Ένα αγρόκτημα που διατηρεί ίχνη χρήσης από τον 5ο μέχρι τον 16ο αι. αποκάλυψαν αρχαιολόγοι στη Σικελία. Πρόκειται για εύρημα που προέκυψε από δύο προγράμματα του Αυστριακού Επιστημονικού Ταμείου, τα οποία αποτελούν την πρώτη εις βάθος αρχαιολογική διερεύνηση της Βυζαντινής Σικελίας.

Η Σικελία ήταν πάντα δημοφιλής – και όχι μόνο για τους ταξιδιώτες στην Ιταλία. Η στρατηγική της θέση είχε τραβήξει την προσοχή διαφόρων ιστορικών υπερδυνάμεων: αρχικά των Ελλήνων, και αργότερα των Ρωμαίων.  Στην καρδιά του Μεσαίωνα,  στο νησί κυριάρχησαν οι Νορμανδοί, οι οποίοι εγκαθίδρυσαν εκεί το Νορμανδικό Κράτος της Νότιας Ιταλίας. Τι γινόταν όμως στο νησί κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα;

Για περίπου τέσσερις αιώνες λοιπόν, στο νησί κυριαρχούσαν οι Βυζαντινοί. Tον ομιχλώδη μέχρι σήμερα χαρακτήρα της παρουσίας τους κατάφερε να προσεγγίσει το Ινστιτούτο Βυζαντινών και Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βιέννης, μέσω δύο προγραμμάτων όπου διερευνήθηκε η οικιστική δραστηριότητα όσο και η οικονομική και θρησκευτική ιστορία της περιόδου.

Κέντρο των ερευνών αποτέλεσε ένα τμήμα αγροτικής γης στα Β. του σικελικού χωριού Τορρενόβα ( 20 χλμ. Β. της Μεσσίνα). Εκεί, από τον 12ο μέχρι τον 16ο αι. δέσποζε ένα μοναστήρι: η μονή San Pietro di Deca. Τμήμα μιας κατασκευής που ανήκε στο μοναστήρι αυτό έχει διασωθεί έως σήμερα: πρόκειται για ένα οκταγωνικό θολωτό κτίσμα γνωστό  ως Conventazzo,  το οποίο στέκεται ακόμη μετά από σειρά μετατροπών.

Στο σημείο αυτό είχαν ξεκινήσει έρευνες ήδη από το 2001, με τη χρήση ραντάρ σάρωσης του εδάφους. Το γεωραντάρ αυτό έδειξε αρχικά, χωρίς καμία επέμβαση στο έδαφος, κρυμμένες κατασκευές όπως μια εκκλησία και μια υστερορωμαϊκή έπαυλη ρυθμού «rustica». Τα ευρήματα αποκαλύφθηκαν στη συνέχεια με τη διενέργηση ανασκαφών. Έτσι, με βάση και τις γύρω της κατασκευές, η εκκλησία χρονολογήθηκε στην πρώιμη νορμανδική περίοδο (με έναρξη το 1061). Mε έκπληξή τους επίσης, τα μέλη της ομάδας διαπίστωσαν την ύπαρξη της αψίδας ενός παλαιότερου κτιρίου – πιθανότατα λατρευτικής χρήσης – που χρονολογείται στην Ύστερη Αρχαιότητα. Συνολικά το πρόγραμμα έδειξε ότι το Conventazzo αποτελούσε στην πραγματικότητα τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του εκκλησιαστικού συμπλέγματος κτιρίων και της έπαυλης. Η διαπίστωση αυτή ενθαρρύνεται από κινητά ευρήματα: από νομίσματα που δείχνουν τη ζωή στην αγροτική κατοικία μέχρι αντικείμενα που συνδέονται με το ετήσιο πανηγύρι του μοναστηριού – το οποίο, σύμφωνα με γραπτές πηγές, πραγματοποιούνταν μέχρι και το 1585. Μαζί με τα ευρήματα από περίπου 40 ανασκαμμένους τάφους, όλα αυτά αντιπροσωπεύουν κομμάτια της ζωής του αγροτικού πληθυσμού ενός νησιού στο οποίο οι ιστορικές πηγές καταγράφουν κυρίως τα σχετικά με την ανώτερη τάξη.

«Από τους Ρωμαίους στους Βυζαντινούς, τους Νορμανδούς και τελευταίους τους Ισπανούς στη Σικελία, έχουμε βρει κατάλοιπα ανθρώπινης κατοίκησης στο San Pietro di Deca. Αυτό δείχνει συνέχεια και αλλαγές στο αγροτικό αυτό κτήμα, κατά τη διάρκεια μιας χιλιετίας», αναφέρει ο καθηγητής Ewald Kislinger, επικεφαλής και των δύο ερευνητικών προγραμμάτων. «Με αφετηρία ένα μόνο κτιριακό σύμπλεγμα, μπορέσαμε να συνεισφέρουμε σημαντικά στην ανασύνθεση της αγροτικής οικονομίας της Σικελίας. Αν στο παρελθόν υπήρχαν λίγες γραπτές πηγές όπου αναφερόταν η συνεχής χρήση του, οι ανασκαφές και η ανάλυση των ευρημάτων παρέχουν σήμερα την αρχαιολογική ένδειξη».