. Η λατρεία της γινόταν από θιάσους και στα ιερά της υπήρχαν δεξαμενές με ψάρια, που ήταν το σύμβολο της θεάς, η οποία αρχικά παριστανόταν ως ψάρι.

Στην πίσω όψη της οπισθόγραφης επιγραφής, στην οποία προαναφερθήκαμε, έχει χαραχθεί στην εποχή του Αυγούστου τιμητικό ψήφισμα για τον Λακεδαιμόνιο Δαμόχαρι, όπου αναφέρονται κάποια στοιχεία για το τελετουργικό της ξένης αυτής λατρείας κατά την οποία γινόταν μύηση με μυστηριακή τελετή για τη Συρία θεά σε ειδικό χώρο («οίκος») και υπήρχε πομπή για τα μυστήρια.

Η ακρόπολη της κλασικής εποχής δεν εγκαταλείφθηκε πλήρως και συνέχισε να κατοικείται στους αυτοκρατορικούς χρόνους, στον Μεσαίωνα και στην Τουρκοκρατία.

Σε ένα κοινό πρόγραμμα επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στη Θουρία από την ΛΗ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων της Καλαμάτας και την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, υπό τη διεύθυνση της υπογράφουσας και του Διευθυντή της Ιταλικής Σχολής Emanuele Greco, και η οποία διήρκεσε από το έτος 2004 έως το 2009, έγινε τοπογραφική αποτύπωση των αρχαίων τειχών και των ορατών αρχαίων λειψάνων σε όλη την έκταση της αρχαίας πόλης, ενώ ακολούθησε και γεωφυσική έρευνα με τη χρήση γεωραντάρ.

Προκειμένου να γίνει ακριβέστερη χρονολόγηση των τειχών, διενεργήθηκαν στο πλαίσιο του Ερευνητικού Προγράμματος, τρεις δοκιμαστικές τομές, δύο στην κορυφή του τείχους της ακροπόλεως και μία στη βάση του. Στις δύο πρώτες τομές, που έφθασαν σε βάθος 1,70 μ., αποκαλύφθηκε μεγάλος αριθμός πεσμένων λιθοπλίνθων στην εσωτερική πλευρά του τείχους, ενώ στην τρίτη τομή, σε βάθος μόλις 0,15 μ., εμφανίστηκε το φυσικό έδαφος επάνω στο οποίο έχει θεμελιωθεί το τείχος. Ο μικρός αριθμός αποσπασματικής κεραμικής που συλλέχθηκε χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., ενώ το μοναδικό νόμισμα που βρέθηκε στις υψηλότερες επιχώσεις φέρει παράσταση Πήγασου στη μία όψη και του γράμματος Θ, και είναι πιθανόν κορινθιακό, χρονολογούμενο στον 2ο αι. μ.Χ.

Η ανασκαφή

Την άνοιξη του 2007, ο φύλακας της περιοχής Αντώνης Τσαγκλής, που είναι γεννημένος και κατοικεί μόνιμα στο χωριό Άνθεια (Γαρδίκι), με οδήγησε σε ένα χώρο εξαιρετικά δυσπρόσιτο εξαιτίας της οργιώδους βλάστησης, όπου ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους, διακρίνονταν οι ανώτερες στρώσεις ενός επιβλητικού πολυγωνικού τοίχου, προφανώς αναλημματικού.

Η θέση ήταν γνωστή ως «Παναγίτσα» λόγω του παρακείμενου ναΐσκου, στον οποίο, όπως παρατηρήσαμε, υπήρχε εντοιχισμένο άφθονο αρχαίο οικοδομικό υλικό, αρχιτεκτονικά μέλη, σφόνδυλοι κιόνων, τμήματα επιστυλίων κ.λπ. (εικ. 6). Μάλιστα στην Αγία Τράπεζα έχει χρησιμοποιηθεί ως «πόδιο» ο σφόνδυλος ραβδωτού κίονα, επάνω στον οποίο έχει εναποτεθεί μεγάλη ορθογώνια πλάκα, πιθανόν από ορθοστάτη αρχαίου κτιρίου.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών αρχαιολόγων της 26ης ΕΒΑ, ο ναΐσκος κτίστηκε κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας (13ος αιώνας). Στη συνέχεια υπέστη προσθήκες και μετασκευές έως τους μεταβυζαντινούς χρόνους (16ος-17ος αιώνας). Στην εποχή μας ανήκει η προσθήκη που κτίστηκε στη δυτική πλευρά του μισογκρεμισμένου ναού.

Ο εντοπισμός του ισχυρότατου αναλημματικού τοίχου 1, ο οποίος κατά την άποψή μας δεν θα μπορούσε παρά να συγκρατεί ένα μεγάλο άνδηρο, υπήρξε η αφορμή για την έναρξη της ανασκαφικής έρευνας το θέρος του ίδιου έτους, η οποία συνεχίστηκε και τα επόμενα έτη έως και φέτος.

Από το 2009 η ανασκαφή έχει γίνει συστηματική, υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, με τη διεύθυνση της υπογράφουσας.

Ο αναλημματικός τοίχος 1 βρίσκεται σε απόσταση 30-35 μ. βορείως του ναΐσκου της «Παναγίτσας», έχει κατεύθυνση από Β-Ν και είναι κατασκευασμένος από μεγάλους, αδρά κατεργασμένους λιθόπλινθους από τοπικό ασβεστόλιθο, κατά το ακανόνιστο τραπεζιόσχημο σύστημα (εικ. 7).

Το αποκαλυφθέν ύψος του είναι 3,10 μ. ενώ το μήκος του είναι 13,95 μ. Στο βόρειο άκρο σχηματίζει γωνία, το μήκος της οποίας είναι 3,90 μ.

Σε επαφή προς το νότιο άκρο του τοίχου 1 ήλθε στο φως άλλος ένας αναλημματικός τοίχος 2, της ίδιας κατεύθυνσης, ο οποίος κατασκευάστηκε μεταγενέστερα ως κατά μήκος επέκταση του παλιότερου τοίχου 1 (εικ. 8). Ο αναλημματικός τοίχος 2 είναι κατασκευασμένος με μεγάλη επιμέλεια, ισοδομικά, από ορθογώνιους λιθόπλινθους. Το μήκος του είναι 30 μ. και σώζεται σε μέγιστο ύψος τριών δόμων, δηλαδή 1,20 μ. Μεταξύ των δύο αναλημματικών τοίχων αποκαλύφθηκαν τα λείψανα βαθμιδωτής κατασκευής, η οποία προφανώς αποτελεί τμήμα της ανωδομής του αναλημματικού τοίχου 2.

Στο επάνω πλατύ άνδηρο, που καταλαμβάνει έκταση 600 τ.μ. περίπου, η ανασκαφή έφερε στο φως τρία οικοδομήματα, στον κατά μήκος άξονα Β-Ν (εικ. 9).

Κτίριο Α

Το Κτίριο Α έχει κατεύθυνση από Α-Δ και είναι κατασκευασμένο από μεγάλους ορθογώνιους πωρόλιθους κτισμένους ισοδομικά (εικ. 10). Αποκαλύφθηκε κατά τις τρεις πλευρές του, χωρίς να έλθει στο φως η δυτική στενή πλευρά του, η οποία κατά πάσα πιθανότητα είναι κατεστραμμένη. Η είσοδός του τοποθετείται προς το μέσον της νότιας πλευράς του, όπου διακρίνονται κάποια ίχνη κατωφλιού.

Οι σωζόμενες διαστάσεις του Κτιρίου Α είναι: μήκος 7,15 μ. και πλάτος 5 μ., ενώ το μέγιστο ύψος του, που διατηρείται στην ανατολική στενή πλευρά του, φθάνει τα 2,40 μέτρα.

Το οικοδόμημα έχει υποστεί μετασκευές, ενώ στην τελευταία οικοδομική φάση έχουν χρησιμοποιηθεί στην τοιχοδομία του και ραβδωτοί σφόνδυλοι κιόνων.

Στην αρχική οικοδομική φάση του Κτιρίου Α ανήκει η πρώτη σειρά λιθοπλίνθων (πρώτος δόμος), οι οποίοι φέρουν περιτένεια, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανώτερη τοιχοδομία της βόρεια μακράς πλευράς του κτιρίου, όπου στον β΄ δόμο έχουν χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση απολαξευμένοι λιθόπλινθοι σε σχήμα Π, που πιθανόν ανήκαν σε λίθινο αγωγό. Ο νότιος τοίχος του Κτιρίου Α σώζεται σε μικρότερο ύψος και έχει υποστεί καταστροφές και μεταγενέστερες απολαξεύσεις.

Ο στερεοβάτης του Κτιρίου Α αποτελείται από μια σειρά ακανόνιστων κροκαλοπαγών λίθων μετρίου μεγέθους, επάνω στους οποίους είναι τοποθετημένη η πρώτη σειρά λιθοπλίνθων.

Το στρώμα καταστροφής ήταν αδιατάρακτο, αποτελούμενο από κεραμίδες λακωνικού τύπου, σε μερικές από τις οποίες είχαν γραφεί με μελανό χρώμα τα αρχικά ΛΑ (δηλ. ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ) που καταλάμβαναν σχεδόν όλη την επιφάνεια των κεραμίδων.

Το κτίριο θα πρέπει να καταστράφηκε από πυρκαγιά, αφού κάτω από το στρώμα καταστροφής υπήρχε παχύ στρώμα στάχτης.

Ελάχιστα υπήρξαν τα ακέραια ευρήματα από την ανασκαφή του Κτιρίου Α και εκτός από την αποσπασματική κεραμική υστέρων κλασικών-πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, βρέθηκε μόνο ένα καμένο τμήμα ανάγλυφου πλακιδίου με τη μορφή της Αθηνάς με κράνος, που κρατά ασπίδα στο αριστερό χέρι.

Όμως το μοναδικό αυτό εύρημα ασφαλώς δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο ώστε να αποδοθεί το κτίριο στη θεότητα αυτή.

Κτίριο Β

Σε απόσταση 4,20 μ. νοτίως του Κτιρίου Α και με κατεύθυνση παράλληλη προς αυτό, αποκαλύφθηκε ο στυλοβάτης ιωνικής κιονοστοιχίας, με τις βάσεις τεσσάρων κιόνων in situ (εικ. 11).

H ανασκαφή στο σημείο αυτό υπήρξε εξαιρετικά επίπονη δεδομένου ότι το ανατολικό τμήμα του Κτιρίου Β βρισκόταν κάτω από συμπαγείς όγκους βράχων, οι οποίοι είχαν κατολισθήσει από την υπερκείμενη πλαγιά, που υψώνεται πάνω από το άνδηρο, στα ανατολικά του.

Το ανατολικό τμήμα του στυλοβάτη του Κτιρίου Β αποκαλύφθηκε κάτω από επίχωση δύο μέτρων περίπου.

Ο στυλοβάτης, κτισμένος από μια σειρά μεγάλων ορθογώνιων λιθοπλίνθων, έχει πλάτος 0,60 μ. και αποκαλύφθηκε σε μήκος 11 μ. χωρίς να έχει αποκαλυφθεί ακόμη η ανατολική του απόληξη, ενώ το δυτικό του άκρο είναι κατεστραμμένο. Κατά μήκος της εσωτερικής πλευράς του διακρίνεται η υποδοχή για πλάκα δαπέδου.

Οι ιωνικοί κίονες έχουν διάμετρο 0,38 μ. και σώζονται σε μέγιστο ύψος 0,50 μ. Το μετακιόνιο διάστημα είναι 0,60 μ. ενώ το μεταξόνιο 2,05 μ. Αυτά τα διαστήματα θα πρέπει να γεφυρώνονταν με αντίστοιχου μήκους ιωνικά επιστύλια, τμήματα των οποίων έχουν βρεθεί διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της ανασκαφής.

Στο ανατολικό τμήμα της κιονοστοιχίας, μετά την απομάκρυνση ενός ογκώδους πεσμένου βράχου, αποκαλύφθηκε η παραστάδα μιας θύρας in situ, διαστάσεων 0,41×0,37 μ. και ύψους 2,34 μ. (εικ. 12).

Στη δυτική πλευρά της παραστάδας βρέθηκε, πεσμένο λοξά, τμήμα του επιστυλίου, (διαστάσεων 0,36×0,47 μ. και μήκους 2,04 μ.), καθώς και διάφορα άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, σε έναν μεγάλο σωρό, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει καλά διατηρημένο τμήμα γείσου με γεισήποδες, ο σφόνδυλος ενός ραβδωτού και δύο τμήματα αρράβδωτων κιόνων, καθώς και δύο συνανήκοντα τμήματα επιστυλίου.

Σημειώνεται ότι η επιφάνεια όλων των αρχιτεκτονικών μελών καθώς και των κιόνων καλύπτεται από εξαιρετικής ποιότητος λευκό επίχρισμα, το οποίο σώζεται σε πολλά σημεία.

Εξωτερικά, σε επαφή με τη νότια πλευρά της ιωνικής κιονοστοιχίας αποκαλύφθηκε αγωγός ύδατος (συνολικό αποκαλυφθέν μήκος: 12,80 μ.), ελαφρώς κοίλος, πλάτους 0,56 μ., κατασκευασμένος με μεγάλη επιμέλεια από μετρίου μεγέθους ποταμίσιες κροκάλες σε μια συμπαγή κατασκευή. Σε δύο σημεία του αγωγού σχηματίζονται δύο ωοειδούς σχήματος φρεάτια για την καθίζηση διαφόρων φερτών υλών ή λάσπης.

Όπως είναι φανερό τα δύο κτίρια Α και Β απαρτίζουν μια ιωνική στοά με διαμερίσματα ή καταστήματα στο βάθος.

Μέσα στο στρώμα καταστροφής, βρέθηκαν δύο τμήματα στρωτήρων με τη σφραγίδα ΔΑΜΟΣΙΟΙ, που δηλώνει αναμφίβολα τον δημόσιο χαρακτήρα των κτιρίων (εικ. 13).

Από τη λακωνικού τύπου κεράμωση του κτιρίου βρέθηκε μεγάλος αριθμός ανθεμωτών ακροκεράμων διαφόρων τύπων (εικ. 14).

Μεταξύ του μεγάλου πλήθους οστράκων καλής ποιότητος που συλλέχθηκαν από την επίχωση του Κτιρίου Β ξεχώρισαν δύο λαβές αμφορέα με την εμπίεστη σφραγίδα του εργαστηρίου του: ΣΤΥΡΑΞ (εικ. 15).

Κτίριο Γ

Σε απόσταση περίπου 5 μ. νοτίως του Κτιρίου Β αποκαλύφθηκε κάτω από μεγάλο αριθμό πεσμένων ογκωδών αρχιτεκτονικών μελών, η βορειοδυτική γωνία ενός δωρικού οικοδομήματος, του Κτιρίου Γ.

Η συνέχιση της ανασκαφής αποκάλυψε σχεδόν ολόκληρο το Κτίριο Γ, εκτός από τη ΝΑ γωνία του. Το οικοδόμημα έχει λοξή κατεύθυνση από ΒΑ προς ΝΔ και αποτελείται από την ευθυντηρία και δίβαθμη κρηπίδα, ο δεύτερος αναβαθμός της οποίας είναι και στυλοβάτης. Οι δύο αναβαθμοί είναι κατασκευασμένοι από ορθογώνιους πωρόλιθους κτισμένους ισοδομικά με έξεργο πίνακα στην πρόσοψη. Η ανωδομή του κτιρίου αποτελείται από δωρικούς ημικίονες, διαμέτρου 0,50 μ., οι οποίοι φέρουν 11 ραβδώσεις. Στο εσωτερικό τους έχουν υποδοχή για την τοποθέτηση ορθογώνιων ορθοστατών (διαστάσεων: μήκος 1 μ., ύψος 0,90 μ. και πάχος 0,20 μ.), οι οποίοι κλείνουν τα μεταξύ των κιόνων κενά διαστήματα, υπό μορφήν θωρακίων (εικ. 16).

Η επιφάνεια ημικιόνων και ορθοστατών καλύπτεται από ενιαίο λευκό επίχρισμα, στο οποίο δεν διακρίνονται αρμοί.

Το Κτίριο Γ είναι προφανώς ναός, με τέσσερις κίονες στις στενές και έξι κίονες στις μακρές πλευρές. Πλήρως έχει αποκαλυφθεί μόνο η βόρεια στενή πλευρά του μνημείου μήκους 5,45 μ. στο στυλοβάτη. Ο ναός αποτελείται από πρόναο διαστάσεων 4,25×2,40 μ. και σηκό διαστάσεων 4,25×4,35 μ., ο οποίος είναι υπερυψωμένος του προνάου κατά μία βαθμίδα, ύψους 0,235 μ.

Μεταξύ προνάου και σηκού αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια του κατωφλιού της θύρας αποτελούμενα από μεγάλους ορθογώνιους λιθόπλινθους επιμελώς κατεργασμένους συνδεδεμένους με σιδερένιους συνδέσμους σχήματος Π. Εντός του προνάου έχουν χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση δύο επιστύλια της ιωνικής στοάς, τα οποία έχουν τοποθετηθεί ως έδρανα στη ΝΔ γωνία, σε επαφή με τους αρχαίους τοίχους.

Στο μέσον της νότιας πλευράς του ναού έχει αποκαλυφθεί τμήμα της ράμπας εισόδου, μήκους 0,54 μ., το υπόλοιπο μέρος της οποίας βρίσκεται κάτω από την επίχωση όπως και η ΝΑ γωνία του ναού, που δεν έχει ακόμη ανασκαφεί.

Αριστερά της ράμπας, στην πρόσοψη του ναού βρέθηκαν στη θέση τους τρία βάθρα σε επαφή με την κρηπίδα, τα οποία θα πρέπει να έφεραν ενεπίγραφες στήλες. Μία από αυτές τις στήλες βρέθηκε στη θέση της και φέρει αναθηματική επιγραφή, σύμφωνα με την οποία, δύο γονείς, ο Αριστοφάνης και η Φιλωτίς, αφιέρωσαν στον Ασκληπιό και την Υγεία το άγαλμα του γιου τους Φιλοξένου (εικ. 17).

Είναι λοιπόν φανερό ότι ο ναός είναι αφιερωμένος σε αυτές τις δύο ιαματικές θεότητες, πολύ αγαπητές στη Μεσσηνία.

Εξωτερικά, περιμετρικά του Κτιρίου Γ αποκαλύφθηκε καλά διατηρημένο βοτσαλωτό δάπεδο, πλάτους 0,98 μ., που εφάπτεται στην ευθυντηρία και έχει κατασκευαστεί προφανώς για την προστασία του κτιρίου από τα ύδατα (εικ. 18).

Στο εσωτερικό του κτιρίου σώζεται το δάπεδο, σε άριστη κατάσταση διατήρησης, αποτελούμενο από μικρές κροκάλες χρώματος λευκού, μελανού και ερυθρού, που συνδέονται με ισχυρό κονίαμα. Ως υπόβαθρο του δαπέδου έχει κατασκευαστεί στρώμα από κροκάλες μέτριου μεγέθους.

Στο δάπεδο του σηκού, αλλά όχι στη θέση τους, βρέθηκαν κάθετα τοποθετημένες οι ασβεστολιθικές πλάκες μιας τράπεζας προσφορών, που καταλήγουν σε πόδια λιονταριού, ενώ τμήματα της οριζόντιας πλάκας της τράπεζας βρέθηκαν διάσπαρτα σε άλλα σημεία της επίχωσης του κτιρίου. Πλησίον της τράπεζας προσφορών μέσα σε διαταραγμένα χώματα, βρέθηκε μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφη παράσταση Σατύρου, ο οποίος απεικονίζεται ως τα γόνατα σε ένα περιβάλλον σπηλαίου. Στο ένα χέρι κρατά ασκί και στο άλλο λαγωβόλο και στηρίζεται σε υδρία. Παρόμοιος τύπος αναγλύφου, γνωστός από τη Ρόδο, χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ. (εικ. 19).

Σχεδόν σε επαφή προς τον δυτικό τοίχο του σηκού, βρέθηκε στη θέση του ένας «θησαυρός» (διαστ. 0,81×0,81 μ. και ύψους 0,25 μ.), σχήματος κυβικού, ενσωματωμένος στο βοτσαλωτό δάπεδο (εικ. 20).

Οι «θησαυροί» συνήθως τοποθετούνταν στο εσωτερικό των ναών και αποτελούσαν τα επίσημα χρηματοκιβώτια του ιερού.

Στο επάνω μέρος ο «θησαυρός» θα πρέπει να έφερε πώμα, με σχισμή για τη ρίψη των νομισμάτων. Το πώμα, προφανώς μεταλλικό, ασφαλιζόταν με διπλή κλειδαριά, τα κλειδιά της οποίας κατείχαν έμπιστα πρόσωπα και συνήθως οι ιερείς του ναού.

Παρόμοιος κυβικός «θησαυρός» έχει βρεθεί στον σημαντικότερο Οίκο της δυτικής πτέρυγας του Ασκληπιείου της αρχαία Μεσσήνης. Στο χώρο αυτό στεγαζόταν το ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας, όπου βρισκόταν και το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, έργο του γλύπτη Δαμοφώντα. Από τα διασωθέντα τμήματα του κολοσσιαίου αγάλματος φαίνεται ότι η Άρτεμις Ορθία εικονιζόταν ως Φωσφόρος με λαμπάδα στο χέρι.

Ο «θησαυρός» της Θουρίας έφερε στην επάνω επιφάνεια μια επιγραφή του τέλους του 4ου-αρχών του 3ου αι. π.Χ., αποτελούμενη από τέσσερις στίχους, όπου αναφέρονται τα ονόματα των ιεροθυτών, καθώς και το όνομα του αρχιτέκτονα του ναού: ΘΕΟΔΩΡΟΣ.

Στην επίχωση του ναού, η οποία ήταν αρκετά διαταραγμένη, υπήρχε μεγάλη συσσώρευση πεσμένων ογκωδών αρχιτεκτονικών μελών, ενώ τα ακέραια κινητά ευρήματα υπήρξαν λιγοστά εκτός από μεγάλο πλήθος αποσπασματικής κεραμικής ελληνιστικών χρόνων (3ος αι. π.Χ.).

Ξεχωρίζουν οι ανθεμωτές ακροκέραμοι και το τμήμα πήλινης λεοντοκεφαλής υδρορρόης.

Στον ελεύθερο χώρο μεταξύ της ιωνικής στοάς και του ναού, η εύρεση μεγάλου αριθμού οστρέων καθώς και οστών διαφόρων ζώων, χοίρων, αγριόχοιρων, βοοειδών και πουλερικών, τα οποία σχημάτιζαν στρώμα πάχους 0,20 μ. με πολλά θραύσματα αγγείων και στάχτη, φανερώνει ότι στο χώρο αυτό τελούνταν θυσίες προς τιμήν του Ασκληπιού και της Υγείας.

Τη χρήση του ανδήρου και στους μεταγενέστερους χρόνους μαρτυρά η ύπαρξη της εγκατάστασης ενός ληνού του 6ου-7ου αι. μ. Χ., ο οποίος εφάπτεται στη δυτική πλευρά του ναού και μάλιστα μέρος του εδράζεται επάνω στην κρηπίδα (εικ. 21). Για την κατασκευή του ληνού έχει χρησιμοποιηθεί άφθονο αρχαίο οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση. Ο ληνός αποτελείται από έναν πλακόστρωτο χώρο διαστάσεων 2,60x 3,10 μ. και μια μεγάλη κτιστή απιόσχημη στέρνα περισυλλογής του μούστου, διαμέτρου 1,30 μ. και ύψους 1,24 μ.

Επίσης στο χώρο νοτίως του ναού, βρέθηκαν, σε μικρό βάθος από την επιφάνεια του εδάφους, χριστιανικές ταφές σε λάκκους, χωρίς κτερίσματα, που προφανώς σχετίζονται με την παρακείμενη εκκλησία της Παναγίτσας, αποτελώντας ένα μικρό, μη οργανωμένο χώρο κοιμητηρίου.

Η ανασκαφή στη θέση «Παναγίτσα», αποτελεί την πρώτη συστηματική ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιείται στο χώρο της αρχαίας πόλης της Θουρίας, η οποία ουδέποτε έχει ερευνηθεί ανασκαφικά, ενώ αντίθετα αρκετές αρχαιότητες μυκηναϊκών χρόνων έχουν έλθει στο φως.

Διερευνητικές ανασκαφικές τομές, που πραγματοποιήσαμε ταυτόχρονα με την ανασκαφή στο χώρο του ιερού κατά τα τελευταία τέσσερα έτη, στην ευρύτερη έκταση όπου εξαπλώνεται η αρχαία πόλη, έφεραν στο φως θεμέλια μεγάλων οικοδομημάτων, τα οποία αναμένουν την ανασκαφή τους. Ο εντοπισμός του αρχαίου θεάτρου, για το οποίο υπάρχουν μαρτυρίες σύγχρονων περιηγητών και πιθανόν ενός Γυμνασίου, αποτελούν τον επόμενο στόχο των ερευνών μας.

Ένα τμήμα του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης τοποθετείται βορείως της ακροπόλεως, όπου πρόσφατη σωστική ανασκαφή, το 2009, έφερε στο φως δύο κιβωτιόσχημους τάφους και ένα ταφικό μνημείο με τρεις ταφικές θήκες, που περιείχαν ταφές (εικ. 22).

Ο ένας εκ των τριών τάφων ήταν ιδιαίτερα πλούσιος και περιείχε ένα ενδιαφέρον σύνολο κτερισμάτων, από τα οποία ξεχωρίζει ένα εξάλειπτρο του τέλους του 3ου αι. π.Χ. με επίθετες ανάγλυφες παραστάσεις (εικ. 23).

Η συστηματική ανασκαφή στην «Παναγίτσα» θα συνεχιστεί και φέτος με προοπτική να αποκαλυφθεί πλήρως το αρχαίο ιερό με όλα τα εντυπωσιακά δημόσια οικοδομήματα που το απαρτίζουν.

 

Ξένη Αραπογιάννη

Δρ Αρχαιολόγος

Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων