Ένα μικροσκοπικό έντομο που ζει στο Μεξικό και τρέφεται με τον κάκτο οπουντία, έβαφε κατακόκκινα τα άμφια του Αγίου Όρους, στη μεταβυζαντινή εποχή.
Η κογχινίλη «μάγεψε» τους Ισπανούς θαλασσοπόρους με το βαθυκόκκινο χρώμα που παρήγαγε και από το 1520 κατέκτησε την Ευρώπη. Ένα από τα πρώτα μέρη που έφτασε ήταν στο Άγιον Όρος και στις Μονές Σίμωνος Πέτρας και Ξηροποτάμου όπου υπάρχουν υφάσματα και πολύτιμα κειμήλια που έχουν ανεξίτηλα χρώματα, βαμμένα με τη χρωστική ουσία της κογχιλίνης.
Η ταυτοποίηση φυσικών οργανικών χρωστικών σε υφάσματα του Αγίου Όρους με τη μέθοδο της υγρής χρωματογραφίας αποτελεί αντικείμενο σεμιναρίου που θα γίνει αύριο και μεθαύριο στη Θεσσαλονίκη, με θέμα «Διαγνωστικές τεχνικές στην επιστήμη της συντήρησης έργων τέχνης».
Ο χημικός-μηχανικός, επίκουρος καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία της Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Καραπαναγιώτης, και η ομάδα του μελετούν εδώ και πέντε χρόνια περίπου 50 αντικείμενα-ιστορικά υφάσματα από μονές του Αγίου Όρους.
Τα πάνω από 150 δείγματα έχουν δώσει σημαντικά και χρήσιμα συμπεράσματα για τον τρόπο βαφής των υφασμάτων τα μεταβυζαντινά χρόνια και συγκεκριμένα από τον 16ο έως τον 20ό αιώνα.
«Μέχρι τώρα είχαμε πλήρη άγνοια για τις χρωστικές ουσίες που χρησιμοποιούνταν στα υφάσματα που είναι κειμήλια. Το τοπίο ξεκαθαρίζει σιγά-σιγά και με τη φυσικοχημική ανάλυση αποκαλύπτονται τα μυστικά της βαφής και της ύφανσης», είπε ο κ. Καραπαναγιώτης στο «Έθνος».
Το κίτρινο χρώμα προερχόταν από το χρυσόξυλο, ένα φυτό που έλκει την καταγωγή του από την Αμερική και σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία χρησιμοποιούνταν για τη δημιουργία αρχιερατικών σάκων στη Δυτική Εκκλησία.
Συνώνυμο της πολυτέλειας το κόκκινο χρώμα, δεν παραγόταν μόνο από την πορφύρα, η οποία μάλιστα ήταν και πανάκριβη, αλλά και από την επεξεργασία φυτών, όπως το κοκκινόξυλο και το ριζάρι. Το τελευταίο έδινε μια εξαιρετικής αντοχής βαφή ενώ για λόγους οικονομίας χρησιμοποιήθηκε ευρέως το κοκκινόξυλο που ήταν πιο φτηνό.