Όσοι εργάζονται στο Μουσείο Μπενάκη και είχαν την καλή τύχη να τον γνωρίσουν, του εκφράζουν ένα μεγάλο ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς τους, όχι μόνο για την απόφασή του να εμπιστευτεί το έργο του στο Ίδρυμα, αλλά και για τα ξεχασμένα μονοπάτια που τους άνοιξε η στάση της ζωής του, με αξίες που από νέος ενστερνίστηκε και σταθερά ακολούθησε χωρίς παρεκκλίσεις.
Η επαφή μαζί του, όπως τονίζει η Φανή Κωνσταντίνου, μας σημάδεψε. Ήταν ένα από τα ανεκτίμητα δώρα του. Δε θα ξεχάσουμε ποτέ τις συναντήσεις μας στο φιλόξενο σπίτι του, πώς μας μετέφερε με το δικό του μαγικό τρόπο στα δύσκολα χρόνια της νιότης του και πώς μας μεταλαμπάδευε με μεστές και ποιητικές φράσεις το καταστάλαγμα της φιλοσοφίας του.
Η μεγάλη του όμως προσφορά στην ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας αλλά και στην ιστορία αυτού του τόπου, είναι το ίδιο του το έργο. Μέσα από 15.000 φωτογραφικά θέματα συμπληρωμένα με κινηματογραφικές ταινίες, ηχητικές και γραπτές μαρτυρίες, κατέγραψε το Αντάρτικο στην Ήπειρο και στη συνέχεια όλες τις εκφάνσεις της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, με συνείδηση ότι ο παραδοσιακός τρόπος ζωής χάνεται. Πρωταγωνιστής στις εικόνες του ο απλός άνθρωπος του μόχθου, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, κατά κύριο λόγο οι κάτοικοι των ορεινών χωριών της Ηπείρου της οποίας δικαίως ονομάστηκε υμνωδός. Εμβληματική μορφή, αυτή της Ηπειρώτισσας μάνας. Η φωτογραφική του γραφή απέριττη, αυστηρή, χωρίς φλυαρία και λυρισμό, δεμένη σφικτά με τα θέματά του.
Έπρεπε να φτάσουμε στη δεκαετία του 1980, για να εκτιμηθεί η φωτογραφική του δημιουργία από νέους φωτογράφους της εποχής και να ακολουθήσει εκθεσιακό και εκδοτικό ενδιαφέρον, με αποκορύφωμα τους μνημειακούς τόμους των εκδόσεων Ποταμός, ενίοτε με τη συνεργασία του Μουσείου Μπενάκη.
Ανήσυχος για την τύχη του έργου του, καθώς είχε απόλυτη συνείδηση της ιστορικής και φωτογραφικής του αξίας, αποφάσισε πριν πέντε χρόνια να το εμπιστευτεί στο Μουσείο Μπενάκη. Ένας έπαινος για το Ίδρυμα αλλά και ένα βαρύ χρέος. Το χρέος αυτό μάλιστα μένει ανοικτό, καθώς όταν τον ρωτήσαμε τι θα μας συμβούλευε σχετικά με την αξιοποίησή του, απάντησε: «Να το σεβαστείτε». Τα λόγια του αυτά αποτελούν τη βάση για κάθε πρωτοβουλία σχετικά με το υλικό του.
Στην έκθεση Το Αντάρτικο στην Ήπειρο, 1941-1944 τον περασμένο Φεβρουάριο, ήταν η τελευταία φορά που τον είδαμε δημόσια. Η συγκίνηση και η ευχαρίστηση στο πρόσωπό του ήταν έκδηλη, παρά την κλονισμένη ήδη υγεία του.
Πιστεύουμε πως φεύγοντας για το μακρινό ταξίδι, είναι ήσυχος για την τύχη του έργου του. Το Μουσείο Μπενάκη θα είναι ο θεματοφύλακάς του, ενώ το ίδιο θα ανήκει σε όλους, όπως ο ίδιος πρέσβευε.
Ο Κώστας Μπαλάφας έφυγε από κοντά μας σε μια εποχή σύγχυσης και ταπείνωσης. Οι φωτογραφίες του όμως, θα αποπνέουν πάντα την αγάπη και την υπερηφάνεια που ένοιωσε για αυτόν τον τόπο, και που εμείς οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε. Το έργο του και η ζωή του ας μας βοηθήσουν να βρούμε το δρόμο.