Σύμφωνα με τις έρευνες των αρχαιοβοτανολόγων, η ροδιά είναι φυτό ιθαγενές στην περιοχή νοτίως της Κασπίας Θάλασσας, όπου ακόμη και σήμερα ακμάζει στην άγρια μορφή της. Μετά την εξημέρωσή της διαδόθηκε ακτινωτά κατακτώντας σταδιακά ολόκληρη την υφήλιο. Σε περιοχές της ανατολικής Μεσογείου δεν φαίνεται να έφτασε πριν από την Μέση Εποχή του Χαλκού, αν κρίνει κανείς από κατάλοιπα ροδιού που βρέθηκαν στις ανασκαφές της Nimrud και της Ιεριχούς. Σε κείμενα σφηνοειδούς γραφής από την Qatna (Συρία), που χρονολογούνται στον 14ο περίπου αι. π.Χ., αναφέρεται το ρόδι με το όνομα lurmu. Από τη Συρία, ίσως μέσω Κύπρου, φαίνεται πως εισήχθη αρκετά νωρίς στην Αίγυπτο της 18ης Δυναστείας (1550-1295 π.Χ.), καθώς τεκμηριώνει η μνεία του στις επιστολές της Amarna (14ος αι. π.Χ.) με το όνομα nurmu. Της ίδιας περίπου εποχής είναι και το πλοίο που ναυάγησε στο Uluburun στις νότιες ακτές της Τουρκίας, το οποίο φορτωμένο κυρίως με τάλαντα χαλκού, κασσιτέρου και γυαλιού, αλλά και με ρόδια, φαίνεται πως κατευθυνόταν προς το Αιγαίο. Όλες αυτές οι μαρτυρίες δηλώνουν ότι το εξωτικό φρούτο ήταν σε μεγάλη ζήτηση κυρίως από επίλεκτες κοινωνικές ομάδες (elites).
Ενθέμια με τη μορφή ροδιού προερχόμενα από το «θησαυροφυλάκιο» του ανακτόρου της Κνωσού έχουν χονδρικά χρονολογηθεί στον 17ο αι. π.Χ., ενώ πιο συχνές είναι οι απεικονίσεις ροδιού στην τέχνη της Μυκηναϊκής Περιόδου, ιδιαίτερα δε του 14ου και 13ου αι. π.Χ. Γύρω στο 1200 π.Χ. χρονολογούνται πραγματικοί σπόροι ροδιού που βρέθηκαν τόσο σε θέσεις της Μεσογείου, όπως το Hala Sultan Tekke στην Κύπρο και η Τίρυνθα στην Αργολίδα. Εν τούτοις, εξακολουθεί να επικρατεί η αντίληψη ότι το ρόδι αποτέλεσε κοινή τροφή στις θαλασσινές κοινωνίες του Αιγαίου πολύ μετά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού.
Η αρχαία ελληνική γραμματεία βρίθει αναφορών στην ρόα ή ροιά (ιων. ροιή) ονόματα που χρησιμοποιούνται τόσο για το δέντρο όσο και για τον καρπό του. Στον Όμηρο, η ροδιά επαινείται ως «αγλαόκαρπος» (Οδυσ. η 115, λ. 590), ενώ στον μύθο του Αισώπου «Ροιά και μηλέα και βάτος» η ροδιά ερίζει με τη μηλιά για το ποια από τις δυο τους παράγει καλύτερα φρούτα. Κόκκους (ή κόκκωνες) αποκαλούσαν οι αρχαίοι τις χυμώδεις δρύπες του ροδιού και, σύμφωνα με μιαν άποψη, από αυτούς προέκυψε η ονομασία κόκκινο για το ερυθρό χρώμα, όπως π.χ. από το πράσο είναι το πράσινο, από το κίτρο το κίτρινο κ.λπ. Στην αφθονία του χυμού, υποστηρίζουν μερικοί γλωσσολόγοι, οφείλεται το όνομα ρόα, από το ρέω. Οποια όμως κι αν είναι η ετυμολογία του ονόματός του, το βέβαιο είναι ότι το φρούτο αυτό έχει περιβληθεί με συμβολισμούς που το συνδέουν τόσο με τη ζωή όσο και με τον θάνατο. Προφανώς από το μεγάλο πλήθος σπερμάτων που περιέχονται σε κάθε καρπό, το ρόδι έγινε σύμβολο γονιμότητας και καρποφορίας, ενώ με το κόκκινο χρώμα του χυμού του, που μοιάζει με αίμα, συμβολίζει την ίδια τη ζωή.
Από το 23ο Βιβλίο της «Φυσικής Ιστορίας» του Πλίνιου πέντε κεφάλαια (57 – 61) είναι αφιερωμένα στο ρόδι και τη ροδιά. Ανάμεσα στις πολλές πληροφορίες περιγράφονται και διάφορες παθήσεις, για τις οποίες το ρόδι ή το άνθος του χρησίμευαν για θεραπευτικούς σκοπούς. Για στομαχικές ή κοιλιακές παθήσεις, ωτορινολαρυγγολογικά προβλήματα, πονόματος κ.λπ. αντιμετωπίζονταν με τον καρπό του ροδιού, ενώ το άνθος εξουδετέρωνε τσιμπήματα σκορπιού, σταματούσε την ακατάσχετη εμμηνόρροια, αιμορραγίες, δυσεντερία, διάρροια και γενικά λειτουργούσε ως παυσίπονο. Ο δε φλοιός του ροδιού χρησιμοποιόταν στην βυρσοδεψία.
Πηγή: Καθημερινή, Χρ. Γ. Ντούμας, 25/1/09