Εκατόν είκοσι χρόνια θα συμπληρωθούν στις 10 Αυγούστου από τον θάνατο του Τάσσου Νερούτσου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Εμβληματική και συνάμα άγνωστη είναι η μορφή του γιατρού και εξαίρετου αιγυπτιολόγου Τάσσου Νερούτσου. Ο Τάσσος Νερούτσος γεννήθηκε στις 8/20 Μαρτίου 1826 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Νερούτσος, ιερέας της εκκλησίας της Χρυσοσπηλιώτισσας στην Πλάκα.
Πολυσχιδής η προσωπικότητα και πολυδιάστατο το έργο του Τάσσου Νερούτσου. Έμεινε νωρίς ορφανός, διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα κοντά στον Γ. Γεννάδιο, «…ποιούμαι μεθ’ υιικής στοργής και αιωνίου ευχαριστίας μνείαν του σεβαστού μου διδασκάλου, καθηγητού και γυμνασιάρχου, σοφού ανδρός Γ. Γενναδίου…», και σε ηλικία 19 χρόνων, το 1845, βρέθηκε στο Μόναχο της Γερμανίας για περαιτέρω σπουδές. Η Ιατρική ήταν το επάγγελμά του. Η Αρχαιολογία όμως ήταν το πάθος του. Σπουδάζει Ιατρική, παίρνει τον τίτλο του διδάκτορος της Ιατρικής και μεταβαίνει, το 1851, στην Αλεξάνδρεια όπου εγκαθίσταται μέχρι τον θάνατό του, το 1892. Εκεί, ανελίσσεται κοινωνικά και, μεταξύ των ετών 1851 και 1855, τοποθετείται ως ιατρός στην «αντιβασιλική» αυλή του Καΐρου.
Η επιρροή που ασκούσε ο Νερούτσος ως ανώτερος δημόσιος λειτουργός στον τομέα της διαχείρισης της υγειονομικής υπηρεσίας στην Αίγυπτο ήταν διαρκής. Σε διάστημα περίπου τριών ετών (1876-1879) τοποθετείται τρεις φορές προσωρινός διευθυντής της διεθνούς υγειονομικής εφορείας της Αιγύπτου διαδεχόμενος τον περίφημο Ιταλό Κολούτσι Πασά. Επιπλέον, οι στενές του σχέσεις με τον τότε πρωθυπουργό Ραγήπ Πασσά (διασώζεται η πληροφορία ότι ο Νερούτσος είχε υιοθετήσει ή μεγάλωνε το παιδί αυτού του τελευταίου) και τον διάδοχό του Σερίφ Πασά, καθώς και με τον Αρμένη Τιγκράν Πασά, υπουργό των Εξωτερικών του «κράτους» της Αιγύπτου, πάντοτε σε συνδυασμό με την αναμφισβήτητη επιστημονική του αξιοσύνη, τον έλκυσαν κοινωνικά σε υψηλή θέση.
Ένα πρόβλημα υγείας θα τον κάνει να αναζητήσει καλύτερο κλίμα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου θα παραμείνει έως το τέλος της ζωής του. Ο Νερούτσος λάτρεψε την αιγυπτιακή αρχαιολογία και τον αιγυπτιακό πολιτισμό. Θεωρείται δίκαια ο πρώτος Έλληνας αιγυπτιολόγος. Δημοσίευσε πρωτότυπες μελέτες, ενώ η βαθιά γνώση της ιερογλυφικής γραφής των αρχαίων Αιγυπτίων τον κατατάσσει ανάμεσα στους επιφανείς επιστήμονες στον τομέα αυτό. Έγνοιά του παραμένει η δημοσίευση στην ελληνική γλώσσα ώστε οι Έλληνες να μορφωθούν. Το γνωστό περιοδικό «Πανδώρα» δημοσίευσε πλήθος μελετών του μεταξύ των ετών 1858-1874. Φέρεται δε να έχει συγγράψει ένα λεξικό ιερογλυφικής-ελληνικής.
Ο Νερούτσος περιγράφει με ενάργεια, συνέπεια και επιστημονική γνώση τις αρχαιολογικές ανασκαφές σε ολόκληρη την επικράτεια της Αιγύπτου στο έργο του «Αρχαιολογικαί εν Αιγύπτω ανασκαφαί και αποκαλύψεις εν περιλήψει εκτιθέμενα».
Το 1875, εκδίδει στα γαλλικά το Notice sur les fouilles récentes exécutées à Alexandrie, απαύγασμα πολυετών εντατικών μελετών του, στο οποίο εκφράζει την ανησυχία του για την έλλειψη ενδιαφέροντος για τον τόσο σημαντικό αρχαιολογικό χώρο. Το επιστέγασμα των γνώσεών του πλέον απαντάται στο L’ancienne Alexandrie – Etude archéologique et topographique, τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατο του που θα επισυμβεί το 1892. Ο Νερούτσος παρουσιάζεται ως ο εισηγητής της συστηματοποίησης της αρχαιολογίας της Αλεξάνδρειας. Ο ίδιος παραδέχεται ότι δεν είχε ανασκάψει προσωπικά κανένα από τα πολλά σημεία που περιγράφει, οι περιγραφές του όμως είναι αναμφισβήτητης αξιοπιστίας. Το 1889 δημοσιεύει ένα έργο-αναφορά μέχρι σήμερα με τον τίτλο «Αι Χριστιανικαί Αθήναι» στο Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Αθηνών.
Από το αρχείο του, που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, σκιαγραφείται μια προσωπικότητα ξεχωριστή. Η συχνή αλληλογραφία του με την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, καθώς και με μέλη της πνευματικής ελίτ της Αθήνας, όπως ο αγαπητός του φίλος και πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας (1881), Ευθύμιος Καστόρχης, δείχνουν έναν άνθρωπο αυστηρό, υπεύθυνο με καθαρή ματιά στα πράγματα της εποχής του.
O θάνατός του γέμισε θλίψη τους πιστούς φίλους του, ενώ ανακοινώθηκε και στον διεθνή Τύπο ως ελάχιστος φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο που εκπροσώπησε το ελληνικό πνεύμα και το διατήρησε σε υψηλά επίπεδα γνώσης και αξίας.