Η τεχνολογία του πελεκημένου λίθου κατέχει το προνόμιο να μας παρέχει σημαντικές ενδείξεις για όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη τεχνολογία των προϊστορικών χρόνων (Kardulias 1992, σ. 423). Επιπλέον, μας προσφέρει πληροφορίες για τις επιλογές εφοδιασμού των πρώτων υλών από τα άτομα μιας κοινότητας, τα δίκτυα επικοινωνίας, τις επιλογές μορφοποίησης των πρώτων υλών καθώς και για τις νοητικές διεργασίες και τις τεχνικές δεξιότητες των λιθοξόων.
Η ανασκαφή του Κουκονησιού έχει δώσει μέχρι στιγμής ένα σημαντικό υλικό τόσο από αριθμητική όσο και από τεχνολογική άποψη, το οποίο προέρχεται από στρώματα της Πρώιμης και κυρίως της Μέσης Χαλκοκρατίας. Το υλικό αυτό έρχεται να συμπληρώσει τις γνώσεις μας για τις εργαλειοτεχνίες πελεκημένου λίθου του ΒΑ Αιγαίου, τις οποίες γνωρίζαμε ως τώρα από τις δημοσιεύσεις της Πολιόχνης στη Λήμνο (Bernabò Brea 1965· Μουνδρέα-Αγραφιώτη 1997), της Θερμής (Lamb 1936) και της Μυτιλήνης (Aygerinou 2008) στη Λέσβο και του Εμποριού στη Χίο (Bialor – Hood 1981). Η σημασία του αυξάνει και από το γεγονός ότι φωτίζει κυρίως τις εργαλειοτεχνίες της Μέσης Χαλκοκρατίας, για τις οποίες ελάχιστα γνωρίζουμε, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την περιοχή του ΒΑ Αιγαίου.
Η πρώτη ύλη που κατά κύριο λόγο χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι του Κουκονησιού είναι ο ντόπιος πυριτόλιθος, ο οποίος φαίνεται ότι απαντούσε σε μορφή κροκάλων ή σε πλακοειδή μορφή. Παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία ως προς τα χρώματα, τους κόκκους και τη διαφάνεια, γεγονός που καθιστά δύσκολη την κατάταξή του σε ομάδες. Η πλειονότητα των πυριτόλιθων που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι δεύτερης ποιότητας, ως επί το πλείστον αδιαφανείς, αλλά και ημιδιαφανείς. Φέρουν συχνά φλεβώσεις και εγκλείσματα που θα δυσκόλευαν τη λάξευσή τους και ποικίλλουν στα χρώματα, τα οποία είναι κυρίως σκούρα. Παρατηρούνται όμως και κάποιες ποικιλίες καλύτερης ποιότητας, ημιδιαφανείς και λεπτόκοκκες, ξανθού ή καστανού χρώματος.
Η πρώτη ύλη έφθανε στον οικισμό σε αποφλοιωμένα μη μορφοποιημένα τεμάχια. Με ελάχιστα τέχνεργα εκπροσωπείται και ο οψιδιανός, ο οποίος εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι μηλιακής προέλευσης. Εξαιρείται από τα τέχνεργα αυτά ένα το οποίο παρουσιάζει έντονη διαφάνεια και υάλωση και θα μπορούσε να αποδοθεί στις πηγές οψιδιανού της Καππαδοκίας. Η ανάλυση δειγμάτων με φυσικοχημικές μεθόδους θα ελέγξει την ορθότητα των υποθέσεών μας σχετικά με τις πηγές προέλευσης του οψιδιανού. Ελάχιστα φαίνεται επίσης να λαξεύτηκαν ο ραδιολαρίτης και ο χαλαζίας.
Επιδιωκόμενο προϊόν της λιθοτεχνίας του οικισμού φαίνεται να αποτελούσαν οι φολίδες, όπως αποδεικνύεται από την αριθμητική υπεροχή τους έναντι των ολιγάριθμων λεπίδων, από την επιλογή τους ως υποβάθρων για την κατασκευή εργαλείων και από την παρουσία αρκετών πυρήνων φολίδων. Η ύπαρξη των πυρήνων αυτών τεκμηριώνει την επιτόπια παραγωγή μέρους τουλάχιστον των φολίδων που βρέθηκαν στον οικισμό. Αντίθετα, οι πυρήνες λεπίδων φαίνεται να απουσιάζουν. Η παραγωγή των φολίδων πραγματοποιείται εν μέρει από δισκοειδείς πυρήνες, που αποτελούνται από δύο ασύμμετρες, κυρτές ή κωνικές, τεμνόμενες επιφάνειες. Η απόκρουση των φολίδων γίνεται και στις δυο επιφάνειες, έτσι που αυτές να χρησιμοποιούνται σε εναλλαγή ως επιφάνεια απόκρουσης και επίπεδο επίκρουσης καθ’ όλη τη διάρκεια της παραγωγής. Πρόκειται για μια μέθοδο κατεργασίας που προϋποθέτει κάποιο βαθμό προσχεδιασμού από την πλευρά του τεχνίτη για κατάλληλη διαμόρφωση του πυρήνα και διατήρηση αυτής της διαμόρφωσης, με στόχο την παραγωγή κάποιων προϊόντων συγκεκριμένης μορφής (Boëda 1993). Ένα από τα προϊόντα προκαθορισμένης μορφής που εκπροσωπείται αρκούντως στο υλικό του Κουκονησιού είναι οι φολίδες με μεγαλύτερο πλάτος από μήκος, οι οποίες οφείλονται σε κεντροφερή κατάτμηση. Παράλληλα με τους δισκοειδείς πυρήνες, φολίδες παράγονται και από πυρήνες ορθογωνίου σχήματος ή πολυεδρικούς. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει προσχεδιασμός και κατ’ επέκταση συγκεκριμένη διαμόρφωση του πυρήνα, έτσι που ο τεχνίτης προβαίνει στην απόσπαση της επόμενης φολίδας με κριτήριο ποια είναι κάθε φορά η προσφορότερη επιφάνεια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι φολίδες που παράγονται δεν έχουν προκαθορισμένη μορφή. Η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε σε κάθε περίπτωση για την απόκρουση φολίδων είναι η άμεση κρούση με σκληρό λίθινο κρουστήρα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει τεχνολογικά ένα κλειστό σύνολο από κτίσμα του οικισμού (Τομή 3), αναγόμενο στο τέλος της Μέσης και την αρχόμενη Ύστερη Χαλκοκρατία. Στο αριθμητικά σημαντικό αυτό σύνολο, μέρος του οποίου βρέθηκε σε συστάδες πάνω σε δάπεδο, αντιπροσωπεύονται διάφορα στάδια μιας εγχειρηματικής αλυσίδας παραγωγής φολίδων, με αντιπροσώπευση των πρώτων κυρίως φάσεών της. Το υλικό αποτελείται από ακατέργαστα και δοκιμασμένα κομμάτια πρώτης ύλης, καθώς και από αρκετά θρυμματισμένα, από φολίδες διαφόρων μεγεθών, πυρήνες σε διαφορετικά στάδια κατεργασίας και από μικρό αριθμό εργαλείων. Το σύνολο αυτό γεννά σκέψεις για πιθανή λειτουργία του συγκεκριμένου χώρου ως εργαστηρίου παραγωγής φολίδων πυριτόλιθου, παράλληλα ενδεχομένως με άλλες οικοτεχνικές δραστηριότητες. Η τεχνολογική ανάλυση που βρίσκεται σε εξέλιξη και η σύγκριση του συνόλου αυτού με σύνολα από άλλους χώρους του οικισμού θα μπορέσουν να δώσουν ασφαλέστερες απαντήσεις στην προβληματική μας.
Ανάμεσα στους τύπους εργαλείων ξεχωρίζουν οι φολίδες με επεξεργασία ή χρήση, οι εγκοπές, τα ξέστρα και τα στελέχη δρεπάνων, κάποια από τα οποία φέρουν στίλβη (σχεδ. 1).
Βενετία Νιάρχου, αρχαιολόγος
* Η μελέτη των λίθινων εργαλείων από το Κουκονήσι ξεκίνησε με την καθοδήγηση της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γεωργίας Κουρτέση-Φιλιπππάκη.