Ομάδα του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης θα λάβει από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας επιχορήγηση ύψους 1 εκατ. λιρών για να μελετήσει το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων.

Το ερευνητικό πρόγραμμα θα διαρκέσει τέσσερα χρόνια. Οι ερευνητές, στο διάστημα αυτό, θα συλλέξουν και θα αναλύσουν στοιχεία σχετικά με τα κίνητρα και τον τρόπο δράσης των αρχαιοκάπηλων. Συγκεκριμένα, η θεματολογία της έρευνας καλύπτει τις παράνομες ανασκαφές, τη διακίνηση και την αγορά, αλλά και τον τρόπο κοστολόγησης των παράνομων αρχαιοτήτων. Στόχος είναι να αναπτυχθούν νέες προσεγγίσεις αφενός για τη ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου πολιτιστικών αγαθών και αφετέρου για τη σύνταξη νόμων κατά των εγκληματικών αυτών ενεργειών.

Το φαινόμενο «είναι εξαιρετικά διαδεδομένο» λέει ο εγκληματολόγος Δρ Simon Mackenzie, που θα είναι επικεφαλής του προγράμματος. «Υπάρχουν αρχιτεκτονικά μνημεία και μουσεία που λεηλατούνται σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων χωρών όπως η Αγγλία και οι ΗΠΑ, κυρίως όμως στον αναπτυσσόμενο κόσμο».

Ο Mackenzie είπε επίσης ότι είναι αδύνατον να υπολογίσει κανείς τον τζίρο του παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων. Οι ερευνητές θα προσπαθήσουν να ακολουθήσουν τη διαδρομή «του χρήματος» από τις διεθνείς αγορές μέχρι εκείνους που αφαιρούν τα αντικείμενα από τις αρχικές τους θέσεις.

Η ομάδα έχει ήδη εντοπίσει μια από τις σημαντικότερες διαδρομές παράνομου εμπορίου από την Καμπότζη στην Ταϊλάνδη, μέσω Ευρώπης, με προορισμό τις δύο κύριες αγορές του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης. Οι ερευνητές σχεδιάζουν να εντοπίσουν και να πάρουν συνεντεύξεις από εκείνους που εμπλέκονται σε κάθε στάδιο του εμπορίου, τους αρχαιοκάπηλους, τους αστυνομικούς, τους τελωνειακούς υπαλλήλους, τους εμπόρους και τους συλλέκτες.

Σύμφωνα με τον Mackenzie, το εμπόριο υποβοηθείται από το γεγονός ότι συχνά είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί η προέλευση ενός αντικειμένου, ενώ εκείνοι που εμπλέκονται στο εμπόριο είναι πολύ ικανοί στο να καλύπτουν τα ίχνη τους. Οι έμποροι μουλιάζουν τις ετικέτες σε τσάι για να δείχνουν παλαιότερες. Άλλη μια δημοφιλής μέθοδος ανάμεσά τους είναι να «εμβαπτίζουν» αυθεντικές αρχαιότητες σε γύψο και να τις «περνάνε» ως τουριστικά σουβενίρ.

Η αγορά, λέει ο Neil Brodie, κινείται βάσει της διαθεσιμότητας. Το μέγεθος του αντικειμένου δεν αποτελεί πρόβλημα.

«Η αγορά περνάει φάσεις. Τα ελληνικά αγγεία ανέκαθεν ήταν δημοφιλή, αλλά δεν εισάγονται πια στην αγορά πολλά καινούργια ελληνικά αγγεία, κι έτσι αρχίζει να διακινείται πιο πολύ η ιρανική κεραμική. Και πράγματι, έρχονται πιο πολλά αντικείμενα από το Ιράν. Ορισμένα από τα κομμάτια είναι τεράστια, όπως τα γλυπτά της Καμπότζης, για παράδειγμα.

»Οι άνθρωποι που πουλούν αυτό το υλικό επιδιώκουν να δημιουργήσουν αγορές. Αν, φερ’ ειπείν, υπάρξει η δυνατότητα να έρθουν στο φως βραχογραφίες από τα βάθη της Σαχάρας, θα αρχίσουν να προωθούν βραχογραφίες. Θα δημιουργήσουν μια αγορά. Υπάρχει μία “συνέργεια” ανάμεσα στην προσβασιμότητα και τη διαθεσιμότητα του υλικού αφενός και τη δυνατότητα δημιουργίας αγοράς από τους εμπόρους αφετέρου. Το Διαδίκτυο έχει διευκολύνει πολύ την όλη διαδικασία».

Οι αγοραστές παράνομων έργων τέχνης έχουν επίσης αλλάξει, λέει ο Simon Mackenzie: από εκείνους που γνώριζαν από τέχνη και αρχαιότητες σε αυτούς που έχουν χρήματα και απλά ψάχνουν για σύμβολα του στάτους τους. Πρόκειται πλέον για συνηθισμένους καταναλωτές. «Εκείνοι που έχουν λεφτά ενδιαφέρονται πιο πολύ να αγοράσουν τέχνη χωρίς να τους νοιάζει [από πού προέρχεται]».

Ο Neil Brodie εκφράζει την ανησυχία του για τα τηλεοπτικά σίριαλ που παρουσιάζουν αρχαιότητες ως μέρος του ντεκόρ, σαν να ήταν επιθυμητό να έχει κανείς τέτοια αντικείμενα στο σπίτι του. Ο κόσμος θα πρέπει να καταλάβει, λέει, ότι το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων μπορεί να βλάψει όχι μόνο μια συγκεκριμένη αρχαιολογική θέση, αλλά και την πολιτιστική κληρονομιά ενός έθνους.

«Ως αρχαιολόγος, όταν ανασκάπτεις μια θέση, πρέπει να γνωρίζεις πού βρίσκονται τα αντικείμενα και μαζί με τι άλλο βρίσκονται. Όταν οι αρχαιολογικές θέσεις λεηλατούνται, χάνεις τα συμφραζόμενα, και αυτό περιορίζει την αρχαιολογική μας γνώση. Επίσης επηρεάζεται ο πολιτισμός των ανθρώπων. Αν αυτές οι θέσεις απλά ανασκάπτονται και καταστρέφονται αποδυναμώνεται η πολιτιστική τους ταυτότητα. Πολιτισμικές ομάδες που έζησαν σε πολιτικά καθεστώτα καταπίεσης και των οποίων η πολιτική και πολιτιστική ταυτότητα είναι αλληλένδετες. Πρέπει να προστατεύουμε τα αρχαιολογικά και πολιτιστικά μνημεία μας. Παίζουν έναν αρκετά κρίσιμο ρόλο».