Mαύρα πανιά, άδεια παλτά, παπούτσια και καπέλα, σακιά με κάρβουνο, ένα μαχαίρι κρεμασμένο ανατριχιαστικά κάθετα, φτηνιάρικα γυαλιά οράσεως, χώμα, σίδερο, μια ορθογώνια πέτρα σε διαστάσεις ταφόπλακας, θραύσματα γύψινων εκμαγείων αρχαίων γλυπτών… «Τέχνη σκληρή ναι, αλλά όχι πένθιμη», επιμένει ο Γιάννης Κουνέλλης. Όμως ο καθένας κάνει τη δική του ανάγνωση βλέποντας την καινούργια έκθεση του διεθνούς καλλιτέχνη, στο νεοκλασικό Μέγαρο Σταθάτου του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
Για τον 76χρονο Γιάννη Κουνέλλη, αυτόν τον ριζοσπαστικό καλλιτέχνη από την εποχή ακόμη της Arte Povera, της οποίας υπήρξε πρωτεργάτης, τίποτα δεν είναι τυχαίο, ούτε τα υλικά που χρησιμοποιεί ούτε οι ιδέες που διατρέχουν τα έργα. Πάντα κρύβεται μια ουσία κι αυτή αφορά στον άνθρωπο, τον καθημερινό, τον εργαζόμενο που μοχθεί και συνθλίβεται.
Οι παλιότερες φράσεις του «γιατί τα βότσαλα δεν είναι βοτσαλάκια. Γιατί τα λιμάνια δεν είναι λιμανάκια», εξηγούν τις επιλογές του. Το λιμάνι δεν σημαίνει εικόνες ονειρικές για τον κόσμο του Κουνέλλη, αλλά μαρτυρά εμπόριο, μεταφορές, κάρβουνο, σακιά, μόχθο, χαρακτηριστικά στοιχεία του λιμανιού της γενέθλιας πόλης του, του Πειραιά.
Τα εκατοντάδες γυαλιά στο κέντρο μιας συγκλονιστικής εγκατάστασης, ανάμεσα σε σακιά από κάρβουνο, ανήκουν στον μέσο άνθρωπο, τον «ανθρωπάκο», τον Σαρλό της εποχής μας.
Το ίδιο ισχύει και με τα γνωστά μαύρα παλτά του. Είκοσι παλτό κρέμονται θεατρικά σε μια αίθουσα από γάντζους κρεοπωλείου, ενώ μια άλλη εντυπωσιακή εγκατάσταση παρουσιάζει ένα τεράστιο καβαλέτο με ριγμένα πάνω του παλτό, ραμμένα μεταξύ τους με σακοράφα και σπάγκο (ο καλλιτέχνης προμηθεύτηκε όλα τα υλικά στα παλιατζίδικα και τις αγορές της Αθήνας). Χρησιμοποιεί φυσικές διαστάσεις, σε ανθρώπινη κλίμακα: η σιδερένια επιφάνεια π.χ. στον τοίχο με θρυμματισμένα εκμαγεία έχει διαστάσεις διπλού κρεβατιού.
Όλα τα έργα δηλώνουν τον ουμανισμό της ριζοσπαστικής τέχνης, σε μια εποχή σκληρής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ο Κουνέλλης έκανε μια έκθεση συνειδητά για τούτες τις στιγμές που περνά η Ελλάδα. Μια πολιτική έκθεση επιθυμούσε και το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, όπως εξήγησαν λίγες ώρες πριν από τα εγκαίνια η πρόεδρος Σάντρα Μαρινοπούλου και η επιμελήτρια Αφροδίτη Γκόνου.
Κατά τον ολιγομίλητο καλλιτέχνη, «ο ζωγράφος είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσει τις ζωγραφιές του. Για τον λογοτέχνη είναι πιο εύκολο». Θεωρεί τα έργα του ζωγραφιές, «κάδρα», και τον εαυτό του αναγεννησιακό ζωγράφο. Ο Κουνέλλης είναι από τους πρώτους καλλιτέχνες που ήρθαν σε ρήξη με τα όρια του τελάρου και επεκτάθηκαν στον χώρο.
Είκοσι ετών, το 1956, άφησε πίσω τα τραύματα του εμφυλίου και την πίκρα από την απόρριψη της ΑΣΚΤ, εγκαταστάθηκε στη Ρώμη και έγινε πολίτης του κόσμου, με εκθέσεις-σταθμούς στα σημαντικότερα μουσεία. Επιθυμεί την επιστροφή του στην Ελλάδα; «Θα ’θελα να γυρίσω, αλλά είναι δύσκολο», απαντά, προσθέτοντας πως χαίρεται να έρχεται στην Ελλάδα και να εκθέτει, ειδικά «σε αυτές τις στιγμές που δεν είναι ωραίες. Ωραίες ή όχι, εγώ θα κάνω εκθέσεις».
Κατά τον Ντένη Ζαχαρόπουλο, διευθυντή του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ο Κουνέλλης είναι βαθύτατα Ελληνας και μεταφέρει παντού την Ελλάδα. «Η αρχαία τραγωδία γι’ αυτόν δεν είναι ένα σχόλιο, αλλά ηθική ζωής». Διάρκεια έκθεσης έως 30 Σεπτεμβρίου.
«Πολιτικό πρόβλημα»
Οι δύο πατρίδες του Γιάννη Κουνέλλη, Ελλάδα και Ιταλία, βρίσκονται σε βαθιά οικονομική κρίση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, κατά την εκτίμησή του, είναι «πολιτικό»: «Και οι δύο έχουν μια κυβέρνηση τεχνική (μη εκλεγμένη από τον λαό)».