Το 2010, διεθνής χρονιά προσέγγισης των πολιτισμών [σημ. 1], έδωσε τη δυνατότητα σε φορείς, οργανισμούς, κυβερνητικούς και μη, επιστήμονες, εκπαιδευτικούς, ιστορικούς και κοινωνιολόγους να εκφραστούν πάνω στο τόσο επίκαιρο και ενδιαφέρον θέμα της πολιτισμικής διαφορετικότητας και των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, που όλο και περισσότερο χαρακτηρίζουν τον κόσμο, ακόμη και την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ανάγκη, ωστόσο, να δούμε το νέο φαινόμενο μέσα από μία ευρύτερη οπτική οδηγεί στη διαμόρφωση νοοτροπιών και συνειδήσεων αλληλοσεβασμού και αλληλοκατανόησης των λαών σε επίπεδο πολιτιστικό, παρά τις αρνητικές πολλές φορές απόψεις. Πρωτοπόροι στην τάση αυτή εκπαιδευτικοί και πολιτιστικοί φορείς (εικ. 1-3).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σχολείο, ή καλύτερα η εκπαίδευση σε οποιαδήποτε βαθμίδα της, είναι αυτή που καλείται να παίξει ένα ρόλο θετικό και προωθητικό σε θέματα συμφιλίωσης και αλληλοσεβασμού μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων. Στη νέα πολυπολιτισμική Ευρώπη –του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της υποκουλτούρας συνομηλίκων– χρειάζονται «περισσότερο περίπλοκες εκπαιδευτικές στρατηγικές», όπως αναφέρει ο Τζάνκτις Γκουντάρα, που θα επιτρέψουν την επανεκπαίδευση των κοινωνιών [σημ. 2].
Πάνω στο θέμα της προσέγγισης των πολιτισμών θα ήθελα, με αφορμή την εμπειρία από τη διδασκαλία στο μεταπτυχιακό Διαπανεπιστημιακό Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Νίκαιας Sophia-Antipolis στη Γαλλία, να καταθέσω ορισμένες σκέψεις [σημ. 3]. Το μεταπτυχιακό, ένα πλούσιο σε γνωστικά αντικείμενα πρόγραμμα, πρωτότυπο στη σύλληψη και την εφαρμογή, δίνει τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες να ασχοληθούν με τη διαχείριση και την αξιοποίηση πολιτιστικών αγαθών.
Με σκεπτικό το σεβασμό στις κοινές αξίες των λαών που ζουν και έζησαν γύρω από τη Μεσόγειο, θέλησα να οργανώσω το μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης και της Αρχιτεκτονικής έχοντας ως στόχο: α) να τονίσω τα κοινά στοιχεία των τριών αυτών πολιτισμών, του βυζαντινού, του ισλαμικού και του δυτικού μεσαιωνικού, από τον 5ο ώς τον 15ο αιώνα, β) να επισημάνω τις κοινές αφετηρίες, τις μεταμορφώσεις τους και τους νέους συμβολισμούς και γ) να εφαρμόσω παιδαγωγικές μεθόδους που να αποβλέπουν στην τόνωση των δεσμών μεταξύ των φοιτητών διαφορετικών εθνικοτήτων και πολιτιστικών καταβολών, διαμορφώνοντας έτσι μια άλλη, μια νέα προσέγγιση του μαθήματος της Ιστορίας της Τέχνης.
Απαραίτητη προϋπόθεση για μιαν άλλη Ιστορία της Τέχνης, για την αλλαγή στο σχολείο και στην κοινωνία, είναι η αλλαγή κατ’ αρχήν της νοοτροπίας των καθηγητών, όπως σημειώνει ο Τζέιμς Μπανκς, καθηγητής και διευθυντής Διαπολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον. «Πρέπει να βοηθήσουμε τους καθηγητές να κατανοήσουν τη διαφορετικότητα, την ποικιλία των γλωσσών και τη διαφορετική κουλτούρα των μαθητών», αναφέρει, προσθέτοντας ότι «η κατανόηση και η γνώση του περιβάλλοντος, όπου μεγαλώνουν τα παιδιά, είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη καλύτερων σχέσεων» [σημ. 4].
Στη σημερινή εποχή, όπου όλες οι αξιακές προδιαγραφές της νεωτερικότητας βρίσκονται σε συνεχή και εκρηκτική μετατόπιση, σε μεταμόρφωση θα λέγαμε, καινούργιοι κίνδυνοι απειλούν την ειρήνη της ανθρωπότητας και δυσκολεύουν τη συμβίωση των λαών. Η αυξημένη κινητικότητα των ανθρώπων, αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, διαταράσσει τα παλαιά σύνορα –γεωγραφικά, γλωσσικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά κ.ά.– και συνθέτει ένα νέο τοπίο αλλαγών και αντιθέσεων [σημ. 5]. Αυτό το νέο φαινόμενο από τη μια μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα τον πλούτο και την ποικιλία της πολιτισμικής διαφορετικότητας και από την άλλη αυξάνει τις παρανοήσεις και τις δυσαρέσκειες σε ό,τι αφορά τις ταυτότητες και τις διαφορές. Έτσι, παρακολουθούμε την αιφνίδια εισβολή του δικαιώματος της διαφοράς και του «πολυπολιτισμού» στο προσκήνιο. Τα νέα αυτά αιτήματα βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τις παρενέργειες της παγκοσμιοποίησης, όπως την κατάρρευση των κλειστών πολιτιστικών οντοτήτων [σημ. 6].
Η κατάσταση αυτή επέτρεψε στη θεωρία της «σύγκρουσης των πολιτισμών», θεωρία που εκλαϊκεύτηκε και γνώρισε μεγάλη απήχηση με τον S. Huntington, να επιβάλει στις συνειδήσεις των ανθρώπων ότι ο κόσμος, χωρισμένος σε πολιτιστικά στρατόπεδα με βάση το χαρακτηριστικό της θρησκείας, είναι προορισμένος να αντιμάχεται ο ένας τον άλλον. Η αντιμετώπιση αυτή, πολύ μερική και απαισιόδοξη για την ιστορία των πολιτισμών, βασίζεται σε γενικότητες που στη συνέχεια αναδεικνύονται σε αξιώματα.
Τα όλο και πιο βαθιά χάσματα στην αλληλοκατανόηση και τον αλληλοσεβασμό δίνουν στο διάλογο πάνω σε θέματα παιδείας και πολιτισμού μια επικαιρότητα πολύ μεγαλύτερη από ποτέ. Η ανάγκη δράσης για τη διατήρηση της ειρήνης και την επίλυση των συγκρούσεων δείχνει ότι ο διάλογος γίνεται αναπόφευκτος. Η πολιτισμική διαφορετικότητα, σήμα κατατεθέν της εποχής μας, μακράν από το να είναι απειλή, όπως θέλουν να την παρουσιάζουν μερικοί, οφείλει να είναι ένα πλεονέκτημα που θα συμβάλει στην εμπέδωση της ειρήνης και τη διαρκή ανάπτυξη. Απαντήσεις κατάλληλες και λύσεις καινοτόμες οφείλουν να επινοηθούν για τη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την αποδοχή της διαφορετικότητας που δεν παύει να μας προσφέρει νέες προκλήσεις.
Η τέχνη είναι ένα μέσο που διαμορφώνει και αναπτύσσει συνειδήσεις, που μπορεί να αλλάξει την καθημερινότητα των πολιτών, όταν επιτελεί κοινωνικό λειτούργημα. Το θέμα είναι να έχουμε αυτό το ουμανιστικό όραμα στο νου μας και να θέλουμε να το πραγματοποιήσουμε. Και δεν είναι λίγα τα παραδείγματα όπου μέσα από την τέχνη γίνεται προσπάθεια επικοινωνίας και συμφιλίωσης των λαών [σημ. 7].
Η επικοινωνία στις μέρες μας είναι σαν το νερό, πάει παντού και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη ροή της. Η δύναμη της γνώσης και της επικοινωνίας, που μπορεί να αγγίξει όλα τα σημεία του πλανήτη, είναι η μόνη ελπίδα για ειρήνη και αλλαγή. Η τέχνη είναι και γνώση και επικοινωνία και κυρίως «μηχανισμός» για να γίνουν αντιληπτά όλα αυτά.
Η διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας της Τέχνης των τριών πολιτισμών κατά τον Μεσαίωνα, ύστερα από όλα αυτά που αναφέρθηκαν, πέρα από την εστίαση στην παροχή γνώσεων και την ανάπτυξη πνευματικών ικανοτήτων, δίνει έμφαση στα κοινά στοιχεία, παρά στις αξιοσημείωτες διαφορές, για την αλληλοκατανόηση των λαών και το σεβασμό στις ιδιαιτερότητες των πολιτισμών.
Πρώτο κοινό καθοριστικό στοιχείο της τέχνης του Μεσαίωνα είναι χωρίς αμφιβολία το θρησκευτικό συναίσθημα, στοιχείο που κατεξοχήν χαρακτηρίζει τις θεοκεντρικές κοινωνίες. Η θρησκευτικότητα αυτή στον τομέα της αρχιτεκτονικής είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός τεράστιου αριθμού κτισμάτων λατρείας και στον τομέα της απεικόνισης έναν όχι μικρότερης σημασίας αριθμό εικονογραφικών θεμάτων θείας έμπνευσης. Το Ισλάμ, ως γνωστόν, αν και διαφοροποιείται στο ζήτημα της αναπαράστασης της θεϊκής και της ανθρώπινης μορφής, δεν παύει να αποδεικνύεται λιγότερο θεοκρατικό. Η θρησκεία είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι πολιτισμού που δεν μπορούμε να το προσπερνούμε. Αλλά, αντί να αναφερόμαστε στο δογματικό και θεολογικό μέρος της, που μπορεί να δημιουργεί δυσάρεστες και επικίνδυνες αντιθέσεις, είναι καλύτερα να μιλούμε για τη φιλοσοφική και πνευματική πλευρά της. Άλλωστε, μπορούμε να δεχτούμε την αντιπαράθεση ανάμεσα στο χριστιανικό και τον μουσουλμανικό κόσμο ως μια πιθανή μορφή σχέσεων μεταξύ πολιτισμών.
Ένα δεύτερο στοιχείο της τέχνης των τριών κόσμων –Δύσης, Βυζαντίου και Ισλάμ– είναι το κοινό υπόβαθρο της κληρονομιάς της κλασικής αρχαιότητας γύρω από τη Μεσόγειο, στη διάδοση και την ενότητα της οποίας συνέβαλε σημαντικά η εξάπλωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Βέβαια, ο χριστιανικός κόσμος τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δύσης δεν θα μείνει στα όρια της πρώτης του κοιτίδα, αλλά θα επεκταθεί από τη μακρινή Ιρλανδία και τη Σκανδιναβία μέχρι τις χώρες της βορειοανατολικής Ευρώπης και τα πριγκιπάτα του Κιέβου και του Νόβγκοροντ. Το ίδιο θα συμβεί με το Ισλάμ και την εξάπλωσή του στις χώρες της κεντρικής Ασίας και ακόμη πιο βαθιά.
Η Μεσόγειος, ως θάλασσα πολιτισμού, ως θάλασσα που ενώνει τους λαούς, θα παραμείνει το κέντρο βάρους, και συγκεκριμένα το θέατρο των ανταλλαγών μέχρι την ανακάλυψη της Αμερικής (1492), έως τη στιγμή που η Δύση θα στρέψει το ενδιαφέρον της προς τα πλούτη της νέας ηπείρου. Ωστόσο, το υπόβαθρο της αρχαιότητας στη Μεσόγειο, της οποίας οι παράκτιες περιοχές έχουν διατηρήσει σημαντικά ίχνη, θα αφήσει βαθιά τη σφραγίδα του στους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτή. Και είναι αλήθεια ότι οι δεσμοί αυτοί εμφανίζονται με μεγαλύτερη ένταση στους χριστιανικούς πολιτισμούς. Οι λεγόμενες «αναγεννήσεις», από την Καρολίγγεια, γύρω στο 800 στη Δύση, την αναγέννηση των Μακεδόνων στο Βυζάντιο (10ος αιώνας), την κλασικίζουσα άνθηση της γοτθικής τέχνης, μέχρι την τελευταία των Παλαιολόγων ή τη γνωστή σε όλους Αναγέννηση της Ιταλίας του 15ου αιώνα, φανερώνουν την επιστροφή στα πρότυπα της αρχαιότητας. Το ίδιο παρατηρούμε, σε μικρότερο βέβαια βαθμό, στην τέχνη των πρώτων αιώνων του Ισλάμ. Ανεξάρτητα αν αυτή η τέχνη θα φέρει τη σφραγίδα της Ανατολής, αξίζει να θυμίσουμε εδώ τη σχέση της φρουριακής αρχιτεκτονικής των Ομεϊάδων με την αρχιτεκτονική των ρωμαϊκών στρατοπέδων, ή την τέχνη των υπέροχων ψηφιδωτών του Μεγάλου Τζαμιού της Δαμασκού, και τις ομοιότητές του με τα ελληνιστικά ή τα πρωτοβυζαντινά ψηφιδωτά (εικ. 4-7).
Τρίτο ενοποιητικό στοιχείο ανάμεσα στους τρεις πολιτισμούς υπήρξε ο τομέας των ανταλλαγών, παρά τους έντονους και βίαιους πολλές φορές ανταγωνισμούς, καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Η προτεραιότητα ανήκει και πάλι στις σχέσεις Βυζαντίου και Δύσης. Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς πολλά τέτοια παραδείγματα από την εγκατάσταση των Ελλήνων καλλιτεχνών στην Ιταλία κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, ως αποτέλεσμα των διώξεων κατά την Εικονομαχία, την προσέγγιση, μέσω των γάμων, της Γερμανικής και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ή την επίδραση των Σταυροφόρων στην τέχνη του Βυζαντίου και της Εγγύς Ανατολής κατά το πρώτο μισό του 13ου αιώνα και τανάπαλιν. Στις διπλωματικές και καλλιτεχνικές σχέσεις έρχονται να προστεθούν και οι εμπορικές ανταλλαγές που ευνοούσαν ιδιαίτερα τις μεταφορές των έργων τέχνης και τις μετακινήσεις των τεχνιτών ανάμεσα στο Βυζάντιο, τα ιταλικά λιμάνια και τις πόλεις της Μέσης Ανατολής. Γιατί, ως γνωστόν, κανένας πολιτισμός δεν αναπτύχθηκε ανεξάρτητα ή σε διαρκή σύγκρουση με τους άλλους. Αντίθετα, οι πολιτισμικές διαδικασίες από τα χρόνια τα πιο παλιά εμπλουτίστηκαν αμοιβαία διαμέσου συχνών επαφών. Μαζί με τους ανθρώπους και τα προϊόντα είναι και οι ιδέες που ταξιδεύουν και ανταλλάσσονται. Γενικά, η ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας διαμέσου της ιστορίας, οι μεγάλες ανακαλύψεις και, τέλος, η παγκοσμιοποίηση με τις σημερινές της μορφές συμβάλλουν σημαντικά στην προσέγγιση των πολιτισμών.
Με το Ισλάμ οι αλληλοεισχωρήσεις ήταν γενικά πιο περιορισμένες εξαιτίας της θρησκείας. Ωστόσο, από τα διακοσμητικά φοινικόσχημα μοτίβα μέχρι την αρχιτεκτονική ορισμένων τύπων κτισμάτων ή την τεχνική μερικών ειδών πολυτελείας, αποδεικνύεται ότι οι επαφές ήταν πολύ πιο συχνές από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε [σημ. 9] . Μάλιστα, πρέπει να λάβουμε υπόψη ορισμένα περιβάλλοντα ή περιοχές, όπου πραγματικά υπήρξε αληθινή ώσμωση πολιτισμών, όπως π.χ. στην Ιβηρική χερσόνησο. Εκεί, εκτός από την τέχνη των Αράβων άνθησε η μοζαραβική τέχνη, μία τέχνη τελείως αυθεντική, που έκαναν οι Άραβες τεχνίτες για τους χριστιανικούς πληθυσμούς [σημ. 10]. Το παράδειγμα της Σικελίας, στην τέχνη της οποίας παρατηρούμε μία ευτυχή συνάντηση των τριών πολιτισμών, αποτελεί το χαρακτηριστικότερο δείγμα. Στον εκλεκτικισμό της αρχιτεκτονικής της με τα ρομανογοτθικά και αραβικά στοιχεία, το πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα των Νορμανδών βασιλέων με τα πολυτελή ψηφιδωτά, δουλεμένα από Βυζαντινούς ή ντόπιους τεχνίτες, έρχονται να προστεθούν τα διάφορα αραβικά διακοσμητικά θέματα τόσο στα θρησκευτικά όσο και στα κοσμικά κτίσματα (εικ. 8-10).
Οι καλλιτεχνικές ανταλλαγές μεταξύ Βυζαντίου και Ισλάμ χρονολογούνται από την εποχή των Ομεϊάδων (7ος αιώνας) και τα ψηφιδωτά του Μεγάλου Τζαμιού της Δαμασκού (715 μ.Χ.), που αναφέραμε παραπάνω, το επιβεβαιώνουν, ανεξάρτητα αν οι πρακτικές στη χρήση των ψηφιδωτών έγιναν από Βυζαντινούς τεχνίτες ή αυτόχθονες που είχαν εκπαιδευτεί κοντά τους. Οι ανταλλαγές αυτές, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση, συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Η κεραμική, η παραγωγή των μεταξωτών υφασμάτων και υφαντών, των οποίων η ταυτότητα ή ο τόπος προέλευσης και ο διάκοσμός τους κάνει την απόδοση στον έναν ή στον άλλον καλλιτεχνικό χώρο αβέβαιη, είναι από αυτήν τη σκοπιά αποκαλυπτικά (εικ. 11-14). Στον τομέα της αρχιτεκτονικής, η δομή του παλατιού, που αποτελείται από επιμέρους ενότητες με ενδιάμεσους κήπους, περίπτερα αναψυχής και κλίμακες, είναι κοινή στο Βυζάντιο και στον αραβικό κόσμο. Ακόμη και το θλιβερό γεγονός της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453, θεωρείται ως αρχή μιας νέας επαφής, από τη στιγμή που το πρότυπο της Αγίας Σοφίας υιοθετείται στην κατασκευή των μεγάλων τζαμιών.
Άλλο κοινό στοιχείο, επίσης, υπήρξε η ανωνυμία εν γένει των καλλιτεχνών και η πρωτοκαθεδρία του κτήτορα ή του παραγγελιοδότη, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή που έχει λατρέψει τον δημιουργό. Τα τεκμήρια που διαθέτουμε πάνω στο θέμα αυτό είναι ελάχιστα. Τα περισσότερα προέρχονται από τον 13ο αιώνα και εξής. Το ίδιο ισχύει και για το Ισλάμ, όπου η στενή σχέση εξουσίας και θρησκείας είχε ως συνέπεια τον κυριαρχικό ρόλο του μαικήνα πρίγκιπα σε όλη τη διάρκεια της ισλαμικής τέχνης, κοσμικής και θρησκευτικής. Πάντως και στα τρία πολιτιστικά περιβάλλοντα, αντικειμενικός στόχος του παραγγελιοδότη, είτε επρόκειτο για άτομο είτε για κοινότητα ατόμων, ήταν η ικανοποίηση πολιτικών και θρησκευτικών στόχων, καθώς και η κοινωνική καταξίωση.
Το μάθημα, ξεκινώντας από την παρουσίαση των κοινών στοιχείων που αποτελούν το υπόβαθρο των τριών μεσογειακών πολιτισμών, μπορεί να εμπλουτιστεί με βαθύτερες αναλύσεις πάνω στις κοινωνικές και πολιτικές δομές, σε θέματα πολιτικής ιδεολογίας και συμβολισμών που μπορούν να οδηγήσουν σε επιπλέον ενδιαφέροντα και χρήσιμα συμπεράσματα στην αντιμετώπιση της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας. Η μελέτη του βυζαντινού πολιτισμού, π.χ., μέσα από τον πλούτο των στοιχείων που διαρκώς έρχονται στο φως, είτε με την οργάνωση σημαντικών εκθέσεων, είτε μέσα από το πλήθος των επιστημονικών εκδόσεων, μας επιτρέπει να διαμορφώσουμε την εικόνα μιας κοινωνίας διαλλακτικής που δεχόταν στους κόλπους της μια πανσπερμία εθνών, ένα ξεχασμένο αλλά επιτυχημένο πρότυπο «πολυπολιτισμικής κοινωνίας», που διακηρύσσεται αλλά δεν βιώνεται στη σημερινή Ευρώπη.
Η κατ’ αυτόν τον τρόπο προσέγγιση του μαθήματος, εμπλουτισμένη με συζητήσεις και εργασίες, πιστεύουμε ότι μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας ανταλλαγής και ανανέωσης, ως χώρος δημιουργικότητας και διαλόγου, ως παρατηρητήριο που θα εμπεριέχει στοιχεία αναστοχασμού και επεξεργασίας συλλογικών ζητημάτων. Επιπλέον, μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη της αισθητικής καλλιέργειας και της κριτικής σκέψης και, κυρίως, στην καλύτερη οικοδόμηση της πολιτισμικής επικοινωνίας στην εκπαίδευση, η οποία δεν ζητά δογματισμούς και αφορισμούς, γιατί οι ίδιοι οι πολιτισμοί κουβαλούν την πείρα και τη σοφία των αιώνων μέσα τους.
Τέλος, θα ήθελα να κλείσω με ένα σχόλιο του Γιώργου Σεφέρη από τη μεταγραφή του πάνω στο Άσμα Ασμάτων. Ο ποιητής αναφερόμενος στις ιδέες, τα συναισθήματα, τους βαθιά ριζωμένους πόθους του Ισραήλ, λέει «είναι πλούτος αυτό το μπόλιασμα, δεν είναι φτώχεια», ωστόσο, συνεχίζει σχολιάζοντας, «προτιμώ αυτό το μπόλιασμα να το βρίσκω όπου μπορώ και όπως μπορώ χωρίς την ενοχλητική παρεμβολή του δογματισμού» [σημ. 11]. Η ρήση αυτή του ποιητή μάς θυμίζει ότι οι προσεγγίσεις, οι ανταλλαγές, οι συναντήσεις μεταξύ των λαών πρέπει να γίνονται σε πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού, με ελευθερία της γνώμης, φυσικότητα, χωρίς κανόνες επιβολής.
Μαρία Καμπούρη-Βαμβούκου
Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ