Για άλλη μια φορά ακούστηκαν εκκλήσεις επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Όμως ο επαναπατρισμός αρχαίων έργων τέχνης σπανίως είναι μια απλή και, κυρίως, μια ξεκάθαρη υπόθεση, γράφει ο βρετανικός Guardian. Παραθέτουμε το κείμενο.
Το Βρετανικό Μουσείο δέχθηκε μία μόνο αίτηση να επιστρέψει κάτι από την τεράστια συλλογή του του οποίου θεωρεί πως είναι ο νόμιμος κάτοχος. Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τη βρετανική να της επιστραφούν τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Ο Στίβεν Φράι είναι από εκείνους που πιστεύουν ότι το ζήτημα των συγκεκριμένων γλυπτών παρουσιάζει ιδιαιτερότητες. Τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, σε blog ομάδας υπέρ της επιστροφής των γλυπτών, ο Φράι έγραψε: «Η υπόθεση [των γλυπτών] του Παρθενώνα είναι μια ειδική περίπτωση».
Που όντως είναι. Το εντυπωσιακό αυτό οικοδόμημα αντιπροσωπεύει τον πολιτισμό που μας χάρισε τη δημοκρατία, τους Ολυμπιακούς Αγώνες και όλα εκείνα τα περί κλασικής αρχαιότητας που μας δίδασκαν στο σχολείο. Ενέπνευσε την Αναγέννηση και τον λόρδο Βύρωνα, και τώρα όλους εκείνους που θα ήθελαν να δουν τα τμήματά του που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο –περίπου τα μισά από τα γλυπτά του Παρθενώνα που σώζονται- να επιστρέφουν στην Ελλάδα.
Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο αείμνηστος Κρίστοφερ Χίτσενς. Για τον Χίτσενς ήταν θέμα έκφρασης αλληλεγγύης ανάμεσα σε μια ελεύθερη Ελλάδα και των «φιλελεύθερων και προοδευτικών Βρετανών». Ο Φράι συμφωνεί χαρακτηρίζοντας την ιδέα του επαναπατρισμού των γλυπτών «πράξη φιλίας» σε τούτη την περίοδο της «τρομερής οικονομικής συμφοράς» της Ελλάδας.
Ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τους «υπέρ της επιστροφής» να προτάσσουν την ιδιαιτερότητα της υπόθεσης των γλυπτών του Παρθενώνα είναι ότι θέλουν να αντικρούσουν την άποψη ότι οποιαδήποτε επιστροφή [αρχαιοτήτων] θα πυροδοτούσε μια σειρά αιτημάτων επιστροφής άλλων αντικειμένων από άλλες χώρες: μια πράξη φιλίας απέναντι στην Ελλάδα δεν θα δημιουργούσε προηγούμενο, ισχυρίζονται. Πράγμα που στην πράξη προφανώς ισχύει – παρόμοιες υποθέσεις θα εξακολουθούσαν να κρίνονται η καθεμιά με τα υπέρ και τα κατά της. Και, όπως λέει και το ίδιο το Βρετανικό Μουσείο, μέχρι στιγμής δεν έχει δεχθεί άλλα αιτήματα επιστροφής μέσω της επίσημης οδού μιας κυβέρνησης προς μία άλλη.
Υπάρχουν ωστόσο συγκρίσιμες περιπτώσεις. Το να αρνούμαστε να τις δούμε προς χάριν της αλληλεγγύης προς την Ελλάδα εγείρει ερωτήματα. Σε όλο τον κόσμο, αναδύεται ένα νέο μοντέλο, καθώς τα μουσεία προβάλλουν σθεναρές αντιδράσεις σε ορισμένα αιτήματα επιστροφής και ενδίδουν σε άλλα – χαιρετίζοντας τις συμφωνίες, όπως συχνά το διατυπώνουν. Το αίτημα μιας επιστροφής συνήθως προέρχεται από σημαίνοντες πολιτικούς και ομάδες εκστρατειών επαναπατρισμού πολιτιστικών αγαθών, που προβάλλονται από τα μέσα επικοινωνίας, αλλά δεν υποστηρίζονται πάντα από μια επίσημη κυβερνητική αίτηση. Και αυτό δεν σχετίζεται κατ’ ανάγκην με τη σπουδαιότητα των πολιτιστικών αγαθών. Το Βρετανικό Μουσείο, για παράδειγμα, υποβλήθηκε στη διαδικασία δύο αιτημάτων επιστροφής με αρκετά διαφορετικά συμφραζόμενα.
Ο Κύλινδρος του Κύρου ήρθε στο φως στη Βαβυλώνα το 1879 και χαρακτηρίστηκε η πρώτη παγκοσμίως «χάρτα ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Το Βρετανικό Μουσείο δάνεισε το αντικείμενο στο Ιράν το 2010. Εν μέσω παράδοξων σκηνών όπου ο Πρόεδρος του Ιράν Μαχμούτ Αχμεντινετζάντ επιχείρησε να εκμεταλλευτεί το μήνυμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σχολιαστές της δεξιάς πτέρυγας ζήτησαν ο κύλινδρος να παραμείνει στο Ιράν. Το μουσείο απάντησε ότι το αντικείμενο είχε βρεθεί σε νόμιμη ανασκαφή στο Ιράκ. Έτσι, ο Κύλινδρος του Κύρου επέστρεψε στο Λονδίνο.
Τα χάλκινα του Μπενίν, ανάγλυφες πλάκες από ορείχαλκο, είναι μια άλλη ιστορία. Κατ’ αρχάς υπάρχουν πολλά από αυτά: αρκετά βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο, αλλά και το Εθνολογικό Μουσείο του Βερολίνου έχει κάποια, και άλλα βρίσκονται σε άλλες χώρες. Το ταξίδι τους δε από τη Νιγηρία στην Ευρώπη το 1897 ξεκίνησε με μια επίθεση εναντίον του βασιλικού ανακτόρου [του Μπενίν] από Βρετανούς στρατιώτες [η πόλη Μπενίν λεηλατήθηκε συγκεκριμένα από τους Βρετανούς σε αντίποινα για το φόνο εννέα συμπατριωτών τους. Οι πλάκες του Μπενίν εκλάπησαν στη λεηλασία αυτή], γεγονός που είχε προκαλέσει αντιδράσεις εκείνη την εποχή. Η πρώτη αίτηση για την επιστροφή τους προήλθε από τη Νιγηρία το 1936. Η βασιλική οικογένεια του Μπενίν και άλλοι που τάχθηκαν υπέρ της επιστροφής συνέχισαν να ζητούν τον επαναπατρισμό των αντικειμένων από τη Μεγάλη Βρετανία.
Πέρυσι, το Υπουργείο Πολιτισμού της Τουρκίας ζήτησε από το Μουσείο Victoria & Albert ένα κεφάλι. Υπάρχουν ομοιότητες με την υπόθεση των γλυπτών του Παρθενώνα, ως προς το ότι η Τουρκία έχει αυτή τη στιγμή το κύριο μέρος του έργου τέχνης, τη μαρμάρινη σαρκοφάγο της Σινταμάρα, ενώ το Μουσείο έχει ένα μικρό τμήμα το οποίο θα μπορούσε να τοποθετηθεί στη θέση στην οποία ανήκει – πρόκειται για το γλυπτό κεφάλι ενός παιδιού που αφαιρέθηκε από τη σαρκοφάγο από Βρετανό ανασκαφέα το 1882 (αν και θα πρέπει να σημειωθεί ότι κανένα από τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν μπορεί να τοποθετηθεί στο αυθεντικό οικοδόμημα. Όλα θα εκτεθούν αναγκαστικά σε μουσεία, όπου κι αν βρίσκονται). (…)
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, και πολλές ακόμα –όπως τα αιτήματα από την Αίγυπτο, αν και αυτά μειώθηκαν μετά την επανάσταση του 2011-, τα μουσεία ανθίστανται και επιμένουν να διατηρήσουν την κατοχή των αντικειμένων. Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις, όπου τα έργα τέχνης επιστράφηκαν σε πλαίσιο φιλίας. Η φύση πολλών από αυτές τις υποθέσεις είναι διαφωτιστική.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά επαναπατρισμένα αντικείμενα είναι ένας τοτεμικός στύλος που επιστράφηκε από τη Σουηδία στη φυλή Haisla του Καναδά το 2006. Οι μακρές διαπραγματεύσεις θεωρήθηκαν και από τις δύο πλευρές ως ευκαιρία να αναπτυχθούν νέες σχέσεις φιλίας μεταξύ των δύο κρατών. Ο στύλος είχε «περισυλλεγεί» το 1872 από έναν Σουηδό πρόξενο, σε μια περίοδο όπου η σημασία του ήταν ακόμη πολύ μεγάλη για εκείνους που τον είχαν κατασκευάσει, αλλά οι Ευρωπαίοι άποικοι σκοπίμως προσπαθούσαν να καταπνίξουν την κουλτούρα της συγκεκριμένης φυλής. [Κατόπιν της συμφωνίας επιστροφής] φτιάχτηκαν δύο αντίγραφα, ένα για το σημείο όπου έστεκε ο αυθεντικός (ενώ το πρωτότυπο έργο τέχνης τοποθετήθηκε σε μουσείο), και το άλλο για τη Σουηδία.
Μια πιο πολύπλοκη υπόθεση είναι εκείνη που αφορά τον επονομαζόμενο Θησαυρό του Πριάμου. Ήρθε στο φως στην Τουρκία το 1873, από τον Ερρίκο Σλήμαν, κλάπηκε από τη Γερμανία το 1945, από Ρώσους στρατιώτες, και μόλις το 1993 αποκαλύφθηκε ότι βρισκόταν στο Μουσείο Πούσκιν της Μόσχας. Αυτή η συλλογή αντικειμένων που λέγεται πως προέρχεται από την αρχαία Τροία μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ένα συνονθύλευμα από έργα τέχνης τα οποία ο Σλήμαν βρήκε σε διάφορα σημεία της θέσης. Όπως και να ’χει, ο Σλήμαν παράνομα τα μετέφερε έξω από τα σύνορα της Τουρκίας, και η Γερμανία συμφώνησε να τα επιστρέψει – αλλά η Ρωσία αρνείται να τα παραχωρήσει.
Τα πιο γνωστά παραδείγματα επαναπατρισμού, ωστόσο, είναι ίσως όσα αφορούν ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα. Παρακινημένα από το γενικευμένο ζωηρό ενδιαφέρον σε ό,τι είχε να κάνει με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, τις φυλές κ.ο.κ., στα τέλη του 19ου αιώνα πολλά ευρωπαϊκά και αμερικανικά μουσεία αγόραζαν σκελετικά κατάλοιπα. Εκείνο που κυρίως επιζητούσαν να προσθέσουν στις συλλογές τους ήταν ανθρώπινα κρανία που ορισμένοι ισχυρίζονταν ότι αποτελούσαν πρώιμα παραδείγματα του σύγχρονου ανθρώπου.
Ήταν τέτοια η ζήτηση που συχνά το θέμα του πώς είχαν αποκτηθεί τα σκελετικά κατάλοιπα παραβλεπόταν. Ιδιαίτερα στην Αυστραλία, λέγεται πως κρανία προσφάτως αποθανόντων προσώπων «βράζονταν» και έπαιρναν το δρόμο για το ταχυδρομείο. Όσο για το υλικό που προερχόταν από θανάτους δι’ απαγχονισμού στη Δύση, υπάρχουν κατάλοιπα σε ορισμένα μουσεία όπου γνωστό δεν είναι μόνο το χωριό προέλευσής τους, αλλά και τα ονόματα των ανθρώπων στους οποίους ανήκουν…
Η δυσαρέσκεια που εκφράζεται εδώ και καιρό για αυτού του είδους το ανθρωπολογικό υλικό από κοινότητες αυτοχθόνων είναι δικαιολογημένη. Υπήρξε μια σχετική συζήτηση περί της απώλειας που θα σήμαιναν για την επιστήμη επαναπατρισμοί τέτοιων καταλοίπων, και ορισμένοι επιστήμονες αντέδρασαν στην ιδέα παράδοσης ανθρωπολογικού υλικού σε ομάδες που μπορεί και να το κατέστρεφαν. Παρ’ όλα αυτά, τα ανθρώπινα κατάλοιπα επιστράφηκαν από μουσεία σε όλο τον κόσμο.
Πρόκειται για ελάχιστα παραδείγματα, ανάμεσα σε πάμπολλες υποθέσεις, ωστόσο μπορούμε να διδαχθούμε από αυτά. Τα αιτήματα επαναπατρισμού είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, είτε είναι επίσημα είτε όχι, και κάθε αίτημα μπορεί να πυροδοτήσει πολλά άλλα – όπως και θα κάνει, αναμφισβήτητα. Κάθε περίπτωση είναι μοναδική (…).
Η γόνιμη συζήτηση σε πνεύμα συνεργασίας μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να καταλήξει στον επαναπατρισμό. Σε άλλες, φαίνεται απίθανο να υπάρξει είτε συζήτηση σε πνεύμα συνεργασίας είτε επαναπατρισμός. Ένας παράγοντας-κλειδί φαίνεται να είναι το πόσο στενά συνδέονται εκείνοι που αιτούνται την επιστροφή ενός αντικειμένου με το ίδιο το αντικείμενο: π.χ. η φυλή που κατασκεύασε τον τοτεμικό στύλο τον πήρε πίσω, ενώ η φυλή που έγραψε τον κύλινδρο του Κύρου έχει εκλείψει εδώ και πολύ καιρό.
Όμως όλες αυτές οι περίπλοκες πτυχές αποσιωπούνται από την ιδέα ότι ο Παρθενώνας και τα γλυπτά του είναι μοναδικά. Ίσως να είναι «ειδική περίπτωση» για Ευρωπαίους που έχουν γαλουχηθεί με συγκεκριμένες ιδέες. Ωστόσο κάθε έργο τέχνης, κάθε κατάλοιπο του παρελθόντος είναι ιδιαίτερο για κάποιον. Η έκκληση στο «δικαίωμα» [των γλυπτών] του Παρθενώνα να τύχουν ειδικής μεταχείρισης υποβιβάζει το δικαίωμα όλων των υπολοίπων να αντιμετωπιστούν ως ίσοι. Αυτό ήθελε άραγε ο Κρίστοφερ Χίτσενς;