Ένα αρχαίο ιερό έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην Άνω Μέλπεια τον περασμένο χρόνο, μετά από ανασκαφές που διενήργησε η δρ Αρχαιολογίας —και μέχρι πρότινος διευθύντρια της ΛΗ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων— Ξένη Αραπογιάννη.
Πρόκειται για έναν πρώιμο ναό κλασικών χρόνων (τέλος 6ου-αρχές 5ου αι. π.Χ.). Η επίσημη παρουσίασή του, με τίτλο «Ένα ορεινό ιερό στην Άνω Μέλπεια Μεσσηνίας», καθώς και των ευρημάτων που υπήρχαν στο εσωτερικό του, έγινε κατά τη διάρκεια διεθνούς συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στη Σπάρτη από τις 30 Μαρτίου έως την 1η Απριλίου. Η πλήρης παρουσίαση όπως έγινε από τη δρα αρχαιολόγο, επίτιμη έφορο Αρχαιοτήτων, Ξένη Αραπογιάννη, έχει ως εξής:
«Στο τέλος ενός δύσβατου ορεινού αγροτικού χωματόδρομου μήκους 7 χλμ. βορείως της Άνω Μέλπειας, υπάρχει ύψωμα στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το σύγχρονο εξωκκλήσι του Αγ. Ηλία. Νοτίως του ναϊδρίου αυτού, στην κορυφή γειτονικού χαμηλότερου λοφίσκου, στη θέση «Πετρούλα» οι σαφείς ενδείξεις ύπαρξης αρχαίου οικοδομήματος μας οδήγησαν σε βραχύχρονη ανασκαφική έρευνα, η οποία διεξήχθη σε δύο ανασκαφικές περιόδους. Η πρώτη από τις 19 Απριλίου έως τις 28 Μαΐου 2010 και η δεύτερη κατά περιόδους από τις 5 Απριλίου έως τις 23 Νοεμβρίου 2011. Η θέση είχε ήδη εντοπιστεί το 1995, όταν οι κάτοικοι της περιοχής κατεδάφισαν υφιστάμενο εκκλησάκι προκειμένου να το ξαναχτίσουν. Τεράστιος σωρός οικοδομικού υλικού είχε παραμείνει στο χώρο, ανάμεσα στον οποίο υπήρχε μεγάλος αριθμός αρχιτεκτονικών μελών που προέρχονταν προφανώς από αρχαίο ναό και είχαν χρησιμοποιηθεί για τη ανέγερση του σύγχρονου εξωκκλησιού. Μετά τη διαπίστωση της καταστροφής, η Ζ’ ΕΠΚΑ, της οποίας ήμουν τότε προϊσταμένη, απαγόρευσε κάθε είδους εργασία στο χώρο. Στη συνέχεια οι κάτοικοι του χωριού έκτισαν το νέο εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία στην κορυφή του λοφίσκου, που βρίσκεται βορειότερα. Η θέση «Πετρούλα» βρίσκεται στις παρυφές του όρους Τετράζι και δεσπόζει στο ορεινό περιβάλλον της περιοχής έχοντας προς Βορράν ορατό, σχεδόν σε ευθεία νοητή γραμμή, το ναό του Επικούριου Απόλλωνα.
Οι εργασίες μας στη θέση άρχισαν με τη διαλογή του αρχαίου οικοδομικού υλικού μέσα από τον μεγάλο σωρό και την ταξινόμησή του σε χώρο που διαμορφώθηκε κατάλληλα στο ανατολικό – βορειοανατολικό άκρο του πλατώματος. Μετά την απομάκρυνση του οικοδομικού υλικού άρχισε η αποκάλυψη των θεμελίων του αρχαίου ναού, τα οποία εμφανίστηκαν αμέσως μετά την αφαίρεση του επιφανειακού χώματος και της βλάστησης. Φαίνεται ότι μέρος των αρχαίων θεμελίων της ανατολικής πλευράς είχε χρησιμεύσει ως θεμελίωση του χριστιανικού ναΐσκου, με αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή του ανατολικού τμήματος του αρχαίου ναού.
Ο ναός έχει κατεύθυνση Α-Δ και σώζεται μόνο το Π του δυτικού του τμήματος. Οι μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις του είναι 20,65×10,75 μ. ενώ το πάχος των τοίχων κυμαίνεται από 0,80 έως 0,90 μ. Το μέγιστο μήκος του ναού θα μπορούσε να υπολογιστεί στα 23 μ. περίπου. Διατηρείται στη θέση της μόνο μία σειρά σχεδόν ορθογώνιων ασβεστολιθικών πλακοειδών λίθων από την ευθυντηρία, οι οποίοι εδράζονται επάνω στο φυσικό βράχο. Στο εσωτερικό του ναού, σε απόσταση 2 μ. περίπου από τους τοίχους του, σε παράλληλη διάταξη, αποκαλύφθηκε ένα κτίσμα (μέγιστων σωζόμενων διαστάσεων: 15,60×2,18μ.), κατασκευασμένο από αργούς λίθους, χωρίς συνδετικό υλικό, η ανατολική πλευρά του οποίου ήταν επίσης κατεστραμμένη. Το δάπεδο του ναού και του εσωτερικού κτίσματος καλυπτόταν από μικρούς, σχεδόν πλακοειδείς λίθους συνδεδεμένους με κονίαμα.
Τα ευρήματα από την ανασκαφή ήταν πλούσια και υπήρξαν αφιερώματα των πιστών προς τη λατρευόμενη θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένος ο ναός. Εκτός από τη χαρακτηριστική κεραμική και τα μικροσκοπικά αγγεία, βρέθηκαν χάλκινα βραχιόλια που καταλήγουν σε κεφάλι φιδιού, χάλκινο μικρό σκεύος, χάλκινο έλασμα με έκτυπη παράσταση γυναίκας που κρατά κλαδί, σιδερένιοι ήλοι και σιδερένια εξαρτήματα σκευών. Σε εξαιρετική διατήρηση σώζεται ένα χάλκινο κυλινδρικό στέλεχος που καταλήγει σε λεοντοκεφαλή. Από τα σημαντικότερα ευρήματα υπήρξε μια αναθηματική επιγραφή, χαραγμένη στο χείλος ενός τμήματος πήλινου αγγείου, όπου ξεχωρίζει η λέξη: ΑΝΕΘΕΚΕΝ. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει από το σύνολο των ευρημάτων είναι ο μεγάλος αριθμός σιδερένιων όπλων και κυρίως αιχμών δοράτων που υπήρξαν αφιερώματα στο ναό. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος σε μια πολεμική θεότητα. Η άμεση οπτική επαφή με τον ναό του Επικούριου Απόλλωνα, αλλά και η ομοιότητα των αναθημάτων, κυρίως των σιδερένιων δοράτων, θα μπορούσαν να αποδώσουν τον ναό της Άνω Μέλπειας στον Απόλλωνα, χωρίς όμως να αποκλειστεί η λατρεία της Αρτέμιδος ή της Αθηνάς. Η τελευταία μέρα της ανασκαφής μάς επεφύλαξε το ωραιότερο εύρημα, που ήταν ένα χάλκινο αγαλματίδιο γυμνού ανδρός, πιθανόν πολεμιστή. Ο ναός χρονολογείται σύμφωνα με τα ευρήματα στο τέλος του 6ου με αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ενώ φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε έως τον 4ο-3ο αιώνα π.Χ. Δυστυχώς η ανασκαφή του ναού δεν ολοκληρώθηκε, λόγω της αιφνίδιας αποχώρησής μου από την υπηρεσία».