Στη βόρεια Πιερία, νότια από τον σύγχρονο οικισμό του Μακρύγιαλου, βρίσκεται η αρχαία Πύδνα. Η πρώτη κατοίκηση στην περιοχή, ένας από τους πιο εκτεταμένους οικισμούς της Νεότερης Νεολιθικής, εντοπίζεται νοτιοδυτικά του Μακρύγιαλου. Διακρίνονται δύο φάσεις, μια προδιμηνιακή και μια σύγχρονη με το κλασικό Διμήνι. Στην εποχή του Χαλκού ιδρύονται για πρώτη φορά οικισμοί στα παράλια της βόρειας Πιερίας, ο ένας στη θέση της αρχαίας Πύδνας, στα νότια του νεολιθικού οικισμού. Μεγάλη επέκταση του οικισμού σημειώνεται την Πρώιμη εποχή του Σιδήρου. Για πρώτη φορά στη Μακεδονία εμφανίζονται θαλαμωτοί τάφοι.
Την αρχαϊκή εποχή η Πύδνα συρρικνώνεται σημαντικά. Η πόλη, που οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν «μακεδονική», γνωρίζει τη μεγάλη της ακμή τον 5ο αιώνα π.Χ. Στα χρόνια του Αλέξανδρου Α’ γίνεται το μεγαλύτερο αστικό κέντρο του βασιλείου. Η ακμή της ανακόπηκε μετά την αποστασία της, που πρέπει να αποδοθεί στις μεταρρυθμίσεις του Αρχέλαου (413-399 π.Χ.). Τιμωρώντας τους, ο Αρχέλαος μετέφερε τους κατοίκους σε μεσόγεια θέση, στο σημερινό Κίτρος. Σύντομα όμως εκείνοι επέστρεψαν κερδίζοντας μάλιστα και την αυτονομία τους, μάλλον χάρη σε ευνοϊκές ρυθμίσεις του βασιλιά Αμύντα Γ’. Το 357 π.Χ. ο Φίλιππος Β’ καταλαμβάνει την πόλη και την επαναφέρει στη σφαίρα επιρροής των Μακεδόνων. Μετά την ολοκληρωτική εγκατάλειψη της Μεθώνης το 354 π.Χ., η αστικοποίηση της Πύδνας εντείνεται. Στο χώρο της Πύδνας το 168 π. Χ. οι Ρωμαίοι συνέτριψαν τις μακεδονικές δυνάμεις του Περσέα. Στα βυζαντινά χρόνια η Πύδνα γνωρίζει πάλι μεγάλη ακμή ως Κίτρος, οχυρωμένος οικισμός με έδρα επισκοπής. Στην Τουρκοκρατία ο παράλιος οικισμός εγκαταλείπεται για να μεταφερθεί στη σημερινή θέση του Κίτρους.